ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Η λέξη «συμφιλιώνω» σημαίνει «επαναφέρω την αρμονία» ή «αποκαθιστώ τη φιλία». Επίσης σημαίνει «διευθετώ» ή «συμβιβάζω», όπως στην περίπτωση της συμφιλίωσης διαφορών. Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, οι λέξεις που συνδέονται με τη συμφιλίωση εμπεριέχουν το ρήμα ἀλλάσσω, το οποίο σημαίνει βασικά ό,τι και σήμερα, δηλαδή «αλλάζω, μεταβάλλω».—Πρ 6:14· Γα 4:20, Κείμενο.
Έτσι λοιπόν, το σύνθετο ρήμα καταλλάσσω, του οποίου η βασική έννοια είναι «ανταλλάσσω», κατέληξε να σημαίνει «συμφιλιώνω». (Ρω 5:10) Ο Παύλος χρησιμοποίησε αυτό το ρήμα μιλώντας για τη “συμφιλίωση” μιας γυναίκας με το σύζυγό της, σε περίπτωση που τον είχε χωρίσει. (1Κο 7:11) Το συγγενικό ρήμα διαλλάσσομαι εμφανίζεται στο εδάφιο Ματθαίος 5:24, στα πλαίσια των οδηγιών που έδωσε ο Ιησούς σχετικά με το ότι κάποιος πρέπει πρώτα να “κάνει ειρήνη” με τον αδελφό του προτού φέρει μια προσφορά στο θυσιαστήριο.
Συμφιλίωση με τον Θεό. Στην επιστολή προς τους Ρωμαίους και σε αρκετές άλλες επιστολές, ο Παύλος χρησιμοποιεί τα ρήματα καταλλάσσω και ἀποκαταλλάσσω (έναν επιτατικό τύπο) αναφερόμενος στη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό μέσω της θυσίας του Χριστού Ιησού.
Η συμφιλίωση με τον Θεό είναι απαραίτητη επειδή έχει προκύψει αποξένωση, χωρισμός, δυσαρμονία και έλλειψη φιλικών σχέσεων—μάλιστα ακόμη περισσότερο, κατάσταση εχθρότητας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αμαρτίας του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, και της επακόλουθης αμαρτωλότητας και ατέλειας που κληρονόμησαν όλοι οι απόγονοί του. (Ρω 5:12· παράβαλε Ησ 43:27.) Γι’ αυτό, ο απόστολος δικαιολογημένα είπε ότι «το φρόνημα της σάρκας σημαίνει έχθρα με τον Θεό, γιατί δεν υποτάσσεται στο νόμο του Θεού, μάλιστα ούτε και μπορεί [λόγω της κληρονομημένης ατελούς, αμαρτωλής φύσης του]. Εκείνοι, λοιπόν, που είναι σε αρμονία με τη σάρκα δεν μπορούν να ευαρεστήσουν τον Θεό». (Ρω 8:7, 8) Η εχθρότητα υπάρχει επειδή οι τέλειοι κανόνες του Θεού δεν του επιτρέπουν να επιδοκιμάζει ή να παραβλέπει την αδικοπραγία. (Ψλ 5:4· 89:14) Σχετικά με τον Γιο του, ο οποίος αντανακλούσε τις τέλειες ιδιότητες του Πατέρα του, είναι γραμμένα τα εξής: «Αγάπησες τη δικαιοσύνη και μίσησες την ανομία». (Εβρ 1:9) Επομένως, μολονότι «ο Θεός είναι αγάπη» και μολονότι «ο Θεός αγάπησε τον κόσμο [της ανθρωπότητας] τόσο πολύ, ώστε έδωσε τον μονογενή του Γιο» για χάρη του κόσμου, εξακολουθεί να υφίσταται το γεγονός ότι η ανθρωπότητα ως σύνολο βρίσκεται σε κατάσταση εχθρότητας προς τον Θεό και ότι η αγάπη του Θεού για τον κόσμο της ανθρωπότητας ήταν αγάπη για εχθρούς, αγάπη που διέπεται από αρχές και όχι στοργή ή φιλία.—1Ιω 4:16· Ιωα 3:16· παράβαλε Ιακ 4:4.
