ΑΜΑΡΤΙΑ
Οτιδήποτε δεν είναι σε αρμονία με την προσωπικότητα, τους κανόνες, τις οδούς και το θέλημα του Θεού, και επομένως αντίκειται σε αυτά. Οτιδήποτε αμαυρώνει τη σχέση ενός ατόμου με τον Θεό. Αυτό μπορεί να αφορά λόγια (Ιωβ 2:10· Ψλ 39:1), έργα (το να κάνει κάποιος εσφαλμένες πράξεις [Λευ 20:20· 2Κο 12:21] ή να μην κάνει το πρέπον [Αρ 9:13· Ιακ 4:17]) ή τη διάθεση της διάνοιας ή της καρδιάς (Παρ 21:4· παράβαλε επίσης Ρω 3:9-18· 2Πε 2:12-15). Η απιστία προς τον Θεό αποτελεί σοβαρή αμαρτία, επειδή φανερώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτόν ή έλλειψη πεποίθησης στην ικανότητα που έχει να επιτελεί το έργο του. (Εβρ 3:12, 13, 18, 19) Η εξέταση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι όροι των πρωτότυπων γλωσσών, καθώς και των σχετικών παραδειγμάτων, το φανερώνει αυτό.
Στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιείται συνήθως η λέξη χαττά’θ, ενώ στο πρωτότυπο ελληνικό η λέξη ἁμαρτία. Και στις δύο γλώσσες τα ρήματα (εβρ. κείμενο, χατά’· ελλ. κείμενο, ἁμαρτάνω) σημαίνουν «αστοχώ» ως προς έναν σκοπό, μια πορεία, έναν στόχο ή το σωστό σημείο. Στο εδάφιο Κριτές 20:16 χρησιμοποιείται το ρήμα χατά’ με άρνηση για να περιγράψει τους Βενιαμίτες που “σφεντόνιζαν πέτρες στην τρίχα και δεν αστοχούσαν”. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούσαν συχνά το ρήμα ἁμαρτάνω αναφερόμενοι σε έναν πολεμιστή που αστοχούσε με το δόρυ του. Και οι δύο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνταν με την έννοια του ότι κάποιος αστοχούσε, δηλαδή δεν κατάφερνε, όχι μόνο να αποκτήσει υλικά αντικείμενα ή να επιτύχει υλικούς στόχους, αλλά επίσης δεν κατάφερνε να επιτύχει ηθικούς ή διανοητικούς στόχους ή σκοπούς. Τα εδάφια Παροιμίες 8:35, 36 λένε ότι όποιος βρίσκει τη θεϊκή σοφία βρίσκει ζωή, αλλά όποιος “δεν βρίσκει [από το εβραϊκό ρήμα χατά’] τη σοφία κάνει κακό στην ψυχή του” και οδηγείται στο θάνατο. Στις Γραφές, τόσο οι εβραϊκές όσο και οι ελληνικές λέξεις αναφέρονται κυρίως στην αμαρτία των νοημόνων πλασμάτων του Θεού, στην αστοχία τους ως προς τον Δημιουργό τους.
Η Θέση του Ανθρώπου στο Σκοπό του Θεού. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατά την «εικόνα του Θεού». (Γε 1:26, 27) Όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα, ήρθε σε ύπαρξη και δημιουργήθηκε λόγω του θελήματος του Θεού. (Απ 4:11) Το ότι ο Θεός ανέθεσε στον άνθρωπο κάποια εργασία έδειχνε ότι ο άνθρωπος έπρεπε να υπηρετεί το σκοπό του Θεού στη γη. (Γε 1:28· 2:8, 15) Σύμφωνα με το θεόπνευστο απόστολο Παύλο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να είναι και «εικόνα και δόξα του Θεού» (1Κο 11:7), επομένως για να αντανακλά τις ιδιότητες του Δημιουργού του, συμπεριφερόμενος έτσι ώστε να αντανακλά τη δόξα του Θεού. Ως επίγειος γιος του Θεού, ο άνθρωπος θα έπρεπε να μοιάζει με τον ουράνιο Πατέρα του. Αν ίσχυε το αντίθετο, αυτό θα ήταν αντιφατικό με τη θεϊκή πατρότητα και θα έφερνε όνειδος σε αυτήν.—Παράβαλε Μαλ 1:6.
Ο Ιησούς το έδειξε αυτό παροτρύνοντας τους μαθητές του να εκδηλώνουν καλοσύνη και αγάπη με τρόπο ανώτερο από τον τρόπο των “αμαρτωλών”—εκείνων για τους οποίους ήταν γνωστό ότι επιδίδονταν σε αμαρτωλές πράξεις. Δήλωσε ότι μόνο αν ακολουθούσαν οι μαθητές του το παράδειγμα του Θεού ως προς το έλεος και την αγάπη θα μπορούσαν “να αποδειχτούν γιοι του Πατέρα τους που είναι στους ουρανούς”. (Ματ 5:43-48· Λου 6:32-36) Ο Παύλος συνδέει τη δόξα του Θεού με το ζήτημα της ανθρώπινης αμαρτίας λέγοντας ότι «όλοι έχουν αμαρτήσει και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού». (Ρω 3:23· παράβαλε Ρω 1:21-23· Ωσ 4:7.) Στα εδάφια 2 Κορινθίους 3:16-18· 4:1-6, δείχνει ότι όσοι εγκαταλείπουν την αμαρτία και στρέφονται στον Ιεχωβά “αντανακλούν σαν καθρέφτες τη δόξα του Ιεχωβά με πρόσωπα από τα οποία έχει αφαιρεθεί το κάλυμμα και μεταμορφώνονται στην ίδια εικόνα από δόξα σε δόξα”, διότι τα ένδοξα καλά νέα σχετικά με τον Χριστό, ο οποίος είναι η εικόνα του Θεού, λάμπουν πάνω τους. (Παράβαλε επίσης 1Κο 10:31.) Ο απόστολος Πέτρος παραθέτει από τις Εβραϊκές Γραφές καθώς δηλώνει το ρητό θέλημα του Θεού για τους επίγειους υπηρέτες του, λέγοντας: «Σύμφωνα με τον Άγιο, ο οποίος σας κάλεσε, γίνετε και εσείς άγιοι σε όλη τη διαγωγή σας, επειδή είναι γραμμένο: “Πρέπει να είστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος”».—1Πε 1:15, 16· Λευ 19:2· Δευ 18:13.
Συνεπώς, η αμαρτία αμαυρώνει την αντανάκλαση της ομοίωσης και της δόξας του Θεού από μέρους του ανθρώπου. Καθιστά τον άνθρωπο μη άγιο, δηλαδή ακάθαρτο, μολυσμένο και σπιλωμένο από πνευματική και ηθική άποψη.—Παράβαλε Ησ 6:5-7· Ψλ 51:1, 2· Ιεζ 37:23· βλέπε ΑΓΙΟΤΗΤΑ.
Όλα αυτά τα εδάφια, λοιπόν, τονίζουν ότι ο Θεός είχε σκοπό του από την αρχή να βρίσκεται ο άνθρωπος σε αρμονία με την προσωπικότητά Του, να είναι όμοιος με τον Δημιουργό του, όπως ένας ανθρώπινος πατέρας που αγαπάει το γιο του επιθυμεί να είναι ο γιος του όμοιος με εκείνον όσον αφορά την άποψη για τη ζωή, τους κανόνες συμπεριφοράς και τις ιδιότητες της καρδιάς. (Παράβαλε Παρ 3:11, 12· 23:15, 16, 26· Εφ 5:1· Εβρ 12:4-6, 9-11.) Αυτό προϋποθέτει απαραίτητα την υπακοή και την υποταγή του ανθρώπου στο θεϊκό θέλημα, είτε αυτό έχει τη μορφή ρητής εντολής είτε όχι. Συνεπώς, η αμαρτία περιλαμβάνει ηθική αποτυχία, αστοχία, σε όλους αυτούς τους τομείς.
Η Εμφάνιση της Αμαρτίας. Η αμαρτία παρουσιάστηκε πρώτα στο πνευματικό βασίλειο προτού εμφανιστεί στη γη. Επί απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε στο σύμπαν πλήρης αρμονία με τον Θεό. Η διατάραξη αυτής της αρμονίας επήλθε μέσω ενός πνευματικού πλάσματος το οποίο αναφέρεται απλώς ως ο Ανθιστάμενος, ο Αντίδικος (εβρ. κείμενο, Σατάν· ελλ. κείμενο, Σατανᾶς· Ιωβ 1:6· Ρω 16:20), ο κυριότερος Ψευδόμενος Κατήγορος ή Συκοφάντης (Διάβολος, Κείμενο) του Θεού. (Εβρ 2:14· Απ 12:9) Γι’ αυτό, ο απόστολος Ιωάννης λέει: «Αυτός που εμμένει στην αμαρτία προέρχεται από τον Διάβολο, επειδή ο Διάβολος αμαρτάνει από την αρχή».—1Ιω 3:8.
Με τη λέξη «αρχή», ο Ιωάννης αναφέρεται σαφώς στην αρχή της σταδιοδρομίας του Σατανά ως εναντιουμένου, όπως ακριβώς η λέξη «αρχή» προσδιορίζει στα εδάφια 1 Ιωάννη 2:7· 3:11 το χρονικό σημείο κατά το οποίο κάποιοι Χριστιανοί ξεκίνησαν την πορεία τους ως μαθητές. Τα λόγια του Ιωάννη δείχνουν ότι, αφότου ο Σατανάς εισήγαγε την αμαρτία, συνέχισε την αμαρτωλή του πορεία. Συνεπώς, όποιος “κάνει την αμαρτία ασχολία ή συνήθειά του” φανερώνει ότι είναι “παιδί” του Αντιδίκου, πνευματικό τέκνο που αντανακλά τις ιδιότητες του «πατέρα» του.—Η Ελληνική Διαθήκη του Ερμηνευτή (The Expositor’s Greek Testament), επιμέλεια Γ. Ρ. Νίκολ, 1967, Τόμ. 5, σ. 185· Ιωα 8:44· 1Ιω 3:10-12.
Εφόσον η καλλιέργεια της εσφαλμένης επιθυμίας μέχρις ότου γίνει αυτή γόνιμη προηγείται από τη “γέννηση της αμαρτίας” (Ιακ 1:14, 15), το πνευματικό πλάσμα που έγινε εναντιούμενος είχε αρχίσει να παρεκκλίνει από τη δικαιοσύνη και να νιώθει δυσαρεστημένος με τον Θεό πριν από αυτή καθαυτή τη φανέρωση της αμαρτίας.
