ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Η Βιβλική αρχαιολογία είναι η μελέτη των λαών και των γεγονότων της Αγίας Γραφής μέσω των συναρπαστικών στοιχείων που είναι θαμμένα στη γη. Ο αρχαιολόγος ανασκάπτει και μελετάει πέτρες, κατεστραμμένα τείχη και κτίρια, καθώς και γκρεμισμένες πόλεις, όπως επίσης φέρνει στην επιφάνεια αγγεία, πήλινες πινακίδες, επιγραφές, τάφους και άλλα αρχαία υπολείμματα ή τεχνουργήματα από τα οποία σταχυολογεί πληροφορίες. Αυτού του είδους οι μελέτες βελτιώνουν συχνά την κατανόησή μας σχετικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκε η Αγία Γραφή και κάτω από τις οποίες έζησαν οι αρχαίοι άνθρωποι πίστης, αλλά και σχετικά με τις γλώσσες τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι και οι γύρω λαοί. Έχουν διευρύνει τη γνώση μας για όλες τις περιοχές τις οποίες αναφέρει η Αγία Γραφή: την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Περσία, την Ασσυρία, τη Βαβυλωνία, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και τη Ρώμη.
Η Βιβλική αρχαιολογία είναι σχετικά καινούρια επιστήμη. Μόλις το 1822 έγιναν κατανοητά τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, όταν αποκρυπτογραφήθηκε η Στήλη της Ροζέτης. Η ασσυριακή σφηνοειδής γραφή αποκωδικοποιήθηκε 20 και πλέον χρόνια αργότερα. Οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν στην Ασσυρία το 1843 και στην Αίγυπτο το 1850.
Μερικές Σημαντικές Τοποθεσίες και Ευρήματα. Χάρη στην αρχαιολογία έχουν επιβεβαιωθεί πολλά ιστορικά στοιχεία της Βιβλικής αφήγησης σχετικά με αυτές τις χώρες και έχουν τεκμηριωθεί σημεία τα οποία αμφισβητούσαν άλλοτε οι σύγχρονοι κριτικοί. Οι αμφιβολίες όσον αφορά τον Πύργο της Βαβέλ, η άρνηση ότι υπήρξε ένας βασιλιάς της Βαβυλώνας ονόματι Βαλτάσαρ και ένας βασιλιάς της Ασσυρίας ονόματι Σαργών (των οποίων τα ονόματα, μέχρι και το δέκατο ένατο αιώνα Κ.Χ., δεν είχαν βρεθεί σε εξωβιβλικές πηγές) και άλλες επικρίσεις για τις πληροφορίες της Αγίας Γραφής σχετικά με αυτές τις χώρες έχουν αποδειχτεί όλες αβάσιμες. Τουναντίον, έχουν ανασκαφεί πάμπολλα στοιχεία τα οποία εναρμονίζονται πλήρως με τη Γραφική αφήγηση.
Βαβυλωνία. Ανασκαφές μέσα και γύρω από την αρχαία πόλη της Βαβυλώνας έχουν φέρει στο φως τις θέσεις όπου βρίσκονταν αρκετά ζιγκουράτ, δηλαδή πυραμιδόσχημοι, βαθμιδωτοί πύργοι-ναοί, περιλαμβανομένου και του κατεστραμμένου ναού Ετεμενάνκι μέσα από τα τείχη της Βαβυλώνας. Κείμενα και επιγραφές που έχουν βρεθεί σε σχέση με τέτοιους ναούς περιέχουν πολλές φορές τα λόγια: «Η κορυφή του θα φτάνει τους ουρανούς», έχουν δε καταγραφεί τα εξής λόγια του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορα: «Έκανα τον Πύργο με τις βαθμίδες στο Ετεμενάνκι τόσο ψηλό ώστε η κορυφή του ανταγωνιζόταν τους ουρανούς». Ένα πήλινο θραύσμα που βρέθηκε Β του ναού του Μαρντούκ στη Βαβυλώνα ίσως αναφέρεται στην πτώση ενός τέτοιου πύργου και στη σύγχυση των γλωσσών, μολονότι δεν κάνει συγκεκριμένη μνεία για ζιγκουράτ. (Η Χαλδαϊκή Αφήγηση της Γένεσης [The Chaldean Account of Genesis], του Τζορτζ Άνταμ Σμιθ, αναθεώρηση και διορθώσεις [με προσθήκες] Α. Χ. Σάις, 1880, σ. 164) Το ζιγκουράτ που βρισκόταν στην Ουρούκ (τη Βιβλική Ερέχ) διαπιστώθηκε ότι ήταν χτισμένο με πηλό, πλίθους και άσφαλτο.—Παράβαλε Γε 11:1-9.
Κοντά στην Πύλη της Ιστάρ στη Βαβυλώνα ανακαλύφτηκαν περίπου 300 πινακίδες σφηνοειδούς γραφής που σχετίζονται με την περίοδο της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα. Ανάμεσα στους καταλόγους με τα ονόματα των εργατών και των αιχμαλώτων οι οποίοι ζούσαν τότε στη Βαβυλώνα και στους οποίους δίνονταν προμήθειες, εμφανίζεται το όνομα του «Γιαουκίν, βασιλιά της γης του Γιαχούντ», δηλαδή «του Ιωαχίν, του βασιλιά της γης του Ιούδα», ο οποίος οδηγήθηκε στη Βαβυλώνα όταν η Ιερουσαλήμ κατακτήθηκε από τον Ναβουχοδονόσορα το 617 Π.Κ.Χ. Ο Ιωαχίν ελευθερώθηκε από το δεσμωτήριο από τον Αβίλ-Μαρντούκ (Εβίλ-μερωδάχ), το διάδοχο του Ναβουχοδονόσορα, και του δινόταν χορήγημα τροφής σε καθημερινή βάση. (2Βα 25:27-30) Πέντε από τους γιους του Ιωαχίν αναφέρονται επίσης σε αυτές τις πινακίδες.—1Χρ 3:17, 18.
Έχουν βρεθεί άφθονα στοιχεία για το πάνθεο της Βαβυλώνας, καθώς και για τον κυριότερο θεό του, τον Μαρντούκ, ο οποίος μεταγενέστερα αποκαλούνταν κοινώς Βηλ, αλλά και για τον θεό Νεβώ, οι οποίοι αναφέρονται και οι δύο στα εδάφια Ησαΐας 46:1, 2. Πολλές από τις πληροφορίες στις επιγραφές του ίδιου του Ναβουχοδονόσορα αφορούν το τεράστιο οικοδομικό του πρόγραμμα χάρη στο οποίο η Βαβυλώνα έγινε τόσο λαμπρή πόλη. (Παράβαλε Δα 4:30.) Το όνομα του διαδόχου του, του Αβίλ-Μαρντούκ (ο οποίος αποκαλείται Εβίλ-μερωδάχ στο εδάφιο 2 Βασιλέων 25:27), εμφανίζεται σε ένα αγγείο που ανακαλύφτηκε στα Σούσα (στο Ελάμ).
Επίσης στη Βαβυλώνα, στη θέση του ναού του Μαρντούκ, βρέθηκε ένας πήλινος κύλινδρος σχετικός με τον Βασιλιά Κύρο, τον κατακτητή της Βαβυλώνας. Αυτός ο κύλινδρος μιλάει για την ευκολία με την οποία ο Κύρος κατέκτησε την πόλη και σκιαγραφεί την πολιτική που ακολουθούσε να επαναπατρίζει τους αιχμάλωτους λαούς που κατοικούσαν στη Βαβυλώνα, πράγμα το οποίο εναρμονίζεται με τη Βιβλική αφήγηση σχετικά με τον Κύρο ως τον προφητευμένο κατακτητή της Βαβυλώνας και σχετικά με τον επαναπατρισμό των Ιουδαίων στην Παλαιστίνη στη διάρκεια της βασιλείας του.—Ησ 44:28· 45:1· 2Χρ 36:23.
Ανασκαφές που έγιναν κοντά στη σύγχρονη Βαγδάτη το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα έφεραν στο φως πολυάριθμες πήλινες πινακίδες και κυλίνδρους, μεταξύ των οποίων και το διάσημο πλέον Χρονικό του Ναβονίδη. Όλες οι αντιρρήσεις για την αφήγηση του 5ου κεφαλαίου του Δανιήλ σχετικά με τη διακυβέρνηση της Βαβυλώνας από τον Βαλτάσαρ τον καιρό της πτώσης της καταρρίφθηκαν από αυτό το κείμενο, το οποίο απέδειξε ότι ο Βαλτάσαρ, ο μεγαλύτερος γιος του Ναβονίδη, ήταν συμβασιλιάς με τον πατέρα του και ότι, στο τελευταίο μέρος της βασιλείας του, ο Ναβονίδης εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση της Βαβυλώνας στο γιο του τον Βαλτάσαρ.
Παρόμοια, η Ουρ, η αρχαία πατρίδα του Αβραάμ (Γε 11:28-31), αποδείχτηκε ότι ήταν σπουδαίο κέντρο με εξαιρετικά αναπτυγμένο πολιτισμό. Επρόκειτο για σουμεριακή πόλη, χτισμένη στον Ευφράτη, κοντά στον Περσικό Κόλπο. Οι ανασκαφές που διενήργησε εκεί ο Σερ Λέναρντ Γούλεϊ δείχνουν ότι η πόλη βρισκόταν στο απόγειο της δύναμης και του γοήτρου της όταν ο Αβραάμ έφυγε από εκεί για τη Χαναάν (πρ. 1943 Π.Κ.Χ.). Ο ναός ζιγκουράτ της Ουρ είναι ο πιο καλοδιατηρημένος από τους ανάλογους ναούς που έχουν βρεθεί. Οι βασιλικοί τάφοι της Ουρ αποκάλυψαν άφθονα χρυσά αντικείμενα και κοσμήματα εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας, καθώς και μουσικά όργανα όπως η άρπα. (Παράβαλε Γε 4:21.) Βρέθηκε ακόμη ένα μικρό ατσάλινο (όχι απλώς σιδερένιο) τσεκούρι. (Παράβαλε Γε 4:22.) Και εδώ, επίσης, χιλιάδες πήλινες πινακίδες αποκάλυψαν πολλές λεπτομέρειες για τον τρόπο ζωής πριν από σχεδόν 4.000 χρόνια.—Βλέπε ΟΥΡ Αρ. 2.