Εφόσον ο κανόνας του Θεού είναι κανόνας τέλειας δικαιοσύνης, ο Θεός δεν μπορεί να εγκρίνει ή να επιδοκιμάζει την αμαρτία, η οποία αποτελεί παραβίαση του ρητού θελήματός του. Είναι μεν «φιλεύσπλαχνος και ελεήμων», καθώς επίσης «πλούσιος σε έλεος» (Ψλ 145:8, 9· Εφ 2:4), αλλά δεν αγνοεί τη δικαιοσύνη προκειμένου να εκδηλώσει έλεος. Όπως παρατηρεί σωστά η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ (1894, Τόμ. 8, σ. 958), η σχέση μεταξύ του Θεού και του αμαρτωλού ανθρώπου είναι επομένως «νομική, όπως η σχέση ενός κυρίαρχου άρχοντα, υπό τη δικαστική του ιδιότητα, και ενός εγκληματία που έχει παραβιάσει τους νόμους του και έχει εξεγερθεί κατά της εξουσίας του, και ο οποίος κατά συνέπεια αντιμετωπίζεται ως εχθρός». Σε αυτή την κατάσταση οδηγήθηκε η ανθρωπότητα επειδή κληρονόμησε την αμαρτία από τον πρώτο πατέρα της, τον Αδάμ.
Η βάση για συμφιλίωση. Μόνο με βάση τη λυτρωτική θυσία του Χριστού Ιησού και μέσω αυτής είναι δυνατή η πλήρης συμφιλίωση με τον Θεό. Αυτός είναι «η οδός», και κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω αυτού. (Ιωα 14:6) Ο θάνατός του αποτέλεσε «εξιλαστήρια θυσία [ἱλασμόν, Κείμενο] για τις αμαρτίες μας». (1Ιω 2:2· 4:10) Η λέξη ἱλασμός σημαίνει «μέσο κατευνασμού», «εξιλέωση». Σαφώς, η θυσία του Ιησού Χριστού δεν αποτελούσε «μέσο κατευνασμού» με την έννοια ότι απάλυνε τα πληγωμένα αισθήματα του Θεού, εξευμενίζοντάς τον, διότι ο θάνατος του αγαπημένου του Γιου οπωσδήποτε δεν θα έφερνε τέτοια αποτελέσματα. Τουναντίον, αυτή η θυσία κατεύνασε, δηλαδή ικανοποίησε, τις απαιτήσεις της τέλειας δικαιοσύνης του Θεού παρέχοντας τη δίκαιη βάση για τη συγχώρηση των αμαρτιών, ώστε ο Θεός «να είναι δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο [τον κληρονομικά αμαρτωλό άνθρωπο] που έχει πίστη στον Ιησού». (Ρω 3:24-26) Παρέχοντας το μέσο για την αποκάθαρση των αμαρτιών και των άνομων πράξεων του ανθρώπου (δηλαδή την πλήρη εξιλέωση για αυτές), η θυσία του Χριστού έκανε εξιλασμό δημιουργώντας ευνοϊκό κλίμα προκειμένου να επιδιώξει ο άνθρωπος την αποκατάσταση των καλών σχέσεων με τον Κυρίαρχο Θεό και να την επιτύχει.—Εφ 1:7· Εβρ 2:17· βλέπε ΛΥΤΡΟ.
Έτσι λοιπόν, μέσω του Χριστού, ο Θεός κατέστησε δυνατό το να «συμφιλιώσει πάλι με τον εαυτό του όλα τα άλλα πράγματα κάνοντας ειρήνη μέσω του αίματος που αυτός [ο Ιησούς] έχυσε πάνω στο ξύλο του βασανισμού», έτσι ώστε άνθρωποι που ήταν κάποτε «αποξενωμένοι και εχθροί» επειδή είχαν το νου τους σε πονηρά έργα να μπορούν τώρα να “συμφιλιωθούν μέσω του σάρκινου σώματος εκείνου διαμέσου του θανάτου του, για να τους παρουσιάσει άγιους και άψογους και απρόσβλητους από κατηγορίες ενώπιόν του”. (Κολ 1:19-22) Ο Ιεχωβά Θεός μπορούσε τώρα να “ανακηρύξει δίκαιους” αυτούς που επέλεξε να γίνουν πνευματικοί γιοι του. Αυτοί δεν θα υπόκειντο σε καμιά κατηγορία, εφόσον ήταν πλέον πλήρως συμφιλιωμένοι με τον Θεό και απολάμβαναν ειρήνη μαζί του.—Παράβαλε Πρ 13:38, 39· Ρω 5:9, 10· 8:33.
Τι μπορούμε, λοιπόν, να πούμε για τους ανθρώπους που υπηρέτησαν τον Θεό σε εποχές προγενέστερες του θανάτου του Χριστού; Μεταξύ αυτών είναι ο Άβελ, σχετικά με τον οποίο «δόθηκε μαρτυρία . . . ότι ήταν δίκαιος, καθώς ο Θεός μαρτυρούσε σχετικά με τα δώρα του», ο Ενώχ, που «είχε τη μαρτυρία ότι είχε ευαρεστήσει τον Θεό», ο Αβραάμ, που «αποκλήθηκε “φίλος του Ιεχωβά”», ο Μωυσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Σαμουήλ, ο Δαβίδ, ο Δανιήλ, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής και οι μαθητές του Χριστού (στους οποίους ο Ιησούς είπε πριν από το θάνατό του: «Ο ίδιος ο Πατέρας νιώθει στοργή για εσάς»). (Εβρ 11:4, 5· Ιακ 2:23· Δα 9:23· Ιωα 16:27) Ο Ιεχωβά πολιτεύτηκε με όλους αυτούς και τους ευλόγησε. Πώς, λοιπόν, χρειάζονταν αυτοί τη συμφιλίωση μέσω του θανάτου του Χριστού;
Προφανώς, αυτά τα άτομα απολάμβαναν κάποιον βαθμό συμφιλίωσης με τον Θεό. Παρ’ όλα αυτά, όπως και όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα, εξακολουθούσαν να είναι αμαρτωλοί λόγω κληρονομικότητας, κάτι που αναγνώριζαν και οι ίδιοι με τις θυσίες ζώων τις οποίες πρόσφεραν. (Ρω 3:9, 22, 23· Εβρ 10:1, 2) Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι άνθρωποι αμαρτάνουν πιο απροκάλυπτα ή πιο χονδροειδώς από άλλους, σε σημείο μάλιστα που γίνονται κατάφωρα στασιαστικοί. Εντούτοις, η αμαρτία είναι αμαρτία, σε όποιον βαθμό ή κλίμακα και αν διαπράττεται. Εφόσον όλοι είναι αμαρτωλοί, όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που κατάγονται από τον Αδάμ χρειάζονται τη συμφιλίωση με τον Θεό την οποία κατέστησε δυνατή η θυσία του Γιου του.
Η σχετική φιλία του Θεού με ανθρώπους όπως οι προαναφερόμενοι βασιζόταν στην πίστη που εκδήλωναν εκείνοι, πίστη που περιλάμβανε την πεποίθηση ότι ο Θεός επρόκειτο, στο δικό του ορισμένο καιρό, να παράσχει το μέσο που θα τους απάλλασσε πλήρως από την αμαρτωλή τους κατάσταση. (Παράβαλε Εβρ 11:1, 2, 39, 40· Ιωα 1:29· 8:56· Πρ 2:29-31.) Άρα, η μέχρις ενός βαθμού συμφιλίωση που απολάμβαναν ήταν συνυφασμένη με το λύτρο που θα προμήθευε ο Θεός στο μέλλον. Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ, η πίστη τους «υπολογίστηκε», «λογαριάστηκε» ή πιστώθηκε από τον Θεό ως δικαιοσύνη, και με αυτή τη βάση ο Ιεχωβά, όντας απόλυτα βέβαιος ότι ο ίδιος επρόκειτο να προμηθεύσει ένα λύτρο, μπορούσε να έχει προσωρινά φιλικές σχέσεις μαζί τους χωρίς να παραβιάσει τους δικούς του κανόνες τέλειας δικαιοσύνης. (Ρω 4:3, 9, 10, ΜΝΚ και ΦΙΛ· επίσης παράβαλε 3:25, 26· 4:17.) Παρ’ όλα αυτά, οι ορθές απαιτήσεις της δικαιοσύνης του έπρεπε τελικά να ικανοποιηθούν, έτσι ώστε η «πίστωση» να καλυφτεί από την πραγματική καταβολή του απαιτούμενου λυτρωτικού αντίτιμου. Όλα αυτά τονίζουν τη σπουδαιότητα της θέσης που κατέχει ο Χριστός στη διευθέτηση του Θεού και καταδεικνύουν ότι, χωρίς τον Χριστό Ιησού, οι άνθρωποι δεν έχουν δικαιοσύνη που να τους εξασφαλίζει καλή υπόσταση ενώπιον του Θεού.—Παράβαλε Ησ 64:6· Ρω 7:18, 21-25· 1Κο 1:30, 31· 1Ιω 1:8-10.
Τα αναγκαία βήματα για την επίτευξη συμφιλίωσης. Εφόσον ο Θεός είναι η αδικημένη πλευρά, δεδομένου ότι ο νόμος του παραβιάστηκε και εξακολουθεί να παραβιάζεται, ο άνθρωπος είναι αυτός που πρέπει να συμφιλιωθεί με τον Θεό, και όχι ο Θεός με τον άνθρωπο. (Ψλ 51:1-4) Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον Θεό επί ίσοις όροις, ούτε μπορεί να αλλάξει, να διορθωθεί ή να τροποποιηθεί η θέση του Θεού ως προς το τι είναι ορθό. (Ησ 55:6-11· Μαλ 3:6· παράβαλε Ιακ 1:17.) Συνεπώς, οι όροι που θέτει Εκείνος για τη συμφιλίωση δεν επιδέχονται διαπραγματεύσεις, αμφισβητήσεις ή συμβιβασμούς. (Παράβαλε Ιωβ 40:1, 2, 6-8· Ησ 40:13, 14.) Ενώ πολλές μεταφράσεις αποδίδουν το εδάφιο Ησαΐας 1:18 ως: «Ελάτε, τώρα, να συζητήσουμε λογικά μαζί, λέει ο ΚΥΡΙΟΣ» (KJ· AT· JP· RS), μια πιο σωστή και συνεπής μετάφραση είναι: «“Ελάτε, τώρα, να τακτοποιήσουμε τα ζητήματα [«να λύσουμε τη διαφορά», Ro] ανάμεσά μας”, λέει ο Ιεχωβά». Το σφάλμα που επιφέρει τη δυσαρμονία βαραίνει αποκλειστικά τον άνθρωπο, όχι τον Θεό.—Παράβαλε Ιεζ 18:25, 29-32.
Αυτό δεν εμποδίζει τον Θεό να παίρνει με έλεος την πρωτοβουλία για τη διάνοιξη του δρόμου της συμφιλίωσης. Το έκανε αυτό μέσω του Γιου του. Ο απόστολος Παύλος γράφει: «Διότι πράγματι ο Χριστός, ενώ εμείς ήμασταν ακόμη αδύναμοι, πέθανε για ασεβείς ανθρώπους στον προσδιορισμένο καιρό. Διότι μετά δυσκολίας θα πεθάνει κανείς για έναν δίκαιο· για τον αγαθό ίσως και να τολμάει κανείς να πεθάνει. Αλλά ο Θεός συστήνει τη δική του αγάπη σε εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για εμάς. Πολύ περισσότερο, λοιπόν, αφού έχουμε ανακηρυχτεί δίκαιοι τώρα με το αίμα του, θα σωθούμε μέσω εκείνου από την οργή. Διότι αν, όταν ήμασταν εχθροί, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του θανάτου του Γιου του, πολύ περισσότερο, τώρα που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω της ζωής του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αγαλλόμαστε επίσης σε σχέση με τον Θεό μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου έχουμε λάβει τώρα τη συμφιλίωση». (Ρω 5:6-11) Ο Ιησούς, που «δεν ήξερε αμαρτία», έγινε «αμαρτία για εμάς», πεθαίνοντας ως ανθρώπινη προσφορά για αμαρτία, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την κατηγορία και την ποινή της αμαρτίας. Έχοντας απαλλαχτεί από την κατηγορία της αμαρτίας, αυτοί θα μπορούσαν να έχουν δίκαιη υπόσταση στα μάτια του Θεού, έτσι ώστε “να γίνουν δικαιοσύνη του Θεού μέσω αυτού [του Ιησού]”.—2Κο 5:18, 21.
Ο Θεός εκδηλώνει επιπρόσθετα το έλεος και την αγάπη του στέλνοντας πρεσβευτές στην αμαρτωλή ανθρωπότητα. Στην αρχαιότητα, οι πρεσβευτές στέλνονταν κυρίως σε περιόδους εχθρότητας (παράβαλε Λου 19:14), όχι ειρήνης, και συχνά αποστολή τους ήταν να διερευνήσουν την πιθανότητα αποτροπής του πολέμου ή να διαπραγματευτούν όρους ειρήνευσης αν ο πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει. (Ησ 33:7· Λου 14:31, 32· βλέπε ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ.) Ο Θεός στέλνει τους Χριστιανούς πρεσβευτές του στους ανθρώπους για να τους δώσει τη δυνατότητα να μάθουν τους όρους που θέτει για συμφιλίωση και να επωφεληθούν από αυτούς. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος: «Είμαστε, λοιπόν, πρεσβευτές που αναπληρώνουμε τον Χριστό, σαν να ικέτευε ο Θεός χρησιμοποιώντας εμάς. Ως αναπληρωτές του Χριστού παρακαλούμε: “Συμφιλιωθείτε με τον Θεό”». (2Κο 5:20) Αυτή η ικεσία δεν σημαίνει καμιά υποχώρηση από μέρους του Θεού ως προς τη θέση του ή ως προς την αντίθεσή του έναντι της αδικοπραγίας. Τουναντίον, πρόκειται για ελεήμονα παρότρυνση προς τους παραβάτες να επιζητήσουν ειρήνη ώστε να αποφύγουν την αναπόφευκτη συνέπεια του δίκαιου θυμού του Θεού για όλους όσους επιμένουν να αντιτίθενται στο άγιο θέλημά του, καθώς το βέβαιο τέλος όλων αυτών είναι η καταστροφή. (Παράβαλε Ιεζ 33:11.) Ακόμη και οι Χριστιανοί πρέπει να προσέχουν “να μη δεχτούν την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και τους διαφύγει ο σκοπός της”, κάτι που θα συμβεί αν δεν επιδιώκουν διαρκώς την εύνοια και την καλή θέληση του Θεού κατά τον «ευπρόσδεκτο καιρό» και την «ημέρα της σωτηρίας» που παρέχει ο Θεός με έλεος, όπως δείχνουν τα λόγια του Παύλου στη συνέχεια.—2Κο 6:1, 2.
Όταν ένα άτομο αναγνωρίζει την ανάγκη για συμφιλίωση και αποδέχεται την προμήθεια του Θεού για αυτήν, με άλλα λόγια τη θυσία του Γιου του Θεού, πρέπει να μετανοήσει από την αμαρτωλή του πορεία και να μεταστραφεί, δηλαδή να αλλάξει κατεύθυνση, παύοντας να ακολουθεί την οδό του αμαρτωλού κόσμου της ανθρωπότητας. Η έκκληση στον Θεό με βάση το λύτρο του Χριστού μπορεί να αποφέρει συγχώρηση των αμαρτιών και συμφιλίωση, με αποτέλεσμα “καιρούς αναζωογόνησης από το πρόσωπο του Ιεχωβά” (Πρ 3:18, 19), όπως επίσης ειρήνη διάνοιας και καρδιάς. (Φλπ 4:6, 7) Καθώς, λοιπόν, αυτό το άτομο δεν είναι πια εχθρός υποκείμενος στην οργή του Θεού, στην πραγματικότητα, έχει «μεταβεί από το θάνατο στη ζωή». (Ιωα 3:16· 5:24) Κατόπιν, πρέπει να συνεχίσει να απολαμβάνει την καλή θέληση του Θεού “επικαλούμενος αυτόν με αλήθεια”, “παραμένοντας στην πίστη και μη μετακινούμενος από την ελπίδα των καλών νέων”.—Ψλ 145:18· Φλπ 4:9· Κολ 1:22, 23.
Με ποια έννοια “συμφιλίωσε ο Θεός με τον εαυτό του έναν κόσμο”;
Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Θεός, «μέσω του Χριστού, συμφιλίωνε με τον εαυτό του έναν κόσμο, χωρίς να λογαριάζει σε αυτούς τα παραπτώματά τους». (2Κο 5:19) Δεν θα πρέπει να θεωρήσει κανείς ότι, σύμφωνα με αυτά τα λόγια, όλοι οι άνθρωποι συμφιλιώνονται αυτομάτως με τον Θεό μέσω της θυσίας του Ιησού, εφόσον αμέσως μετά ο απόστολος μιλάει για το έργο των πρεσβευτών που ικετεύουν τους ανθρώπους να “συμφιλιωθούν με τον Θεό”. (2Κο 5:20) Στην πραγματικότητα, παρασχέθηκε το μέσο με το οποίο μπορούν να εξασφαλίσουν τη συμφιλίωση όλα τα άτομα του κόσμου της ανθρωπότητας που είναι πρόθυμα να ανταποκριθούν. Επομένως, ο Ιησούς ήρθε για «να δώσει την ψυχή του λύτρο σε αντάλλαγμα για πολλούς», και «αυτός που ασκεί πίστη στον Γιο έχει αιώνια ζωή· αυτός που παρακούει τον Γιο δεν θα δει ζωή, αλλά η οργή του Θεού μένει πάνω του».—Ματ 20:28· Ιωα 3:36· παράβαλε Ρω 5:18, 19· 2Θε 1:7, 8.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ιεχωβά Θεός έθεσε σκοπό του να «ξανασυγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον Χριστό, τα πράγματα που είναι στους ουρανούς και τα πράγματα που είναι στη γη». (Εφ 1:10) Αν και είναι αναγκαίο να καταστραφούν όσοι αρνούνται να “τακτοποιήσουν τα ζητήματα” (Ησ 1:18) με τον Ιεχωβά Θεό, το αποτέλεσμα θα είναι ένα σύμπαν πλήρως εναρμονισμένο με τον Θεό, η δε ανθρωπότητα θα χαίρεται ξανά τη φιλία του Θεού και θα απολαμβάνει την απρόσκοπτη ροή των ευλογιών του, όπως συνέβαινε αρχικά στην Εδέμ.—Απ 21:1-4.
Ο Ιεχωβά Θεός τερμάτισε τη σχέση διαθήκης που είχε με το έθνος του Ισραήλ λόγω της απιστίας τους και του γεγονότος ότι ως έθνος απέρριψαν τον Γιο του. (Ματ 21:42, 43· Εβρ 8:7-13) Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται προφανώς σε αυτό όταν λέει ότι “η απόρριψή τους σήμανε συμφιλίωση για τον κόσμο” (Ρω 11:15), διότι, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα, έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον κόσμο εκτός της Ιουδαϊκής κοινότητας ή εκκλησίας. Δηλαδή, τα μη Ιουδαϊκά έθνη είχαν πλέον την ευκαιρία να ενωθούν με ένα πιστό Ιουδαϊκό υπόλοιπο στη νέα διαθήκη ως το νέο έθνος του Θεού, ο πνευματικός Ισραήλ.—Παράβαλε Ρω 11:5, 7, 11, 12, 15, 25.
Ως ο λαός με τον οποίο ο Θεός είχε συνάψει διαθήκη, λαός που αποτελούσε «ειδική ιδιοκτησία» του (Εξ 19:5, 6· 1Βα 8:53· Ψλ 135:4), οι Ιουδαίοι είχαν απολαύσει κάποιον βαθμό συμφιλίωσης με τον Θεό, αν και εξακολουθούσαν να χρειάζονται την πλήρη συμφιλίωση μέσω του προειπωμένου Λυτρωτή, του Μεσσία. (Ησ 53:5-7, 11, 12· Δα 9:24-26) Από την άλλη πλευρά, τα μη Ιουδαϊκά έθνη ήταν “αποξενωμένα από την πολιτεία του Ισραήλ και ξένα ως προς τις διαθήκες της υπόσχεσης, και δεν είχαν ελπίδα και ήταν χωρίς Θεό στον κόσμο”, δεδομένου ότι δεν είχαν αναγνωρισμένη υπόσταση ενώπιόν του. (Εφ 2:11, 12) Εντούτοις, σε αρμονία με το ιερό μυστικό σχετικά με το Σπέρμα, ο Θεός είχε σκοπό να φέρει ευλογίες σε άτομα από «όλα τα έθνη της γης». (Γε 22:15-18) Επομένως, το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η θυσία του Χριστού Ιησού, άνοιξε το δρόμο για εκείνους που ανήκαν στα αποξενωμένα μη Ιουδαϊκά έθνη να “έρθουν κοντά μέσω του αίματος του Χριστού”. (Εφ 2:13) Όχι μόνο αυτό, αλλά η ίδια θυσία κατάργησε επίσης το διαχωρισμό μεταξύ Ιουδαίου και μη Ιουδαίου, διότι εκπλήρωσε τη διαθήκη του Νόμου και την έβγαλε από τη μέση, επιτρέποντας έτσι στον Χριστό «να συμφιλιώσει πλήρως και τους δύο λαούς σε ένα σώμα προς τον Θεό διαμέσου του ξύλου του βασανισμού, επειδή είχε θανατώσει την έχθρα [το διαχωρισμό που προέκυπτε από τη διαθήκη του Νόμου] μέσω του εαυτού του». Τώρα πλέον ο Ιουδαίος και ο μη Ιουδαίος θα είχαν την ίδια πρόσβαση στον Θεό μέσω του Χριστού Ιησού, και με την πάροδο του χρόνου, μη Ιουδαίοι φέρθηκαν στη νέα διαθήκη ως κληρονόμοι της Βασιλείας μαζί με τον Χριστό.—Εφ 2:14-22· Ρω 8:16, 17· Εβρ 9:15.