ΦΟΝΟΣ
Οι λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που αποδίδονται κατά περίπτωση «σκοτώνω», «διαπράττω φόνο», «δολοφονώ» και «θανατώνω» αναφέρονται στην αφαίρεση ζωής, τα δε συμφραζόμενα ή άλλα εδάφια καθορίζουν αν πρόκειται για εκούσια και μη εξουσιοδοτημένη ή αθέμιτη αφαίρεση της ζωής κάποιου. Για παράδειγμα, στην εντολή «Δεν πρέπει να διαπράξεις φόνο» (Εξ 20:13), η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται εδώ «διαπράττω φόνο» (ρατσάχ) αναφέρεται σαφώς σε εκούσια και αθέμιτη θανάτωση. Αλλά στο εδάφιο Αριθμοί 35:27 η ίδια λέξη υποδηλώνει μια πράξη την οποία ήταν εξουσιοδοτημένος να φέρει σε πέρας ο εκδικητής του αίματος. Επομένως, η εντολή «Δεν πρέπει να διαπράξεις φόνο» πρέπει να κατανοηθεί μέσα στα πλαίσια ολόκληρου του Μωσαϊκού Νόμου, ο οποίος υπό ορισμένες συνθήκες εξουσιοδοτούσε την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, όπως κατά την εκτέλεση εγκληματιών.
Απαρχή. Ο φόνος έκανε την εμφάνισή του σχεδόν από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Μέσω της ανυπακοής του, ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ μεταβίβασε στους απογόνους του την αμαρτία και το θάνατο, και έτσι στην ουσία αποδείχτηκε δολοφόνος. (Ρω 5:12· 6:23) Ο Διάβολος ήταν εκείνος που συνέβαλε εκούσια σε αυτή την εξέλιξη με το να παρακινήσει τη σύζυγο του Αδάμ, την Εύα, να αμαρτήσει, πράγμα που είχε ως συνέπεια να γίνει ο ίδιος ανθρωποκτόνος, δολοφόνος, στο ξεκίνημα της πορείας του ως συκοφάντη του Θεού.—Γε 3:13· Ιωα 8:44.
Λιγότερο από 130 χρόνια αργότερα, έλαβε χώρα ο πρώτος βίαιος φόνος, μια αδελφοκτονία. Ο Κάιν, ο πρωτότοκος γιος του Αδάμ, υποκινούμενος από φθονερό μίσος, δολοφόνησε το δίκαιο αδελφό του τον Άβελ. (Γε 4:1-8, 25· 5:3) Για αυτή την πράξη, ο Θεός καταράστηκε τον Κάιν να εκτοπιστεί και να γίνει περιπλανώμενος και φυγάς στη γη. (Γε 4:11, 12) Τελικά, μετά τον Κατακλυσμό των ημερών του Νώε, ο Θεός εξουσιοδότησε τους ανθρώπους να επιβάλλουν τη θανατική ποινή για το φόνο.—Γε 9:6.
Υπό το Νόμο. Αιώνες αργότερα δόθηκε στους Ισραηλίτες ο Μωσαϊκός Νόμος, ο οποίος περιλάμβανε πολλές διατάξεις σχετικά με την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Ο Νόμος έκανε διάκριση ανάμεσα στον εκούσιο και στον ακούσιο φόνο. Κάποιοι παράγοντες που θεωρούνταν επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον όποιου ισχυριζόταν ότι υπήρξε ακούσιος ανθρωποκτόνος ήταν οι εξής: (1) αν αυτός μισούσε προηγουμένως το φονευμένο άτομο (Δευ 19:11, 12· παράβαλε Ιη 20:5), (2) αν είχε παραμονεύσει το θύμα (Αρ 35:20, 21) ή (3) αν είχε χρησιμοποιήσει αντικείμενο ή όργανο ικανό να προκαλέσει θανατηφόρο χτύπημα (Αρ 35:16-18). Ακόμη και για τους δούλους έπρεπε να υπάρξει εκδίκηση αν θανατώνονταν ενώ ξυλοκοπούνταν από τους κυρίους τους. (Εξ 21:20) Ενώ για τους εκούσιους δολοφόνους προβλεπόταν η θανατική ποινή, και στην περίπτωσή τους αποκλειόταν το λύτρο, οι ακούσιοι ανθρωποκτόνοι μπορούσαν να παραμείνουν ζωντανοί επωφελούμενοι από την ασφάλεια που τους παρείχαν οι πόλεις καταφυγίου.—Εξ 21:12, 13· Αρ 35:30, 31· Ιη 20:2, 3· βλέπε ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ.
