ΒΑΛΑΑΜ
(Βαλαάμ) [πιθανώς, Αυτός που Καταπίνει].
Γιος του Βεώρ. Έζησε το 15ο αιώνα Π.Κ.Χ. και κατοικούσε στην αραμαϊκή πόλη Φεθώρ στην Κοιλάδα του άνω Ευφράτη, κοντά στον ποταμό Σάτζουρ. Μολονότι δεν ήταν Ισραηλίτης, ο Βαλαάμ είχε κάποια γνώση για τον Ιεχωβά και τον αναγνώριζε κατά κάποιον τρόπο ως τον αληθινό Θεό—μάλιστα σε μια περίπτωση αποκάλεσε τον Ιεχωβά “Θεό του”. (Αρ 22:5, 18) Αυτό μπορεί να συνέβαινε επειδή στο παρελθόν ευλαβείς λάτρεις του Ιεχωβά (ο Αβραάμ, ο Λωτ και ο Ιακώβ) είχαν ζήσει στα περίχωρα της Χαρράν, όχι μακριά από τη Φεθώρ.—Γε 12:4, 5· 24:10· 28:5· 31:18, 38.
Ο Βαλαάμ απέρριψε την προσφορά που του έκανε η πρώτη αντιπροσωπεία του Μωαβίτη βασιλιά Βαλάκ, η οποία έφερε μαζί της «αμοιβές για τη μαντεία», λέγοντας: «Ο Ιεχωβά αρνήθηκε να με αφήσει να έρθω μαζί σας». (Αρ 22:5-14) Όταν πήγαν “άλλοι άρχοντες, πιο πολλοί και πιο τιμημένοι” (Αρ 22:15), και ο Βαλαάμ ζήτησε και πάλι την άδεια του Θεού να πάει, ο Ιεχωβά είπε: «Σήκω, πήγαινε μαζί τους. Αλλά μόνο το λόγο που θα σου πω επιτρέπεται να πεις».—Αρ 22:16-21· Μιχ 6:5.
Καθ’ οδόν, ο άγγελος του Ιεχωβά στάθηκε στο δρόμο τρεις φορές, κάνοντας το γαϊδούρι του Βαλαάμ πρώτα να στρίψει και να μπει σε έναν αγρό, έπειτα να στριμώξει το πόδι του Βαλαάμ σε έναν τοίχο και τέλος να ξαπλώσει κάτω. Τρεις φορές ο Βαλαάμ έδειρε το ζώο, το οποίο τότε απέκτησε θαυματουργικά ομιλία και διαμαρτυρήθηκε. (Αρ 22:22-30) Τελικά, και ο ίδιος ο Βαλαάμ είδε τον άγγελο του Ιεχωβά, ο οποίος ανήγγειλε: «Εγώ βγήκα να προβάλω αντίσταση, επειδή η οδός σου πηγαίνει κατά μέτωπο ενάντια στο θέλημά μου». Εντούτοις, ο Ιεχωβά επέτρεψε και πάλι στον Βαλαάμ να συνεχίσει την πορεία που είχε επιλέξει.—Αρ 22:31-35.
Από την αρχή ως το τέλος, ο Θεός αποδοκίμαζε απαρέγκλιτα την απαγγελία οποιασδήποτε κατάρας εναντίον του Ισραήλ, επιμένοντας ότι, αν ο Βαλαάμ πήγαινε, θα έπρεπε να προφέρει ευλογία, όχι κατάρα. (Ιη 24:9, 10) Ωστόσο, ο Θεός τού επέτρεψε να πάει. Συνέβη ό,τι και στην περίπτωση του Κάιν, στην οποία ο Ιεχωβά εξέφρασε την αποδοκιμασία του, αλλά ταυτόχρονα άφησε τον Κάιν να κάνει την προσωπική του επιλογή: είτε να εγκαταλείψει την κακή οδό του είτε να προχωρήσει ακάθεκτα στην πονηρή πορεία του. (Γε 4:6-8) Ο Βαλαάμ, λοιπόν, όπως και ο Κάιν, αδιαφόρησε πεισματικά για το θέλημα του Ιεχωβά σχετικά με αυτό το ζήτημα και ήταν αποφασισμένος να πετύχει το δικό του ιδιοτελή σκοπό. Στην περίπτωση του Βαλαάμ, αυτό που τον τύφλωσε ως προς τη σφαλερότητα της οδού του ήταν η άπληστη επιθυμία για αμοιβή, όπως γράφει ο Ιούδας: “Ο Βαλαάμ όρμησε στην εσφαλμένη πορεία για αμοιβή”. Ο απόστολος Πέτρος σχολιάζει: “Ο Βαλαάμ, ο γιος του Βεώρ, . . . αγάπησε την αμοιβή της αδικοπραγίας, αλλά έλαβε έλεγχο για το ότι παρέβηκε ό,τι ήταν σωστό. Ένα άφωνο υποζύγιο, μιλώντας με φωνή ανθρώπου, παρεμπόδισε την παράφρονη πορεία του προφήτη”.—Ιου 11· 2Πε 2:15, 16.