Ασσυρία. Κοντά στη Χορσαμπάντ, σε έναν βόρειο παραπόταμο του ποταμού Τίγρη, ανακαλύφτηκε το 1843 το ανάκτορο του Ασσύριου Βασιλιά Σαργών Β΄, πάνω σε ένα βάθρο έκτασης σχεδόν 100 στρ., και οι επιτόπιες αρχαιολογικές εργασίες που ακολούθησαν έβγαλαν αυτόν το βασιλιά, ο οποίος μνημονεύεται στο εδάφιο Ησαΐας 20:1, από την εξωβιβλική αφάνεια και τον ανέδειξαν σε σπουδαία ιστορική φυσιογνωμία. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 960) Σε ένα από τα χρονικά του ο Σαργών ισχυρίζεται ότι κατέλαβε τη Σαμάρεια (740 Π.Κ.Χ.). Αναφέρει επίσης την κατάληψη της Αζώτου, για την οποία γίνεται λόγος στο εδάφιο Ησαΐας 20:1. Αν και κάποτε θεωρούνταν ανύπαρκτο πρόσωπο από πολλούς επιφανείς λογίους, ο Σαργών Β΄ είναι τώρα ένας από τους πιο γνωστούς βασιλιάδες της Ασσυρίας.
Η Νινευή, η πρωτεύουσα της Ασσυρίας, αποτέλεσε χώρο ανασκαφών οι οποίες έφεραν στο φως το τεράστιο ανάκτορο του Σενναχειρείμ, αποτελούμενο από περίπου 70 δωμάτια, του οποίου οι τοίχοι διακοσμούνταν με ανάγλυφες πλάκες σε μήκος μεγαλύτερο των 3.000 μ. Μια από αυτές τις πλάκες απεικονίζει κρατουμένους από τον Ιούδα να οδηγούνται στην αιχμαλωσία μετά την πτώση της Λαχείς το 732 Π.Κ.Χ. (2Βα 18:13-17· 2Χρ 32:9· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 952) Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χρονικά του Σενναχειρείμ που βρέθηκαν στη Νινευή και είναι καταγραμμένα σε πρίσματα (πήλινους κυλίνδρους). Σε μερικά πρίσματα ο Σενναχειρείμ εξιστορεί την ασσυριακή εκστρατεία κατά της Παλαιστίνης στη διάρκεια της βασιλείας του Εζεκία (732 Π.Κ.Χ.), αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ο καυχησιολόγος μονάρχης δεν ισχυρίζεται πουθενά ότι κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, πράγμα που επιβεβαιώνει τη Βιβλική αφήγηση. (Βλέπε ΣΕΝΝΑΧΕΙΡΕΙΜ.) Επίσης, το γεγονός της δολοφονίας του Σενναχειρείμ από τους γιους του αναφέρεται σε μια επιγραφή του Εσάρ-αδδών, του διαδόχου του Σενναχειρείμ, ενώ μνεία της δολοφονίας γίνεται και σε μια επιγραφή του επόμενου βασιλιά. (2Βα 19:37) Εκτός από τον Σενναχειρείμ που αναφέρει τον Βασιλιά Εζεκία, κείμενα σφηνοειδούς γραφής διαφόρων Ασσύριων αυτοκρατόρων μνημονεύουν ονομαστικά τους βασιλιάδες Άχαζ και Μανασσή του Ιούδα και τους βασιλιάδες Αμρί, Ιηού, Ιωάς, Μεναήμ και Ωσιέ του Ισραήλ, καθώς επίσης τον Αζαήλ της Δαμασκού.
Περσία. Κοντά στην Μπεχιστούν, στο Ιράν (την αρχαία Περσία), ο Βασιλιάς Δαρείος Α΄ (521-486 Π.Κ.Χ.· Εσδ 6:1-15) φρόντισε να λαξευτεί ψηλά σε έναν ασβεστολιθικό απόκρημνο βράχο μια πελώρια επιγραφή στην οποία αφηγείται πώς ενοποίησε την Περσική Αυτοκρατορία και αποδίδει την επιτυχία του στο θεό του, τον Αχούρα Μάζντα. Αυτό που κάνει την εν λόγω επιγραφή εξαιρετικά σημαντική είναι το γεγονός ότι γράφτηκε σε τρεις γλώσσες, τη βαβυλωνιακή (ακκαδική), την ελαμιτική και την αρχαία περσική, αποτελώντας έτσι κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της ασσυροβαβυλωνιακής σφηνοειδούς γραφής, η οποία μέχρι τότε δεν είχε αποκρυπτογραφηθεί. Ως αποτέλεσμα αυτής της εργασίας, μπορούμε τώρα να διαβάσουμε χιλιάδες πήλινες πινακίδες και επιγραφές στη βαβυλωνιακή γλώσσα.
Τα Σούσα, ο τόπος όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που καταγράφονται στο βιβλίο της Εσθήρ, ανασκάφηκαν από Γάλλους αρχαιολόγους ανάμεσα στα έτη 1880 και 1890. (Εσθ 1:2) Το βασιλικό ανάκτορο του Ξέρξη, έκτασης περίπου 10 στρ., ήρθε στο φως, αποκαλύπτοντας τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια των βασιλιάδων της Περσίας. Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν την ακρίβεια των λεπτομερειών που παραθέτει ο συγγραφέας του βιβλίου της Εσθήρ αναφορικά με τη διοίκηση του περσικού βασιλείου και την κατασκευή του ανακτόρου. Το βιβλίο Τα Μνημεία και η Παλαιά Διαθήκη ([The Monuments and the Old Testament] 1946, σ. 408), του Ά. Μ. Πράις, σχολιάζει: «Κανένα άλλο γεγονός αναφερόμενο στην Παλαιά Διαθήκη δεν συνδέεται με οικοδομήματα που μπορούν να αναπαρασταθούν με τόση ζωντάνια και ακρίβεια από πραγματικές ανασκαφές όσο το γεγονός που σχετίζεται με τα “Σούσα το Ανάκτορο”».—Βλέπε ΣΟΥΣΑ.
Μάρι και Νουζί. Η αρχαία βασιλική πόλη της Μάρι (Τελλ Χαρίρι) κοντά στον ποταμό Ευφράτη, περίπου 11 χλμ. ΒΒΔ του Αμπού Κεμάλ στη νοτιοανατολική Συρία, αποτέλεσε χώρο ανασκαφών από το 1933 και έπειτα. Ανακαλύφτηκε ένα τεράστιο ανάκτορο έκτασης περίπου 60 στρ., αποτελούμενο από 300 δωμάτια, στα αρχεία του οποίου βρέθηκαν περισσότερες από 20.000 πήλινες πινακίδες. Το ανακτορικό συγκρότημα δεν περιλάμβανε μόνο τα βασιλικά διαμερίσματα, αλλά επίσης διοικητικά γραφεία και μια σχολή γραφέων. Μεγάλες τοιχογραφίες ή νωπογραφίες κοσμούσαν πολλούς από τους τοίχους, τα λουτρά ήταν εξοπλισμένα με μπανιέρες, ενώ στα μαγειρεία βρέθηκαν φόρμες για γλυκίσματα. Η πόλη φαίνεται ότι υπήρξε μια από τις πιο σπουδαίες και λαμπρές εκείνης της περιόδου, δηλαδή των αρχών της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. Τα κείμενα στις πήλινες πινακίδες περιλάμβαναν βασιλικά διατάγματα, δημόσιες ανακοινώσεις, λογαριασμούς, διαταγές για την κατασκευή καναλιών, υδατοφρακτών, φραγμάτων και άλλων αρδευτικών έργων, καθώς επίσης επιστολές που αφορούσαν εισαγωγές, εξαγωγές και εξωτερικές υποθέσεις. Γίνονταν τακτικά απογραφές για λόγους φορολογίας και στρατολόγησης. Η θρησκεία διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, ιδιαίτερα η λατρεία της Ιστάρ, της θεάς της γονιμότητας, της οποίας ο ναός βρέθηκε επίσης. Ασκούνταν μαντεία όπως στη Βαβυλώνα μέσω της ηπατοσκοπίας, της αστρονομίας και παρόμοιων μεθόδων. Η πόλη καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Βαβυλώνιο Βασιλιά Χαμουραμπί. Κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι τα αναφερόμενα ονόματα κάποιων πόλεων της βόρειας Μεσοποταμίας ήταν παρόμοια με τα ονόματα Φάλεκ, Σερούχ, Ναχώρ, Θάρα και Αρράν—ονόματα συγγενών του Αβραάμ.—Γε 11:17-32.
Στη Νουζί, μια αρχαία πόλη Α του Τίγρη και ΝΑ της Νινευή, η οποία ανασκάφηκε την περίοδο 1925-1931, βρέθηκε ένας εγχάρακτος πήλινος χάρτης, ο αρχαιότερος που έχει ανακαλυφτεί μέχρι τώρα, καθώς επίσης αποδείξεις για το ότι ακόμη και από το 15ο αιώνα Π.Κ.Χ. γίνονταν εκεί αγοραπωλησίες με το σύστημα των δόσεων. Ήρθαν στην επιφάνεια περίπου 20.000 πήλινες πινακίδες, οι οποίες θεωρείται ότι γράφτηκαν από Χουρρίτες γραφείς στη βαβυλωνιακή γλώσσα και περιέχουν πλούτο λεπτομερειών σχετικά με το νομικό δίκαιο εκείνης της εποχής, για ζητήματα όπως η υιοθεσία, τα γαμήλια συμβόλαια, τα κληρονομικά δικαιώματα και οι διαθήκες. Από ορισμένες απόψεις φαίνεται να υπάρχει αρκετά μεγάλη ομοιότητα με τα έθιμα που περιγράφονται στην αφήγηση της Γένεσης αναφορικά με τους πατριάρχες. Η τακτική τού να υιοθετεί κάποιο άτεκνο ζευγάρι έναν γιο—ελεύθερο ή δούλο—για να τους φροντίσει, να τους θάψει και να είναι ο κληρονόμος τους φέρνει στο νου τη δήλωση του Αβραάμ σχετικά με τον έμπιστο δούλο του, τον Ελιέζερ, στο εδάφιο Γένεση 15:2. Περιγράφεται η πώληση των πρωτοτοκίων, κάτι που μας θυμίζει την υπόθεση του Ιακώβ και του Ησαύ. (Γε 25:29-34) Τα κείμενα δείχνουν επίσης ότι το να έχει κανείς στα χέρια του τους εφέστιους θεούς, που ήταν συνήθως μικρά πήλινα ειδώλια, θεωρούνταν ισοδύναμο με το να κατέχει τίτλο ιδιοκτησίας, και επομένως όποιος είχε τους θεούς ήταν κατά την άποψη των άλλων ο δικαιούχος της περιουσίας ή της κληρονομιάς. Έτσι ίσως εξηγείται γιατί η Ραχήλ πήρε τα θεραφίμ του πατέρα της και γιατί εκείνος ήθελε τόσο πολύ να τα πάρει πίσω.—Γε 31:14-16, 19, 25-35.