Η ανταρσία στην Εδέμ. Το θέλημα του Θεού, όπως αυτό διατυπώθηκε προς τον Αδάμ και τη σύζυγό του, είχε κατά κύριο λόγο θετικό χαρακτήρα, εκθέτοντας τι θα έπρεπε αυτοί να κάνουν. (Γε 1:26-29· 2:15) Μία μόνο απαγορευτική εντολή δόθηκε στον Αδάμ, η απαγόρευση να φάει από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού (ακόμη και να το αγγίξει). (Γε 2:16, 17· 3:2, 3) Αξίζει να σημειωθεί ότι η δοκιμή της υπακοής και της αφοσίωσης στην οποία υπέβαλε ο Θεός τον άνθρωπο έδειχνε σεβασμό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Θεός δεν απέδωσε κάτι κακό στον Αδάμ μέσω αυτής. Για παράδειγμα, δεν χρησιμοποίησε ως δοκιμή την απαγόρευση της κτηνοβασίας, του φόνου ή κάποιας παρόμοιας απαίσιας ή αχρείας πράξης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι, κατά την άποψη του Θεού, υπήρχε η πιθανότητα να έχει ο Αδάμ μέσα του κάποιες ποταπές τάσεις. Η κατανάλωση τροφής ήταν κάτι φυσιολογικό και κατάλληλο, είχε δε λεχθεί στον Αδάμ να “τρώει μέχρι να χορτάσει” από όσα του είχε δώσει ο Θεός. (Γε 2:16) Ο Θεός, όμως, τώρα δοκίμασε τον Αδάμ απαγορεύοντάς του να φάει από τον καρπό ενός και μόνο δέντρου. Με αυτόν τον τρόπο, προσέδωσε στη βρώση εκείνου του καρπού συμβολική σημασία, δηλαδή ότι όποιος τον έτρωγε θα αποκτούσε γνώση η οποία θα τον καθιστούσε ικανό να αποφασίζει μόνος του τι είναι “καλό” ή τι είναι “κακό” για τον άνθρωπο. Έτσι λοιπόν, ο Θεός ούτε επέβαλε στον άνθρωπο κάποια ταλαιπωρία ούτε απέδωσε στον Αδάμ κάτι που υποβίβαζε την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπινου γιου του Θεού.
Η γυναίκα ήταν το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που αμάρτησε. Ο πειρασμός που της έθεσε ο Αντίδικος του Θεού, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα φίδι ως μέσο επικοινωνίας (βλέπε ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ [Ο πρώτος αμαρτωλός και ο βασιλιάς της Τύρου]), δεν ήταν μια ασυγκάλυπτη πρόκληση για ανηθικότητα αισθησιακής φύσης. Τουναντίον, παρουσιάστηκε ως μια πρόκληση που διήγειρε την επιθυμία για υποτιθέμενη διανοητική ανύψωση και ελευθερία. Αφού πρώτα ο Πειραστής έκανε την Εύα να επαναλάβει το νόμο του Θεού, τον οποίο της είχε μεταβιβάσει προφανώς ο σύζυγός της, στη συνέχεια επιτέθηκε στη φιλαλήθεια και στην αγαθότητα του Θεού. Ισχυρίστηκε ότι το να φάει κάποιος από τον καρπό του προσδιορισμένου δέντρου θα είχε ως αποτέλεσμα, όχι το θάνατο, αλλά τη διαφώτιση και τη θεϊκή ικανότητα να καθορίζει μόνος του αν κάτι ήταν καλό ή κακό. Αυτή η δήλωση αποκαλύπτει ότι ο Πειραστής ήταν πλέον τελείως αποξενωμένος στην καρδιά του από τον Δημιουργό του, εφόσον με τα λόγια του αντέκρουε απροκάλυπτα τον Θεό και επιπλέον τον συκοφαντούσε συγκαλυμμένα. Δεν κατηγόρησε τον Θεό ότι έσφαλλε εν αγνοία Του αλλά ότι διαστρέβλωνε εσκεμμένα τα πράγματα, λέγοντας: «Διότι ο Θεός γνωρίζει . . .» Η σοβαρότητα της αμαρτίας, η απεχθής φύση αυτής της δυσαρέσκειας, φανερώνεται από τα μέσα τα οποία κατάντησε να χρησιμοποιήσει αυτός ο πνευματικός γιος για να πετύχει τους σκοπούς του—έγινε δόλιος ψεύτης και δολοφόνος υποκινούμενος από φιλοδοξία, εφόσον προφανώς γνώριζε τις θανάσιμες συνέπειες αυτού που υποδείκνυε τώρα στη γυναίκα που τον άκουγε.—Γε 3:1-5· Ιωα 8:44.
Όπως αποκαλύπτει η αφήγηση, η ανάρμοστη επιθυμία άρχισε να δρα μέσα στη γυναίκα. Αντί να αντιδράσει με απόλυτη αποστροφή και δίκαιη αγανάκτηση ακούγοντας να αμφισβητείται έτσι η δικαιοσύνη του νόμου του Θεού, αυτή άρχισε να βλέπει το δέντρο ως κάτι επιθυμητό. Θέλησε εκείνο που ανήκε δικαιωματικά στον Ιεχωβά Θεό ως τον Κυρίαρχό της—την ικανότητα και το αποκλειστικό δικαίωμα που έχει εκείνος να καθορίζει τι είναι καλό και τι είναι κακό για τα πλάσματά του. Συνεπώς, άρχισε τώρα να συμμορφώνεται με τις οδούς, τους κανόνες και το θέλημα του εναντιουμένου, ο οποίος αντέκρουσε τόσο τον Δημιουργό της όσο και τη διορισμένη από τον Θεό κεφαλή της, το σύζυγό της. (1Κο 11:3) Εμπιστευόμενη στα λόγια του Πειραστή, άφησε τον εαυτό της να παραπλανηθεί, έφαγε από τον καρπό και έτσι αποκάλυψε την αμαρτία που είχε γεννηθεί μέσα στην καρδιά και στο μυαλό της.—Γε 3:6· 2Κο 11:3· παράβαλε Ιακ 1:14, 15· Ματ 5:27, 28.
Αργότερα, έφαγε και ο Αδάμ από τον καρπό όταν του τον πρόσφερε η σύζυγός του. Ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η αμαρτία του άντρα διέφερε από της συζύγου του κατά το ότι ο Αδάμ δεν απατήθηκε από την προπαγάνδα του Πειραστή, και επομένως δεν θεώρησε βάσιμο τον ισχυρισμό ότι η βρώση του καρπού από το δέντρο θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. (1Τι 2:14) Επομένως, ο Αδάμ πρέπει να έφαγε λόγω της επιθυμίας του για τη σύζυγό του, με αποτέλεσμα να “ακούσει τη φωνή της συζύγου του” αντί του Θεού του. (Γε 3:6, 17) Με αυτόν τον τρόπο συμμορφώθηκε με τις οδούς και το θέλημά της, και μέσω εκείνης, με τις οδούς και το θέλημα του Αντιδίκου του Θεού. Επομένως, “αστόχησε”, δεν ενήργησε κατά την εικόνα και την ομοίωση του Θεού, δεν αποτέλεσε αντανάκλαση της δόξας του Θεού και στην πραγματικότητα πρόσβαλε τον ουράνιο Πατέρα του.
Οι Συνέπειες της Αμαρτίας. Η αμαρτία έφερε τον άνθρωπο σε δυσαρμονία με τον Δημιουργό του. Με αυτόν τον τρόπο δεν έβλαψε μόνο τις σχέσεις του με τον Θεό, αλλά και τις σχέσεις του με την υπόλοιπη δημιουργία του Θεού, καθώς επίσης έβλαψε και τον εαυτό του—τη διάνοια, την καρδιά και το σώμα του. Οι συνέπειες της αμαρτίας για την ανθρώπινη φυλή ήταν εξαιρετικά ολέθριες.
Η συμπεριφορά του ανθρώπινου ζευγαριού φανέρωσε αμέσως αυτή τη δυσαρμονία. Το ότι κάλυψαν τμήματα του σώματός τους, το οποίο ήταν φτιαγμένο από τον Θεό, και το ότι κατόπιν προσπάθησαν να κρυφτούν από εκείνον αποτέλεσαν σαφείς αποδείξεις της αποξένωσης που είχε λάβει χώρα μέσα στη διάνοια και στην καρδιά τους. (Γε 3:7, 8) Έτσι λοιπόν, η αμαρτία τούς έκανε να αισθάνονται ενοχή, ανησυχία, ανασφάλεια και ντροπή. Αυτό καταδεικνύει παραστατικά το σημείο που αναφέρει ο απόστολος στο εδάφιο Ρωμαίους 2:15, ότι ο νόμος του Θεού ήταν “γραμμένος στην καρδιά του ανθρώπου”. Επομένως, η παραβίαση αυτού του νόμου δημιούργησε τώρα μια εσωτερική αναστάτωση στον άνθρωπο, εφόσον η συνείδησή του τον έτυπτε για αδικοπραγία. Στην ουσία, ο άνθρωπος διέθετε έναν έμφυτο ανιχνευτή ψεύδους ο οποίος καθιστούσε αδύνατη την απόκρυψη της αμαρτωλής του κατάστασης από τον Δημιουργό του, ο δε Θεός, αποκρινόμενος στη δικαιολογία που πρόβαλε ο άνθρωπος για την αλλαγή της στάσης του απέναντι στον ουράνιο Πατέρα του, ρώτησε αμέσως: «Μήπως έφαγες από το δέντρο από το οποίο σου έδωσα εντολή να μη φας;»—Γε 3:9-11.
Για να είναι συνεπής με τον εαυτό του, αλλά και για το καλό της υπόλοιπης παγκόσμιας οικογένειάς του, ο Ιεχωβά Θεός δεν μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια αμαρτωλή πορεία από μέρους είτε των ανθρώπινων πλασμάτων του είτε του πνευματικού γιου που είχε στασιάσει. Διατηρώντας την αγιότητά του, επέβαλε δίκαια σε όλους αυτούς την ποινή του θανάτου. Το ανθρώπινο ζευγάρι εκδιώχθηκε κατόπιν από τον κήπο του Θεού στην Εδέμ, και έτσι έπαψε να έχει πρόσβαση στο άλλο δέντρο που ο Θεός είχε προσδιορίσει ως «το δέντρο της ζωής».—Γε 3:14-24.
Τα αποτελέσματα για την ανθρωπότητα ως σύνολο. Το εδάφιο Ρωμαίους 5:12 δηλώνει ότι «μέσω ενός ανθρώπου μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι ο θάνατος απλώθηκε σε όλους τους ανθρώπους, επειδή όλοι είχαν αμαρτήσει». (Παράβαλε 1Ιω 1:8-10.) Σύμφωνα με ορισμένους, αυτό σημαίνει πως όλοι οι μελλοντικοί απόγονοι του Αδάμ συμμετείχαν στην αρχική αμαρτωλή πράξη του Αδάμ διότι αυτός, ως οικογενειακή τους κεφαλή, τους εκπροσωπούσε και συνεπώς τους έκανε, στην ουσία, συμμέτοχους στην αμαρτία του. Ο απόστολος Παύλος, όμως, λέει ότι ο θάνατος «απλώθηκε» σε όλους τους ανθρώπους, πράγμα που υποδηλώνει ότι επήλθε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα στους απογόνους του Αδάμ.