Αφού έφτασε στην περιοχή του Μωάβ και συνάντησε τον Βασιλιά Βαλάκ στην όχθη του Αρνών, ο Βαλαάμ άρχισε από την επόμενη κιόλας ημέρα να εργάζεται για λογαριασμό αυτών των πολέμιων του λαού του Ιεχωβά. Ο Βαλαάμ μαζί με τον Βαλάκ πρόσφερε θυσίες και κατόπιν αποσύρθηκε κάπου, ελπίζοντας να «βρει κακούς οιωνούς» (Αρ 23:3· 24:1), αλλά το μόνο μήνυμα που έλαβε ήταν ευλογία για τον Ισραήλ από τον Ιεχωβά. Και πάλι ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με την προσφορά θυσιών στην κορυφή του Φασγά, και ξανά δεν υπήρξαν «μαγικές ρήσεις εναντίον του Ιακώβ», μόνο ευλογίες. Τελικά, το σκηνικό επαναλήφθηκε στην κορυφή του Φεγώρ, και πάλι, για τρίτη φορά, «ο Θεός . . . μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία».—Αρ 22:41–24:9· Νε 13:2.
Λόγω αυτής της τροπής που πήραν τα πράγματα, «ο θυμός του Βαλάκ άναψε εναντίον του Βαλαάμ» και, χτυπώντας τα χέρια του οργισμένος, ο Βαλάκ αναφώνησε: «Για να αναθεματίσεις τους εχθρούς μου σε κάλεσα, και εσύ τους ευλόγησες στο έπακρο τρεις φορές μέχρι τώρα. Και τώρα φύγε γρήγορα για τον τόπο σου. Είχα πει μέσα μου ότι εξάπαντος θα σε τιμούσα, αλλά ο Ιεχωβά σού στέρησε την τιμή». (Αρ 24:10, 11) Ο Βαλαάμ προσπάθησε να δικαιολογηθεί, κατηγορώντας τον Ιεχωβά για το ότι απέτυχε να καταραστεί τον Ισραήλ, λέγοντας πως δεν “μπορούσε να προχωρήσει πέρα από την προσταγή του Ιεχωβά” και πως “ό,τι είπε ο Ιεχωβά, αυτό ήταν αναγκασμένος να πει”. Αφού έκανε, λοιπόν, μερικές ακόμη παροιμιώδεις εξαγγελίες εναντίον των εχθρών του Ισραήλ, «ο Βαλαάμ σηκώθηκε και έφυγε και επέστρεψε στον τόπο του».—Αρ 24:12-25.
Η δήλωση ότι ο Βαλαάμ «επέστρεψε στον τόπο του» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι γύρισε πράγματι στο σπίτι του, στη Φεθώρ. Αυτές οι λέξεις δεν υπονοούν ότι ο Βαλαάμ απομακρύνθηκε από τα άμεσα περίχωρα του Όρους Φεγώρ. Όπως παρατηρεί το Σχολιολόγιο (Commentary) του Κουκ σχετικά με το εδάφιο Αριθμοί 24:25: «Επέστρεψε στον τόπο του . . . Όχι στη χώρα του, διότι παρέμεινε ανάμεσα στους Μαδιανίτες για να στήσει πλεκτάνη εναντίον του λαού του Θεού με νέα μέσα, με αποτέλεσμα να αφανιστεί στην αμαρτία του. . . . Αυτή η φράση, η οποία συναντάται συχνά (πρβλ. π.χ. Γε 18:33· 31:55· 1Σα 26:25· 2Σα 19:39), είναι ιδιωματική και σημαίνει απλώς ότι ο Βαλαάμ έφυγε και πήγε όπου ήθελε».
Ο Βαλαάμ έτρεφε ακόμη την ελπίδα ότι θα έπαιρνε την πλούσια αμοιβή για την οποία είχε έρθει από τόσο μακριά και για την οποία είχε εργαστεί τόσο σκληρά. Αν δεν μπορούσε να καταραστεί εκείνος τον Ισραήλ, σκέφτηκε ότι ίσως ο ίδιος ο Θεός να καταριόταν το λαό του, αρκεί αυτοί να παρασύρονταν ώστε να αναμειχθούν στη λατρεία του Βάαλ του Φεγώρ, η οποία ήταν άμεσα συνυφασμένη με το σεξ. Έτσι λοιπόν, ο «Βαλαάμ . . . δίδασκε τον Βαλάκ να βάλει σκάνδαλο μπροστά στους γιους του Ισραήλ, δηλαδή το να φάνε πράγματα που είχαν θυσιαστεί στα είδωλα και να πορνεύσουν». (Απ 2:14) «Ακολουθώντας το λόγο του Βαλαάμ», οι κόρες του Μωάβ και του Μαδιάμ «χρησιμοποιήθηκαν για να παρασυρθούν οι γιοι του Ισραήλ να διαπράξουν απιστία προς τον Ιεχωβά, στην περίπτωση του Φεγώρ, ώστε η μάστιγα ήρθε πάνω στη σύναξη του Ιεχωβά». (Αρ 31:16) Το αποτέλεσμα: 24.000 άρρενες Ισραηλίτες πέθαναν για την αμαρτία τους. (Αρ 25:1-9) Ούτε ο Μαδιάμ ούτε ο Βαλαάμ διέφυγαν τη θεϊκή τιμωρία. Ο Ιεχωβά διέταξε να εκτελεστούν όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα αγόρια του Μαδιάμ. Μόνο οι παρθένες διασώθηκαν. «Και σκότωσαν τον Βαλαάμ, το γιο του Βεώρ, με σπαθί». (Αρ 25:16-18· 31:1-18) Όσο για τους Μωαβίτες, αυτοί αποκλείστηκαν «μέχρι τη δέκατη γενιά» από την εκκλησία του Ιεχωβά.—Δευ 23:3-6.