Αίγυπτος. Η πιο σαφής εικόνα που δίνει η Γραφή για την Αίγυπτο σχετίζεται με την είσοδο του Ιωσήφ εκεί και την επακόλουθη άφιξη και παραμονή ολόκληρης της οικογένειας του Ιακώβ σε εκείνη τη χώρα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι αυτή η εικόνα είναι απόλυτα ακριβής, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε λογικά να παρουσιαστεί από έναν πολύ μεταγενέστερο συγγραφέα (όπως έχουν προσπαθήσει να ισχυριστούν μερικοί κριτικοί για το συντάκτη αυτού του τμήματος της Γένεσης). Το βιβλίο Νέο Φως στις Εβραϊκές Αφετηρίες ([New Light on Hebrew Origins] 1936, σ. 174), του Τζ. Γκ. Ντάνκαν, δηλώνει τα εξής για το συγγραφέα της αφήγησης σχετικά με τον Ιωσήφ: «Μεταχειρίζεται το σωστό τίτλο που χρησιμοποιούνταν τότε και ακριβώς όπως χρησιμοποιούνταν την εποχή στην οποία αναφέρεται, ενώ όπου δεν υπάρχει κάποιο εβραϊκό αντίστοιχο, απλώς υιοθετεί την αιγυπτιακή λέξη και τη μεταγράφει στην εβραϊκή». Τα αιγυπτιακά ονόματα, η θέση που κατείχε ο Ιωσήφ ως διαχειριστής του σπιτικού του Πετεφρή, οι φυλακές, οι τίτλοι «αρχιοινοχόος» και «αρχιαρτοποιός», η σημασία που απέδιδαν οι Αιγύπτιοι στα όνειρα, η συνήθεια που είχαν οι Αιγύπτιοι αρτοποιοί να μεταφέρουν καλάθια με ψωμί πάνω στο κεφάλι τους (Γε 40:1, 2, 16, 17), η θέση του πρωθυπουργού και διαχειριστή τροφίμων που δόθηκε στον Ιωσήφ από τον Φαραώ, ο τρόπος με τον οποίο τον διόρισε στο αξίωμά του, η αποστροφή των Αιγυπτίων για τους εκτροφείς προβάτων, η ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι μάγοι στην αιγυπτιακή αυλή, η εγκατάσταση των παρεπίδημων Ισραηλιτών στη γη Γεσέν, οι συνήθειες ταφής των Αιγυπτίων—όλα αυτά και πολλά άλλα σημεία του Βιβλικού υπομνήματος τεκμηριώνονται σαφώς από τα στοιχεία που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη στην Αίγυπτο.—Γε 39:1–47:27· 50:1-3.
Στο Καρνάκ (αρχαίες Θήβες), στις όχθες του ποταμού Νείλου, ένας τεράστιος αιγυπτιακός ναός περιέχει μια επιγραφή στο νότιο τοίχο του η οποία επιβεβαιώνει την εκστρατεία του Αιγύπτιου Βασιλιά Σισάκ (Σεσόνκ Α΄) στην Παλαιστίνη, όπως αυτή εξιστορείται στα εδάφια 1 Βασιλέων 14:25, 26 και 2 Χρονικών 12:1-9. Το τεράστιο ανάγλυφο που απεικονίζει τις νίκες του δείχνει 156 σιδηροδέσμιους Παλαιστίνιους αιχμαλώτους που αντιπροσωπεύουν ο καθένας μια πόλη ή ένα χωριό, του οποίου το όνομα αποτυπώνεται με ιερογλυφικά. Στα αναγνωρίσιμα ονόματα συγκαταλέγεται το όνομα της Ραββίθ (Ιη 19:20), της Θαανάχ, της Βαιθ-σεάν και της Μεγιδδώ (όπου ανακαλύφτηκε θραύσμα ενεπίγραφης στήλης του Σισάκ) (Ιη 17:11), της Σουνάμ (Ιη 19:18), της Ρεώβ (Ιη 19:28), της Αφεραΐμ (Ιη 19:19), της Γαβαών (Ιη 18:25), της Βαιθ-ορών (Ιη 21:22), της Αιαλών (Ιη 21:24), της Σωχώχ (Ιη 15:35) και της Αράδ (Ιη 12:14). Ο Σισάκ μάλιστα καταχωρίζει στις τοποθεσίες που κατέλαβε και τον «Αγρό του Άβραμ», γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη μνεία του Αβραάμ σε αιγυπτιακά κείμενα. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε επίσης ένα μνημείο του Μερνεπτά, γιου του Ραμσή Β΄, στο οποίο είναι χαραγμένος ένας ύμνος που περιλαμβάνει τη μόνη αναφορά του ονόματος Ισραήλ σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα.
Στην Τελλ ελ-Αμάρνα, περίπου 270 χλμ. Ν του Καΐρου, μια χωρική ανακάλυψε συμπτωματικά διάφορες πήλινες πινακίδες, χάρη στις οποίες ήρθαν στο φως πολλά έγγραφα στην ακκαδική από τα βασιλικά αρχεία του Αμενχοτέπ Γ΄ και του γιου του, του Ακενατόν. Οι 379 δημοσιευμένες πινακίδες περιέχουν επιστολές προς τον Φαραώ από τους υποτελείς ηγεμόνες των πολυάριθμων πόλεων-βασιλείων της Συρίας και της Παλαιστίνης, μεταξύ των οποίων και μερικές από τον κυβερνήτη της Ουρουσαλίμ (Ιερουσαλήμ), και αποκαλύπτουν μια εικόνα εχθροπραξιών και δολοπλοκιών που εναρμονίζεται απόλυτα με τη Γραφική περιγραφή εκείνων των καιρών. Οι «Χαμπιρού», σχετικά με τους οποίους διατυπώνονται πολλά παράπονα σε αυτές τις επιστολές, έχουν συσχετιστεί από μερικούς με τους Εβραίους, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτοί ήταν διάφοροι νομαδικοί λαοί που κατείχαν χαμηλή θέση στην κοινωνία εκείνης της περιόδου.—Βλέπε ΕΒΡΑΙΟΣ (Οι «Χαμπιρού»).
Στην Ελεφαντίνη, ένα νησί του Νείλου, στο νοτιότερο άκρο της Αιγύπτου (κοντά στο Ασουάν), το οποίο έφερε αυτή την ελληνική ονομασία, υπήρχε μια Ιουδαϊκή αποικία μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. Το 1903 βρέθηκαν εκεί πάμπολλα κείμενα στην αραμαϊκή, γραμμένα κυρίως σε πάπυρο, με ημερομηνίες από τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ. και από την εποχή της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας. Τα κείμενα κάνουν λόγο για τον Σαναβαλλάτ, τον κυβερνήτη της Σαμάρειας.—Νε 4:1.
Αναμφίβολα, τα πλέον πολύτιμα ευρήματα που ανακαλύφτηκαν στην Αίγυπτο είναι τα σπαράγματα παπύρων και τα τμήματα βιβλίων της Αγίας Γραφής, τόσο από τις Εβραϊκές όσο και από τις Ελληνικές Γραφές, τα οποία χρονολογούνται ακόμη και από τον δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ. Το ξηρό κλίμα και το αμμώδες έδαφος της Αιγύπτου την κατέστησαν ιδανικό αποθηκευτικό χώρο για τη διατήρηση τέτοιου είδους παπυρικών κειμένων.—Βλέπε ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Παλαιστίνη και Συρία. Σε αυτές τις περιοχές έχουν ανασκαφεί περίπου 600 χρονολογήσιμες τοποθεσίες. Πολλές από τις συλλεχθείσες πληροφορίες είναι γενικής φύσης και υποστηρίζουν ευρύτερα το Γραφικό υπόμνημα, χωρίς να σχετίζονται ειδικά με συγκεκριμένες λεπτομέρειες ή γεγονότα. Για παράδειγμα, στο παρελθόν έγιναν απόπειρες να αμφισβητηθεί η Βιβλική αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο Ιούδας ερημώθηκε πλήρως στη διάρκεια της βαβυλωνιακής εξορίας. Όλες οι ανασκαφές, ωστόσο, επιβεβαιώνουν την Αγία Γραφή. Όπως δηλώνει ο Γ. Φ. Όλμπραϊτ: «Δεν υπάρχει ούτε μία γνωστή περίπτωση κωμόπολης του καθαυτό Ιούδα που να κατοικούνταν συνεχώς κατά την περίοδο της εξορίας. Αντιθέτως, η Βαιθήλ, η οποία βρισκόταν λίγο πιο έξω από το βόρειο σύνορο του Ιούδα πριν από την εξορία, δεν καταστράφηκε τότε, αλλά κατοικούνταν συνεχώς μέχρι τα τέλη του έκτου αιώνα».—Η Αρχαιολογία της Παλαιστίνης (The Archaeology of Palestine), 1971, σ. 142.
