ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Η λέξη πακίδ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου, η οποία σημαίνει «επίτροπος», «επιβλέπων» ή «επίσκοπος», προέρχεται από το ρήμα πακάδ που σημαίνει «στρέφω την προσοχή» (Γε 21:1), «επισκέπτομαι» (Κρ 15:1), «διορίζω» (Γε 39:5) ή «αναθέτω» (Ιωβ 34:13). Παρόμοια, η λέξη ἐπίσκοπος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι συγγενική του ρήματος ἐπισκοπέω, που σημαίνει «προσέχω» (Εβρ 12:15), και του ουσιαστικού ἐπισκοπή, που σημαίνει «επιθεώρηση» (Λου 19:44· 1Πε 2:12), «θέση επισκόπου» (1Τι 3:1) ή «θέση επισκοπής» (Πρ 1:20). Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδει την εβραϊκή λέξη πακίδ τέσσερις φορές ως ἐπίσκοπος. (Κρ 9:28· Νε 11:9, 14, 22) Συνεπώς, επίσκοπος ήταν αυτός που έδινε προσοχή σε ορισμένα ζητήματα ή άτομα, επισκεπτόμενος, επιθεωρώντας και αναθέτοντας διορισμούς. Η προστατευτική επίβλεψη είναι μια βασική έννοια που εμπεριέχεται στη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου.
Επίσκοποι, ή Επιβλέποντες, στις Εβραϊκές Γραφές. Ο Ιωσήφ συμβούλεψε τον Φαραώ να διορίσει επιβλέποντες στη χώρα για να αποθηκεύσουν εφόδια κατά τη διάρκεια των ετών της αφθονίας ενόψει της επερχόμενης πείνας. (Γε 41:34-36) Υπό τους αντίστοιχους αρχηγούς της, κάθε πατριά Λευιτών είχε την ευθύνη να επιβλέπει έναν συγκεκριμένο τομέα καθηκόντων αναφορικά με τη σκηνή της μαρτυρίας. (Αρ 3:24-26, 30, 31, 35-37) Ο Ελεάζαρ, ο γιος του Ααρών, έγινε ο «αρχηγός των αρχηγών των Λευιτών» και είχε τη γενική επίβλεψη όσον αφορά τη διάταξη της σκηνής της μαρτυρίας και τα σκεύη της. (Αρ 3:32· 4:16) Ο αρχιερέας μπορούσε επίσης να διορίζει επιβλέποντες για ορισμένες υπηρεσίες του αγιαστηρίου. (2Βα 11:18) Το βιβλίο Πρώτο Χρονικών, στα κεφάλαια 23 ως 27, δείχνει τις πολλές και ποικίλες θέσεις και διευθετήσεις για επίβλεψη που υφίσταντο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, όσον αφορά τόσο το ιερατείο όσο και τη βασιλική αυλή, περιλαμβανομένων των οικονομικών και στρατιωτικών ζητημάτων.
Η προφητεία του Ησαΐα (60:17) παραλληλίζει τους «επισκόπους» με τους «εργοδηγούς», εφόσον οι επίσκοποι μπορούν να αναθέτουν εργασία σε άλλους καθώς και να επιτηρούν και να επιβλέπουν τα συμφέροντα των ατόμων ή των πραγμάτων που ανατέθηκαν στη φροντίδα τους. Σε αυτή την προφητεία ο Ιεχωβά προλέγει τον καιρό κατά τον οποίο θα διόριζε «την ειρήνη ως επισκόπους σου και τη δικαιοσύνη ως εργοδηγούς σου», μια προφητεία που αρχικά εκπληρώθηκε με την αποκατάσταση του Ισραήλ από την εξορία αλλά είχε πληρέστερη εκπλήρωση στη Χριστιανική εκκλησία.
Επίσκοποι στη Χριστιανική Εκκλησία. Οι Χριστιανοί «επίσκοποι» αντιστοιχούν με εκείνους που αναγνωρίζονται ως «πρεσβύτεροι» στην εκκλησία. Το ότι και οι δύο αυτοί όροι προσδιορίζουν την ίδια θέση στην εκκλησία φαίνεται από την περίπτωση όπου ο Παύλος κάλεσε «τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας» της Εφέσου στη Μίλητο για να τον συναντήσουν εκεί. Δίνοντας προτροπές σε εκείνους τους «πρεσβυτέρους», δηλώνει: «Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο, μέσα στο οποίο το άγιο πνεύμα σάς διόρισε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού». (Πρ 20:17, 28) Ο απόστολος Παύλος το διευκρινίζει αυτό περαιτέρω γράφοντας στον Τίτο και αναλύοντας το θέμα του διορισμού «πρεσβυτέρων στη μια πόλη μετά την άλλη». Αναφερόμενος σαφώς σε τέτοιου είδους άτομα, χρησιμοποιεί τον όρο «επίσκοπος». (Τιτ 1:5, 7) Κατά συνέπεια, και οι δύο όροι αναφέρονται στην ίδια θέση: ο όρος «πρεσβύτερος» υποδηλώνει τις ώριμες ιδιότητες του ατόμου που έχει αυτόν το διορισμό και ο όρος «επίσκοπος» τα καθήκοντα που συνεπάγεται ο διορισμός.—Βλέπε ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ.
