Μια Γραφή που την Επιδοκιμάζουν
«Η ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αρχίζουν την Εκτύπωσι Κοινής Βίβλου.» «400 Ετών Κενόν Γεφυρώνεται στο Γέηλ. Η 40ετής Προσπάθεια του Κοσμήτορος Βέιγκλ δίνει μια Κοινή Βίβλο των 2 Πίστεων.» «Η Νέα Βίβλος Μπορεί να Τερματίση την Αντιλογία Μεταξύ των Πίστεων.» Πρόκειται για μερικές επικεφαλίδες του δημοσίου τύπου που χαιρέτισε την έκδοσι της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μεταφράσεως της Κοινής Βίβλου που εξεδόθη στη Μεγάλη Βρεταννία στις 21 Ιανουαρίου και στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 2 Απριλίου 1973.
Ο πρόλογός της λέγει ότι κορυφαίοι Διαμαρτυρόμενοι και Ρωμαιο-Καθολικοί λόγιοι συνεργάσθηκαν για να συντάξουν αυτή τη Βίβλο. Επίσης ότι αυτή έχει εγκριθή από κορυφαίους επισκόπους του Αμερικανικού Προτεσταντισμού, της Εκκλησίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Λέγεται ότι αυτή είναι η πρώτη Βίβλος από την εποχή της Μεταρρυθμίσεως που έγινε παραδεκτή απ’ όλους τους κλάδους του Χριστιανικού κόσμου.
Πώς παρήχθη αυτή η Κοινή Βίβλος; Είναι βασισμένη στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι (ΑΣΜ) που εξεδόθη πρώτη φορά στην πλήρη μορφή της στο έτος 1952. Η ΑΣΜ είχε εγκριθή από τους Διαμαρτυρόμενους και είχε την προτίμησί τους σε ευρεία κλίμακα, αλλά προφανώς δεν είχε γίνει σκέψις να χρησιμοποιήται από Ρωμαιοκαθολικούς. Είχε πολλά καλά σημεία λόγω της προόδου που είχε γίνει στη γνώσι των Βιβλικών γλωσσών. Εν τούτοις, έκαμε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω από την αμέσως προγενέστερη έκδοσί της, την Αμερικανική Στερεότυπο Μετάφρασι (ΑΣ) διότι εξήλειψε το διακριτικό και μοναδικό όνομα Ιεχωβά, το όνομα του Θεού, που απαντάται σχεδόν 7.000 φορές στην ΑΣ.
Κατόπιν στο 1966, ασφαλώς λόγω της μεγάλης δημοτικότητος της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μεταφράσεως, οι Ρωμαιοκαθολικοί λόγιοι συνέταξαν μια έκδοσι της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μεταφράσεως κατάλληλη για Ρωμαιοκαθολικούς. Περιέλαβε τα διακριτικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται σε Ρωμαιοκαθολικές Γραφές. Λόγου χάριν, μέσα στις Εβραϊκές Γραφές (Παλαιά Διαθήκη) υπήρχαν τα απόκρυφα βιβλία: Σοφία Σολομώντος, Σειράχ (Εκκλησιαστικός), Βαρούχ, Τωβίτ, Ιουδίθ, 1 και 2 Μακκαβαίων και προσθήκες στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Κανένα απ’ αυτά τα βιβλία δεν υπήρχε ούτε στην Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασι ούτε στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι.
Επίσης, τα αμφισβητούμενα ή νόθα τμήματα, όπως λόγου χάριν το Μάρκος 16:9-20 και Ιωάννης 7:53-8:11, απετέλεσαν μέρος του κανονικού κειμένου αντί να παρουσιάζωνται ως υποσημειώσεις. Και επί πλέον, αυτή η Ρωμαιοκαθολική μετάφρασις εχρησιμοποίησε τη λέξι «Brethren» [αδελφοί] (για να μεταδώση την ιδέα της πνευματικής σχέσεως) αντί «Brothers» [αδελφοί], όταν αναφέρεται στους ετεροθαλείς αδελφούς του Ιησού, επειδή οι Ρωμαιοκαθολικοί επιμένουν ότι η Μαρία η μήτηρ του Ιησού παρέμεινε παρθένος για πάντα. Σαφώς λοιπόν ήταν μια Βιβλική μετάφρασις εγκεκριμένη για Καθολικούς, αλλ’ αυτή δεν θα ήταν αποδεκτή από πολλούς Διαμαρτυρόμενους.
Οι λόγιοί των, στην προσπάθεια των να έχουν μια αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι που θα ήταν κατάλληλη και για Διαμαρτυρόμενους και για Ρωμαιοκαθολικούς, συνήλθαν και παρήγαγαν την Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι της Κοινής Βίβλου. Το αποτέλεσμα, όπως λέγουν, είναι ότι «όλες οι εκκλησίες έχουν επίσημη εξουσία να χρησιμοποιούν στην εκκλησία τη μια Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι της Κοινής Βίβλου.» Και λέγουν επίσης ότι ο Πάπας Παύλος εθαύμασε που οι σημειώσεις σχεδόν αναλλοίωτα παρουσιάζουν μια μοναδική και ταυτόσημη ερμηνεία, που μπορεί ειλικρινά να γίνη παραδεκτή από εκπροσώπους όλων των ομολογιών που έλαβαν μέρος σ’ αυτό το έργο.
Εν σχέσει με την Κοινή Βίβλο, η εφημερίς Δη Νάσιοναλ Ομπσέρβερ της 14 Απριλίου 1973 ερώτησε, «Μήπως η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι της Κοινής Βίβλου Νέας Εκδόσεως είναι ένας θεόπνευστος Συμβιβασμός;» Και φαίνεται ότι για να επιτευχθή μια Βίβλος εγκεκριμένη από όλους, ασφαλώς έγιναν σοβαροί συμβιβασμοί.
Εν πρώτοις, επετεύχθη συμφωνία με το να συμπεριληφθούν τα βιβλία που οι Διαμαρτυρόμενοι αποκαλούν απόκρυφα και τα οποία οι Ρωμαιοκαθολικοί τα ονομάζουν δευτεροκανονικά βιβλία (που σημαίνει μεταγενέστερα κανονικά βιβλία), αλλά τα συνεκέντρωσαν μεταξύ των Εβραϊκών και των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Ονομάζοντάς τα «Απόκρυφα Δευτεροκανονικά Βιβλία» τόσο οι Διαμαρτυρόμενοι όσο και οι Καθολικοί φαίνεται ότι έμειναν ικανοποιημένοι. Εν τούτοις, εν σχέσει με αυτά τα βιβλία, όχι κανένας άλλος αλλά ο Ρωμαιοκαθολικός Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της Βουλγάτας, είπε: «Όλα τα απόκρυφα βιβλία πρέπει ν’ αποφεύγωνται· . . . δεν είναι έργα των συγγραφέων με των οποίων τα ονόματα διακρίνονται . . . περιέχουν πολλά που είναι εσφαλμένα, . . . είναι ένα έργο που απαιτεί μεγάλη προσοχή για να βρούμε χρυσό μέσα στη λάσπη.»
Επειδή η Ελληνική Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ως κανονικά όχι μόνον αυτά τα απόκρυφα βιβλία αλλά και το βιβλίο 1 Έσδρας και την Προσευχή του Μανασσή, αυτά τα βιβλία προσετέθησαν μετά από τ’ άλλα Απόκρυφα με την εξήγησι: «Τα επόμενα βιβλία των Αποκρύφων . . . δεν θεωρούνται ως αυθεντικά από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και γι’ αυτό δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των Δευτεροκανονικών βιβλίων. Τα βιβλία 1 Έσδρας και η Προσευχή του Μανασσή περιλαμβάνονται στον Ελληνικό κανόνα της Γραφής. Για κάποιο λόγο, που δεν είναι σαφής, εμφαίνεται και το βιβλίο 2 Έσδρας σ’ αυτό το τμήμα.
Η αμφισβητούμενη περικοπή στον Μάρκο 16:9-20 αποκαταστάθηκε στο κανονικό κείμενο αλλά μ’ ένα κενό διάστημα και μια υποσημείωσι που εξηγεί ότι «Μερικές από τις πιο αρχαίες αυθεντίες τερματίζουν το βιβλίο στο τέλος του εδαφίου 8.» Επίσης τα εδάφια κατά Ιωάννην 7:53-8:11 επαναφέρθηκαν στο κείμενον, με μια υποσημείωσι που λέγει: «Οι πιο αρχαίες αυθεντίες παραλείπουν τα εδάφια 7:53-8:11.» Σε μερικές συντομώτερες περιπτώσεις ακολούθησαν παρόμοια τακτική. Εδάφια τα οποία είχαν παραλειφθή στο κείμενο της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μεταφράσεως, αλλά υπήρχαν στις υποσημειώσεις, βρίσκονται τώρα μέσα στο κείμενο με υποσημειώσεις που λέγουν ότι μερικές αυθεντίες παραλείπουν αυτά τα εδάφια. Έτσι, αν δεν είναι προσεκτικός ο αναγνώστης, θα θεωρήση όλ’ αυτά τα αμφισβητούμενα τμήματα ως μέρη του θεοπνεύστου κειμένου της Αγίας Γραφής. Είναι φανερό ότι οι Διαμαρτυρόμενοι υπεχώρησαν περισσότερο από τους Καθολικούς σ’ αυτά τα θέματα.