Στη Βαιθ-σαν (Βαιθ-σεάν), μια αρχαία οχυρωμένη πόλη που έλεγχε την πρόσβαση στην Κοιλάδα της Ιεζραέλ από τα Α, οι εκτεταμένες ανασκαφές, κατά τις οποίες απαιτήθηκε όρυγμα βάθους 21 μ., αποκάλυψαν 18 διαφορετικά επίπεδα εγκατάστασης. (ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ, Τόμ. 1, σ. 959) Η Γραφική αφήγηση δείχνει ότι η Βαιθ-σαν δεν περιλαμβανόταν στις πόλεις που κατακτήθηκαν αρχικά από τους Ισραηλίτες εισβολείς και ότι την εποχή του Σαούλ την κατείχαν οι Φιλισταίοι. (Ιη 17:11· Κρ 1:27· 1Σα 31:8-12) Οι ανασκαφές υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές αυτό το υπόμνημα και υποδηλώνουν ότι η Βαιθ-σαν καταστράφηκε κάποια στιγμή αφότου η κιβωτός της διαθήκης πιάστηκε από τους Φιλισταίους. (1Σα 4:1-11) Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η ανακάλυψη ορισμένων ναών των Χαναναίων στη Βαιθ-σαν. Το εδάφιο 1 Σαμουήλ 31:10 δηλώνει ότι οι Φιλισταίοι έβαλαν τον οπλισμό του Βασιλιά Σαούλ «στον οίκο των εικόνων της Αστορέθ, και το πτώμα του το κρέμασαν στο τείχος της Βαιθ-σαν», ενώ το εδάφιο 1 Χρονικών 10:10 λέει ότι «έβαλαν τον οπλισμό του στον οίκο του θεού τους, και το κρανίο του το κρέμασαν στον οίκο του Δαγών». Δύο από τους ναούς που ήρθαν στο φως ήταν της ίδιας χρονικής περιόδου, και τα στοιχεία από τον έναν δείχνουν ότι επρόκειτο για το ναό της Αστορέθ, ενώ ο άλλος θεωρείται ότι ήταν ο ναός του Δαγών, κάτι που εναρμονίζεται με τα παραπάνω εδάφια, σύμφωνα με τα οποία υπήρχαν δύο ναοί στη Βαιθ-σαν.
Η πόλη Εσιών-γεβέρ ήταν το λιμάνι του Σολομώντα στον Κόλπο της Άκαμπα. Πιθανόν να είναι το σημερινό Τελλ ελ-Χελέιφε, το οποίο ανασκάφηκε την περίοδο 1937-1940 και έφερε στο φως στοιχεία που έδειχναν ότι εκεί υπήρχε ένας χώρος τήξης χαλκού, καθώς σε ένα χαμηλό ύψωμα της περιοχής βρέθηκε σκωρία χαλκού και κομμάτια μεταλλεύματος χαλκού. Ωστόσο, ο αρχαιολόγος Νέλσον Γκλουκ αναθεώρησε ριζικά τα αρχικά συμπεράσματά του σχετικά με αυτόν το χώρο σε ένα άρθρο στο περιοδικό Ο Βιβλικός Αρχαιολόγος ([The Biblical Archaeologist] 1965, σ. 73). Η άποψή του ότι εκεί λειτουργούσε ένα συγκρότημα υψικαμίνων στις οποίες γινόταν τήξη βασιζόταν στην ανακάλυψη ανοιγμάτων τα οποία θεωρήθηκαν «καπνοδόχοι» στο κεντρικό κτίριο που ανασκάφηκε. Τώρα έχει φτάσει στο συμπέρασμα ότι αυτές οι τρύπες στους τοίχους του κτιρίου δημιουργήθηκαν από «την αποσύνθεση και/ή την καύση ξύλινων δοκών που είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να διαπερνούν τους τοίχους για λόγους πρόσδεσης ή στήριξης». Το κτίριο, το οποίο προηγουμένως θεωρούνταν ότι ήταν χυτήριο, τώρα πιστεύεται ότι ήταν αποθηκευτικός χώρος στον οποίο θα μπορούσαν να φυλάσσονται και σιτηρά. Μολονότι γίνεται ακόμη δεκτό ότι εδώ όντως λάβαιναν χώρα μεταλλουργικές εργασίες, τώρα θεωρείται ότι αυτές ήταν μικρότερης κλίμακας από ό,τι είκαζαν προηγουμένως. Αυτό υπογραμμίζει το γεγονός ότι η σημασία που αποδίδεται στα αρχαιολογικά ευρήματα εξαρτάται κυρίως από την προσωπική ερμηνεία του αρχαιολόγου, η οποία δεν είναι διόλου αλάθητη. Η ίδια η Αγία Γραφή δεν αναφέρει τίποτα για την ύπαρξη βιομηχανίας χαλκού στην Εσιών-γεβέρ, ενώ μιλάει μόνο για τη χύτευση χαλκουργημάτων σε μια τοποθεσία στην Κοιλάδα του Ιορδάνη.—1Βα 7:45, 46.
Η Ασώρ στη Γαλιλαία χαρακτηριζόταν ως «η κεφαλή όλων αυτών των βασιλείων» την εποχή του Ιησού του Ναυή. (Ιη 11:10) Οι ανασκαφές που έγιναν εκεί έδειξαν ότι η πόλη κάλυπτε κάποτε έκταση περίπου 600 στρ. και ήταν πολυπληθής, πράγμα που την καθιστούσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της περιοχής. Ο Σολομών την οχύρωσε, και τα στοιχεία εκείνης της περιόδου υποδεικνύουν ότι μπορεί να ήταν πόλη αρμάτων.—1Βα 9:15, 19.
Η Ιεριχώ ανασκάφηκε στη διάρκεια τριών διαφορετικών αποστολών (1907-1909· 1930-1936· 1952-1958) και οι διαδοχικές ερμηνείες των ευρημάτων καταδεικνύουν άλλη μια φορά το γεγονός ότι η αρχαιολογία, όπως και άλλοι τομείς της ανθρώπινης επιστήμης, δεν αποτελεί πηγή αμετάβλητων πληροφοριών. Καθεμιά από τις τρεις αποστολές έφερε στο φως διάφορα στοιχεία, αλλά καθεμιά κατέληξε σε διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά την ιστορία της πόλης, ιδιαίτερα δε όσον αφορά το πότε κατακτήθηκε από τους Ισραηλίτες. Όπως και να έχει, τα συνολικά αποτελέσματα μπορεί να λεχθεί ότι συνθέτουν τη γενική εικόνα που εκτίθεται στο βιβλίο Βιβλική Αρχαιολογία ([Biblical Archaeology] 1962, σ. 78), του Τζ. Έ. Ράιτ, το οποίο δηλώνει: «Η πόλη υπέστη μια τρομερή καταστροφή ή μια σειρά καταστροφών στη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., και παρέμεινε ουσιαστικά ακατοίκητη επί γενεές». Η καταστροφή συνοδεύτηκε από μεγάλη φωτιά, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που ανασκάφηκαν.—Παράβαλε Ιη 6:20-26.
Στην Ιερουσαλήμ ανακαλύφτηκε το 1867 μια παλιά σήραγγα νερού, η οποία ξεκινούσε από την πηγή της Γιών και περνούσε στο εσωτερικό του λόφου όπου βρισκόταν η πηγή. (Βλέπε ΓΙΩΝ Αρ. 2.) Αυτή η ανακάλυψη μπορεί να διασαφηνίζει την αφήγηση των εδαφίων 2 Σαμουήλ 5:6-10 σχετικά με την κατάληψη της πόλης από τον Δαβίδ. Την περίοδο 1909-1911 καθαρίστηκαν οι δίοδοι σε ολόκληρο το σύστημα των σηράγγων που συνδέονταν με την πηγή της Γιών. Μια σήραγγα, γνωστή ως η Σήραγγα του Σιλωάμ, είχε μέσο ύψος 1,8 μ. και ήταν σκαμμένη μέσα σε βράχο, καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 533 μ., από τη Γιών μέχρι τη Δεξαμενή του Σιλωάμ στην Κοιλάδα των Τυροποιών (μέσα στην πόλη). Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για το έργο του Βασιλιά Εζεκία το οποίο περιγράφεται στα εδάφια 2 Βασιλέων 20:20 και 2 Χρονικών 32:30. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στο τοίχωμα της σήραγγας, σε αρχαία εβραϊκή μνημειακή γραφή, η οποία περιέγραφε τη διάνοιξη της σήραγγας και το μήκος της. Αυτή η επιγραφή χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης για τη χρονολόγηση άλλων εβραϊκών επιγραφών που ανακαλύπτονται.
Η Λαχείς, η οποία βρισκόταν 44 χλμ. ΔΝΔ της Ιερουσαλήμ, ήταν μεγάλο οχυρό το οποίο προστάτευε τη λοφώδη περιοχή του Ιούδα. Στο εδάφιο Ιερεμίας 34:7, ο προφήτης λέει ότι οι δυνάμεις του Ναβουχοδονόσορα πολεμούσαν εναντίον της «Ιερουσαλήμ και εναντίον όλων των πόλεων του Ιούδα που απέμεναν, εναντίον της Λαχείς και εναντίον της Αζηκά· διότι αυτές—οι οχυρωμένες πόλεις—είχαν απομείνει από τις πόλεις του Ιούδα». Οι ανασκαφές στη Λαχείς έφεραν στο φως στοιχεία που δείχνουν ότι η πόλη πυρπολήθηκε δύο φορές μέσα σε λίγα χρόνια, πράγμα που αντιστοιχεί, όπως πιστεύεται, στις δύο επιθέσεις από τους Βαβυλωνίους (618-617 και 609-607 Π.Κ.Χ.), έπειτα από τις οποίες έμεινε ακατοίκητη πολύ καιρό.
Μέσα στις στάχτες της δεύτερης πυρκαγιάς βρέθηκαν 21 όστρακα (εγχάρακτα θραύσματα αγγείων) που, όπως πιστεύεται, περιέχουν επιστολές οι οποίες είχαν γραφτεί λίγο προτού ο Ναβουχοδονόσορ καταστρέψει την πόλη με την τελική του επίθεση. Αυτά τα κείμενα, γνωστά ως οι Επιστολές της Λαχείς, αποκαλύπτουν μια κρίσιμη και ταραχώδη περίοδο και φαίνεται ότι έχουν γραφτεί από κάποια εναπομείναντα προκεχωρημένα φυλάκια του στρατού του Ιούδα προς τον Γιαός, έναν στρατιωτικό διοικητή στη Λαχείς. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 325) Η επιστολή υπ’ αριθμόν IV περιέχει τη δήλωση: «Ας δώσει ο ΓΧΒΧ [δηλαδή ο Ιεχωβά] να ακούσει ο κύριός μου, έστω και τώρα, καλές ειδήσεις. . . . έχουμε το νου μας για να δούμε τα σήματα φωτιάς της Λαχείς, σύμφωνα με όλα τα σημάδια που δίνει ο κύριός μου, γιατί δεν βλέπουμε την Αζηκά». Αυτό το απόσπασμα αποδίδει πολύ εύστοχα την κατάσταση που περιγράφεται στο εδάφιο Ιερεμίας 34:7, το οποίο παρατίθεται πιο πάνω, και προφανώς δείχνει ότι η Αζηκά είχε ήδη πέσει ή τουλάχιστον δεν μπορούσε να στείλει τα αναμενόμενα σήματα φωτιάς ή καπνού.
