Η Εκτέλεσις του Θελήματος του Θεού Υπήρξε η Χαρά Μου
Αφήγησις υπό Α. Χ. Μακμίλλαν
ΥΣΤΕΡ’ από εξήντα έξη ετών ζωή σε μια προσπάθεια να εκτελώ το θέλημα του Θεού, επιθυμώ να πω ότι αυτή υπήρξε μια ζωή γεμάτη χαρά. Αισθάνομαι όπως εκείνος ο Ιουδαίος Δαβίδ, που είπε: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου.» (Ψαλμ. 40:8) Έχω ιδεί την οργάνωσι του Ιεχωβά ν’ αναπτύσσεται από μια μικρή αρχή, όταν εγώ αφιερώθηκα στον Θεό σε ηλικία είκοσι τριών ετών τον Σεπτέμβριο του 1900, σε μια παγκόσμια κοινωνία ευτυχισμένων ανθρώπων, οι οποίοι με ζήλο εξαγγέλλουν τις αλήθειές του.
Λίγοι άνθρωποι μέσα στην οργάνωσι του Ιεχωβά Θεού είχαν το δικό μου προνόμιο. Έζησα και υπηρέτησα ως ένας μάρτυς του Ιεχωβά σε τρείς διακεκριμένες περιόδους της ιστορίας της. Είχα στενή συναναστροφή με τρεις προέδρους της Εταιρίας Σκοπιά και έχω παραστή μάρτυς της προόδου του λαού του Θεού κάτω από τη διαχείρισί των. Μολονότι κάθε περίοδος ήταν τόσο χαρακτηριστικά διαφορετική από τις άλλες δύο όσο είναι δυνατόν να φαντασθή ένας, εν τούτοις η κάθε μία εξεπλήρωσε τον σκοπό της στην επεξεργασία των βουλών του Ιεχωβά· και είμαι πεπεισμένος περισσότερο από ποτέ άλλοτε, καθώς βλέπω να πλησιάζη το τέλος της υπηρεσίας μου στον Θεό επί της γης, ότι ο Ιεχωβά κατηύθυνε τον λαό του και του έδωσε ό,τι ακριβώς εχρειάζετο στον κατάλληλο καιρό.
Έχω ιδεί να επέρχωνται πολλές δριμείες κρίσεις επάνω στην οργάνωσι και δοκιμασίες τής πίστεως εκείνων που ήσαν σ’ αυτή. Με τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού αυτή επέζησε κι εξακολούθησε να είναι ανθηρή. Έχω ιδεί τη σοφία τού ν’ αναμένωμε υπομονητικά τον Ιεχωβά να διευκρινίση την κατανόησί μας σε Γραφικά πράγματα αντί να μας αναστατώνη μια νέα σκέψις. Μερικές φορές οι προσδοκίες μας για μια συγκεκριμένη χρονολογία υπερέβαιναν αυτό που δικαιολογούσαν οι Γραφές. Όταν εκείνες οι προσδοκίες παρήρχοντο ανεκπλήρωτες, αυτό δεν μετέβαλλε τους σκοπούς του Θεού. Οι θεμελιώδεις αλήθειες που εμάθαμε από τις Γραφές παρέμεναν οι ίδιες. Έτσι έμαθα ότι πρέπει ν’ αναγνωρίζωμε τα σφάλματά μας και να εξακολουθούμε την έρευνά μας στον Λόγο του Θεού για περισσότερα διαφώτισι. Οποιεσδήποτε αναπροσαρμογές και αν επρόκειτο να κάνωμε από καιρό σε καιρό στις απόψεις μας, αυτό δεν άλλαζε τη φιλάγαθη προμήθεια του αντιλύτρου και την υπόσχεσι του Θεού για αιώνια ζωή, Έτσι δεν υπήρχε ανάγκη ν’ αφήσωμε να εξασθενήση η πίστις μας από ανεκπλήρωτες προσδοκίες ή αλλαγές στις απόψεις.
Ενθυμούμαι τον καιρό, που ήμουν ένας ομιλητής σε μια συνέλευσι στο Σαρατόγκα Σπρινγκς, Νέας Υόρκης, το 1914. Ομίλησα με το θέμα «Πάντων το Τέλος Επλησίασεν· Ας Είμεθα Λοιπόν Φρόνιμοι, Άγρυπνοι, και ας Προσευχώμεθα.» Το επίστευα κι εγώ ο ίδιος ειλικρινά—ότι η εκκλησία «θα μετέβαινε στον οίκον της» τον Οκτώβριο. Στη διάρκεια εκείνης της διαλέξεως έκαμα την εξής ατυχή παρατήρησι: «Αυτή είναι προφανώς η τελευταία δημοσία ομιλία που πρόκειται να δώσω, διότι σύντομα θα μεταβώμεν στον οίκο μας.»