Δεν υπήρχε καθορισμένος αριθμός επισκόπων για καμιά εκκλησία. Ο αριθμός των επισκόπων εξαρτόταν από τον αριθμό εκείνων που είχαν τα προσόντα και τα διαπιστευτήρια του «πρεσβυτέρου» σε εκείνη την εκκλησία. Είναι προφανές ότι υπήρχαν αρκετοί επίσκοποι στη μία εκκλησία της Εφέσου. Παρόμοια, γράφοντας στους Φιλιππήσιους Χριστιανούς, ο Παύλος αναφέρθηκε στους «επισκόπους» που υπήρχαν εκεί (Φλπ 1:1), υποδεικνύοντας ότι υπηρετούσαν ως σώμα επιβλέποντας τις υποθέσεις εκείνης της εκκλησίας.
Μια εξέταση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών υποδεικνύει ότι οι επίσκοποι, ή αλλιώς πρεσβύτεροι, σε οποιαδήποτε δεδομένη εκκλησία είχαν ίση εξουσία. Στις επιστολές του προς τις εκκλησίες, ο Παύλος δεν ξεχωρίζει κανένα άτομο ως τον επίσκοπο ούτε οι επιστολές αυτές απευθύνονται σε κάποιο τέτοιο άτομο. Η επιστολή προς τους Φιλιππησίους απευθυνόταν «προς όλους τους αγίους σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού οι οποίοι είναι στους Φιλίππους, μαζί με επισκόπους και διακονικούς υπηρέτες». (Φλπ 1:1) Σχετικά με αυτό, ο Μανουέλ Γκέρα ι Γκόμεθ παρατήρησε: «Βεβαίως ο όρος ἐπίσκοπος στην εθιμοτυπική εισαγωγή της επιστολής προς τους Φιλιππησίους δεν προϋποθέτει μοναρχική εξουσία, αλλά απεναντίας είναι ένας όρος που χαρακτηρίζει τα άτομα μιας εμφανώς πολυπρόσωπης και συλλογικής δομής τα οποία ήταν υπεύθυνα για την κατεύθυνση και τη διοίκηση της Χριστιανικής κοινότητας της μακεδονικής πόλης. Ταυτόχρονα οι διάκονοι, σύμφωνα με τη γενική σημασία της λέξης, είναι οι βοηθοί, που διακονούσαν τους ἐπισκόπους και υπό αυτή την ιδιότητα βρίσκονταν στην υπηρεσία των πιστών».—Επίσκοπος και Πρεσβύτερος (Episcopos y Presbyteros), Μπούργκος, Ισπανία, 1962, σ. 320.
Προσόντα επισκόπου, ή αλλιώς πρεσβυτέρου. Για να φτάσει κανείς στη θέση του επισκόπου πρέπει να ανταποκρίνεται στα ακόλουθα προσόντα: «Ο επίσκοπος, λοιπόν, πρέπει να είναι ακατάκριτος, σύζυγος μιας γυναίκας, μετριοπαθής στις συνήθειες, σώφρων, εύτακτος, φιλόξενος, με προσόντα να διδάσκει, όχι μέθυσος καβγατζής, όχι πλήκτης, αλλά λογικός, όχι εριστικός, όχι φιλάργυρος, άντρας που να προΐσταται στο σπιτικό του με καλό τρόπο, έχοντας παιδιά σε υποταγή με κάθε σοβαρότητα· . . . όχι νεοπροσήλυτος, . . . πρέπει να έχει και καλή μαρτυρία από τους ανθρώπους έξω».—1Τι 3:1-7.
Παρόμοια, στην επιστολή του προς τον Τίτο, καθώς ο Παύλος εξέταζε το θέμα του διορισμού πρεσβυτέρων, είπε ότι για να έχει κάποιος τα προσόντα για κάτι τέτοιο, έπρεπε να είναι «ακατηγόρητος, σύζυγος μιας γυναίκας, ο οποίος έχει παιδιά πιστά που δεν ήταν κάτω από κατηγορία για ασωτία ούτε ανυπότακτα. Διότι ο επίσκοπος πρέπει να είναι ακατηγόρητος ως οικονόμος του Θεού, όχι ισχυρογνώμων, όχι επιρρεπής στην οργή, όχι μέθυσος καβγατζής, όχι πλήκτης, όχι άπληστος για ανέντιμο κέρδος, αλλά φιλόξενος, άτομο που αγαπάει την αγαθότητα, σώφρων, δίκαιος, όσιος, εγκρατής, προσηλωμένος στον πιστό λόγο όσον αφορά την τέχνη της διδασκαλίας του, για να μπορεί και να προτρέπει με τη διδασκαλία που είναι υγιής και να ελέγχει εκείνους που αντιλέγουν». (Τιτ 1:5-9) Οι διαφορές σε αυτόν το δεύτερο κατάλογο προσόντων υπαγορεύτηκαν προφανώς από τις ιδιαίτερες ανάγκες των εκκλησιών στην Κρήτη όπου υπηρετούσε ο Τίτος.—Τιτ 1:10-14.