Η επιστολή υπ’ αριθμόν III, γραμμένη από τον «Ωσαΐα», περιλαμβάνει τα ακόλουθα: «Ας δώσει ο ΓΧΒΧ [δηλαδή ο Ιεχωβά] να ακούσει ο κύριός μου ειδήσεις ειρήνης! . . . Και αναφέρθηκαν στον υπηρέτη σου τα εξής: “Ο διοικητής του στρατού, ο Χονίας ο γιος του Ελνάθαν, έχει κατεβεί για να πάει στην Αίγυπτο και στον Ωδαβία, το γιο του Αχιά, και έστειλε τους άντρες του να πάρουν [προμήθειες] από αυτόν”». Αυτό το θραύσμα θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Ιούδας στράφηκε στην Αίγυπτο για βοήθεια, ενέργεια που καταδίκασαν οι προφήτες. (Ιερ 46:25, 26· Ιεζ 17:15, 16) Τα ονόματα Ελνάθαν και Ωσαΐας, που εμφανίζονται στο πλήρες κείμενο αυτής της επιστολής, βρίσκονται επίσης στα εδάφια Ιερεμίας 36:12 και Ιερεμίας 42:1. Και άλλα ονόματα που αναφέρονται στις επιστολές εμφανίζονται στο βιβλίο του Ιερεμία: Γεμαρίας (36:10), Νηρίας (32:12) και Ιααζανίας (35:3). Το αν πρόκειται για τα ίδια άτομα ή όχι δεν είναι βέβαιο, αλλά η σύμπτωση αυτή καθαυτή είναι αξιοπρόσεκτη, δεδομένου ότι ο Ιερεμίας ήταν σύγχρονος εκείνης της περιόδου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η συχνή χρήση του Τετραγράμματου σε αυτές τις επιστολές, κάτι που φανερώνει ότι εκείνον τον καιρό οι Ιουδαίοι δεν απέφευγαν να χρησιμοποιούν το θεϊκό όνομα. Ενδιαφέρον εύρημα είναι και το αποτύπωμα μιας σφραγίδας σε πηλό το οποίο αναφέρεται στον «Γεδαλία, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον οίκο». Γεδαλίας λεγόταν ο κυβερνήτης τον οποίο ο Ναβουχοδονόσορ διόρισε υπεύθυνο για τον Ιούδα μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, και πολλοί θεωρούν ότι είναι πιθανό να αναφέρεται σε αυτόν το αποτύπωμα της σφραγίδας.—2Βα 25:22· παράβαλε Ησ 22:15· 36:3.
Η Μεγιδδώ ήταν μια οχυρωμένη πόλη σε στρατηγική θέση η οποία έλεγχε ένα σημαντικό πέρασμα προς την Κοιλάδα της Ιεζραέλ. Ανοικοδομήθηκε από τον Σολομώντα και αναφέρεται μαζί με τις πόλεις αποθήκευσης και τις πόλεις των αρμάτων τις οποίες διατηρούσε στη διάρκεια της βασιλείας του. (1Βα 9:15-19) Οι ανασκαφές που έγιναν σε αυτή την τοποθεσία (Τελλ ελ-Μουτεσέλιμ), ένα ύψωμα έκτασης 53 στρ., έφεραν στην επιφάνεια κτίσματα που μερικοί λόγιοι (αλλά όχι όλοι) πιστεύουν ότι ήταν στάβλοι χωρητικότητας περίπου 450 αλόγων. Αρχικά, αυτά τα κτίσματα συνδέθηκαν με την εποχή του Σολομώντα, αλλά αργότερα κάποιοι λόγιοι τα τοποθέτησαν χρονικά σε μεταγενέστερη περίοδο, ίσως στην εποχή του Αχαάβ.
Η Μωαβιτική Λίθος ήταν από τις πρώτες σημαντικές ανακαλύψεις που έγιναν στην περιοχή Α του Ιορδάνη. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 325) Βρέθηκε το 1868 στη Διμπάν, Β της Κοιλάδας του Αρνών, και παρουσιάζει την εκδοχή του ίδιου του Βασιλιά Μησά του Μωάβ για την ανταρσία του εναντίον του Ισραήλ. (Παράβαλε 2Βα 1:1· 3:4, 5.) Εν μέρει η επιγραφή λέει: «Εγώ (είμαι) ο Μησά, γιος του Χεμώς-[. . .], βασιλιάς του Μωάβ, ο Διβωνίτης . . . Όσο για τον Αμρί, το βασιλιά του Ισραήλ, αυτός ταπείνωσε τον Μωάβ πολλά χρόνια (κατά κυριολεξία, πολλές μέρες), διότι ο Χεμώς [ο θεός του Μωάβ] ήταν θυμωμένος με τη χώρα του. Και ο γιος του τον ακολούθησε και είπε και αυτός: “Θα ταπεινώσω τον Μωάβ”. Στον καιρό μου μίλησε (έτσι), αλλά εγώ θριάμβευσα εναντίον του και εναντίον του οίκου του, ενώ ο Ισραήλ έχει χαθεί για πάντα! . . . Και ο Χεμώς μού είπε: “Πήγαινε, πάρε τη Νεβώ από τον Ισραήλ!” Πήγα, λοιπόν, νύχτα και πολέμησα εναντίον της από τα χαράματα ως το μεσημέρι και την κατέλαβα και τους σκότωσα όλους . . . Και πήρα από εκεί τα [σκεύη] του Γιαχβέ και τα έσυρα ενώπιον του Χεμώς». (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 320) Έτσι λοιπόν, η λίθος, όχι μόνο αναφέρει το όνομα του Βασιλιά Αμρί του Ισραήλ, αλλά επίσης, στη 18η σειρά, περιέχει το όνομα του Θεού με τη μορφή του Τετραγράμματου.
Η Μωαβιτική Λίθος αναφέρει επίσης πολλές Βιβλικές τοποθεσίες: την Αταρώθ και τη Νεβώ (Αρ 32:34, 38), τον Αρνών, την Αροήρ, τη Μεδεβά και τη Διβών (Ιη 13:9), τη Βαμώθ-βάαλ, τη Βαιθ-βάαλ-μεών, την Ιασσά και την Κιριαθαΐμ (Ιη 13:17-19), τη Βοσόρ (Ιη 20:8), την Ορωναΐμ (Ησ 15:5), τη Βαιθ-διβλαθαΐμ και την Κεριώθ. (Ιερ 48:22, 24) Με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζει την ιστορικότητα όλων αυτών των τοποθεσιών.
Στη Ρας Σάμρα (αρχαία Ουγκαρίτ), στη βόρεια ακτή της Συρίας, απέναντι από την Κύπρο, ανακαλύφτηκαν στοιχεία σχετικά με ένα είδος λατρείας πολύ παρόμοιο με της Χαναάν, το οποίο περιλάμβανε τους δικούς της θεούς και θεές, ναούς, «ιερές» πόρνες, τελετουργίες, θυσίες και προσευχές. Βρέθηκε ένα δωμάτιο, ανάμεσα στο ναό του Βάαλ και σε έναν άλλον ναό αφιερωμένο στον Δαγών, που περιείχε μια βιβλιοθήκη με εκατοντάδες θρησκευτικά κείμενα τα οποία θεωρείται ότι χρονολογούνται από το 15ο και τις αρχές του 14ου αιώνα Π.Κ.Χ. Αυτά τα μυθολογικά ποιητικά κείμενα αποκαλύπτουν πολλά σχετικά με τον Ελ, τον Βάαλ και την Ασεράχ—θεότητες των Χαναναίων—και σχετικά με την εξαχρειωτική μορφή ειδωλολατρίας που ήταν συνυφασμένη με τη λατρεία τους. Ο Μέριλ Φ. Άνγκερ, στο βιβλίο του Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη ([Archaeology and the Old Testament] 1964, σ. 175), σχολιάζει: «Τα ουγκαριτικά έπη έχουν συμβάλει στο να αποκαλυφτεί το βάθος του εκφαυλισμού που χαρακτήριζε τη θρησκεία της Χαναάν. Συνιστώντας έναν πολυθεϊσμό της κατώτατης υποστάθμης, τα λατρευτικά ήθη της Χαναάν ήταν βάρβαρα και εντελώς έκλυτα». Βρέθηκαν επίσης ομοιώματα του Βάαλ και άλλων θεών. (Βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ [Χαναανιτικές Θεότητες].) Αυτά τα κείμενα ξεχωρίζουν επειδή είναι γραμμένα σε ένα είδος αλφαβητικής σφηνοειδούς γραφής που ήταν άγνωστη προηγουμένως (διαφέρει από την ακκαδική σφηνοειδή γραφή). Η γραφή αυτή ακολουθεί την ίδια σειρά με την εβραϊκή, αλλά προσθέτει και άλλα γράμματα, φτάνοντας συνολικά τα 30. Όπως και στην Ουρ, οι ανασκαφές έφεραν επίσης στην επιφάνεια ένα ατσάλινο πολεμικό τσεκούρι.
