ΑΒΕΛ-ΒΑΙΘ-ΜΑΑΧΑ
(Αβέλ-βαιθ-μααχά), ΑΒΕΛ ΤΟΥ ΒΑΙΘ-ΜΑΑΧΑ [Υδάτινο Ρεύμα του Οίκου της Μααχά].
Οχυρωμένη πόλη του Νεφθαλί στη βόρεια Παλαιστίνη, που βρισκόταν πιθανότατα 7 χλμ. ΔΒΔ της Δαν και ταυτίζεται με το Τελλ Αμπίλ (Τελ Άβελ Μπετ Μααχά). Κατείχε πλεονεκτική θέση, ευρισκόμενη πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από την Ασώρ προς το Β, στο σημείο της διασταύρωσης με την οδό Ανατολής-Δύσης η οποία συνέδεε τη Δαμασκό με την Τύρο.
Οι άντρες του Δαβίδ υπό τον Ιωάβ πολιόρκησαν την πόλη όταν κατέφυγε εκεί ο στασιαστής Σεβά. Τότε μια σοφή γυναίκα, εκπροσωπώντας «τους ειρηνικούς και τους πιστούς ανθρώπους του Ισραήλ», παρακάλεσε τον Ιωάβ να μην καταστρέψει την Αβέλ, την πόλη στην οποία πήγαιναν από παλιά για να ζητήσουν σοφές κρίσεις, και η οποία λόγω αυτού χαρακτηριζόταν «μητέρα στον Ισραήλ»—έκφραση που πιθανότατα σημαίνει επίσης μητρόπολη, δηλαδή μια πόλη με εξαρτώμενες κωμοπόλεις. Ακολουθώντας τη συμβουλή αυτής της γυναίκας, οι κάτοικοι έριξαν το κεφάλι του Σεβά από το τείχος, και η πόλη σώθηκε.—2Σα 20:14-22.
Με την υποκίνηση του Βασιλιά Ασά του Ιούδα, ο Σύριος Βεν-αδάδ Α΄ επιτέθηκε στην Αβέλ-βαιθ-μααχά σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, προκειμένου να αποτρέψει τον Βαασά του Ισραήλ από το να χτίσει τη Ραμά. (1Βα 15:20· βλέπε ΡΑΜΑ Αρ. 1.) Η Αβέλ του Βαιθ-μααχά καταλήφθηκε από τον Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ της Ασσυρίας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φεκά, και οι κάτοικοί της οδηγήθηκαν σε εξορία. (2Βα 15:29) Αυτή η πόλη, η οποία αποκαλείται Αμπιλάκα στα ασσυριακά κείμενα, εμφανίζεται στις επιγραφές του Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ ως μια από τις πόλεις που είχε κατακτήσει. Οι εύφοροι, καλά αρδευόμενοι αγροί ολόγυρά της τής έδωσαν δικαιολογημένα ένα ακόμη όνομα, το τοπωνύμιο Αβέλ-μαΐμ (που σημαίνει «Υδάτινο Ρεύμα Νερών»). Η θέση της την καθιστούσε εξαίρετο τόπο αποθήκευσης.—2Χρ 16:4.