Το επόμενο πρωί 500 από εμάς επεστρέψαμε στο Μπρούκλυν, όπου οι υπηρεσίες θα ετερμάτιζαν τη συνέλευσι. Πολλοί από αυτούς που παρευρέθησαν στη συνέλευσι παρέμειναν στο Μπέθελ. Το πρωί της Παρασκευής ήμεθα όλοι στο τραπέζι για το πρόγευμα, όταν κατέβηκε ο Αδελφός Ρώσσελ. Συνήθως, όταν έμπαινε στην αίθουσα, εδίσταζε για μια στιγμή και με καλή διάθεσι έλεγε, «Καλημέρα, σε όλους σας.» Αυτό το πρωινό, όμως, χτύπησε ζωηρά τα χέρια του και χαρούμενα ανήγγειλε: «Οι Καιροί των Εθνών ετελείωσαν· ο καιρός των βασιλέων των παρήλθε.» Ο Αδελφός Ρώσσελ εκάθησε επί κεφαλής της τραπέζης και έκαμε μερικές παρατηρήσεις, και κατόπιν εγώ τον επλησίασα για κάποιο καλοκάγαθο αστείο.
Ο Αδελφός Ρώσσελ είπε: «Θα κάμωμε μερικές αλλαγές στο πρόγραμμα της Κυριακής. Στις 10.30΄ το πρωί της Κυριακής ο Αδελφός Μακμίλλαν θα μας δώση μια ομιλία.» Όλοι εγέλασαν από την καρδιά τους, ενθυμούμενοι τι είχα ειπεί την Τετάρτη στο Σαρστόγκα Σπρινγκς—την «τελευταία μου ομιλία.» Ώστε, έπρεπε να εργασθώ για να βρω κάτι να πω. Βρήκα τον Ψαλμό 74:9 «Τα σημεία ημών δεν βλέπομεν· δεν υπάρχει πλέον προφήτης, ουδέ γνωρίζων μεταξύ ημών το έως πότε.» Τώρα, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Σ’ εκείνη την ομιλία προσπάθησα να δείξω στους φίλους ότι ίσως κάποιος από μας βιάστηκε λίγο να νομίση ότι θα πηγαίναμε στον ουρανό αμέσως, και ότι εκείνο που έπρεπε να κάνωμε ήταν να είμεθα απασχολημένοι στην υπηρεσία του Κυρίου ωσότου Αυτός θ’ απεφάσιζε πότε οποιοσδήποτε από τους επιδοκιμασμένους δούλους του θα ελαμβάνετο στον οίκο του στον ουρανό.
Μολονότι οι προσδοκίες μας να ληφθούμε στον ουρανό δεν εξεπληρώθησαν το 1914, εν τούτοις το έτος εκείνο είδε το τέλος των Καιρών των Εθνών, όπως είχαμε προβλέψει. Έτσι όλες οι προσδοκίες μας για το έτος εκείνο δεν έμειναν ανεκπλήρωτες. Αλλά δεν αισθανθήκαμε ιδιαίτερη στενοχώρια που δεν συνέβησαν όλα όπως ακριβώς ανεμέναμε, διότι ήμεθα τόσο απασχολημένοι με το έργο για το Φωτόδραμα και με τα προβλήματα που εδημιουργήθησαν από τον πόλεμο.
ΕΠΕΚΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΡΟΒΛΕΦΘΗ
Ο Αδελφός Ρώσσελ αντελήφθη ότι και αν ακόμη μερικά ατομικά μέλη του πνευματικού ποιμνίου είχαν παραμείνει στη γη, εν τούτοις, αυτό δεν μετέβαλλε ούτε επηρέαζε τον προγραμματισμένο χρόνο για τον τερματισμό της χωρίς διακοπή διακυβερνήσεως των εθνών, ή Καιρών των Εθνών. Συνεχώς ετόνιζε, «Το επόμενο πράγμα τώρα στη σειρά είναι η εγκαθίδρυσις της ενδόξου Βασιλείας εις χείρας του μεγάλου Μεσίτου», του Υιού του Θεού. Αυτή η άποψις έκαμε να γεννηθούν στη διάνοια μας πολλά ερωτήματα. Ένα από αυτά ήταν το πώς θα εξεπληρώνετο το εδάφιο Ματθαίος 24:14, σχετικά με το παγκόσμιο κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας του Θεού.
Σχετικά με αυτό ενθυμούμαι ένα επεισόδιο, που συνέβη μόλις λίγο πριν από τον θάνατο του Αδελφού Ρώσσελ. Πάντοτε δαπανούσε το πρωινό του από τις 8 π.μ. έως το μεσημέρι στο γραφείο του, στο να ετοιμάζη άρθρα της Σκοπιάς και να κάνη κάθε άλλη γραφική εργασία που είχε προς εκτέλεσιν και η οποία απαιτούσε έρευνα στη Γραφή. Κανείς δεν επλησίαζε στο γραφείο του τις ώρες εκείνες, εκτός αν είχε κληθή ειδικώς ή είχε κάτι πολύ σπουδαίο. Πέντε περίπου λεπτά μετά τις οκτώ, ένας στενογράφος κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και μου είπε: «Ο Αδελφός Ρώσσελ θέλει να σας ιδή στο γραφείο του.» Σκέφθηκα, «Τι να έχω κάμει;» Το να προσκληθή ένας στο γραφείο το πρωί εσήμαινε ότι υπήρχε κάτι σπουδαίο.