Η Σαμάρεια, η ισχυρά οχυρωμένη πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ, ήταν χτισμένη σε έναν λόφο που υψωνόταν περίπου 90 μ. πάνω από τον πυθμένα της κοιλάδας. Απόδειξη της ανθεκτικότητάς της σε μακρές πολιορκίες, όπως εκείνες που εξιστορούνται στα εδάφια 2 Βασιλέων 6:24-30, στην περίπτωση της Συρίας, και στο εδάφιο 2 Βασιλέων 17:5, στην περίπτωση του ισχυρού ασσυριακού στρατού, παρέχουν τα ερείπια των επιβλητικών διπλών τειχών, τα οποία σε μερικά σημεία σχημάτιζαν προμαχώνα πλάτους 10 μ. Η λιθοδομή των ερειπίων που βρέθηκαν στο χώρο και θεωρείται ότι ανάγονται στην εποχή των Βασιλιάδων Αμρί, Αχαάβ και Ιηού αποτελεί δείγμα εξαιρετικής τεχνικής. Το βάθρο πάνω στο οποίο φαίνεται ότι ήταν χτισμένο το ανάκτορο έχει διαστάσεις περίπου 90 μ. επί περίπου 180 μ. Στην περιοχή του ανακτόρου βρέθηκαν πολλά ελεφαντουργήματα, καθώς και ελεφάντινα πλακίδια και κομμάτια επένδυσης τα οποία μπορεί να σχετίζονται με την κατοικία από ελεφαντόδοντο που έχτισε ο Αχαάβ και μνημονεύεται στο εδάφιο 1 Βασιλέων 22:39. (Παράβαλε Αμ 6:4.) Στη βορειοδυτική γωνία της κορυφής βρέθηκε μια μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή, με μήκος περίπου 10 μ. και πλάτος γύρω στα 5 μ. Θα μπορούσε να είναι η «δεξαμενή της Σαμάρειας», στην οποία έπλυναν το άρμα του Αχαάβ για να το καθαρίσουν από το αίμα του.—1Βα 22:38.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν 63 θραύσματα αγγείων με επιγραφές γραμμένες με μελάνι (όστρακα), τα οποία θεωρείται ότι χρονολογούνται από τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ. Τα όστρακα αυτά αποτελούν αποδείξεις παραλαβής για τις αποστολές κρασιού και λαδιού στη Σαμάρεια από άλλες πόλεις και παρουσιάζουν ένα ισραηλιτικό σύστημα γραφής αριθμών με κάθετες, οριζόντιες και πλάγιες γραμμές. Μια τυπική απόδειξη αναφέρει τα ακόλουθα:
Το δέκατο έτος.
Προς τον Γκαντιγιάου [πιθανώς τον υπεύθυνο του θησαυροφυλακίου].
Από την Αζά [ίσως το χωριό ή την περιφέρεια που στέλνει το κρασί ή το λάδι].
Άβι-βάαλ 2
Άχαζ 2
Σεβά 1
Μεριβάαλ 1
Αυτές οι αποδείξεις αποκαλύπτουν επίσης ότι το όνομα Βάαλ χρησιμοποιούνταν συχνά ως συνθετικό των προσωπικών ονομάτων, εφόσον περίπου 7 ονόματα περιλαμβάνουν αυτό το όνομα για κάθε 11 που περιέχουν κάποια μορφή του ονόματος Ιεχωβά—πιθανή ένδειξη της διείσδυσης της λατρείας του Βάαλ όπως αυτή περιγράφεται στη Βιβλική αφήγηση.
Η Αγία Γραφή μιλάει για την πύρινη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων καθώς και για την ύπαρξη λάκκων με άσφαλτο σε εκείνη την περιοχή. (Γε 14:3, 10· 19:12-28) Πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι η στάθμη των νερών της Νεκράς Θαλάσσης μπορεί να ανέβηκε στο παρελθόν και να μετατόπισε σημαντικά το νότιο άκρο της θάλασσας, καλύπτοντας έτσι την πιθανή θέση εκείνων των δύο πόλεων. Οι έρευνες που έγιναν αποκάλυψαν ότι η περιοχή, στην οποία υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου και ασφάλτου, έχει καταστραφεί από φωτιά. Αναφορικά με αυτό το ζήτημα, το βιβλίο Φως από το Αρχαίο Παρελθόν ([Light From the Ancient Past] 1959, σ. 147), του Τζακ Φίνεγκαν, δηλώνει: «Μια προσεκτική διερεύνηση των γραπτών, γεωλογικών και αρχαιολογικών δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι διαβόητες “πόλεις της κοιλάδας” (Γένεση 19:29) βρίσκονταν στην περιοχή που τώρα είναι καταποντισμένη . . . και ότι ο αφανισμός τους προήλθε από έναν μεγάλο σεισμό, που συνοδευόταν, κατά πάσα πιθανότητα, από εκρήξεις, αστραπές, ανάφλεξη φυσικού αερίου και μεγάλης έκτασης πυρκαγιά».—Βλέπε επίσης ΣΟΔΟΜΑ.
Αρχαιολογία και Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Το ότι ο Ιησούς χρησιμοποίησε ένα δηνάριο το οποίο έφερε τη μορφή του Τιβέριου Καίσαρα (Μαρ 12:15-17) επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη ενός ασημένιου δηναρίου με τη μορφή του Τιβέριου, το οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία γύρω στο έτος 15 Κ.Χ. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 544) (Παράβαλε Λου 3:1, 2.) Επίσης, το γεγονός ότι ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο τότε Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας καταδεικνύεται από μια πέτρινη πλάκα που βρέθηκε στην Καισάρεια και φέρει τα λατινικά ονόματα Pontius Pilatus και Tiberieum.—Βλέπε ΠΙΛΑΤΟΣ· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 741.
Οι Πράξεις των Αποστόλων, οι οποίες περιέχουν σαφείς αποδείξεις ότι γράφτηκαν από τον Λουκά, περιλαμβάνουν πολλές αναφορές σε πόλεις και στις επαρχίες τους, καθώς και σε αξιωματούχους διαφόρων ειδών οι οποίοι φέρουν ποικίλους τίτλους και κατέχουν το αξίωμά τους σε κάποια συγκεκριμένη εποχή—πρόκειται για παρουσίαση η οποία ενέχει μεγάλη πιθανότητα λάθους από μέρους του συγγραφέα. (Υπόψη επίσης Λου 3:1, 2.) Ωστόσο τα αρχαιολογικά στοιχεία που έχουν έρθει στο φως καταδεικνύουν σε αξιοσημείωτο βαθμό την ακρίβεια του Λουκά. Για παράδειγμα, στα εδάφια Πράξεις 14:1-6, ο Λουκάς τοποθετεί τα Λύστρα και τη Δέρβη στην περιοχή της Λυκαονίας, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι το Ικόνιο βρισκόταν σε άλλη περιοχή. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς, περιλαμβανομένου του Κικέρωνα, αναφέρουν ότι το Ικόνιο βρισκόταν στη Λυκαονία. Ωστόσο, ένα μνημείο που ανακαλύφτηκε το 1910 δείχνει ότι το Ικόνιο θεωρούνταν πράγματι πόλη της Φρυγίας και όχι της Λυκαονίας.
Παρόμοια, μια επιγραφή που ανακαλύφτηκε στους Δελφούς επιβεβαιώνει ότι ο Γαλλίων ήταν ανθύπατος της Αχαΐας, πιθανόν το 51-52 Κ.Χ. (Πρ 18:12) Περίπου 19 επιγραφές που χρονολογούνται από το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ. μέχρι τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. επιβεβαιώνουν ότι ο Λουκάς ορθά χρησιμοποίησε τον τίτλο άρχοντες της πόλης (ενικός, πολιτάρχης) για τους αξιωματούχους της Θεσσαλονίκης (Πρ 17:6, 8), πέντε δε από αυτές τις επιγραφές αναφέρονται συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. (Βλέπε ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.) Ανάλογα, όταν λέει ότι ο Πόπλιος ήταν «ο πρώτος» της Μάλτας (Πρ 28:7), μεταχειρίζεται τον ακριβή τίτλο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, όπως φαίνεται από την εμφάνιση αυτού του τίτλου σε δύο μαλτέζικες επιγραφές, μία στη λατινική και μία στην ελληνική. Στην Έφεσο βρέθηκαν μαγικά κείμενα και ο ναός της Αρτέμιδος. (Πρ 19:19, 27) Οι ανασκαφές εκεί έφεραν επίσης στο φως ένα θέατρο χωρητικότητας περίπου 25.000 θεατών, αλλά και επιγραφές που έκαναν λόγο για «τους επιτρόπους των γιορτών και των αγώνων», όπως ήταν εκείνοι που μεσολάβησαν υπέρ του Παύλου, καθώς επίσης για το “γραμματέα”, όπως ήταν αυτός που ησύχασε τον όχλο σε εκείνη την περίπτωση.—Πρ 19:29-31, 35, 41.
Μερικά από αυτά τα ευρήματα υποκίνησαν τον Τσαρλς Γκορ να γράψει σχετικά με την ακρίβεια του Λουκά στο σύγγραμμα Νέο Σχολιολόγιο για την Αγία Γραφή (A New Commentary on Holy Scripture): «Θα πρέπει ασφαλώς να αναγνωρίσουμε ότι η σύγχρονη αρχαιολογία έχει σχεδόν αναγκάσει τους κριτικούς του Αγίου Λουκά να αποφανθούν ότι αυτός είναι αξιοσημείωτα ακριβής όποτε θίγει κοσμικά γεγονότα και συμβάντα».—Επιμέλεια Γκορ, Γκουτζ και Γκιγιόμ, 1929, σ. 210.
