Ερωτήσεις από Αναγνώστες
● Εκθέτει η Αγία Γραφή συγκεκριμένους κανόνες ως προς τι είναι ηθικό και τι ανήθικο σχετικά με τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ συζύγων; Μήπως είναι ευθύνη των πρεσβυτέρων της εκκλησίας να προσπαθούν ν’ ασκήσουν έλεγχο μεταξύ των μελών της εκκλησίας σ’ αυτές τις στενές συζυγικές σχέσεις;
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η Αγία Γραφή δεν εκθέτει συγκεκριμένους κανόνες ή περιορισμούς σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον επιδίδονται σε σεξουαλικές σχέσεις οι σύζυγοι. Υπάρχουν σύντομες περιγραφές καταλλήλων εκφράσεων αγάπης, όπως στις Παροιμίες 5:15-20 και διάφορα εδάφια στο Άσμα Ασμάτων (1:13· 2:6· 7:6-8). Αυτά τα εδάφια, καθώς και τα εδάφια Ιώβ 31:9, 10, απλώς παρέχουν μια ένδειξι του τι συνηθίζετο ή τι ήταν φυσικό στη διάρκεια του ερωτικού παιγνιδιού και των σεξουαλικών σχέσεων και που ταυτίζεται με ό,τι γενικά θεωρείται ως συνηθισμένο και φυσιολογικό σήμερα.
Η πιο ισχυρή συμβουλή στις Άγιες Γραφές είναι ότι πρέπει να έχωμε πλήρη αγάπη για τον Θεό και ν’ αγαπούμε τον σύντροφό μας όπως τον εαυτό μας. ένας σύζυγος πρέπει ν’ αγαπά τη σύζυγό του όπως αγαπά το σώμα του, να την περιθάλπη και να της αποδίδη τιμή. (Ματθ. 22:37-40· Εφεσ. 5:25-31· 1 Πέτρ. 3:7) Όπως δηλώνει ο απόστολος, η αγάπη «δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται.» (1 Κορ. 13:4, 5) Αυτό οπωσδήποτε αποκλείει την επιβολή αφύσικων πράξεων εκ μέρους ενός ατόμου στον γαμήλιο σύντροφό του, ο οποίος τις θεωρεί αηδιαστικές ή ακόμη και αποκρουστικές ή διεστραμμένες.
Οι Γραφές δεν προχωρούν πέρα απ’ αυτές τις βασικές γραμμές καθοδηγήσεως και, επομένως, εμείς δεν μπορούμε να κάνωμε τίποτε άλλο από το να παρέχωμε συμβουλές σε αρμονία μ’ αυτά που λέγει η Αγία Γραφή. Κατά το παρελθόν, το περιοδικό αυτό έχει σχολιάσει ωρισμένες αφύσικες σεξουαλικές συνήθειες, όπως η από του στόματος συνεύρεσις, μέσα στον γάμο και αυτές οι συνήθειες ταυτίσθηκαν με χονδροειδή σεξουαλική ανηθικότητα. Επί τη βάσει αυτού, βγήκε το συμπέρασμα ότι εκείνοι που επιδίδονται σε τέτοιες σεξουαλικές συνήθειες πρέπει να υπόκεινται σε αποκοπή, αν δεν μετανοήσουν. Ανεφέρθη η άποψις ότι ανήκε στη δικαιοδοσία των πρεσβυτέρων της εκκλησίας να εξετάσουν την υπόθεσι και να ενεργήσουν με δικαστική ιδιότητα σχετικά με τέτοιες συνήθειες στις συζυγικές σχέσεις.
Μια πιο προσεκτική εξέτασις του ζητήματος, όμως, μας πείθει ότι, επειδή δεν υπάρχουν σαφείς Γραφικές καθοδηγίες, αυτά είναι ζητήματα για τα οποία τα έγγαμα ζεύγη πρέπει ν’ αναλάβουν την ευθύνη ενώπιον του Θεού και ότι δεν ανήκει στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας να προσπαθήσουν να ελέγξουν αυτές τις γαμήλιες στενές σχέσεις ούτε ν’ αποκόψουν κάποιο άτομο με μόνη βάσι αυτά τα ζητήματα.a Φυσικά, αν κάποιο άτομο θελήση να πλησιάση ένα πρεσβύτερο και του ζητήση συμβουλή, μπορεί να το κάνη και ο πρεσβύτερος μπορεί να εξετάση Γραφικές αρχές μ’ αυτό το άτομο, ενεργώντας ως ποιμήν αλλά χωρίς να προσπαθή, στην πραγματικότητα, να «αστυνομεύση» τη συζυγική ζωή του ατόμου που εξετάζει το ζήτημα.
Αυτό δεν πρέπει να ληφθή ως απαγόρευσις όλων των διαφόρων σεξουαλικών συνηθειών στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι, διότι δεν συμβαίνει καθόλου αυτό. Απλώς εκφράζει ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης ν’ αφήσωμε τον Λόγο του Θεού να μας κυβερνά και να αποφύγωμε το να λάβωμε μια δογματική στάσι εκεί που δεν φαίνεται να υπάρχη επαρκής βάσις. Εκφράζει επίσης εμπιστοσύνη στην επιθυμία του λαού του Ιεχωβά ως σύνολον να κάνη όλα τα πράγματα ως να τα έκανε γι’ αυτόν και ν’ αντανακλά τις θαυμάσιες ιδιότητές του σ’ όλες τις υποθέσεις του. Εκφράζει προθυμία ν’ αφήσωμε την κρίσι αυτών των στενών γαμηλίων ζητημάτων στα χέρια του Ιεχωβά Θεού και του Υιού του, οι οποίοι έχουν τη σοφία και τη γνώσι που απαιτούνται σ’ όλες τις περιστάσεις για ν’ αποδοθή δικαία κρίσις. Είναι καλό να μην ξεχνούμε ότι «πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού [του Θεού, ΜΝΚ]» και ότι «έκαστος ημών περί εαυτού θέλει δώσει λόγον εις τον Θεόν.» (Ρωμ. 14:7-10, 12) «Πρέπει πάντες να εμφανισθώμεν έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, δια να ανταμειφθή έκαστος κατά τα πεπραγμένα του σώματος καθ’ ά έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν.»—2 Κορ. 5:10.
Είναι επίσης καλό ν’ αναγνωρίζωμε ότι όταν ο απόστολος έγραψε αυτή τη συμβουλή στα εδάφια Κολοσσαείς 3:5, 6, δεν την απηύθυνε μόνο στους αγάμους αλλά και στους εγγάμους επίσης. Είπε: «Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν και την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολατρεία.» Στα εδάφια 1 Θεσσαλονικείς 4:3-7 ο Παύλος περαιτέρω συμβουλεύει ότι πρέπει «να εξεύρη έκαστος υμών να κρατή το εαυτού σκεύος εν αγιασμώ και τιμή, ουχί εις πάθος επιθυμίας καθώς και τα έθνη τα μη γνωρίζοντα τον Θεόν . . . Διότι ο Θεός δεν εκάλεσεν ημάς προς ακαθαρσίαν, αλλά προς αγιασμόν.»
Με το ν’ αναφέρη το «πάθος επιθυμίας,» ο απόστολος οπωσδήποτε δεν καταδικάζει τη φυσιολογική σεξουαλική επιθυμία που βρίσκει κατάλληλη διέξοδο και έκφρασι μέσα στη γαμήλια διευθέτησι. Έχομε μια φυσιολογική επιθυμία για φαγητό και ποτό και μπορούμε κατάλληλα να ικανοποιήσωμε την επιθυμία αυτή. Αλλά μπορεί κανείς να γίνη λαίμαργος ή μέθυσος με το να τρώγη και να πίνη υπερβολικά και χωρίς περιορισμούς. Έτσι, επίσης, θα μπορούσε κανείς ν’ απορροφηθή τόσο πολύ από το ‘σεξ’ ώστε η ικανοποίησις της σεξουαλικής του επιθυμίας να γίνη ο κυρίαρχος και βασικός σκοπός στη ζωή του, αντί να αποτελή μια προσθήκη ή ένα συμπλήρωμα δευτερευούσης σημασίας στην έκφρασι της αγάπης που τονίζει η Αγία Γραφή. Όταν συμβαίνη αυτό, τότε το άτομο φθάνει στα όρια της πλεονεξίας, «ήτις είναι ειδωλολατρία,» και αυτό που ειδωλοποιείται είναι η σεξουαλική επιθυμία.—Εφεσ. 5:3, 5· Φιλιππ. 3:19· Κολ. 3:5.