Επιπλέον, ο Παύλος συνεχίζει λέγοντας ότι ο θάνατος βασίλεψε «από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν αμαρτήσει κατά την ομοιότητα της παράβασης του Αδάμ». (Ρω 5:14) Η αμαρτία του Αδάμ ονομάζεται εύστοχα “παράβαση” εφόσον αποτελούσε παραβίαση ενός σαφούς νόμου, μιας ρητής εντολής που του είχε δώσει ο Θεός. Επίσης, όταν ο Αδάμ αμάρτησε, το έκανε αυτό από δική του ελεύθερη επιλογή, ως τέλειος άνθρωπος που δεν είχε καμιά ανεπάρκεια. Είναι ολοφάνερο ότι οι απόγονοί του δεν απόλαυσαν ποτέ τέτοια κατάσταση τελειότητας. Συνεπώς, αυτοί οι παράγοντες δεν φαίνεται να εναρμονίζονται με την άποψη ότι, “όταν αμάρτησε ο Αδάμ, όλοι οι αγέννητοι τότε απόγονοί του αμάρτησαν μαζί του”. Για να θεωρηθούν υπόλογοι όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ως συμμέτοχοι στην προσωπική αμαρτία του, θα έπρεπε να είχαν δηλώσει με κάποιον τρόπο ότι ήθελαν να έχουν αυτόν ως οικογενειακή τους κεφαλή. Στην πραγματικότητα, όμως, κανείς τους δεν γεννήθηκε από αυτόν με δική του θέληση, δεδομένου ότι η γέννησή τους στη γραμμή του Αδάμ υπήρξε αποτέλεσμα του σαρκικού θελήματος των γονέων τους.—Ιωα 1:13.
Τα στοιχεία, λοιπόν, υποδεικνύουν ότι η αμαρτία μεταβιβάστηκε από τον Αδάμ στις επόμενες γενιές ως συνέπεια του αποδεδειγμένου νόμου της κληρονομικότητας. Αυτό προφανώς εννοεί ο ψαλμωδός όταν λέει: «Με σφάλμα γεννήθηκα μέσα σε πόνους γέννας, και στην αμαρτία με συνέλαβε η μητέρα μου». (Ψλ 51:5) Η αμαρτία, μαζί με τις συνέπειές της, εισχώρησε και απλώθηκε σε όλη την ανθρώπινη φυλή, όχι μόνο επειδή ο Αδάμ ήταν η οικογενειακή κεφαλή αυτής της φυλής, αλλά επειδή εκείνος, και όχι η Εύα, ήταν ο προγεννήτοράς της, δηλαδή η πηγή της ανθρώπινης ζωής. Από αυτόν, όπως επίσης και από την Εύα, οι απόγονοί του αναπόφευκτα θα κληρονομούσαν, όχι μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά επίσης τα γνωρίσματα της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης και της ροπής προς την αμαρτία.—Παράβαλε 1Κο 15:22, 48, 49.
Τα λόγια του Παύλου επίσης υποδεικνύουν αυτό το συμπέρασμα όταν εκείνος λέει ότι «όπως μέσω της ανυπακοής του ενός ανθρώπου [του Αδάμ] πολλοί καταστάθηκαν αμαρτωλοί, παρόμοια και μέσω της υπακοής του ενός [του Χριστού Ιησού] πολλοί θα κατασταθούν δίκαιοι». (Ρω 5:19) Εκείνοι που επρόκειτο να «κατασταθούν δίκαιοι» μέσω της υπακοής του Χριστού δεν καταστάθηκαν όλοι δίκαιοι αμέσως μόλις αυτός παρουσίασε τη λυτρωτική του θυσία στον Θεό, αλλά αρχίζουν σταδιακά να ωφελούνται από αυτή τη θυσία καθώς ασκούν πίστη σε αυτή την προμήθεια και συμφιλιώνονται με τον Θεό. (Ιωα 3:36· Πρ 3:19) Ανάλογα με αυτό, η μία μετά την άλλη οι γενιές των απογόνων του Αδάμ καθίστανται αμαρτωλές, καθώς οι απόγονοι αυτοί συλλαμβάνονται από τους εγγενώς αμαρτωλούς γονείς τους που ανήκουν στη γραμμή του Αδάμ.
Η εξουσία και ο μισθός της αμαρτίας. «Ο μισθός που πληρώνει η αμαρτία είναι θάνατος» (Ρω 6:23) και, εφόσον όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί στη γραμμή του Αδάμ, βρίσκονται κάτω από «το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου». (Ρω 8:2· 1Κο 15:21, 22) Η αμαρτία, μαζί με το θάνατο, “βασίλεψε” στην ανθρωπότητα, υποδουλώνοντάς την, και το άτομο που πούλησε τους ανθρώπους σε αυτή τη δουλεία ήταν ο Αδάμ. (Ρω 5:17, 21· 6:6, 17· 7:14· Ιωα 8:34) Οι παραπάνω δηλώσεις δείχνουν ότι αμαρτία δεν θεωρείται απλώς η ίδια η εκτέλεση ή η παράλειψη ορισμένων πράξεων, αλλά και ο νόμος ή η κατευθυντήρια αρχή ή η δύναμη που δρα μέσα στους ανθρώπους, δηλαδή η έμφυτη ροπή προς την αδικοπραγία την οποία κληρονομούν από τον Αδάμ. Ως εκ τούτου, η Αδαμιαία κληρονομιά τους έχει παραγάγει “αδυναμία της σάρκας”, ατέλεια. (Ρω 6:19) Ο «νόμος» της αμαρτίας εργάζεται συνεχώς μέσα στα σαρκικά τους μέλη, προσπαθώντας στην ουσία να ελέγχει την πορεία τους, να τους κάνει υποτελείς του, να τους φέρνει σε δυσαρμονία με τον Θεό.—Ρω 7:15, 17, 18, 20-23· Εφ 2:1-3.
Ως “βασιλιάς”, η αμαρτία μπορεί να “διατάζει” με διαφορετικούς τρόπους διαφορετικά άτομα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Λόγου χάρη, ο Θεός, παρατηρώντας το θυμό του πρώτου γιου του Αδάμ, του Κάιν, εναντίον του αδελφού του, του Άβελ, τον προειδοποίησε ότι θα έπρεπε να στραφεί στο να κάνει το καλό, διότι, όπως είπε: «Η αμαρτία κάθεται συσπειρωμένη στην είσοδο, και εσένα λαχταράει· και εσύ θα της επιβληθείς άραγε;» Ο Κάιν, όμως, επέτρεψε στην αμαρτία του φθόνου και του μίσους να τον κυριεύσει, οδηγώντας τον στο φόνο.—Γε 4:3-8· παράβαλε 1Σα 15:23.
Αρρώστια, πόνος και γηρατειά. Εφόσον ο θάνατος στους ανθρώπους συνδέεται κατά κανόνα με τις ασθένειες ή με τα γηρατειά, έπεται ότι αυτά είναι συνεπακόλουθα της αμαρτίας. Υπό τη διαθήκη του Μωσαϊκού Νόμου με τον Ισραήλ, οι νόμοι που ρύθμιζαν τις θυσίες για αμαρτία περιλάμβαναν και την εξιλέωση για εκείνους που έπασχαν από την πληγή της λέπρας. (Λευ 14:2, 19) Όσοι άγγιζαν ανθρώπινο πτώμα ή έστω έμπαιναν στη σκηνή όπου είχε πεθάνει κάποιος γίνονταν ακάθαρτοι και απαιτούνταν να καθαριστούν τελετουργικά. (Αρ 19:11-19· παράβαλε Αρ 31:19, 20.) Ο Ιησούς, επίσης, συσχέτισε την αρρώστια με την αμαρτία (Ματ 9:2-7· Ιωα 5:5-15), μολονότι έδειξε ότι συγκεκριμένες παθήσεις δεν προέρχονται κατ’ ανάγκην από συγκεκριμένες αμαρτωλές πράξεις. (Ιωα 9:2, 3) Άλλα εδάφια δείχνουν τις ευεργετικές επιδράσεις της δικαιοσύνης (πορείας αντίθετης προς την αμαρτία) στην υγεία. (Παρ 3:7, 8· 4:20-22· 14:30) Στη διάρκεια της βασιλείας του Χριστού, η εξάλειψη του θανάτου, ο οποίος κυβερνάει μαζί με την αμαρτία (Ρω 5:21), θα σημάνει και το τέλος του πόνου.—1Κο 15:25, 26· Απ 21:4.
Αμαρτία και Νόμος. Ο απόστολος Ιωάννης γράφει ότι «όποιος πράττει την αμαρτία πράττει και την ανομία, και έτσι η αμαρτία είναι ανομία». (1Ιω 3:4) Γράφει επίσης ότι «κάθε αδικία είναι αμαρτία». (1Ιω 5:17) Από την άλλη πλευρά, ο απόστολος Παύλος μιλάει για “όσους αμάρτησαν χωρίς νόμο”. Αναφέρει επιπλέον ότι «μέχρι το Νόμο [που δόθηκε μέσω του Μωυσή] η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο, αλλά η αμαρτία δεν καταλογίζεται σε κανέναν όταν δεν υπάρχει νόμος. Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος βασίλεψε από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν αμαρτήσει κατά την ομοιότητα της παράβασης του Αδάμ». (Ρω 2:12· 5:13, 14) Τα λόγια του Παύλου πρέπει να κατανοηθούν στο πλαίσιο των συμφραζομένων. Οι προηγούμενες δηλώσεις του σε αυτή την επιστολή προς τους Ρωμαίους δείχνουν ότι σύγκρινε όσους ήταν κάτω από τη διαθήκη του Νόμου με όσους ήταν εκτός εκείνης της διαθήκης και επομένως δεν υπόκειντο στο νομικό της κώδικα, ενώ κατέδειξε ότι και οι δυο τάξεις ήταν αμαρτωλές.—Ρω 3:9.