Η Σχετική Αξία της Αρχαιολογίας. Η αρχαιολογία έχει προμηθεύσει ωφέλιμες πληροφορίες, υποβοηθητικές για τον εντοπισμό (συχνά αναιρέσιμο) διαφόρων Βιβλικών τοποθεσιών, έχει φέρει στην επιφάνεια κείμενα χάρη στα οποία κατανοούμε καλύτερα τις πρωτότυπες γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν οι Γραφές και έχει ρίξει φως στις συνθήκες διαβίωσης και στις δραστηριότητες αρχαίων λαών και ηγεμόνων που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Εντούτοις, όσον αφορά το πόσο στενά συνδέεται η αρχαιολογία με την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία της Αγίας Γραφής, καθώς επίσης με την πίστη σε αυτήν, στις διδασκαλίες της και στην αποκάλυψη που παρέχει για το σκοπό και τις υποσχέσεις του Θεού, πρέπει να λεχθεί ότι αυτή δεν αποτελεί ουσιώδες συμπλήρωμα ούτε απαραίτητη επιβεβαίωση της αλήθειας του Λόγου του Θεού. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Πίστη είναι η βεβαιωμένη προσδοκία πραγμάτων για τα οποία ελπίζει κανείς, η φανερή απόδειξη πραγματικοτήτων, τις οποίες όμως δεν βλέπουμε. Μέσω πίστης αντιλαμβανόμαστε ότι τα συστήματα πραγμάτων μπήκαν σε τάξη με το λόγο του Θεού, ώστε αυτό που βλέπεται έχει προέλθει από πράγματα που δεν φαίνονται». (Εβρ 11:1, 3) «Περπατάμε μέσω πίστης, όχι μέσω όρασης».—2Κο 5:7.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Χριστιανική πίστη δεν βασίζεται καθόλου σε ορατά πράγματα ή ότι αφορά μόνο ό,τι δεν είναι χειροπιαστό. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι σε κάθε περίοδο και εποχή οι άνθρωποι μπορούν να βρουν άφθονες αποδείξεις γύρω τους, αλλά και μέσα τους και στις προσωπικές τους εμπειρίες, οι οποίες μπορούν να τους πείσουν ότι η Αγία Γραφή είναι η αληθινή πηγή της θεϊκής αποκάλυψης και ότι δεν περιέχει τίποτα που να συγκρούεται με τα αποδείξιμα γεγονότα. (Ρω 1:18-23) Αυτά που μαθαίνουμε για το παρελθόν από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις είναι ενδιαφέροντα και εκτιμώνται, αλλά δεν είναι ζωτικά. Μόνο αυτά που μαθαίνουμε για το παρελθόν από την Αγία Γραφή είναι ουσιώδη και απολύτως αξιόπιστα. Η Αγία Γραφή, με ή χωρίς την αρχαιολογία, δίνει αληθινό νόημα στο παρόν και φωτίζει το μέλλον. (Ψλ 119:105· 2Πε 1:19-21) Στην πραγματικότητα, η αδύναμη πίστη είναι εκείνη που για να στηριχτεί έχει ανάγκη το δεκανίκι το οποίο προσφέρουν οι διαλυμένοι πλίθοι, τα σπασμένα αγγεία και τα ερειπωμένα τείχη.
Η αβεβαιότητα των συμπερασμάτων. Μολονότι οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν δώσει κατά καιρούς την κατάλληλη απάντηση σε όσους επικρίνουν τις αφηγήσεις της Αγίας Γραφής ή αμφισβητούν την ιστορικότητα ορισμένων γεγονότων, και μολονότι αυτού του είδους τα ευρήματα έχουν συμβάλει στο να απελευθερωθούν οι διάνοιες όσων ειλικρινών ανθρώπων έχουν εντυπωσιαστεί υπερβολικά από τα επιχειρήματα αυτών των επικριτών, εντούτοις η αρχαιολογία δεν έχει κάνει τους κριτικούς της Αγίας Γραφής να σωπάσουν ούτε αποτελεί ακλόνητο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να βασίζει κάποιος την πίστη του στο Γραφικό υπόμνημα. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις περισσότερες ανασκαφές εξαρτώνται κυρίως από τον παραγωγικό και τον επαγωγικό συλλογισμό των ερευνητών οι οποίοι συγκεντρώνουν στοιχεία για την εκδοχή που υποστηρίζουν, ενεργώντας περίπου σαν τους αστυνομικούς που ερευνούν μια υπόθεση. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, μολονότι οι αστυνομικοί μπορεί να ανακαλύψουν και να συγκεντρώσουν εντυπωσιακή πληθώρα έμμεσων και απτών αποδείξεων, οποιαδήποτε υπόθεση βασίζεται αποκλειστικά σε τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να υπάρχουν καταθέσεις από αξιόπιστους, άμεσα εμπλεκόμενους μάρτυρες, θα μπορούσε, αν έφτανε στο δικαστήριο, να ανατραπεί εύκολα. Αποφάσεις που έχουν βασιστεί μόνο σε τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία έχουν καταλήξει σε κατάφωρα σφάλματα και αδικίες. Πόσο περισσότερο, λοιπόν, πρέπει να ισχύει αυτό όταν παρεμβάλλονται 2.000 ή 3.000 χρόνια μεταξύ των ερευνητών και της εποχής που έλαβε χώρα το γεγονός.
Ένας ανάλογος παραλληλισμός γίνεται από τον αρχαιολόγο Ρ. Τζ. Κ. Άτκινσον, ο οποίος λέει: «Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο δύσκολο θα ήταν το έργο των μελλοντικών αρχαιολόγων αν έπρεπε να ανακατασκευάσουν το τελετουργικό, το δόγμα και τις δοξασίες των Χριστιανικών Εκκλησιών αποκλειστικά και μόνο από τα ερείπια των εκκλησιαστικών κτιρίων, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κειμένου ή κάποιας επιγραφής. Συμβαίνει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: η αρχαιολογία, η μόνη μέθοδος με την οποία μπορεί κανείς να ερευνήσει το παρελθόν του ανθρώπου ελλείψει γραπτών μαρτυριών, καθίσταται όλο και λιγότερο αποτελεσματικό μέσο έρευνας όσο περισσότερο πλησιάζει εκείνες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής οι οποίες είναι κατ’ εξοχήν ανθρώπινες».—Στόουνχεντζ (Stonehenge), Λονδίνο, 1956, σ. 167.
Εκτός από το ότι, όπως είναι αυτονόητο, δεν μπορούν να αναπλάσουν το αρχαίο παρελθόν παρά μόνο κατά προσέγγιση, υπάρχει και το εξής στοιχείο το οποίο περιπλέκει περαιτέρω το ζήτημα: οι αρχαιολόγοι, παρά την προσπάθεια που καταβάλλουν να είναι τελείως αντικειμενικοί όταν αξιολογούν τα στοιχεία που φέρνουν στο φως, υπόκεινται και αυτοί, όπως και οι άλλοι επιστήμονες, σε ανθρώπινα ελαττώματα και προσωπικές προτιμήσεις και φιλοδοξίες, τα οποία είναι δυνατόν να δημιουργήσουν έναν εσφαλμένο συλλογισμό. Τονίζοντας αυτό το πρόβλημα, ο καθηγητής Γ. Φ. Όλμπραϊτ σχολιάζει: «Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση καινούριων ανακαλύψεων και πρωτοποριακών απόψεων σε βάρος παλαιότερων εργασιών που έχουν πιο γερές βάσεις ενέχει κινδύνους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε τομείς όπως η Βιβλική αρχαιολογία και γεωγραφία, όπου για να φτάσει κανείς στο σημείο να γνωρίζει καλά πώς να χρησιμοποιεί τα εργαλεία και τις μεθόδους έρευνας πρέπει να κοπιάσει τόσο πολύ ώστε υπάρχει πάντα ο πειρασμός να αγνοήσει τις έγκυρες μεθόδους και να αντικαταστήσει την πιο αργή και συστηματική εργασία με έξυπνους συνδυασμούς και ευφυείς εικασίες».—Ιστορικός Άτλας της Αγίας Γραφής, του Γουεστμίνστερ (The Westminster Historical Atlas to the Bible), επιμέλεια Τζ. Έ. Ράιτ, 1956, σ. 9.
Διαφορές στη χρονολόγηση. Είναι σημαντικό να το έχουμε υπόψη αυτό όταν εξετάζουμε τις χρονολογίες που προτείνουν οι αρχαιολόγοι όσον αφορά τα ευρήματά τους. Δείχνοντάς το αυτό παραστατικά, ο Μέριλ Φ. Άνγκερ λέει: «Παραδείγματος χάρη, ο Γκάρστανγκ τοποθετεί την πτώση της Ιεριχώς περ. 1400 π.Χ. . . .· ο Όλμπραϊτ συμφωνεί με τη χρονολογία περ. 1290 π.Χ. . . .· ο Ούγος Βενσάν, ο φημισμένος αρχαιολόγος της Παλαιστίνης, υποστηρίζει τη χρονολογία 1250 π.Χ. . . .· ενώ ο Χ. Χ. Ρόουλι θεωρεί ότι ο Φαραώ της Καταδυνάστευσης ήταν ο Ραμσής Β΄ και ότι η Έξοδος έλαβε χώρα στις ημέρες του διαδόχου του, του Μαρνιπτά [Μερνεπτά], γύρω στο 1225 π.Χ.». (Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη, σ. 164, υποσ. 15) Μολονότι ο καθηγητής Όλμπραϊτ επιχειρηματολογεί υπέρ της αξιοπιστίας της σύγχρονης αρχαιολογικής διαδικασίας και ανάλυσης, αναγνωρίζει ότι «είναι ακόμη πολύ δύσκολο για τον μη ειδικό να βρει το δρόμο του ανάμεσα στις αντικρουόμενες χρονολογίες και στα αντιφατικά συμπεράσματα των αρχαιολόγων».—Η Αρχαιολογία της Παλαιστίνης, σ. 253.
Είναι αλήθεια ότι για τη χρονολόγηση των τεχνουργημάτων που ανακαλύπτονται έχει χρησιμοποιηθεί ο ραδιενεργός άνθρακας, καθώς και άλλες σύγχρονες μέθοδοι. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή η μέθοδος δεν είναι απολύτως ακριβής πιστοποιείται από την ακόλουθη δήλωση του Τζ. Έρνεστ Ράιτ στο περιοδικό Ο Βιβλικός Αρχαιολόγος (1955, σ. 46): «Πρέπει να σημειωθεί ότι η νέα μέθοδος χρονολόγησης των αρχαίων ερειπίων με Άνθρακα 14 δεν έχει αποδειχτεί τόσο αλάθητη όσο έλπιζαν κάποιοι. . . . Ορισμένες μετρήσεις παρήγαγαν εμφανώς εσφαλμένα αποτελέσματα, πιθανόν για διάφορους λόγους. Προς το παρόν, μπορεί κάποιος να βασίζεται στα αποτελέσματα χωρίς να αμφιβάλλει μόνο όταν έχουν γίνει πολλές μετρήσεις οι οποίες δίνουν ουσιαστικά πανομοιότυπα αποτελέσματα και όταν η χρονολογία φαίνεται ότι είναι σωστή και από άλλες μεθόδους υπολογισμού [τα πλάγια γράμματα δικά μας]». Πιο πρόσφατα, Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (Μακροπαιδεία) ([The New Encyclopædia Britannica (Macropædia)] 1976, Τόμ. 5, σ. 508) δήλωσε: «Όποια και αν είναι η αιτία, . . . είναι σαφές ότι οι χρονολογίες του άνθρακα 14 δεν είναι τόσο ακριβείς όσο θα ήθελαν οι παραδοσιακοί ιστορικοί».—Βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Χρονολόγηση με Βάση την Αρχαιολογία).