Πήγα στο γραφείο και μου λέγει: «Έλα μέσα, αδελφέ. Πέρασε σε παρακαλώ μέσα στην αίθουσα.» Ήταν μια προέκτασις του γραφείου. Μου είπε: «Αδελφέ, εξακολουθείς να ενδιαφέρεσαι τόσο βαθιά για την αλήθεια όσο και όταν άρχισες;» Τον εκύτταξα έκπληκτος. Μου λέγει :«Μην εκπλήττεσαι. Αυτή ήταν απλώς μια κατατοπιστική ερώτησις.» Κατόπιν μου περιέγραψε τη σωματική του κατάστασι, και εγνώριζα αρκετά από σωματική διάγνωσι για ν’ αντιληφθώ ότι δεν θα ζούσε πολλούς μήνες ακόμη, εκτός αν εύρισκε κάποια ανακούφισι. Μου λέγει: «Λοιπόν, τώρα, αδελφέ, αυτό που ήθελα να σου πω είναι το εξής. Δεν μπορώ πια να συνεχίσω το έργο, κι εν τούτοις υπάρχει πολύ έργο να γίνη ακόμη. Ναι, υπάρχει ένα παγκόσμιο έργο να γίνη.» Παρέμεινα εκεί επί τρείς ώρες, και μου περιέγραψε το εκτεταμένο έργο κηρύγματος που βλέπω τον λαό του Ιεχωβά να κάνη σήμερα. Το αντελήφθη από όσα εδιάβασε στη Γραφή.
Του είπα: «Αδελφέ Ρώσσελ, αυτά που λες δεν προσθέτουν πολλά πράγματα. Δεν φαίνεται να έχουν ορθό νόημα.»
«Τι θέλεις να πης, αδελφέ;» με ρώτησε.
«Νομίζεις ότι όταν εσύ πεθάνης, το έργο αυτό θα συνεχισθή;» Του απήντησα. «Όταν εσύ πεθάνης, όλοι εμείς θα σταυρώσωμε ικανοποιημένοι τα χέρια και θ’ αναμένωμε να έλθουμε στον ουρανό μαζί σου. Θα σταματήσωμε τότε.»
«Αδελφέ», μου λέγει, «αν αυτή είναι η σκέψις σου, δεν βλέπεις τη σοβαρότητα του ζητήματος. Αυτό δεν είναι έργον ανθρώπου. Εγώ δεν είμαι σπουδαίος σ’ αυτό το έργο. Το φως γίνεται ολοένα λαμπρότερο. Υπάρχει ένα μεγάλο έργο που πρέπει να γίνη.»
Έσφαλα λέγοντας ότι θα σταυρώναμε τα χέρια μας και θα εγκαταλείπαμε την υπηρεσία, όταν θα πέθαινε. Το έργο συνεχίσθηκε, και, καθώς περνούσε ο χρόνος, αρχίσαμε να εργαζώμεθα σκληρότερα παρά ποτέ. Η έκτασις του έργου που γίνεται σήμερα από τον λαό του Ιεχωβά αποδεικνύει πόσο έσφαλα. Πραγματικά, αυτό δεν είναι έργον ανθρώπου.
Αφού περιέγραψε το έργο που υπήρχε μπροστά μας, ο Αδελφός Ρώσσελ είπε: «Τώρα, αυτό που θέλω είναι κάποιος ο οποίος θα έλθη εδώ για να πάρη την ευθύνη από εμένα, θα εξακολουθήσω να διευθύνω το έργο, αλλά δεν μπορώ να το παρακολουθήσω όπως το παρακολουθούσα στο παρελθόν.» Συζητήσαμε τότε για διάφορα πρόσωπα. Τελικά, όταν έφυγα και πέρασα από μια συρτή πόρτα στο χωλλ, μου είπε: «Μια στιγμή. Πήγαινε στο δωμάτιο σου και μίλησε με τον Κύριο γι’ αυτό το ζήτημα κι έλα να μου πης αν ο αδελφός Μακμίλλαν θα δεχθή αυτή τη θέσι.» Έκλεισε την πόρτα δίχως εγώ να πω τίποτε άλλο. Νομίζω ότι παρέμεινα εκεί μισοζαλισμένος. Τι μπορούσα να κάμω για να βοηθήσω τον Αδελφό Ρώσσελ σ’ αυτό το έργο; Υπήρχε ανάγκη ενός ανθρώπου, ο οποίος να κατέχη μερικές ικανότητες από επιχειρήσεις, ενώ εγώ όλο αυτό που εγνώριζα ήταν να κηρύττω θρησκεία. Εν τούτοις, το σκέφθηκα ξανά και επανήλθα αργότερα για να του πω: «Αδελφέ, θα κάμω ό,τι μου είναι δυνατόν. Δεν μ’ ενδιαφέρει που θα με βάλετε.» Έτσι με άφησε υπεύθυνο, ενώ εκείνος επήγε ταξίδι στην Καλιφόρνια απ’ όπου ποτέ δεν επέστρεψε.