Τι θα γίνη, λοιπόν, σε μια περίπτωσι που ένα έγγαμο άτομο, ίσως μια σύζυγος, πλησιάση ένα πρεσβύτερο στην εκκλησία και παραπονεθή ότι ο γαμήλιος σύντροφός της την κακομεταχειρίζεται με το να της επιβάλη σεξουαλικές συνήθειες τις οποίες αυτή απορρίπτει και θεωρεί αποκρουστικές και διεστραμμένες; Αν το άλλο γαμήλιο μέλος είναι πρόθυμο να συζητήση το θέμα, ο πρεσβύτερος, πιθανώς μαζί με κάποιον άλλο πρεσβύτερο, μπορούν να προσφερθούν να βοηθήσουν το ζεύγος να λύση το πρόβλημά του, παρέχοντας Γραφικές συμβουλές.
Τι θα γίνη αν ένα έγγαμο ζεύγος ισχυρίζεται ότι ωρισμένες σεξουαλικές συνήθειες του γαμηλίου συντρόφου του είναι τόσο χονδροειδείς ώστε περιλαμβάνονται μέσα στην έννοια της λέξεως πορνεία όπως χρησιμοποιείται στο εδάφιο Ματθαίος 19:9; Όπως κατεδείχθη, οι Γραφές δεν δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες που να μας επιτρέπουν να καθορίσωμε αν ωρισμένες σεξουαλικές συνήθειες μέσα στον γάμο είναι—ή δεν είναι—πορνεία. Πρέπει να σημειωθή ότι η ‘πορνεία’ πηγάζει από μια λέξι που έχει τη βασική σημασία του «πωλώ ή ενδίδω σε πόθο ή σε ακολασία.» Ο ρηματικός τύπος (πορνεύω) περιλαμβάνει μέσα στις έννοιές του την έννοια του «διαφθείρω.» (Ελληνο- Αγγλικόν Λεξικόν Λίντελ και Σκωτ). Αν κάποιο έγγαμο άτομο πιστεύη ότι οι σεξουαλικές συνήθειες του συντρόφου του, μολονότι δεν περιλαμβάνουν κάποιο άλλο άτομο έξω από τον γάμο, όμως είναι τόσο χονδροειδείς ώστε δείχνουν πως το άτομο έχει υποκύψει σε ακολασία ή ότι έχει παρασύρει σε ακολασία τότε αυτό είναι κάτι για το οποίο το άτομο πρέπει ν’ αποφασίση και μόνο του ν’ αναλάβη την ευθύνη.
Ένα τέτοιο άτομο μπορεί να πιστεύη ότι οι συνθήκες παρέχουν Γραφικό λόγο για διαζύγιο. Αν είναι έτσι, το άτομο αυτό, άνδρας ή γυναίκα, θα πρέπει ν’ αναλάβη πλήρη ευθύνη ενώπιον του Θεού για το διαζύγιο που μπορεί να πάρη. Δεν πρέπει ν’ αναμένεται από τους πρεσβυτέρους να επιδοκιμάσουν (Γραφικώς) το διαζύγιο, αν δεν είναι σίγουροι για τους λόγους. Συγχρόνως, δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν τη δική τους συνείδησι σε κάποιον άλλο, όταν το ζήτημα είναι αμφισβητήσιμο. (Ιακ. 4:11, 12) Αφού αναφέρουν οποιαδήποτε Γραφική συμβουλή βρίσκουν κατάλληλη, μπορούν κατόπιν να τονίσουν στο άτομο που σχετίζεται με την υπόθεσι τη σοβαρότητα του ζητήματος και την πλήρη ευθύνη που πρέπει ν’ αναλάβη αν γίνουν ενέργειες για διαζύγιο. Αν το άτομο απλώς ζητή πρόφασι για να διασπάση τον γαμήλιο δεσμό, τότε πρέπει ν’ αναμένη τη δυσμένεια του Θεού, διότι όσον αφορά μια τέτοια δόλια συμπεριφορά προς τον γαμήλιο σύντροφο ο Θεός λέγει ότι «μισεί τον αποβάλλοντα.» (Μαλ. 2:16) «Τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός» και οποιοσδήποτε παίρνει διαζύγιο απλώς με μια πρόφασι και κατόπιν ξαναπαντρεύεται, δεν θα διαφύγη αυτή την κρίσι. (Εβρ. 13:4) Οι πρεσβύτεροι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι ο Κύριος «θέλει φέρει εις το φως τα κρυπτά του σκότους και θέλει φανερώσει τας βουλάς των καρδιών» στον ωρισμένο του καιρό. (1 Κορ. 4:4, 5) Όποιος σπείρει απάτη και δολιότητα, θα θερίση παθήματα, διότι «ο Θεός δεν εμπαίζεται.»—Γαλ. 6:7, 8.
Όπως ακριβώς οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας αναγνωρίζουν στους αδελφούς και αδελφές τους το δικαίωμα ν’ ασκούν την προσωπική τους συνείδησι σε ζητήματα που δεν υπάρχουν συγκεκριμένες Γραφικές αρχές, έτσι, επίσης, οι πρεσβύτεροι έχουν δικαιώματα ν’ ασκήσουν τη δική τους συνείδησι σχετικά με την άποψί τους για εκείνους που επιδίδονται σε αμφισβητήσιμες ενέργειες. Αν πραγματικά πιστεύουν ότι οι πράξεις ενός μέλους της εκκλησίας σ’ αυτά τα ζητήματα είναι τέτοιες ώστε δεν μπορούν με συνέπεια να τον ή την συστήσουν για υποδειγματική υπηρεσία μέσα στην εκκλησία, αυτό είναι δικαίωμά τους.—1 Τιμ. 1:19· 3:2-12· 5:22.
[Υποσημειώσεις]
a Είχαν αναφερθή οι δηλώσεις του αποστόλου στην επιστολή προς Ρωμαίους 1:24-27 σχετικά με την «φυσικήν χρήσιν» του σώματος άρρενος και θήλεως. Όπως είναι φανερό και γίνεται λογικά παραδεκτό αυτές οι δηλώσεις έγιναν εν σχέσει με την ομοφυλοφιλία. Δεν αναφέρονται με κανένα άμεσο τρόπο στις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ συζύγων. Πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι ακόμη και αυτές οι εκφράσεις αγάπης που είναι τελείως φυσιολογικές και κοινές μεταξύ συζύγων θα ήσαν «αφύσικες» για άτομα του ιδίου φύλου και ανήθικες για άγαμα άτομα. Όποια καθοδηγία, λοιπόν, κι αν παρέχουν αυτές οι αποστολικές δηλώσεις σχετικά με τις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανδρογύνων, είναι έμμεση και πρέπει να θεωρήται μόνον ως πειστικής, αλλ’ όχι αποφασιστικής φύσεως, δηλαδή όχι ως βάσις για να θέση κανείς σκληρούς και πρόχειρους κανόνες για κρίσι. Συγχρόνως υπάρχει η δυνατότης και ίσως η πιθανότης ότι μερικές σεξουαλικές πράξεις στις οποίες επιδίδονται τώρα οι σύζυγοι, να ήσαν αρχικώς συνήθεια μόνο των ομοφυλοφίλων. Αν είναι έτσι τότε αυτό θα έδινε σ’ αυτές τις συνήθειες τουλάχιστον μια δυσάρεστη προέλευσι. Έτσι, δεν πρέπει οι ενσυνείδητοι Χριστιανοί να βλέπουν μ’ ελαφρότητα αυτό το ζήτημα απλώς επειδή δεν γίνεται στα ανωτέρω αναφερθέντα εδάφια άμεση μνεία στα έγγαμα άτομα.