Στα περίπου 2.500 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην παρέκκλιση του Αδάμ και στη χορήγηση της διαθήκης του Νόμου το 1513 Π.Κ.Χ., ο Θεός δεν είχε δώσει στην ανθρωπότητα κάποιον πλήρη κώδικα ή κάποια συστηματικά ταξινομημένη νομοθεσία που να ορίζει λεπτομερώς την αμαρτία σε όλα τα παρακλάδια και τις μορφές της. Βεβαίως είχε δώσει κάποια διατάγματα, όπως εκείνα που δόθηκαν στον Νώε μετά τον παγγήινο Κατακλυσμό (Γε 9:1-7), καθώς επίσης τη διαθήκη της περιτομής που δόθηκε στον Αβραάμ και στο σπιτικό του, περιλαμβανομένων των αλλοεθνών δούλων του. (Γε 17:9-14) Αλλά σχετικά με τον Ισραήλ ο ψαλμωδός δικαιολογημένα είπε ότι ο Θεός «λέει το λόγο του στον Ιακώβ, τις διατάξεις του και τις δικαστικές του αποφάσεις στον Ισραήλ. Δεν ενήργησε έτσι για κανένα άλλο έθνος· ούτε γνώρισαν τις δικαστικές του αποφάσεις». (Ψλ 147:19, 20· παράβαλε Εξ 19:5, 6· Δευ 4:8· 7:6, 11.) Σχετικά με τη διαθήκη του Νόμου που δόθηκε στον Ισραήλ δικαιολογημένα λέχθηκε: «Ο άνθρωπος που εκτελεί τη δικαιοσύνη του Νόμου θα ζήσει μέσω αυτής», διότι μόνο ένας αναμάρτητος άνθρωπος θα μπορούσε να προσκολληθεί τέλεια σε αυτόν το Νόμο και να συμμορφωθεί με αυτόν, όπως συνέβη με τον Χριστό Ιησού. (Ρω 10:5· Ματ 5:17· Ιωα 8:46· Εβρ 4:15· 7:26· 1Πε 2:22) Αυτό δεν ίσχυε για κανέναν άλλον νόμο που δόθηκε από την εποχή του Αδάμ μέχρι τη χορήγηση της διαθήκης του Νόμου.
«Κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου». Αυτό δεν σήμαινε ότι, εφόσον δεν υπήρχε κάποιος πλήρης νομικός κώδικας με βάση τον οποίο να σταθμίζουν τη διαγωγή τους, οι άνθρωποι που έζησαν από την εποχή του Αδάμ μέχρι την εποχή του Μωυσή ήταν απαλλαγμένοι από την αμαρτία. Στα εδάφια Ρωμαίους 2:14, 15, ο Παύλος δηλώνει: «Διότι όποτε οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος για τον εαυτό τους. Αυτοί οι ίδιοι καταδεικνύουν ότι η ουσία του νόμου είναι γραμμένη στις καρδιές τους, ενώ η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία μαζί με αυτούς και, μεταξύ των δικών τους σκέψεων, κατηγορούνται ή και δικαιολογούνται». Εφόσον ο άνθρωπος πλάστηκε από την αρχή κατά την εικόνα και την ομοίωση του Θεού, έχει ηθική φύση, η οποία παράγει τη συνείδηση. Έστω και ατελείς, οι αμαρτωλοί άνθρωποι διατηρούν τη συνείδηση σε κάποιον βαθμό, όπως υποδεικνύουν τα λόγια του Παύλου. (Βλέπε ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.) Αφού ο νόμος είναι βασικά ένας “κανόνας διαγωγής”, αυτή η ηθική φύση λειτουργεί μέσα στην καρδιά τους ως νόμος. Ωστόσο, πάνω από αυτόν το νόμο της ηθικής τους φύσης και σε αντίθεση με αυτόν υπάρχει ένας άλλος κληρονομημένος νόμος, ο “νόμος της αμαρτίας”, ο οποίος πολεμάει ενάντια στις δίκαιες τάσεις, υποδουλώνοντας εκείνους που δεν αντιστέκονται στην κυριαρχία του.—Ρω 6:12· 7:22, 23.
Αυτή η ηθική φύση και η σχετική με αυτήν συνείδηση μπορούν να φανούν ακόμη και στην περίπτωση του Κάιν. Αν και ο Θεός δεν είχε δώσει κάποιον νόμο αναφορικά με την ανθρωποκτονία, η υπεκφυγή με την οποία αποκρίθηκε ο Κάιν στο ερώτημα του Θεού έδειχνε ότι η συνείδησή του τον καταδίκαζε μετά τη δολοφονία του Άβελ. (Γε 4:8, 9) Ο Ιωσήφ ο Εβραίος έδειξε ότι είχε το θεϊκό “νόμο στην καρδιά του” όταν αποκρίθηκε στη δελεαστική πρόσκληση της συζύγου του Πετεφρή με τα λόγια: “Πώς θα μπορούσα να διαπράξω αυτό το μεγάλο κακό και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;” Αν και ο Θεός δεν είχε καταδικάσει συγκεκριμένα τη μοιχεία, ο Ιωσήφ καταλάβαινε ότι αυτό ήταν κάτι εσφαλμένο, κάτι που παραβίαζε το θέλημα του Θεού για τους ανθρώπους όπως αυτό είχε διατυπωθεί στην Εδέμ.—Γε 39:7-9· παράβαλε Γε 2:24.
Έτσι λοιπόν, κατά την πατριαρχική περίοδο από τον Αβραάμ μέχρι τους 12 γιους του Ιακώβ, οι Γραφές παρουσιάζουν ανθρώπους από πολλές φυλές και έθνη να μιλούν για την «αμαρτία» (χαττά’θ), όπως για αμαρτίες ενάντια σε εργοδότη (Γε 31:36), ενάντια στον άρχοντα του οποίου κάποιος είναι υπήκοος (Γε 40:1· 41:9), ενάντια σε συγγενή (Γε 42:22· 43:9· 50:17) ή απλώς ενάντια σε συνάνθρωπο (Γε 20:9). Σε όλες τις περιπτώσεις, εκείνος που χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο παραδεχόταν έτσι ότι συνδεόταν με συγκεκριμένη σχέση με το άτομο ενάντια στο οποίο είχε διαπραχθεί ή μπορούσε να διαπραχθεί η αμαρτία και αναγνώριζε τη συνεπακόλουθη ευθύνη που είχε να σέβεται τα συμφέροντα ή το θέλημα και την εξουσία εκείνου του ατόμου, λόγου χάρη του άρχοντα, και να μην εναντιώνεται σε αυτά. Τα συγκεκριμένα άτομα εκδήλωναν έτσι στοιχεία ηθικής φύσης. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, η κυριαρχία της αμαρτίας πάνω σε όσους δεν υπηρετούσαν τον Θεό ενισχύθηκε, έτσι ώστε ο Παύλος δικαιολογημένα είπε σχετικά με τους Εθνικούς ότι περπατούσαν “στο σκοτάδι διανοητικά, αποξενωμένοι από τη ζωή που ανήκει στον Θεό . . . έχοντας χάσει κάθε αίσθηση ηθικής”.—Εφ 4:17-19.
Πώς έκανε ο Νόμος να “αφθονήσει” η αμαρτία. Αν και η συνείδηση που διέθετε σε έναν βαθμό ο άνθρωπος του έδινε κάποια φυσική αίσθηση του ορθού και του εσφαλμένου, ο Θεός, συνάπτοντας τη διαθήκη του Νόμου με τον Ισραήλ, προσδιόρισε τώρα σαφώς την αμαρτία στις πολλαπλές εκφάνσεις της. Με αυτόν τον τρόπο, το στόμα οποιουδήποτε απογόνου των φίλων του Θεού—του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ—το οποίο θα μπορούσε να προφέρει τον ισχυρισμό ότι αυτός ο ίδιος ήταν αθώος από αμαρτία “φράχτηκε και όλος ο κόσμος άρχισε να υπόκειται στον Θεό για τιμωρία”. Αυτό συνέβη επειδή η ατελής σάρκα που κληρονόμησαν αυτοί από τον Αδάμ καθιστούσε αδύνατο το να ανακηρυχτούν δίκαιοι ενώπιον του Θεού μέσω έργων νόμου, «γιατί μέσω νόμου είναι η ακριβής γνώση της αμαρτίας». (Ρω 3:19, 20· Γα 2:16) Ο Νόμος προσδιόριζε ξεκάθαρα το πλήρες εύρος και φάσμα της αμαρτίας, έτσι ώστε στην ουσία έγινε αιτία να «αφθονήσουν» τα παραπτώματα και οι αμαρτίες, καθώς πάρα πολλές πράξεις ή ακόμη και νοοτροπίες προσδιορίζονταν πια ως αμαρτωλές. (Ρω 5:20· 7:7, 8· Γα 3:19· παράβαλε Ψλ 40:12.) Οι θυσίες του Νόμου υπενθύμιζαν συνεχώς σε εκείνους που υπόκειντο σε αυτόν την αμαρτωλή τους κατάσταση. (Εβρ 10:1-4, 11) Με αυτά τα μέσα, ο Νόμος λειτούργησε ως παιδαγωγός που τους οδήγησε στον Χριστό, ώστε να “ανακηρυχτούν δίκαιοι λόγω πίστης”.—Γα 3:22-25.
Πώς ήταν δυνατόν να “λάβει αφορμή” η αμαρτία μέσω της εντολής του Θεού προς τον Ισραήλ;
Τονίζοντας ότι ο Μωσαϊκός Νόμος δεν είναι το μέσο για να αποκτήσουν οι άνθρωποι δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Ιεχωβά Θεού, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Όταν ήμασταν σε συμφωνία με τη σάρκα, τα αμαρτωλά πάθη που διεγείρονταν από το Νόμο βρίσκονταν σε δράση στα μέλη μας για να αποφέρουμε καρπούς στο θάνατο. . . . Τι θα πούμε λοιπόν; Είναι ο Νόμος αμαρτία; Ποτέ να μη συμβεί αυτό! Στην πραγματικότητα, δεν θα είχα γνωρίσει την αμαρτία αν δεν υπήρχε ο Νόμος· και δεν θα είχα γνωρίσει, παραδείγματος χάρη, την πλεονεξία αν ο Νόμος δεν έλεγε: “Δεν πρέπει να έχεις πλεονεξία”. Αλλά η αμαρτία, λαβαίνοντας αφορμή μέσω της εντολής, απεργάστηκε μέσα μου κάθε είδους πλεονεξία, γιατί χωρίς νόμο η αμαρτία ήταν νεκρή».—Ρω 7:5-8.
Χωρίς το Νόμο, ο απόστολος Παύλος δεν θα είχε γνωρίσει ή διακρίνει το πλήρες εύρος ή φάσμα της αμαρτίας, για παράδειγμα, την αμαρτωλότητα της πλεονεξίας. Όπως παρατηρεί ο ίδιος, ο Νόμος “διήγειρε” το αμαρτωλό πάθος, και η εντολή ενάντια στην πλεονεξία παρείχε «αφορμή» για την αμαρτία. Αυτό θα πρέπει να κατανοηθεί στο φως της δήλωσης του Παύλου ότι «χωρίς νόμο η αμαρτία ήταν νεκρή». Όσον καιρό η αμαρτία δεν είχε προσδιοριστεί σαφώς, δεν μπορούσε να κατηγορηθεί κάποιος ότι διέπραξε αμαρτίες οι οποίες δεν είχαν οριστεί ως αμαρτίες νομικά. Πριν από την έλευση του Νόμου, ο Παύλος και οι άλλοι ομοεθνείς του ζούσαν χωρίς να καταδικάζονται για αμαρτίες οι οποίες δεν είχαν προσδιοριστεί. Με την εισαγωγή του Νόμου, όμως, ο Παύλος και οι συμπατριώτες του χαρακτηρίστηκαν ως αμαρτωλοί που ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Ο Νόμος τούς έκανε να έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση του γεγονότος ότι ήταν αμαρτωλοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μωσαϊκός Νόμος τούς ωθούσε να αμαρτήσουν, αλλά τους εξέθετε ως αμαρτωλούς. Με αυτόν τον τρόπο, η αμαρτία έλαβε αφορμή μέσω του Νόμου και απεργάστηκε την αμαρτία μέσα στον Παύλο και στο λαό του. Ο Νόμος παρείχε τη βάση για την καταδίκη περισσότερων ανθρώπων ως αμαρτωλών με πολύ περισσότερες κατηγορίες που βασίζονταν σε αυτόν.