Την Τρίτη, 31 Οκτωβρίου 1916, ο Αδελφός Ρώσσελ πέθανε ενώ ταξίδευε σιδηροδρομικώς στην Πάμπα, Τέξας. Τι χτύπημα ήταν αυτό! Όταν εδιάβασα το τηλεγράφημα σχετικά με το θάνατό του στην οικογένεια Μπέθελ το επόμενο πρωί στο πρόγευμα, ακούονταν κλάματα από όλη την αίθουσα φαγητού. Αλλά, συνεχίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, μη γνωρίζοντας τι να κάνωμε. Προσπάθησα να τους εξηγήσω τι μου είχε ειπεί ο Αδελφός Ρώσσελ σχετικά με το μεγάλο έργο που υπήρχε μπροστά μας, αλλά μου είπαν: «Ποιος όμως πρόκειται να το επιβλέπη;»
ΕΚΛΟΓΗ ΝΕΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Καταρτίσαμε, λοιπόν, μια επιτροπή, μια εκτελεστική επιτροπή: Από τον ταμία, τον αντιπρόεδρο κι εμένα, μαζί με τον Αδελφό Ρόδερφορδ, ο οποίος προήδρευε της επιτροπής. Αυτή η επιτροπή διετηρήθη ως την εκλογή διοικητικού συμβουλίου τον Ιανουάριο του 1917. Έτσι προέκυψε τώρα το ζήτημα του ποιος θα διορισθή στο αξίωμα του προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά. Ο αδελφός Βαν Άμπουργκ ήλθε μια μέρα και μου είπε, «Αδελφέ, τι σκέπτεσαι γι’ αυτό;» Του απήντησα: «Μόνο ένα άτομο υπάρχει, είτε σ’ αρέσει αυτό είτε όχι. Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπορεί ν’ αναλάβη αυτό το έργο τώρα, και αυτός είναι ο Αδελφός Ρόδερφορδ.» Μ’ έπιασε από το χέρι και μου είπε: «Συμφωνώ μαζί σου.» Ο Αδελφός Ρόδερφορδ δεν εγνώριζε τι συνέβαινε. Δεν έκαμε καμμιά προεκλογική προσπάθεια για την εξασφάλισι ψήφων. Όταν ήλθε η εκλογή, αυτός εξελέγη πρόεδρος, και παρέμεινε συνεχώς σ’ αυτή τη θέσι ως τον θάνατό του στις 8 Ιανουαρίου 1942.
Συνήντησα για πρώτη φορά τον Αδελφό Ρόδερφορδ το 1905, όταν ο Αδελφός Ρώσσελ κι εγώ κάναμε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πόλι Κάνσας οι αδελφοί έκαμαν προετοιμασίες για να μας περιποιηθούν. Εζήτησαν από τον Δικαστή Ρόδερφορδ στο Μιζούρι να έλθη να τους βοηθήση. Το μόνο που εγνώριζαν γι’ αυτόν ήταν ότι είχε τους τόμους των Γραφικών Μελετών. Ήλθε και προσκάλεσε για φαγητό τον Αδελφό Ρώσσελ κι εμένα, και, ως αποτέλεσμα, γνωρισθήκαμε καλά μαζί του. Λίγο αργότερα πέρασα πάλι από εκείνο το μέρος, κι εσταμάτησα για να επισκεφθώ τον Δικαστή Ρόδερφορδ για μία ή δύο ημέρες. Επειδή είχε υπηρετήσει για ένα διάστημα ως ειδικός δικαστής στην Δεκάτη Τετάρτη Δικαστική Περιφέρεια του Μιζούρι, τον αποκαλούσαν κοινώς «Δικαστή.» Έτσι, λοιπόν, του είπα: «Δικαστά, θα έπρεπε να κηρύττης την αλήθεια εδώ.»
«Εγώ δεν είμαι κήρυξ,» μου είπε. «Είμαι δικηγόρος.»
«Λοιπόν, τώρα, Δικαστά,» του απήντησα, «θα σου δείξω τι μπορείς να κάμης. Πήγαινε να βρης ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής κι ένα μικρό όμιλο ανθρώπων, και δίδαξε τους για τη ζωή, τον θάνατο και τα μετά ταύτα. Δείξε τους από πού ελάβαμε τη ζωή μας, γιατί φθάσαμε στην κατάστασι του θανάτου και τι σημαίνει θάνατος. Χρησιμοποίησε τις Γραφές για απόδειξι, και κατόπιν τερμάτισε λέγοντας, ‘Ιδού, εξεπλήρωσα το καθήκον μου, μ’ αυτά που σας είπα,’ όπως θα έκανες προς τους ενόρκους σε μια δίκη στο δικαστήριο, και τερμάτισε μ’ έναν επίλογο.»
«Δεν φαίνεται πολύ άσχημο αυτό,» μου είπε.
Υπήρχε κάποιος έγχρωμος που εργαζόταν σ’ ένα μικρό αγρόκτημα γειτονικό στην πόλι της κατοικίας του, κοντά στο άκρον της πόλεως. Εκεί υπήρχαν δεκαπέντε ή είκοσι περίπου έγχρωμοι και πήγε εκεί για να τους δώση μια ομιλία με θέμα «Ζωή, Θάνατος και τα Μετά Ταύτα.» Ενώ εκείνος ωμιλούσε, αυτοί συνέχιζαν να λέγουν, «Δόξα στον Θεό, Δικαστά! Από πού μάθατε όλα αυτά;» Είχε μεγάλη επιτυχία. Αυτή ήταν η πρώτη Γραφική ομιλία που έδωσε ποτέ. Ως πρόεδρος της Εταιρίας έδωσε πολλές ομιλίες στον κόσμο από ραδιοφώνου.
Λίγο αργότερα, το 1906, είχα το προνόμιο να τον βαπτίσω στο Σαίντ Πωλ, της Πολιτείας Μιννεσότα. Ήταν ένας από τους 144, που εβάπτισα προσωπικώς στο ύδωρ την ημέρα εκείνη. Γι’ αυτό, όταν έγινε πρόεδρος της Εταιρίας, εχάρηκα ιδιαιτέρως.
ΦΥΛΑΚΗ
Το 1918 αντιμετώπισα μια πραγματική στενοχώρια. Το Υπουργείον Δικαιοσύνης επέπεσε επάνω μας και έρριξε οκτώ από εμάς στη φυλακή της Ρέυμοντ Στρητ στο Μπρούκλυν. Καταθέσαμε την εγγύησι και αναμέναμε τη δίκη μας. Η κατηγορία εναντίον μας ήταν παράβασις του Νόμου της 15ης Ιουνίου 1917 περί Κατασκοπείας. Λόγω του Βιβλικού εκπαιδευτικού έργου μας, μας κατηγόρησαν ότι συνωμοτούσαμε στο να εμποδισθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ν’ αποκτήσουν στρατό.
Στη διάρκεια της δίκης η κυβέρνησις ισχυρίσθη ότι, αν ένα άτομο εστέκετο στη γωνία του δρόμου κι επανελάμβανε την Κυριακή προσευχή με την πρόθεσι ν’ αποθαρρύνη τους άνδρες να ενταχθούν στο στρατό, μπορούσε να φυλακισθή. Αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, πόσο τους ήταν εύκολο να ερμηνεύσουν την πρόθεσι. Ενόμιζαν ότι μπορούσαν να πουν τι εσκέπτετο ένα άτομο, κι έτσι μ’ αυτή τη βάσι ενήργησαν εναντίον μας, μολονότι εβεβαιώσαμε ότι ποτέ, σε καμμιά περίπτωσι δεν συνωμοτήσαμε να κάνωμε οτιδήποτε που θα επηρέαζε τη στρατολόγησι και ποτέ δεν ενθαρρύναμε κανένα ν’ αντισταθή σ’ αυτή. Δεν ωφέλησε σε τίποτε. Μερικοί θρησκευτικοί ηγέται του «Χριστιανικού κόσμου» και οι πολιτικοί σύμμαχοι των ήσαν αποφασισμένοι να μας φυλακίσουν. Ο εισαγγελεύς, με τη συγκατάθεσι του Δικαστού Χόου, επέμεινε στην καταδίκη, με τον ισχυρισμό ότι το ελατήριο μας ήταν άσχετο και ότι η πρόθεσις συνάγεται από τις πράξεις μας. Εγώ θεωρήθηκα ένοχος μόνο διότι προσυπέγραψα μια επιταγή, ο σκοπός της οποίας δεν μπορούσε να καθορισθή, και ότι υπέγραψα μια δήλωσι πεπραγμένων, η οποία ανεγνώσθη από τον Αδελφό Ρόδερφορδ σε μια συνεδρίασι του διοικητικού συμβουλίου. Και τότε ακόμη δεν μπόρεσαν ν’ αποδείξουν ότι η υπογραφή ήταν δική μου. Αυτή η αδικία μάς εβοήθησε αργότερα στην έφεσί μας.
Καταδικασθήκαμε αδίκως σε ογδόντα ετών φυλάκισι. Όλες οι ποινές ήσαν για τέσσερες κατηγορίες, είκοσι έτη για κάθε μία, και έκτισι κατά συγχώνευσι. Αυτό εσήμαινε ότι θα παρέμενα στις φυλακές της Ατλάντα επί είκοσι έτη. Ο προκατειλημμένος δικαστής αρνήθηκε την απόλυσί μας επί εγγυήσει, μέχρις ότου εκδικασθή η έφεσίς μας. Έτσι, έπρεπε να μας φυλακίσουν. Ύστερ’ από εννέα μήνες, με την κατεύθυνσι του Δικαστού Λούις Δ. Μπράντεϊς του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, οι δικηγόροι μας υπέβαλαν και πάλι στο Περιφερειακό Εφετείο της Νέας Υόρκης αίτησι αποφυλακίσεως επί εγγυήσει. Εχορηγήθη στις 21 Μαρτίου 1919, και κατόπιν στις 14 Μαΐου 1919, το δικαστήριο ανέτρεψε την απόφασι του κατωτέρου δικαστηρίου. Στο σκεπτικό του ο Δικαστής Ουώρντ είπε: «Οι κατηγορούμενοι σ’ αυτή τη δίκη δεν είχαν την ψύχραιμη και αμερόληπτη δίκη την οποία εδικαιούντο και γι’ αυτή την αιτία η απόφασις ανετράπη.» Οι προσπάθειες των εχθρών μας να πλαισιώσουν την αδικία δια του νόμου δεν επέτυχαν να μας απομακρύνουν επί είκοσι έτη ή να καταστρέψουν το έργο του Κυρίου.
Όταν μπήκαμε στη φυλακή της Ατλάντα, ο υποδιευθυντής των φυλακών μάς είπε: «Εσείς κύριοι, πρόκειται να παραμείνετε σ’ αυτή τη φυλακή για πολύν καιρό. Θα σας δώσωμε κάποια δουλειά να κάνετε. Πέστε μου τι μπορείτε να κάνετε;»
Του είπα, «Δεν έχω κάμει ποτέ στη ζωή μου άλλο από το να κηρύττω. Έχετε κάτι τέτοιο εδώ;»
«Όχι, κύριε!» μου είπε. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεσθε εδώ, και σας λέγω ότι εδώ δεν πρόκειται να κάνετε κήρυγμα.»
Αλλά ύστερ’ από λίγο άρχισαν μια τάξι Κυριακού σχολείου και συνεκέντρωσαν διαφόρους κρατουμένους. Σ’ εμένα εδόθη μια τάξις Ιουδαίων κρατουμένων, δεκαπέντε περίπου, και στον Αδελφό Ρόδερφορδ εδόθη, επίσης, μία τάξις. Ο καθένας μας είχε από μία. Η τάξις ακολουθούσε τα Δεκαπενθήμερα Κατηχητικά μαθήματα. Τα δικά μας μαθήματα άρχισαν με τον Αβραάμ, τις υποσχέσεις που του εδόθησαν, και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ως το τέλος. Αυτό ήταν περίφημο για μένα. Μια μέρα συνήντησα στον αγρό τον υποδιευθυντή και μου είπε: «Μακμίλλαν, αυτά τα μαθήματα που δίνεις εκεί είναι θαυμάσια. Τα παρακολουθώ κι εγώ όλα και πιστεύω ότι με τον καιρό θα φέρης όλους αυτούς τους Ιουδαίους στη Γη της Επαγγελίας.»
«Ναι», του είπα, «αλλά, όταν ήλθα εδώ μου είπατε ότι δεν θα έπρεπε ν’ ασχοληθώ καθόλου με κήρυγμα.»
«Ω, ξέχασέ το αυτό», μου απήντησε.
Τότε ενέσκηψε η γρίππη και το Κυριακό σχολείο μας διέκοψε τα μαθήματα. Αλλά προτού εγκαταλείψωμε τη φυλακή, ο Αδελφός Ρόδερφορδ ωμίλησε στην τάξι επί τρία τέταρτα περίπου της ώρας. Είχαν παρευρέθη και μερικοί αξιωματούχοι των φυλακών, και πολλοί από τους κρατουμένους έκλαιαν και τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο τους. Τους είχαν κάμει βαθιά εντύπωσι αυτά. Αφήσαμε εκεί ένα μικρό όμιλο, ο οποίος παρέμεινε πιστός.
Ένα άλλο ενδιαφέρον επεισόδιο, που έλαβε χώρα στη φυλακή, ήταν σχετικά με την επανεκλογή των αξιωματούχων της Εταιρίας. Όταν ήλθε η ημέρα γι’ αυτό, ο Αδελφός Ρόδερφορδ εξεδήλωσε ενδιαφέρον για το ότι δυσαρεστημένα άτομα μέσα στην οργάνωσι, τα οποία εβοήθησαν τους θρησκευτικούς και πολιτικούς εχθρούς μας να μας φυλακίσουν, θα προσπαθήσουν ν’ αναλάβουν την διοίκησι της Εταιρίας και να την καταστρέψουν. Του είπα ότι, εφόσον δεν θα μπορούσαμε να είμεθα παρόντες εκεί για να επηρεάσωμε τις εκλογές με την παρουσία μας, αυτό θα ήταν μια ευκαιρία για τον Κύριο να δείξη ποιον ήθελε να έχη πρόεδρο της Εταιρίας.
Το επόμενο πρωί χτύπησε στον τοίχο του κελιού και είπε, «Άπλωσε το χέρι σου.» Όταν το άπλωσα, μου έδωσε ένα τηλεγράφημα, που έλεγε ότι επανεξελέγη πρόεδρος. Αργότερα την ημέρα εκείνη μου είπε: «Θέλω να σου πω κάτι. Έκαμες χθες μια παρατήρησι, που γυρίζει μέσα στο νου μου σχετικά με το ότι εμείς κατέχομε τη θέσι του Αδελφού Ρώσσελ και θα επηρεάζαμε την εκλογή αν ήμαστε παρόντες στο Πίτσμπουργκ και ο Κύριος δεν θα είχε την ευκαιρία να δείξη ποιον θέλει. Ναι, αδελφέ, αν κάποτε βγω από εδώ, με τη χάρι του Θεού θα συντρίψω όλη αυτή την ανθρωπολατρία. Και ακόμη περισσότερο θα πάρω τη μάχαιρα της αληθείας, και θα ξεσχίσω αυτά τα ‘σωθικά’ της γηραιάς Βαβυλώνος. Αυτά μας έφεραν εδώ, αλλά θα βγούμε.» Από τον καιρό της απολύσεως του ως τον θάνατο του, ετήρησε την υπόσχεσι του αυτή με το να εκθέτη την πονηρία της Βαβυλώνος της Μεγάλης, της παγκοσμίου αυτοκρατορίας της ψευδούς θρησκείας.