Η σχετική αξία των επιγραφών. Χιλιάδες επί χιλιάδων αρχαίες επιγραφές ανακαλύπτονται και ερμηνεύονται. Ο Όλμπραϊτ δηλώνει: «Τα κείμενα αποτελούν μακράν το σημαντικότερο μεμονωμένο υλικό που έχουν ανακαλύψει οι αρχαιολόγοι. Γι’ αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκτήσουμε σαφή ιδέα για το χαρακτήρα τους και για την ικανότητα που έχουμε εμείς να τα ερμηνεύουμε». (Ιστορικός Άτλας της Αγίας Γραφής, του Γουεστμίνστερ, σ. 11) Οι επιγραφές μπορεί να είναι γραμμένες σε θραύσματα αγγείων, πήλινες πινακίδες και παπύρους ή χαραγμένες σε γρανίτη. Σε όποιο υλικό και αν είναι γραμμένες, οι πληροφορίες που μεταδίδουν πρέπει και πάλι να σταθμίζονται και να εξετάζονται ως προς την αξιοπιστία και την αξία τους. Και στην πέτρα, όπως και στο χαρτί, μπορούν να καταγραφούν—και συχνά έχουν καταγραφεί—λάθη ή απροκάλυπτα ψεύδη.—Βλέπε ΣΑΡΓΩΝ· ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Βιβλική Χρονολόγηση και μη Βιβλική Ιστορία).
Για παράδειγμα, το Βιβλικό υπόμνημα δηλώνει ότι ο Βασιλιάς Σενναχειρείμ της Ασσυρίας θανατώθηκε από δύο γιους του, τον Αδραμμέλεχ και τον Σαρασάρ, ενώ στο θρόνο τον διαδέχθηκε ένας άλλος γιος, ο Εσάρ-αδδών. (2Βα 19:36, 37) Ωστόσο, ένα βαβυλωνιακό χρονικό δήλωνε ότι, στις 20 Τεβέθ, ο Σενναχειρείμ θανατώθηκε από το γιο του σε κάποιον στασιασμό. Τόσο ο Βηρωσσός, ένας Βαβυλώνιος ιερέας του τρίτου αιώνα Π.Κ.Χ., όσο και ο Ναβονίδης, ένας Βαβυλώνιος βασιλιάς του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., κατέγραψαν την ίδια αφήγηση, που στην ουσία έλεγε ότι ο Σενναχειρείμ δολοφονήθηκε από έναν μόνο γιο του. Ωστόσο, σε ένα θραύσμα του Πρίσματος του Εσάρ-αδδών το οποίο ανακαλύφτηκε πιο πρόσφατα, ο γιος που διαδέχθηκε τον Σενναχειρείμ, ο Εσάρ-αδδών, λέει ξεκάθαρα ότι οι αδελφοί του (πληθυντικός) στασίασαν και σκότωσαν τον πατέρα τους και κατόπιν τράπηκαν σε φυγή. Σχολιάζοντας τα παραπάνω, στο σύγγραμμα Εισαγωγή στην Ιουδαϊκή Ιστορία ([Einführung in die jüdische Geschichte] 1973, σ. 33), ο Φίλιπ Μπίμπερφελντ λέει: «Το Βαβυλωνιακό Χρονικό, ο Ναβονίδης και ο Βηρωσσός έκαναν λάθος. . . . Μόνο η Βιβλική αφήγηση αποδείχτηκε σωστή. Επιβεβαιώθηκε και στην παραμικρή λεπτομέρεια . . . από την επιγραφή του Εσάρ-αδδών και αποδείχτηκε πιο ακριβής όσον αφορά αυτό το γεγονός της βαβυλωνιακής και ασσυριακής ιστορίας από τις ίδιες τις βαβυλωνιακές πηγές. Αυτό είναι ένα γεγονός μέγιστης σπουδαιότητας για την αξιολόγηση ακόμη και σύγχρονων πηγών που δεν συμφωνούν με τη Βιβλική παράδοση».
Προβλήματα στην αποκρυπτογράφηση και στη μετάφραση. Ο Χριστιανός πρέπει επίσης να δείχνει τη δέουσα προσοχή προτού δεχτεί αναντίρρητα την ερμηνεία των πολλών επιγραφών που έχουν βρεθεί στις διάφορες αρχαίες γλώσσες. Σε μερικές περιπτώσεις—όπως συνέβη με τη Στήλη της Ροζέτης και την Επιγραφή της Μπεχιστούν—οι ερμηνευτές των γλωσσών έχουν κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό μια άλλοτε άγνωστη γλώσσα παραβάλλοντας ένα κείμενο γραμμένο σε αυτήν με το παράλληλό του σε κάποια γνωστή γλώσσα. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι τέτοιου είδους βοηθήματα επιλύουν όλα τα προβλήματα ή επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση μιας γλώσσας, με όλες τις νοηματικές αποχρώσεις και τους ιδιωματισμούς της. Ακόμη και για τις βασικές γλώσσες της Αγίας Γραφής—την εβραϊκή, την αραμαϊκή και την ελληνική—η κατανόησή μας έχει προοδεύσει πολύ στα πρόσφατα χρόνια, και αυτές οι γλώσσες αποτελούν ακόμη αντικείμενο μελέτης. Όσο για τον εμπνευσμένο Λόγο του Θεού, μπορούμε δικαιολογημένα να αναμένουμε ότι Εκείνος που ενέπνευσε τη συγγραφή της Αγίας Γραφής θα μας έδινε τη δυνατότητα να καταλάβουμε ορθά το άγγελμά της μέσω των διαθέσιμων μεταφράσεων στις σύγχρονες γλώσσες. Αυτό δεν ισχύει, όμως, για τα μη θεόπνευστα συγγράμματα των ειδωλολατρικών εθνών.
Καταδεικνύοντας την ανάγκη για προσοχή και κάνοντας ξανά φανερό ότι η αντικειμενική προσέγγιση στα προβλήματα που ενυπάρχουν στην αποκρυπτογράφηση των αρχαίων επιγραφών δεν είναι συνήθως τόσο προφανής όσο μπορεί να νομίζει κάποιος, το βιβλίο Το Μυστικό των Χετταίων ([The Secret of the Hittites] 1956, σ. 106-109), του Κ. Β. Κέραμ, αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με κάποιον επιφανή ασσυριολόγο ο οποίος εργάστηκε στην αποκωδικοποίηση της «χετταϊκής» γλώσσας: «Το έργο του είναι πραγματικό φαινόμενο—ένα λαμπρό μείγμα από μνημειώδεις γκάφες και οξυδερκείς παρατηρήσεις . . . Μερικές πλάνες του υποστηρίζονταν από τόσο πειστικά επιχειρήματα ώστε χρειάστηκαν δεκαετίες μελέτης για να ανασκευαστούν. Ο ευρηματικός συλλογισμός του στηριζόταν σε τέτοιον πλούτο φιλολογικών γνώσεων ώστε δεν ήταν εύκολη υπόθεση να ξεχωρίσει κανείς το άχυρο από το σιτάρι». Κατόπιν ο συγγραφέας περιγράφει πώς ο λόγιος αυτός αρνούνταν πεισματικά οποιαδήποτε τροποποίηση των ευρημάτων του. Τελικά, έπειτα από πολλά χρόνια, δέχτηκε να κάνει κάποιες αλλαγές—μόνο και μόνο για να αλλάξει εκείνες ακριβώς τις αποδόσεις οι οποίες εκ των υστέρων αποδείχτηκαν σωστές! Αφηγούμενος τη βίαιη και κατάφορτη από προσωπικές αντεγκλήσεις λογομαχία που είχε αυτός ο λόγιος με έναν άλλον ερμηνευτή της ιερογλυφικής «χετταϊκής», ο συγγραφέας δηλώνει: «Και όμως, αυτός ακριβώς ο φανατισμός που προκαλεί τέτοιες φιλονικίες είναι απαραίτητη κινητήρια δύναμη για να κάνουν οι λόγιοι ανακαλύψεις». Επομένως, μολονότι ο χρόνος και οι μελέτες έχουν εξαλείψει πολλά σφάλματα γύρω από την κατανόηση των αρχαίων επιγραφών, θα κάνουμε καλά να έχουμε κατά νου ότι στο μέλλον η έρευνα μπορεί ίσως να επιφέρει επιπρόσθετες διορθώσεις.
Αυτά τα γεγονότα τονίζουν πόσο υπερέχει η Αγία Γραφή ως πηγή αξιόπιστης γνώσης, αληθινών πληροφοριών και ασφαλούς κατεύθυνσης. Ως σύνολο κειμένων, η Αγία Γραφή μάς δίνει την πλέον σαφή εικόνα για το παρελθόν του ανθρώπου, και έχει φτάσει ως εμάς, όχι μέσω ανασκαφών, αλλά μέσω της διατήρησής της από Εκείνον που ενέπνευσε τη συγγραφή της, τον Ιεχωβά Θεό. Είναι “ζωντανή και ασκεί δύναμη” (Εβρ 4:12) και είναι “ο λόγος του ζωντανού και διαμένοντος Θεού”. «Κάθε σάρκα είναι σαν χορτάρι, και όλη η δόξα της είναι σαν άνθος χορταριού· το χορτάρι ξεραίνεται και το άνθος πέφτει, αλλά τα λόγια του Ιεχωβά διαμένουν για πάντα».—1Πε 1:23-25.
[Εικόνα στη σελίδα 319]
Στήλη στην οποία ο Μερνεπτά, γιος του Ραμσή Β΄, κομπάζει χαιρέκακα για τη νίκη του επί του Ισραήλ. Πρόκειται για τη μόνη γνωστή μνεία του Ισραήλ σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα