ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ
Οι λεξικογράφοι ορίζουν τη λέξη μονογενής του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου ως «ο μόνος στο είδος του, μοναδικός». (Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Greek-English Lexicon of the New Testament], του Θάγιερ, 1889, σ. 417· Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, του Δημητράκου, Τόμ. 9, σ. 4741) Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση τόσο ενός γιου όσο και μιας κόρης με τους γονείς τους.
Η Γραφή αναφέρει το “μονογενή γιο” μιας χήρας που ζούσε στην πόλη Ναΐν, τη «μονογενή κόρη» του Ιαείρου και το “μονογενή” γιο κάποιου τον οποίο ο Ιησούς θεράπευσε από έναν δαίμονα. (Λου 7:11, 12· 8:41, 42· 9:38) Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί τη λέξη μονογενής στην περίπτωση της κόρης του Ιεφθάε, σχετικά με την οποία είναι γραμμένα τα εξής: «Ήταν το ένα και μοναδικό του παιδί. Εκτός από εκείνη δεν είχε ούτε γιο ούτε κόρη».—Κρ 11:34.
Ο απόστολος Ιωάννης περιγράφει επανειλημμένα τον Κύριο Ιησού Χριστό ως τον μονογενή Γιο του Θεού. (Ιωα 1:14· 3:16, 18· 1Ιω 4:9) Αυτό δεν αναφέρεται στην ανθρώπινη γέννησή του ή στον ίδιο ως απλώς τον άνθρωπο Ιησού. Ως ο Λόγος, «αυτός ήταν στην αρχή μαζί με τον Θεό», ακόμη και «προτού υπάρξει ο κόσμος». (Ιωα 1:1, 2· 17:5, 24) Τότε, κατά τη διάρκεια της προανθρώπινης ύπαρξής του, περιγράφεται ως ο “μονογενής Γιος” τον οποίο ο Πατέρας απέστειλε «στον κόσμο».—1Ιω 4:9.
Αναφέρεται για τον Ιησού ότι είχε “δόξα σαν και αυτήν που έχει ένας μονογενής γιος από τον πατέρα του”, όντας «στον κόλπο του Πατέρα». (Ιωα 1:14, 18) Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς μια σχέση μεταξύ πατέρα και γιου που να είναι στενότερη, να χαρακτηρίζεται από περισσότερη εμπιστοσύνη ή να είναι πιο στοργική και τρυφερή από αυτήν.—Βλέπε ΚΟΛΠΟΣ, ΚΟΡΦΟΣ, ΑΓΚΑΛΙΑ.
Οι ουράνιοι άγγελοι είναι γιοι του Θεού όπως ακριβώς και ο Αδάμ ήταν “γιος του Θεού”. (Γε 6:2· Ιωβ 1:6· 38:7· Λου 3:38) Αλλά ο Λόγος, που αργότερα ονομάστηκε Ιησούς, είναι “ο μονογενής Γιος του Θεού”. (Ιωα 3:18) Είναι μοναδικός στο είδος του, ο μόνος τον οποίο δημιούργησε άμεσα ο ίδιος ο Θεός χωρίς τη μεσολάβηση ή τη συνεργασία οποιουδήποτε πλάσματος. Είναι ο μόνος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Θεός ο Πατέρας του για να φέρει σε ύπαρξη όλα τα άλλα πλάσματα. Είναι ο πρωτότοκος και ο αρχηγός όλων των άλλων αγγέλων (Κολ 1:15, 16· Εβρ 1:5, 6), τους οποίους η Γραφή αποκαλεί «θεοειδείς», ή αλλιώς «θεούς». (Ψλ 8:4, 5) Άρα λοιπόν, σύμφωνα με ορισμένα από τα παλαιότερα και καλύτερα χειρόγραφα, ο Κύριος Ιησούς Χριστός περιγράφεται κατάλληλα ως «ο μονογενής θεός».—Ιωα 1:18, Ro, Sp, ΜΝΚ.
Ορισμένες μεταφράσεις, προσπαθώντας να υποστηρίξουν την τριαδική αντίληψη «Θεός ο Υιός», αντιστρέφουν τη φράση μονογενής θεός και την αποδίδουν «Θεός μονογενής». Αλλά ο Γ. Τζ. Χίκι, στο έργο του Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek-English Lexicon to the New Testament] 1956, σ. 123), λέει ότι είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτοί οι μεταφραστές αποδίδουν τη φράση μονογενής υἱός ως «ο μονογενής Γιος», παράλληλα όμως αποδίδουν τη φράση μονογενής θεός ως «Θεός μονογενής» αντί «ο μονογενής Θεός».
Ο Παύλος αναφέρθηκε στον Ισαάκ ως το “μονογενή γιο” του Αβραάμ (Εβρ 11:17), παρότι ο Αβραάμ έγινε επίσης πατέρας του Ισμαήλ από την Άγαρ και αρκετών γιων από τη Χετούρα. (Γε 16:15· 25:1, 2· 1Χρ 1:28, 32) Ωστόσο, η διαθήκη του Θεού θεσπίστηκε μόνο μέσω του Ισαάκ, του μόνου γιου που απέκτησε ο Αβραάμ μέσω υπόσχεσης του Θεού, καθώς επίσης του μοναδικού γιου της Σάρρας. (Γε 17:16-19) Επιπλέον, την εποχή που ο Αβραάμ πρόσφερε τον Ισαάκ ως θυσία, εκείνος ήταν ο μόνος γιος στο σπιτικό του πατέρα του. Οι γιοι της Χετούρας δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, ο δε Ισμαήλ είχε φύγει πριν από 20 περίπου χρόνια—αναμφίβολα ήταν παντρεμένος και κεφαλή του δικού του σπιτικού.—Γε 22:2.
Έτσι λοιπόν, από διάφορες απόψεις αναφορικά με την υπόσχεση και τη διαθήκη, πράγματα για τα οποία έγραφε ο Παύλος στους Εβραίους, ο Ισαάκ ήταν ο μονογενής γιος του Αβραάμ. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Παύλος παραλληλίζει «τις υποσχέσεις» και το “μονογενή γιο” με τη φράση «“σπέρμα σου” . . . μέσω του Ισαάκ». (Εβρ 11:17, 18) Είτε ο Ιώσηπος είχε παρόμοια άποψη είτε όχι, και αυτός χαρακτήρισε τον Ισαάκ «μονογενή» γιο του Αβραάμ.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Α΄, 222 (xiii, 1).