Η πείρα της φυλακής και η περίοδος δοκιμασίας που είχαμε με μερικά ιδιοτελή άτομα, τα οποία είχαν απομακρυνθή από την οργάνωσι και μας είχαν δημιουργήσει θλίψεις δεν εξασθένισαν την πίστι μου. Η πίστις μου εγίνετο ολοένα ισχυρότερη διότι εγνώριζα από τη Γραφή ότι οι ακόλουθοι του Χριστού θα είχαν δυσκολίες και θλίψεις. Εγνώριζα ότι ο Διάβολος προσπαθούσε να επέμβη στο έργο του Κυρίου, αλλ’ απέτυχε να το σταματήση. Έτσι οι δοκιμασίες που ήλθαν επάνω μας και το μίσος που έδειξαν για μας άτομα, που ήσαν κάποτε αδελφοί μας, δεν με ενώχλησαν. Αυτό έπρεπε ν’ αναμένεται. Δεν μου εκλόνισαν την πίστι στην αλήθεια και στην οργάνωσι του Ιεχωβά.
ΤΑΞΙΔΙΑ
Υπήρξε προνόμιο μου να κάνω πολλά ταξίδια για λογαριασμό της Εταιρίας για να ενθαρρύνω τους αδελφούς και να διεγείρω ενδιαφέρον για τις αλήθειες του Λόγου του Θεού. Στις 12 Αυγούστου 1920, επήγα μαζί με τον Αδελφό Ρόδερφορδ και άλλους της Εταιρίας στην Ευρώπη με το ατμόπλοιο Ιμπερέιτορ. Εφθάσαμε στην Αγγλία το απόγευμα του Σαββάτου, 21 Αυγούστου. Περιωδεύσαμε στην Αγγλία δίνοντας ομιλίες σε πολλές αίθουσες υπερπλήρεις από κόσμο. Πέντε έτη αργότερα, το 1925, τον συνώδευσα σ’ ένα άλλο ταξίδι στην Ευρώπη, οπότε επεσκέφθηκα και τους αδελφούς στην Πολωνία.
Λόγω του ενδιαφέροντός μας να μεταφέρωμε τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού στους Ιουδαίους, είχα την χαρά να κάμω ένα ειδικό ταξίδι εκεί που τότε ελέγετο Παλαιστίνη, και ανεχώρησα με το πλοίο Πρέζιντεντ Άρθουρ, στις 12 Μαρτίου 1925. Εκεί μπόρεσα να μιλήσω για τους σκοπούς του Θεού και να επισκεφθώ μέρη όπου είχε κηρύξει ο Ιησούς.
Με την πάροδο των ετών έκαμα πολλά ταξίδια στις Ηνωμένες Πολιτείες για λογαριασμό της Εταιρίας. Ένα διάστημα είχα ένα κύκλο από είκοσι μία φυλακές, που έπρεπε να επισκέπτομαι στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ταξιδεύοντας 20.000 χιλιόμετρα μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο, επισκεπτόμουν τις φυλακές κάθε έξη εβδομάδες για να ενθαρρύνω τους αδελφούς μας, οι οποίοι ήσαν φυλακισμένοι εκεί λόγω της αρνήσεως των να παραβιάσουν τη Χριστιανική των ουδετερότητα. Ήταν ένα εντατικό έργο, αλλά οι χαρές που μου έφερε με αποζημίωναν περισσότερο για τις ενοχλήσεις που εδοκίμαζα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Τα τελευταία είκοσι χρόνια είχα την χαρά να εργάζωμαι με τον τρίτο πρόεδρο της Εταιρίας, τον Αδελφό Νορρ. Δυστυχώς, η προχωρημένη ηλικία έχει περιορίσει την ποσότητα του έργου που μπορώ να κάμω. Προτού αρχίσω να επισκέπτωμαι τις φυλακές, είχα ασχοληθή επί πολλά χρόνια σε έργο σκαπανέως κι έγινα ειδικός σκαπανεύς το 1941. Όταν έγινε πρόεδρος ο Αδελφός Νορρ το 1942, άρχισα να επισκέπτωμαι τις φυλακές, και τότε, το 1947, έγινα υπηρέτης περιφερείας. Επανήλθα στο Μπέθελ το 1948 και τον Δεκέμβριο του έτους εκείνου άρχισα την εκφώνησι από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Εταιρίας, τον WBBR. Είχα ένα καθημερινό πρόγραμμα, στο οποίο συζητούσα ένα μέρος της Γραφής μαζί με μια μικρούλα, η οποία παρουσιάζετο ως ανεψιά μου. Εξετάσαμε ολόκληρη τη Γραφή συζητώντας κάθε εδάφιο.