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα «Είναι ο Νόμος αμαρτία;» είναι κατηγορηματικά “Όχι!” (Ρω 7:7) Ο Νόμος δεν “αστόχησε” αποτυγχάνοντας να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο δόθηκε από τον Θεό αλλά, αντιθέτως, “βρήκε το κέντρο του στόχου”, όχι μόνο με το να είναι καλός και ωφέλιμος ως προστατευτικός οδηγός, αλλά επίσης με το να εδραιώσει νομικά το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, μη εξαιρουμένων των Ισραηλιτών, ήταν αμαρτωλοί και χρειάζονταν την απολύτρωση από τον Θεό. Κατηύθυνε επίσης τους Ισραηλίτες στον Χριστό ως τον αναγκαίο Λυτρωτή.
Σφάλματα, Παραβάσεις, Παραπτώματα. Οι Γραφές συνδέουν συχνά το «σφάλμα» (εβρ. κείμενο, ‛αβόν), την «παράβαση» (εβρ. κείμενο, πέσα‛· ελλ. κείμενο, παράβασις), το «παράπτωμα» (παράπτωμα, Κείμενο) και άλλες συναφείς λέξεις με την «αμαρτία» (εβρ. κείμενο, χαττά’θ· ελλ. κείμενο, ἁμαρτία). Όλες αυτές οι συναφείς λέξεις παρουσιάζουν συγκεκριμένες εκφάνσεις της αμαρτίας ή μορφές που προσλαμβάνει αυτή.
Σφάλματα, λάθη και ανοησία. Η λέξη ‛αβόν, λοιπόν, σχετίζεται βασικά με τη διάπραξη σφαλμάτων, με την εκτέλεση στρεβλών ή εσφαλμένων πράξεων. Ο εβραϊκός όρος αναφέρεται σε κάποιο ηθικό σφάλμα, σε διαστρέβλωση του σωστού. (Ιωβ 10:6, 14, 15) Είναι φανερό ότι όσοι δεν υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού δεν κατευθύνονται από την τέλεια σοφία και δικαιοσύνη του και συνεπώς αναπόφευκτα θα σφάλλουν. (Παράβαλε Ησ 59:1-3· Ιερ 14:10· Φλπ 2:15.) Αναμφίβολα επειδή η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο να χάνει την ισορροπία του, διαστρεβλώνοντας το ευθές (Ιωβ 33:27· Αββ 1:4), η εβραϊκή λέξη ‛αβόν είναι αυτή που συνδέεται πιο συχνά με τη λέξη χαττά’θ (αμαρτία, αστοχία) ή χρησιμοποιείται παράλληλα με αυτήν. (Εξ 34:9· Δευ 19:15· Νε 4:5· Ψλ 32:5· 85:2· Ησ 27:9) Αυτή η ανισορροπία προκαλεί σύγχυση και δυσαρμονία μέσα στον άνθρωπο, καθώς επίσης δυσκολίες στη σχέση του με τον Θεό και με την υπόλοιπη δημιουργία Του.
Το «σφάλμα» (‛αβόν) μπορεί να είναι εκούσιο ή ακούσιο, είτε συνειδητή παρέκκλιση από το ορθό είτε πράξη που κάνει κάποιος εν αγνοία του, ένα «λάθος» (σεγαγάχ), το οποίο παρ’ όλα αυτά τον οδηγεί σε σφάλμα και ενοχή ενώπιον του Θεού. (Λευ 4:13-35· 5:1-6, 14-19· Αρ 15:22-29· Ψλ 19:12, 13) Φυσικά, αν το σφάλμα είναι εκούσιο, έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες από ό,τι αν γίνει κατά λάθος. (Αρ 15:30, 31· παράβαλε Θρ 4:6, 13, 22.) Το σφάλμα είναι αντίθετο με την αλήθεια, και όσοι αμαρτάνουν εκούσια διαστρέφουν την αλήθεια, ακολουθώντας μια πορεία που οδηγεί μόνο σε ακόμη πιο χονδροειδή αμαρτία. (Παράβαλε Ησ 5:18-23.) Ο απόστολος Παύλος μιλάει για «την απατηλή δύναμη της αμαρτίας», η οποία σκληραίνει τις ανθρώπινες καρδιές. (Εβρ 3:13-15· παράβαλε Εξ 9:27, 34, 35.) Ο ίδιος συγγραφέας, παραθέτοντας από το εδάφιο Ιερεμίας 31:34, όπου το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο μιλάει για το «σφάλμα» και την «αμαρτία» του Ισραήλ, χρησιμοποίησε στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο τις λέξεις ἁμαρτία και ἀδικία στο εδάφιο Εβραίους 8:12, και τις λέξεις ἁμαρτία και ἀνομία στο εδάφιο Εβραίους 10:17.
Το εδάφιο Παροιμίες 24:9 δηλώνει ότι «η έκλυτη διαγωγή της ανοησίας είναι αμαρτία», και οι εβραϊκές λέξεις που μεταδίδουν την ιδέα της ανοησίας χρησιμοποιούνται συχνά σε συσχετισμό με τη διάπραξη αμαρτιών—ο αμαρτωλός δε ενίοτε αναγνωρίζει μετανοημένα: «Ενήργησα ανόητα». (1Σα 26:21· 2Σα 24:10, 17) Μη δεχόμενος διαπαιδαγώγηση από τον Θεό, ο αμαρτωλός μπλέκεται μέσα στα σφάλματά του και παραστρατεί ανόητα.—Παρ 5:22, 23· παράβαλε 19:3.
Παράβαση. Η αμαρτία μπορεί να προσλάβει τη μορφή της “παράβασης”. Η λέξη παράβασις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει βασικά το να υπερβαίνει κανείς συγκεκριμένα όρια, ειδικά στην περίπτωση παραβίασης κάποιου νόμου. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί το ρήμα παραβαίνω αναφέροντας την ερώτηση των Φαρισαίων και των γραμματέων ως προς το γιατί οι μαθητές του Ιησού “παρέβαιναν την παράδοση των παλαιοτέρων” καθώς και την αντερώτηση του Ιησού ως προς το γιατί αυτοί οι εναντιούμενοι “παρέβαιναν την εντολή του Θεού εξαιτίας της παράδοσής τους”, μέσω της οποίας καθιστούσαν άκυρο το λόγο του Θεού. (Ματ 15:1-6) Το ρήμα αυτό μπορεί επίσης να σημαίνει «φεύγω από το δρόμο μου», όπως συνέβη με τον Ιούδα που «παρέκκλινε» από τη διακονία του και από την ιδιότητά του ως αποστόλου. (Πρ 1:25) Σε μερικά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον που «παραβαίνει και δεν μένει εις την διδαχήν του Χριστού».—2Ιω 9, ΚΔΤΚ.
Στις Εβραϊκές Γραφές υπάρχουν παρόμοιες αναφορές στη διάπραξη αμαρτιών από ανθρώπους που “παραβίασαν”, “παρέκαμψαν” ή “προχώρησαν πέρα από” (εβρ., ‛αβάρ) τη διαθήκη του Θεού ή συγκεκριμένες εντολές.—Αρ 14:41· Δευ 17:2, 3· Ιη 7:11, 15· 1Σα 15:24· Ησ 24:5· Ιερ 34:18.
Ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η λέξη παράβασις συσχετίζεται ιδιαίτερα με τον καθιερωμένο νόμο όταν λέει ότι «όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ούτε παράβαση». (Ρω 4:15) Συνεπώς, ελλείψει νόμου ο αμαρτωλός δεν θα μπορούσε να αποκληθεί «παραβάτης». Ο Παύλος και οι άλλοι Χριστιανοί συγγραφείς χρησιμοποιούν με συνέπεια τη λέξη παράβασις (και παραβάτης) μιλώντας για το νόμο. (Παράβαλε Ρω 2:23-27· Γα 2:16, 18· 3:19· Ιακ 2:9, 11.) Εφόσον, λοιπόν, ο Αδάμ έλαβε άμεση εντολή από τον Θεό, ήταν ένοχος «παράβασης» ενός σαφούς νόμου. Η σύζυγός του, αν και απατήθηκε, ήταν και αυτή επίσης ένοχη παράβασης του ίδιου νόμου. (1Τι 2:14) Η διαθήκη του Νόμου η οποία διαβιβάστηκε στον Μωυσή μέσω αγγέλων προστέθηκε στην Αβραμιαία διαθήκη «για να κάνει φανερές τις παραβάσεις», ώστε να “τεθούν όλα μαζί τα πράγματα υπό κράτηση στην αμαρτία”, καθώς καταδίκαζε νομικά για αμαρτία όλους τους απογόνους του Αδάμ, περιλαμβανομένου και του Ισραήλ, και καταδείκνυε ότι όλοι χρειάζονταν σαφώς συγχώρηση και σωτηρία μέσω πίστης στον Χριστό Ιησού. (Γα 3:19-22) Άρα, αν ο Παύλος έθετε πάλι τον εαυτό του υπό το Μωσαϊκό Νόμο, θα έκανε πάλι τον εαυτό του “παραβάτη” εκείνου του Νόμου και θα υπόκειτο στην καταδίκη του, ενώ παράλληλα θα είχε παραμερίσει την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού που παρείχε απελευθέρωση από εκείνη την καταδίκη.—Γα 2:18-21· παράβαλε 3:1-4, 10.
Η εβραϊκή λέξη πέσα‛ μεταδίδει την ιδέα της παράβασης (Ψλ 51:3· Ησ 43:25-27· Ιερ 33:8) καθώς και της “ανταρσίας”, η οποία αποτελεί απόρριψη του νόμου ή της εξουσίας κάποιου. (1Σα 24:11· Ιωβ 13:23, 24· 34:37· Ησ 59:12, 13) Κατά συνέπεια, η εκούσια παράβαση ισοδυναμεί με στασιασμό ενάντια στην πατρική διακυβέρνηση και εξουσία του Θεού. Θέτει το θέλημα του πλάσματος ενάντια στο θέλημα του Δημιουργού, και έτσι το πλάσμα διαπράττει ανταρσία ενάντια στην κυριαρχία του Θεού, την υπέρτατη διακυβέρνησή Του.
Παράπτωμα. Η λέξη παράπτωμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου (Εφ 1:7· Κολ 2:13) σημαίνει κατά κυριολεξία «πτώση δίπλα από κάτι», επομένως εσφαλμένο βήμα (Ρω 11:11, 12) ή παραπάτημα. Η αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ήταν «παράβαση» επειδή αυτός παραβίασε το νόμο του Θεού, αλλά ήταν και «παράπτωμα» επειδή αυτός έπεσε ή έκανε ένα εσφαλμένο βήμα αντί να σταθεί ή να περπατήσει με ευθύτητα, σε αρμονία με τις δίκαιες απαιτήσεις του Θεού και υποστηρίζοντας έτσι την εξουσία Του. Οι πολλές διατάξεις και απαιτήσεις της διαθήκης του Νόμου στην ουσία άνοιξαν το δρόμο για πολλά τέτοια παραπτώματα εξαιτίας της ατέλειας όσων υπόκειντο σε αυτήν (Ρω 5:20), το δε έθνος του Ισραήλ ως σύνολο “παραπάτησε” αποτυγχάνοντας να τηρήσει εκείνη τη διαθήκη. (Ρω 11:11, 12) Εφόσον όλες οι διάφορες διατάξεις εκείνου του Νόμου αποτελούσαν μέρος της ίδιας διαθήκης, το άτομο που έκανε κάποιο «εσφαλμένο βήμα» όσον αφορά ένα σημείο γινόταν «παραβάτης» όλης της διαθήκης και συνεπώς όλων των διατάξεών της.—Ιακ 2:10, 11.
«Αμαρτωλοί». Εφόσον «δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αμαρτάνει» (2Χρ 6:36), όλοι οι απόγονοι του Αδάμ μπορούν να χαρακτηριστούν ορθά «αμαρτωλοί» από τη φύση τους. Αλλά στις Γραφές, ο όρος «αμαρτωλοί» εφαρμόζεται συνήθως με πιο συγκεκριμένο τρόπο, προσδιορίζοντας εκείνους που αμαρτάνουν κατά συνήθεια ή είναι γνωστοί για αυτή τους την πορεία. Οι αμαρτίες τους έχουν γίνει ευρέως γνωστές. (Λου 7:37-39) Οι Αμαληκίτες, για τους οποίους ο Ιεχωβά έδωσε διαταγή στον Σαούλ να τους καταστρέψει, αποκαλούνται “αμαρτωλοί”. (1Σα 15:18) Ο ψαλμωδός προσευχήθηκε να μην αφαιρέσει ο Θεός την ψυχή του «μαζί με τους αμαρτωλούς», τους οποίους στα επόμενα λόγια του περιγράφει ως «ενόχους αίματος, οι οποίοι έχουν στα χέρια τους έκλυτη διαγωγή και το δεξί τους χέρι είναι γεμάτο δωροδοκία». (Ψλ 26:9, 10· παράβαλε Παρ 1:10-19.) Οι θρησκευτικοί ηγέτες καταδίκασαν το γεγονός ότι ο Ιησούς συναναστρεφόταν «εισπράκτορες φόρων και αμαρτωλούς», οι δε εισπράκτορες φόρων θεωρούνταν από τους Ιουδαίους ως γενικά ανυπόληπτη τάξη. (Ματ 9:10, 11) Ο Ιησούς τούς ανέφερε μαζί με τις πόρνες, λέγοντας ότι αυτοί θα έμπαιναν στη Βασιλεία πριν από τους Ιουδαίους θρησκευτικούς ηγέτες. (Ματ 21:31, 32) Ο Ζακχαίος, ο οποίος ήταν εισπράκτορας φόρων και “αμαρτωλός” στα μάτια πολλών, αναγνώρισε ότι είχε αρπάξει με παράνομο τρόπο χρήματα από άλλους.—Λου 19:7, 8.
Επομένως, όταν ο Ιησούς είπε ότι «θα γίνει περισσότερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί παρά για ενενήντα εννιά δικαίους που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας», προφανώς χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους με σχετική έννοια (βλέπε ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΚΡΙΣΗ [Αγαθότητα και Δικαιοσύνη]), διότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους αμαρτωλοί και κανείς δεν είναι δίκαιος με την απόλυτη έννοια.—Λου 15:7, 10· παράβαλε Λου 5:32· 13:2· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ.
Βαθμοί Σοβαρότητας της Αδικοπραγίας. Μολονότι η αμαρτία δεν παύει να είναι αμαρτία, και σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε δίκαια να καταστήσει τον ένοχο άξιο του “μισθού” της αμαρτίας, δηλαδή του θανάτου, οι Γραφές δείχνουν ότι από την άποψη του Θεού οι αδικοπραγίες των ανθρώπων ποικίλλουν σε βαθμό σοβαρότητας. Παραδείγματος χάρη, οι άντρες των Σοδόμων «αμάρταναν χονδροειδώς εναντίον του Ιεχωβά» και η αμαρτία τους ήταν «πολύ βαριά». (Γε 13:13· 18:20· παράβαλε 2Τι 3:6, 7.) Η κατασκευή του χρυσού μοσχαριού από τους Ισραηλίτες αποκαλείται επίσης «μεγάλη αμαρτία» (Εξ 32:30, 31), παρόμοια δε η μοσχολατρία του Ιεροβοάμ έκανε τους κατοίκους του βόρειου βασιλείου “να αμαρτήσουν με μεγάλη αμαρτία”. (2Βα 17:16, 21) Η αμαρτία του Ιούδα έγινε «σαν των Σοδόμων», καθιστώντας το βασίλειο του Ιούδα αποκρουστικό στα μάτια του Θεού. (Ησ 1:4, 10· 3:9· Θρ 1:8· 4:6) Μια τέτοια πορεία περιφρόνησης του θελήματος του Θεού μπορεί να κάνει ακόμη και την προσευχή κάποιου να γίνει αμαρτία. (Ψλ 109:7, 8, 14) Εφόσον η αμαρτία προσβάλλει τον Θεό ως πρόσωπο, εκείνος δεν αδιαφορεί για αυτήν. Όσο αυξάνεται η σοβαρότητά της, είναι εύλογο ότι αυξάνεται η αγανάκτηση και η οργή του. (Ρω 1:18· Δευ 29:22-28· Ιωβ 42:7· Ψλ 21:8, 9) Η οργή του, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στο ότι περιλαμβάνεται ο ίδιος ως πρόσωπο, αλλά εξάπτεται και από τη βλάβη και την αδικία που προκαλείται στους ανθρώπους, ειδικά στους πιστούς υπηρέτες του.—Ησ 10:1-4· Μαλ 2:13-16· 2Θε 1:6-10.
Ανθρώπινη αδυναμία και άγνοια. Ο Ιεχωβά λαβαίνει υπόψη του την αδυναμία των ατελών ανθρώπων που κατάγονται από τον Αδάμ, ώστε εκείνοι που ειλικρινά Τον εκζητούν μπορούν να πουν: «Δεν έκανε σε εμάς κατά τις αμαρτίες μας· ούτε έφερε πάνω μας ό,τι μας άξιζε κατά τα σφάλματά μας». Οι Γραφές αποκαλύπτουν το θαυμαστό έλεος και τη στοργική καλοσύνη που έχει εκδηλώσει ο Θεός καθώς πολιτεύεται υπομονετικά με τους ανθρώπους που είναι σάρκα. (Ψλ 103:2, 3, 10-18) Λαβαίνει επίσης υπόψη του την άγνοια ως παράγοντα που συντελεί στις αμαρτίες (1Τι 1:13· παράβαλε Λου 12:47, 48), με την προϋπόθεση ότι αυτή η άγνοια δεν είναι εσκεμμένη. Εκείνοι που απορρίπτουν εσκεμμένα τη γνώση και τη σοφία που προσφέρει ο Θεός, “βρίσκοντας ευχαρίστηση στην αδικία”, είναι αδικαιολόγητοι. (2Θε 2:9-12· Παρ 1:22-33· Ωσ 4:6-8) Μερικοί παροδηγούνται και απομακρύνονται προσωρινά από την αλήθεια αλλά, όταν λάβουν βοήθεια, επανέρχονται (Ιακ 5:19, 20), ενώ άλλοι “κλείνουν τα μάτια τους στο φως και ξεχνούν τον προηγούμενο καθαρισμό τους από τις αμαρτίες”.—2Πε 1:9.
Τι είναι η ασυγχώρητη αμαρτία;
Η γνώση συνεπάγεται μεγαλύτερη ευθύνη. Η αμαρτία του Πιλάτου δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο η αμαρτία των Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών οι οποίοι παρέδωσαν τον Ιησού στον κυβερνήτη ούτε όσο η αμαρτία του Ιούδα, που πρόδωσε τον Κύριό του. (Ιωα 19:11· 17:12) Ο Ιησούς είπε στους Φαρισαίους των ημερών του ότι, αν ήταν τυφλοί, δεν θα είχαν αμαρτία, εννοώντας προφανώς ότι ο Θεός θα μπορούσε να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους με βάση την άγνοιά τους. Επειδή, όμως, αυτοί αρνούνταν ότι βρίσκονταν σε άγνοια, “η αμαρτία τους παρέμενε”. (Ιωα 9:39-41) Ο Ιησούς είπε ότι “δεν είχαν δικαιολογία για την αμαρτία τους” επειδή είχαν παραστεί μάρτυρες των δυναμικών λόγων και έργων του τα οποία ήταν αποτέλεσμα της επενέργειας του πνεύματος του Θεού σε αυτόν. (Ιωα 15:22-24· Λου 4:18) Όσοι, είτε με τα λόγια τους είτε με την πορεία ενέργειάς τους, βλασφημούσαν εσκεμμένα και συνειδητά το πνεύμα του Θεού που εκδηλωνόταν με αυτόν τον τρόπο θα ήταν “ένοχοι αιώνιας αμαρτίας”, για την οποία δεν θα ήταν δυνατή η συγχώρηση. (Ματ 12:31, 32· Μαρ 3:28-30· παράβαλε Ιωα 15:26· 16:7, 8.) Αυτό θα μπορούσε να ισχύει για ορισμένους που έγιναν Χριστιανοί και κατόπιν απομακρύνθηκαν εκούσια από την αγνή λατρεία του Θεού. Τα εδάφια Εβραίους 10:26, 27 δηλώνουν: «Αν αμαρτάνουμε εκούσια, αφού πρώτα έχουμε λάβει την ακριβή γνώση της αλήθειας, δεν απομένει πια θυσία για αμαρτίες, αλλά απομένει κάποια φοβερή προσδοκία κρίσης και μια πύρινη ζηλοτυπία που πρόκειται να καταφάει αυτούς που εναντιώνονται».
Στα εδάφια 1 Ιωάννη 5:16, 17, ο Ιωάννης αναφέρεται προφανώς στην εκούσια, συνειδητή αμαρτία όταν μιλάει για την «αμαρτία που επισύρει θάνατο» σε αντιδιαστολή με εκείνη που δεν επισύρει θάνατο. (Παράβαλε Αρ 15:30.) Όταν οι αποδείξεις φανερώνουν τέτοια εκούσια, συνειδητή αμαρτία, ο Χριστιανός δεν προσεύχεται για τον παραβάτη. Φυσικά, ο Θεός είναι ο τελικός Κριτής όσον αφορά τη διάθεση της καρδιάς του αμαρτωλού.—Παράβαλε Ιερ 7:16· Ματ 5:44· Πρ 7:60.
“Διάπραξη αμαρτίας” έναντι της έννοιας “πράττω την αμαρτία”. Ο Ιωάννης κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα στο να διαπράξει κανείς κάποια αμαρτία και στο να πράττει την αμαρτία, όπως φαίνεται από μια σύγκριση των εδαφίων 1 Ιωάννη 2:1 και 3:4-8 σύμφωνα με την απόδοσή τους στη Μετάφραση Νέου Κόσμου. Όσον αφορά την ορθότητα της απόδοσης «όποιος πράττει την αμαρτία [ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν, Κείμενο]» (1Ιω 3:4), το σύγγραμμα του Ρόμπερτσον Λεκτικές Εικόνες της Καινής Διαθήκης ([Word Pictures in the New Testament] 1933, Τόμ. 6, σ. 221) λέει: «Η ενεργητική μετοχή του ενεστώτα (ποιῶν) εννοεί τη συνήθεια του να αμαρτάνει κάποιος». Όσον αφορά το εδάφιο 1 Ιωάννη 3:6, όπου στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιείται η φράση οὐχ ἁμαρτάνει, ο ίδιος λόγιος σχολιάζει (σ. 222): «Ενεστώτας . . . ενεργητική φωνή και οριστική έγκλιση του ρήματος ἁμαρτάνω, “δεν εξακολουθεί να αμαρτάνει”». Άρα, ο πιστός Χριστιανός μπορεί να υποπέσει κάποια στιγμή σε αμαρτία λόγω αδυναμίας ή επειδή παροδηγήθηκε, αλλά «δεν εμμένει στην αμαρτία» συνεχίζοντας να περπατάει σε αυτήν.—1Ιω 3:9, 10· παράβαλε 1Κο 15:33, 34· 1Τι 5:20.
Συμμετοχή στις αμαρτίες άλλων. Ένα άτομο μπορεί να γίνει ένοχο αμαρτίας ενώπιον του Θεού αν συναναστρέφεται εκούσια με άτομα που αδικοπραγούν, αν επιδοκιμάζει την αδικοπραγία τους ή αν συγκαλύπτει τη διαγωγή τους ώστε να μη μάθουν οι πρεσβύτεροι σχετικά με αυτήν και αναλάβουν κατάλληλη δράση. (Παράβαλε Ψλ 50:18, 21· 1Τι 5:22.) Επομένως, όσοι παραμένουν στη συμβολική πόλη “Βαβυλώνα τη Μεγάλη” “λαβαίνουν και αυτοί από τις πληγές της”. (Απ 18:2, 4-8) Ο Χριστιανός που συναναστρέφεται ή έστω λέει «χαιρετισμό» σε κάποιον ο οποίος εγκαταλείπει τη διδασκαλία του Χριστού γίνεται «συμμέτοχος στα πονηρά του έργα».—2Ιω 9-11· παράβαλε Τιτ 3:10, 11.
Ο Τιμόθεος έλαβε από τον Παύλο την προειδοποίηση να μη γίνεται «συμμέτοχος στις αμαρτίες άλλων». (1Τι 5:22) Τα προηγούμενα λόγια του Παύλου σχετικά με το να “μη θέτει ποτέ τα χέρια του βιαστικά πάνω σε κανέναν” πρέπει να παραπέμπουν στην εξουσία που είχε δοθεί στον Τιμόθεο να διορίζει επισκόπους στις εκκλησίες. Δεν έπρεπε να διορίζει κάποιον νεοπροσήλυτο, διότι ένα τέτοιο άτομο μπορεί να φούσκωνε από υπερηφάνεια. Αν ο Τιμόθεος δεν έδινε προσοχή σε αυτή τη συμβουλή, θα έφερε λογικά μερίδιο της ευθύνης για οποιεσδήποτε εσφαλμένες ενέργειες μπορεί να έκανε ένα τέτοιο άτομο.—1Τι 3:6.
Με βάση τις παραπάνω αρχές, ένα ολόκληρο έθνος μπορούσε να γίνει ένοχο αμαρτίας ενώπιον του Θεού.—Παρ 14:34.
Αμαρτίες Εναντίον Ανθρώπων, Εναντίον του Θεού και Εναντίον του Χριστού. Όπως καταδείχτηκε παραπάνω, το υπόμνημα των Εβραϊκών Γραφών περιέχει αναφορές στην αμαρτία από ανθρώπους διαφόρων εθνών κατά την πατριαρχική περίοδο. Οι αναφορές αυτές σχετίζονταν κυρίως με αμαρτίες που διαπράττονταν εναντίον άλλων ανθρώπων.
Δεδομένου ότι μόνο ο Θεός αποτελεί το πρότυπο της δικαιοσύνης και της αγαθότητας, οι αμαρτίες που διαπράττονται εναντίον ανθρώπων δεν σημαίνουν ότι οι δράστες δεν συμμορφώνονται με την “εικόνα και την ομοίωση” αυτών των ατόμων, αλλά ότι δεν σέβονται τα δίκαια και θεμιτά συμφέροντά τους ή δεν ενδιαφέρονται για αυτά, με αποτέλεσμα να παρανομούν εναντίον τους προξενώντας τους άδικη βλάβη. (Κρ 11:12, 13, 27· 1Σα 19:4, 5· 20:1· 26:21· Ιερ 37:18· 2Κο 11:7) Ο Ιησούς εξέθεσε τις κατευθυντήριες αρχές που πρέπει να ακολουθήσει ένα άτομο αν κάποιος διαπράξει εναντίον του σοβαρές αμαρτίες. (Ματ 18:15-17) Ακόμη και αν ο αδελφός κάποιου αμάρτανε εναντίον του 77 φορές ή 7 φορές την ίδια ημέρα, ο παραβάτης αυτός θα έπρεπε να συγχωρηθεί αν, ύστερα από επίπληξη, εκδήλωνε μετάνοια. (Ματ 18:21, 22· Λου 17:3, 4· παράβαλε 1Πε 4:8.) Ο Πέτρος μιλάει για οικιακούς υπηρέτες οι οποίοι χαστουκίζονταν για αμαρτίες που διέπρατταν εναντίον των ιδιοκτητών τους. (1Πε 2:18-20) Κάποιος μπορεί να αμαρτήσει εναντίον μιας θεσμοθετημένης εξουσίας με το να μην της αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό. Ο Παύλος ανακήρυξε τον εαυτό του αθώο από οποιαδήποτε αμαρτία «εναντίον του Νόμου των Ιουδαίων [ή] εναντίον του ναού [ή] εναντίον του Καίσαρα».—Πρ 25:8.
Παρ’ όλα αυτά, οι αμαρτίες εναντίον ανθρώπων αποτελούν επίσης αμαρτίες εναντίον του Δημιουργού, στον οποίο οι άνθρωποι πρέπει να δώσουν λογαριασμό. (Ρω 14:10, 12· Εφ 6:5-9· Εβρ 13:17) Ο Θεός, που συγκράτησε τον Αβιμέλεχ από το να έχει σχέσεις με τη Σάρρα, είπε σε αυτόν τον Φιλισταίο βασιλιά: «Επίσης σε συγκρατούσα από το να αμαρτήσεις εναντίον μου». (Γε 20:1-7) Παρόμοια, ο Ιωσήφ αναγνώριζε ότι η μοιχεία ήταν αμαρτία εναντίον του Δημιουργού του αρσενικού και του θηλυκού και εναντίον του Πρωτουργού της γαμήλιας ένωσης (Γε 39:7-9), πράγμα που αναγνώρισε και ο Βασιλιάς Δαβίδ. (2Σα 12:13· Ψλ 51:4) Αμαρτίες όπως η κλοπή, η απάτη και η οικειοποίηση ξένης περιουσίας κατατάσσονται στο Νόμο ως “άπιστη συμπεριφορά προς τον Ιεχωβά”. (Λευ 6:2-4· Αρ 5:6-8) Εκείνοι που σκλήραιναν την καρδιά τους και ήταν σφιχτοχέρηδες προς τους φτωχούς αδελφούς τους και εκείνοι που κατακρατούσαν τους μισθούς των άλλων θα λάβαιναν θεϊκό έλεγχο. (Δευ 15:7-10· 24:14, 15· παράβαλε Παρ 14:31· Αμ 5:12.) Ο Σαμουήλ δήλωσε ότι του ήταν αδιανόητο “να αμαρτήσει εναντίον του Ιεχωβά σταματώντας να προσεύχεται” για χάρη των ομοεθνών του οι οποίοι του είχαν ζητήσει να προσευχηθεί.—1Σα 12:19-23.
Παρόμοια, τα εδάφια Ιακώβου 2:1-9 καταδικάζουν ως αμαρτία την εκδήλωση μεροληψίας ή τη δημιουργία ταξικών διακρίσεων ανάμεσα στους Χριστιανούς. Ο Παύλος λέει ότι εκείνοι που δεν δίνουν προσοχή στις αδύναμες συνειδήσεις των αδελφών τους, κάνοντάς τους να σκανδαλιστούν, “αμαρτάνουν ενάντια στον Χριστό”, τον Γιο του Θεού που έδωσε το αίμα της ζωής του για τους ακολούθους του.—1Κο 8:10-13.
Συνεπώς, ενώ όλες οι αμαρτίες είναι στην πραγματικότητα αμαρτίες εναντίον του Θεού, ο Ιεχωβά θεωρεί ότι κάποιες αμαρτίες στρέφονται πιο άμεσα εναντίον του ίδιου προσωπικά—αμαρτίες όπως η ειδωλολατρία (Εξ 20:2-5· 2Βα 22:17), η απιστία (Ρω 14:22, 23· Εβρ 10:37, 38· 12:1), η ασέβεια για τα ιερά πράγματα (Αρ 18:22, 23) και όλες οι μορφές της ψεύτικης λατρείας (Ωσ 8:11-14). Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος για τον οποίο ο Αρχιερέας Ηλεί είπε τα εξής στους γιους του, οι οποίοι έδειχναν ασέβεια προς τη σκηνή της μαρτυρίας και την υπηρεσία του Θεού: «Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον ανθρώπου, ο Θεός θα μεσολαβήσει για αυτόν [παράβαλε 1Βα 8:31, 32]· αλλά αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον του Ιεχωβά, ποιος θα προσευχηθεί για αυτόν;»—1Σα 2:22-25· παράβαλε εδ. 12-17.
Όταν κάποιος αμαρτάνει ενάντια στο ίδιο του το σώμα. Στην προειδοποίηση που απευθύνει σχετικά με την πορνεία (τις σεξουαλικές σχέσεις εκτός του Γραφικά επιδοκιμασμένου γάμου), ο Παύλος δηλώνει ότι «κάθε άλλη αμαρτία την οποία μπορεί να διαπράξει ένας άνθρωπος είναι έξω από το σώμα του, αλλά αυτός που πορνεύει αμαρτάνει ενάντια στο ίδιο του το σώμα». (1Κο 6:18· βλέπε ΠΟΡΝΕΙΑ.) Τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Παύλος τόνιζε πως οι Χριστιανοί επρόκειτο να ενωθούν με τον Κύριο και Κεφαλή τους, τον Χριστό Ιησού. (1Κο 6:13-15) Ο πόρνος γίνεται εσφαλμένα και αμαρτωλά μία σάρκα με ένα άλλο άτομο—συνήθως μια πόρνη. (1Κο 6:16-18) Εφόσον καμιά άλλη αμαρτία δεν μπορεί να χωρίσει το σώμα του Χριστιανού από την ένωση με τον Χριστό και να το κάνει “ένα” με κάποιον άλλον, αυτός είναι προφανώς ο λόγος για τον οποίο όλες οι άλλες αμαρτίες θεωρούνται εδώ ότι είναι «έξω από το σώμα» κάποιου. Η πορνεία μπορεί επίσης να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στο ίδιο το σώμα του πόρνου.
Αμαρτίες Αγγέλων. Εφόσον και οι πνευματικοί γιοι του Θεού πρέπει να αντανακλούν τη δόξα του και να του αποδίδουν αίνο, εκτελώντας το θέλημά του (Ψλ 148:1, 2· 103:20, 21), μπορούν και αυτοί να αμαρτήσουν με την ίδια βασική έννοια με την οποία αμαρτάνουν οι άνθρωποι. Το εδάφιο 2 Πέτρου 2:4 δείχνει ότι κάποιοι από τους πνευματικούς γιους του Θεού πράγματι αμάρτησαν, και έτσι εκείνος «τους παρέδωσε σε λάκκους πυκνού σκοταδιού για να φυλάττονται για κρίση». Τα εδάφια 1 Πέτρου 3:19, 20 αναφέρονται προφανώς στην ίδια κατάσταση μιλώντας για τα «πνεύματα στη φυλακή, τα οποία κάποτε είχαν γίνει ανυπάκουα όταν η υπομονή του Θεού περίμενε στις ημέρες του Νώε». Επίσης, το εδάφιο Ιούδα 6 υποδηλώνει ότι η “αστοχία” ή αμαρτία αυτών των πνευματικών πλασμάτων ήταν το ότι «δεν κράτησαν την αρχική τους θέση αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία που τους άρμοζε». Λογικά, η κατοικία που τους άρμοζε είναι οι ουρανοί της παρουσίας του Θεού.
Εφόσον η θυσία του Ιησού Χριστού δεν περιλαμβάνει κάποια προμήθεια για την κάλυψη των αμαρτιών των πνευματικών πλασμάτων, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες εκείνων των ανυπάκουων αγγέλων ήταν δυνατόν να συγχωρηθούν. (Εβρ 2:14-17) Όπως ο Αδάμ, έτσι και αυτοί ήταν τέλεια πλάσματα χωρίς κάποια έμφυτη αδυναμία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ελαφρυντικό στοιχείο κατά την κρίση της αδικοπραγίας τους.
Άφεση Αμαρτιών. Όπως φαίνεται στο λήμμα ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ (Πώς «υπολογίζεται» κάποιος δίκαιος), ο Ιεχωβά Θεός στην ουσία “πιστώνει” δικαιοσύνη στο λογαριασμό εκείνων που ζουν σύμφωνα με την πίστη. Ενεργώντας έτσι, ο Θεός κατ’ αναλογία “καλύπτει” ή “εξαλείφει” τις αμαρτίες οι οποίες διαφορετικά θα χρεώνονταν στο λογαριασμό τέτοιων πιστών ατόμων. (Παράβαλε Ψλ 32:1, 2· Ησ 44:22· Πρ 3:19.) Γι’ αυτό, ο Ιησούς παρομοίασε τα «παραπτώματα» και τις «αμαρτίες» με “χρέη”. (Παράβαλε Ματ 6:14· 18:21-35· Λου 11:4.) Αν και οι αμαρτίες τους ήταν κατακόκκινες, ο Ιεχωβά “καθαρίζει” την κηλίδα που τους καθιστά μη άγιους. (Ησ 1:18· Πρ 22:16) Το μέσο που χρησιμοποιεί ο Θεός για να εκδηλώσει με αυτόν τον τρόπο το τρυφερό του έλεος και τη στοργική του καλοσύνη, διατηρώντας ωστόσο την τέλεια κρίση και δικαιοσύνη του, εξετάζεται στα λήμματα ΛΥΤΡΟ· ΜΕΤΑΝΟΙΑ· ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ και σε άλλα σχετικά λήμματα.
Αποφυγή της Αμαρτίας. Η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον αποτελεί βασικό μέσο για την αποφυγή της αμαρτίας, η οποία είναι ανομία, διότι η αγάπη είναι εξέχουσα ιδιότητα του Θεού. Αυτός κατέστησε την αγάπη θεμέλιο για το Νόμο του προς τον Ισραήλ. (Ματ 22:37-40· Ρω 13:8-11) Με αυτόν τον τρόπο οι Χριστιανοί, αντί να είναι αποξενωμένοι από τον Θεό, μπορούν να είναι χαρούμενα ενωμένοι με εκείνον και τον Γιο του. (1Ιω 1:3· 3:1-11, 24· 4:16) Είναι επιδεκτικοί της καθοδήγησης του αγίου πνεύματος του Θεού και μπορούν «να ζήσουν ως προς το πνεύμα από την άποψη του Θεού», εγκαταλείποντας τις αμαρτίες (1Πε 4:1-6) και παράγοντας το δίκαιο καρπό του πνεύματος του Θεού αντί του πονηρού καρπού της αμαρτωλής σάρκας. (Γα 5:16-26) Κατά συνέπεια, μπορούν να απελευθερωθούν από την εξουσία της αμαρτίας.—Ρω 6:12-22.
Αν κάποιος έχει πίστη στη βέβαιη θεϊκή ανταμοιβή για τη δικαιοσύνη (Εβρ 11:1, 6), μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμα που του απευθύνει η αμαρτία να συμμετάσχει στην προσωρινή της απόλαυση. (Εβρ 11:24-26) Εφόσον «ο Θεός δεν εμπαίζεται», το άτομο γνωρίζει πως ο κανόνας «ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει» δεν έχει εξαιρέσεις, και προστατεύεται από τη δολιότητα της αμαρτίας. (Γα 6:7, 8) Αντιλαμβάνεται ότι οι αμαρτίες δεν μπορούν να παραμείνουν για πάντα κρυφές (1Τι 5:24) και ότι «αν και ένας αμαρτωλός μπορεί να κάνει το κακό εκατό φορές και να παραμένει πολύ καιρό ενεργώντας όπως του αρέσει», εντούτοις «για εκείνους που φοβούνται τον αληθινό Θεό τα πράγματα θα εξελιχθούν καλά», αλλά δεν θα συμβεί το ίδιο και με τους πονηρούς που δεν έχουν φόβο Θεού. (Εκ 8:11-13· παράβαλε Αρ 32:23· Παρ 23:17, 18.) Όσα υλικά πλούτη και αν έχει αποκτήσει ο πονηρός, δεν πρόκειται να αγοράσει με αυτά την προστασία του Θεού (Σοφ 1:17, 18) και, στην πραγματικότητα, ο πλούτος του αμαρτωλού θα αποδειχτεί τελικά ότι “αποταμιεύτηκε για τον δίκαιο”. (Παρ 13:21, 22· Εκ 2:26) Όσοι επιδιώκουν δικαιοσύνη μέσω πίστης μπορούν να αποφύγουν το «βαρύ φορτίο» που επιφέρει η αμαρτία, δηλαδή την απώλεια της ειρήνης διάνοιας και καρδιάς και την αδυναμία που προκαλεί η πνευματική ασθένεια.—Ψλ 38:3-6, 18· 41:4.
Η γνώση του λόγου του Θεού αποτελεί τη βάση για τέτοια πίστη και το μέσο για την ενίσχυσή της. (Ψλ 119:11· παράβαλε Ψλ 106:7.) Το άτομο που κινείται βιαστικά χωρίς πρώτα να αναζητήσει γνώση σχετικά με την οδό του θα “αστοχήσει” αμαρτάνοντας. (Παρ 19:2, υποσ.) Η επίγνωση του γεγονότος ότι “ένας μόνο αμαρτωλός μπορεί να καταστρέψει πολλά καλά” κάνει το δίκαιο άτομο να επιζητεί να ενεργεί με γνήσια σοφία. (Παράβαλε Εκ 9:18· 10:1-4.) Αποτελεί πορεία σοφίας το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με εκείνους που ασκούν ψεύτικη λατρεία και εκείνους που έχουν ανήθικες τάσεις, διότι αυτοί παγιδεύουν το άτομο στην αμαρτία και φθείρουν τις ωφέλιμες συνήθειες.—Εξ 23:33· Νε 13:25, 26· Ψλ 26:9-11· Παρ 1:10-19· Εκ 7:26· 1Κο 15:33, 34.
Πολλά πράγματα, βέβαια, μπορούν να γίνουν ή να μη γίνουν, ή μπορούν να γίνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, χωρίς να καταδικάζονται ως αμαρτήματα. (Παράβαλε 1Κο 7:27, 28.) Ο Θεός δεν εγκλώβισε τον άνθρωπο μέσα σε πολυάριθμες οδηγίες που καθόριζαν και στην παραμικρή λεπτομέρεια το πώς έπρεπε να γίνονται τα πράγματα. Σαφώς, ο άνθρωπος έπρεπε να χρησιμοποιεί τη νοημοσύνη του, ενώ παράλληλα του δόθηκε και μεγάλο περιθώριο για να εκδηλώνει την ξεχωριστή του προσωπικότητα και τις προτιμήσεις του. Η διαθήκη του Νόμου περιλάμβανε πολλές διατάξεις, αλλά δεν στερούσε από τους ανθρώπους την ελευθερία προσωπικής έκφρασης. Η Χριστιανοσύνη, με τη μεγάλη έμφαση που δίνει στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον ως κατευθυντήρια αρχή, παραχωρεί παρόμοια στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία που θα μπορούσαν να επιθυμήσουν άτομα με δίκαιη τάση καρδιάς.—Παράβαλε Ματ 22:37-40· Ρω 8:21· βλέπε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ· ΙΕΧΩΒΑ (Θεός ηθικών κανόνων).