Φαίνεται ότι σε μια μικρότερη περίπτωσι οι Διαμαρτυρόμενοι λόγιοι ενέμειναν στη δική τους άποψι. Και ποια ήταν αυτή; Εχαρακτήρισαν τους ετεροθαλείς αδελφούς του Ιησού ως σαρκικούς αδελφούς (brothers) αντί για πνευματικούς αδελφούς (brethren).
Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις Κοινής Βίβλου χαιρετίζεται ως ένα βήμα προς την ένωσι των διαφόρων κλάδων του Χριστιανικού κόσμου, και ως η πρώτη Βίβλος μέσα σε τετρακόσια χρόνια που γίνεται παραδεκτή και από τους Διαμαρτυρόμενους και από τους Καθολικούς. Αλλά μήπως υπάρχει κανένας λόγος για να συμπεράνωμε ότι αυτή «η Νέα Βίβλος μπορεί να τερματίση τις αντιθέσεις μεταξύ των πίστεων,» όπως το διετύπωσε μια εφημερίδα; Διόλου! Δεν χρησιμοποιούν όλες οι εκατοντάδες των διαφόρων Προτεσταντικών δογμάτων επί αιώνες τη μετάφρασι Βασιλέως Ιακώβου; Τους έκαμε αυτό να είναι ενωμένοι; Τότε πώς μπορεί απλώς το γεγονός ότι η Κοινή Βίβλος επιδοκιμάζεται από τους διαφόρους κλάδους του Χριστιανικού κόσμου να χρησιμεύση στο να τους ενώση; Πραγματικά, ο συγγραφεύς του Ιησουιτικού εβδομαδιαίου περιοδικού Αμέρικα παραδέχθηκε ότι δεν πρέπει ν’ αναμένεται ότι η Κοινή Βίβλος θα λύση τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων πίστεων.
Τι ωφελεί η συμφωνία για μια κοινή Βίβλο όταν αυτή δεν γίνεται δεκτή ως αυθεντία στην πίστι και στην πράξι; Σήμερα πολλοί κληρικοί αρνούνται τις Βιβλικές αφηγήσεις για τη δημιουργία καθώς και για τον Κατακλυσμό και αμφισβητούν τα θαύματα που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Επί πλέον, εμμένουν σε διδασκαλίες που δεν αναγράφονται στη Βίβλο. Σ’ ένα πρόσφατο τεύχος του Ρωμαιοκαθολικού εβδομαδιαίου περιοδικού Άουρ Σάντεϋ Βίζιτορ ανεγράφη ένα ερώτημα αναγνώστου: «Δυσκολεύομαι να παραδεχθώ μια δοξασία που δεν διδάσκεται σαφώς στην Αγία Γραφή. Σεις τι φρονείτε γι’ αυτό;» Απαντώντας ο επίσκοπος Τζων Β. Σέρινταν εδήλωσε: «Καταλαβαίνω τι θέλετε να πήτε. . . . Πολλές από τις πολύ στοιχειώδεις Χριστιανικές δοξασίες μας δεν εκφράζονται σαφώς και δεν καθορίζονται στη Βίβλο.»
Είναι καλό πραγματικά το ότι το ενδιαφέρον για τη Βίβλο εξακολουθεί να έχη ως αποτέλεσμα νέες μεταφράσεις. Αλλά το ότι η Κοινή Βίβλος μπορεί να ‘τερματίση κάθε αντίθεσι μεταξύ των πίστεων’ αποτελεί μια μάταιη ελπίδα. Πραγματικά, το ενδιαφέρον για την έκδοσι Αγίων Γραφών μας θυμίζει τα λόγια που αναγράφονται εν σχέσει με το πώς αισθάνονταν οι αρχαίοι θρησκευτικοί ηγέται για τον προφήτη Ιεζεκιήλ: «Ιδού συ είσαι προς αυτούς ως ερωτικόν άσμα ανθρώπου ηδυφώνου, και παίζοντος όργανα καλώς· διότι ακούουσι τους λόγους σου, αλλά δεν κάμνουσιν αυτούς.»—Ιεζ. 33:32.