Ορισμένες εκούσιες πράξεις που έμμεσα προκαλούσαν ή θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει το θάνατο κάποιου θεωρούνταν ισοδύναμες με εκούσιο φόνο. Για παράδειγμα, αν ο ιδιοκτήτης ενός ταύρου που είχε τη συνήθεια να κερατίζει αγνοούσε προηγούμενες προειδοποιήσεις και δεν φύλαγε το ζώο, θα μπορούσε να θανατωθεί αν ο ταύρος του σκότωνε κάποιον. Σε μερικές περιπτώσεις, ωστόσο, θα μπορούσε να γίνει δεκτό κάποιο λύτρο αντί της ζωής του ιδιοκτήτη. Αναμφίβολα οι κριτές θα λάβαιναν υπόψη τους τις περιστάσεις σε ένα τέτοιο συμβάν. (Εξ 21:29, 30) Επίσης, όποιος προσπαθούσε να επιτύχει τη θανάτωση ενός άλλου ψευδομαρτυρώντας θα έπρεπε να θανατωθεί ο ίδιος.—Δευ 19:18-21.
Ο Νόμος επέτρεπε την αυτοάμυνα αλλά περιόριζε το δικαίωμα που είχε κάποιος να παλέψει για την περιουσία του. Όποιος σκότωνε την ημέρα έναν κλέφτη τον οποίο έπιανε τη στιγμή που έκανε διάρρηξη στο σπίτι του, γινόταν ένοχος αίματος. Αυτό συνέβαινε προφανώς επειδή η κλοπή δεν επέσυρε τη θανατική ποινή, και ο κλέφτης μπορούσε να αναγνωριστεί και να φερθεί στη δικαιοσύνη. Τη νύχτα, όμως, θα ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς τι έκανε ο εισβολέας και να εξακριβώσει τις προθέσεις του. Γι αυτό, το άτομο που σκότωνε έναν εισβολέα στο σκοτάδι θεωρούνταν αθώο.—Εξ 22:2, 3.
Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. εκείνοι που επιδίωκαν να σκοτώσουν τον Ιησού προσδιορίστηκαν ως “παιδιά του Διαβόλου”, του πρώτου ανθρωποκτόνου. (Ιωα 8:44) Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι διακοσμούσαν τα μνήματα των δικαίων, ισχυριζόμενοι ότι αυτοί δεν θα είχαν γίνει συμμέτοχοι στη θανάτωση των προφητών. Ωστόσο, εκδήλωσαν το ίδιο δολοφονικό πνεύμα απέναντι στον Γιο του Θεού.—Ματ 23:29-32· παράβαλε Ματ 21:33-45· 22:2-7· Πρ 3:14, 15· 7:51, 52.
Το Μίσος Εξισώνεται με το Φόνο. Οι φόνοι εξέρχονται από την καρδιά ενός ατόμου. (Ματ 15:19· Μαρ 7:21· παράβαλε Ρω 1:28-32.) Επομένως, όποιος μισούσε τον αδελφό του θα ήταν ανθρωποκτόνος, δολοφόνος. (1Ιω 3:15) Και ο Χριστός Ιησούς επίσης συσχέτισε το φόνο με εσφαλμένες διαθέσεις όπως το να παραμένει κάποιος οργισμένος με τον αδελφό του, να του μιλάει υβριστικά, να τον κρίνει άδικα και να τον καταδικάζει ως “τιποτένιο ανόητο”. (Ματ 5:21, 22) Τέτοιο μίσος θα μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματικό φόνο. Φαίνεται πως τα λόγια του Ιακώβου (5:6), «Έχετε καταδικάσει, έχετε δολοφονήσει τον δίκαιο», ίσως μπορούν να γίνουν κατανοητά υπό αυτό το πρίσμα. Κάποιοι πονηροί πλούσιοι που εκδήλωναν μίσος για τους γνήσιους μαθητές του Γιου του Θεού και τους καταδυνάστευαν δολοφόνησαν όντως σε μερικές περιπτώσεις αυτούς τους Χριστιανούς. Εφόσον ο Χριστός Ιησούς θεωρεί ότι η μεταχείριση την οποία υφίστανται οι αδελφοί του είναι σαν να στρέφεται προς τον ίδιο, αυτά τα άτομα είχαν δολοφονήσει μεταφορικά και εκείνον, και ο Ιάκωβος είχε προφανώς αυτό κατά νου.—Παράβαλε Ιακ 2:1-11· Ματ 25:40, 45· Πρ 3:14, 15.
Παρότι οι ακόλουθοι του Χριστού μπορεί να διώκονταν για χάρη της δικαιοσύνης, ακόμη δε και να δολοφονούνταν, δεν θα έπρεπε να υποφέρουν ως τιμωρούμενοι για τη διάπραξη φόνων ή άλλων εγκλημάτων.—Ματ 10:16, 17, 28· 1Πε 4:12-16· Απ 21:8· 22:15.