Υπήρξε μια πραγματική δοκιμασία για μένα να μη μπορώ τα τελευταία χρόνια, να είμαι τόσο δραστήριος στο έργο του Κυρίου όσο ήμουν πριν, μολονότι εξακολουθώ να είμαι τακτικός στην παρακολούθησι των συναθροίσεων. Διεξάγω μια συνεχή πάλη εναντίον της αποθαρρύνσεως. Λόγω των σωματικών μου προβλημάτων φαίνεται κατά καιρούς ότι ο Διάβολος προσπαθεί να με θέση σε δοκιμασία όπως έκαμε με τον Ιώβ. Αλλά γνωρίζω ότι οφείλω να διακρατήσω την ακεραιότητά μου όπως την διεκράτησε ο Ιώβ, ως το τέλος. Ήταν σκληρό για μένα να βλέπω τους άλλους, οι οποίοι ήσαν μαζί μου στις φυλακές της Ατλάντα, να λαμβάνουν το ουράνιο βραβείο ενώ εγώ παρέμεινα πίσω. Είμαι ο τελευταίος απ’ αυτόν τον όμιλο.
Στην ηλικία των ενενήντα ετών μπορώ να ιδώ πίσω στη ζωή μου και να πω ότι δεν θα διάλεγα μια άλλη εργασία, αν μπορούσα να την ξαναζήσω. Αντιθέτως, θα εργαζόμουν πιο σκληρά και με περισσότερη επιμέλεια.
Με την πάροδο των ετών είχα πολλές δοκιμασίες και παρέστη ανάγκη να κάνω πολλές αναπροσαρμογές στην κατανόησι του Λόγου του Θεού που είχα, αλλά δεν έβλεπα κανένα λόγο που θα επέτρεπε τέτοια πράγματα να διαταράξουν την πίστι μου. Αυτές οι αναπροσαρμογές είναι αναγκαίες για την πνευματική ανάπτυξι ενός Χριστιανού καθώς ο Θεός επιτρέπει να χύνεται περισσότερο φως επάνω στον Λόγο του με την πάροδο του χρόνου. Οποιεσδήποτε αλλαγές και αν έγιναν στις απόψεις δεν μετέβαλαν τις θεμελιώδεις εκείνες αλήθειες όπως το αντίλυτρο, η ανάστασις των νεκρών και η υπόσχεσις του Θεού για αιώνια ζωή. Δεν μετέβαλαν την βεβαιότητα των υποσχέσεων του Θεού, οι οποίες είναι σαφώς καταχωρημένες στον Λόγο του. Έτσι η πίστις μου είναι σήμερα τόσο ισχυρή όσο ποτέ.
Μολονότι η επιθυμία μου ήταν συνεχώς να βρίσκομαι στην υπηρεσία του Θεού, υπήρξαν καιροί δοκιμασίας, που είχα ανάγκη ενθαρρύνσεως. Ένα εδάφιο, που μου έδινε αυτή την ενθάρρυνσι, είναι αυτό που έχει γραφή από τον αγαπητό μας αδελφό Παύλο εις Φιλιππησίους 4:6, 7, «Μη μεριμνάτε περί μηδενός· αλλ’ εν παντί πράγματι ας γνωρίζωνται τα ζητήματά σας προς τον Θεόν μετ’ ευχαριστίας δια της προσευχής και της δεήσεως. Και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν, θέλει διαφυλάξει τας καρδίας σας και τα διανοήματά σας δια του Ιησού Χριστού.» Η πείρα που απέκτησα είναι ότι μπορούμε να έχωμε ειρήνη μόνο εφόσον επαναπαυόμεθα στον Θεό και εμπιστευόμεθα σ’ αυτόν και στον Λόγο του.
Όταν παρατηρώ το μεγάλο έργο που κάνει σήμερα ο λαός του Θεού, ανακαλύπτω νέα σημασία στον Ψαλμό 110:3, ο οποίος λέγει: «Οι νέοι σου θέλουσιν είσθαι εις σε ως η δρόσος.» Ο λαός του Θεού είναι ως αναψυκτική δρόσος, η οποία ευγενικά τροφοδοτεί μια ξηρά γη καθώς διδάσκουν τις αλήθειες του Θεού σε συχνές επισκέψεις. Οι Ευαγγελισταί που έχω γνωρίσει, από το άλλο μέρος, ήσαν όπως μια καταρρακτώδης βροχή σε ξηρά γη η οποία γρήγορα φεύγει, αφήνοντας τη γη και πάλι ξηρά. Μπορούν να προκαλέσουν κατακλυσμό σε μια κοινότητα και κατόπιν να φύγουν.
Η θαυμαστή επέκτασις, που έχω ιδεί στην οργάνωσι του Ιεχωβά, και το παγκόσμιο κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας, που βλέπω να προχωρή σήμερα, φέρνουν ένα έξοχο κορύφωμα στα δικά μου έτη κηρύγματος. Υπήρξε ένα προνόμιο το να εργασθώ με τους τρείς προέδρους της Εταιρίας και να έχω ένα μέρος σ’ αυτή την επέκτασι. Μπορώ πράγματι να εκτιμήσω τώρα την παρατήρησι του Αδελφού Ρώσσελ στην τελευταία του συνομιλία μαζί μου, όταν είπε: ‘Αδελφέ, αυτό δεν είναι έργον ανθρώπου. Είναι έργον Θεού’. Το να εκτελώ το θέλημα του Θεού κατά τα τελευταία εξήντα έξη χρόνια υπήρξε πραγματικά η πιο μεγάλη χαρά μου.