Ο Υπέρτατος Επίσκοπος. Το εδάφιο 1 Πέτρου 2:25 παραθέτει προφανώς από το εδάφιο Ησαΐας 53:6 σχετικά με αυτούς που ήταν “σαν πρόβατα, παραστρατημένοι”, και κατόπιν ο Πέτρος λέει: «Αλλά τώρα έχετε επιστρέψει στον ποιμένα και επίσκοπο των ψυχών σας». Η δήλωση αυτή πρέπει να εννοεί τον Ιεχωβά Θεό, εφόσον εκείνοι στους οποίους έγραψε ο Πέτρος δεν είχαν παραστρατήσει και φύγει από τον Χριστό Ιησού αλλά, μάλλον, μέσω αυτού είχαν οδηγηθεί πίσω στον Ιεχωβά Θεό, ο οποίος είναι ο Μεγάλος Ποιμένας του λαού του. (Ψλ 23:1· 80:1· Ιερ 23:3· Ιεζ 34:12) Ο Ιεχωβά είναι και επίσκοπος, δεδομένου ότι κάνει επιθεώρηση. (Ψλ 17:3) Η επιθεώρηση θα μπορούσε να συνδέεται με την έκφραση δυσμενούς κρίσης από μέρους του, όπως συνέβη τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. στην περίπτωση της Ιερουσαλήμ η οποία δεν διέκρινε τον καιρό της «επιθεώρησής [ἐπισκοπῆς, Κείμενο]» της. (Λου 19:44) Ή θα μπορούσε να αποφέρει καλά αποτελέσματα και οφέλη, όπως στην περίπτωση εκείνων που θα δοξάσουν τον Θεό την ημέρα «που αυτός θα κάνει την επιθεώρησή [ἐπισκοπῆς, Κείμενο] του».—1Πε 2:12.
«Άτομο που Ανακατεύεται στις Υποθέσεις των Άλλων». Ο απόστολος Πέτρος προειδοποίησε να μη γίνει κανείς «άτομο που ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων». (1Πε 4:15) Η εν λόγω φράση αποδίδει τη λέξη ἀλλοτριεπίσκοπος του πρωτότυπου κειμένου, η οποία κατά κυριολεξία σημαίνει «επίσκοπος αυτού που ανήκει σε άλλον». Ο Φρανθίσκο Θορέλ ορίζει αυτή τη λέξη ως εξής: «Κάποιος που αναλαμβάνει μόνος του την ευθύνη να διευθετεί και να διορθώνει τα ζητήματα άλλων, αυτός που χώνεται με αδιακρισία στις υποθέσεις των άλλων».—Ελληνικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Lexicon Graecum Novi Testamenti), Παρίσι, 1961, στ. 70.
[Πλαίσιο στη σελίδα 989]
Επίσκοποι, ή Πρεσβύτεροι
Διακονικοί Υπηρέτες
ακατάκριτος
ακατηγόρητος
ακατηγόρητος
σύζυγος μιας γυναίκας
σύζυγος μιας γυναίκας
σύζυγος μιας γυναίκας
όχι μέθυσος καβγατζής
όχι μέθυσος καβγατζής
όχι δοσμένος σε πολύ κρασί
όχι φιλάργυρος
όχι άπληστος για ανέντιμο κέρδος
όχι άπληστος για ανέντιμο κέρδος
προΐσταται στο σπιτικό του με καλό τρόπο, έχοντας παιδιά σε υποταγή
έχει παιδιά πιστά που δεν ήταν κάτω από κατηγορία για ασωτία ούτε ανυπότακτα
προΐσταται με καλό τρόπο στα παιδιά και στο σπιτικό του
όχι νεοπροσήλυτος
—
δοκιμασμένος ως προς την καταλληλότητα
σώφρων
σώφρων
—
φιλόξενος
φιλόξενος
—
με προσόντα να διδάσκει
προσηλωμένος στο λόγο όσον αφορά την τέχνη της διδασκαλίας, για να μπορεί να προτρέπει και να ελέγχει
—
όχι πλήκτης
όχι πλήκτης
—
λογικός
όχι ισχυρογνώμων
—
όχι εριστικός
όχι επιρρεπής στην οργή
—