ΧΑΝΑΑΝ
(Χαναάν) [Γη Εμπόρων· Γη του Πραματευτή], ΧΑΝΑΝΑΙΟΙ (Χαναναίοι).
1. Ο τέταρτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Χαμ και εγγονός του Νώε. (Γε 9:18· 10:6· 1Χρ 1:8) Υπήρξε ο προγεννήτορας 11 φυλών που κατοίκησαν τελικά στην περιοχή η οποία εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής Μεσογείου ανάμεσα στην Αίγυπτο και στη Συρία, προσδίδοντάς της έτσι το όνομα «γη Χαναάν».—Γε 10:15-19· 1Χρ 16:18· βλέπε Αρ. 2.
Μετά το περιστατικό της μέθης του Νώε, απευθύνθηκε στον Χαναάν η προφητική κατάρα του Νώε, η οποία προέλεγε ότι ο Χαναάν θα γινόταν δούλος τόσο του Σημ όσο και του Ιάφεθ. (Γε 9:20-27) Εφόσον το υπόμνημα αναφέρει μόνο ότι «ο Χαμ, ο πατέρας του Χαναάν, είδε τη γύμνια του πατέρα του και το είπε στους δύο αδελφούς του που ήταν έξω», εγείρεται το ερώτημα γιατί έγινε αντικείμενο της κατάρας ο Χαναάν και όχι ο Χαμ. Σχολιάζοντας το εδάφιο Γένεση 9:24, το οποίο δηλώνει πως όταν ο Νώε ξύπνησε από το κρασί του «έμαθε τι του είχε κάνει ο νεότερος γιος του», μια υποσημείωση στη μετάφραση του Ρόδερχαμ λέει: «Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τον Χαναάν και όχι για τον Χαμ: Ο Σημ και ο Ιάφεθ, για την ευσέβειά τους, λαβαίνουν ευλογία· ο Χαναάν, για κάποια ποταπή πράξη που δεν κατονομάζεται, λαβαίνει κατάρα· ο Χαμ, για την παράβλεψή του, παραβλέπεται». Παρόμοια, ένα Ιουδαϊκό σύγγραμμα, Η Πεντάτευχος και τα Χαφτορά (The Pentateuch and Haftorahs), υποστηρίζει ότι η σύντομη αυτή αφήγηση «αναφέρεται σε κάποια απεχθή πράξη στην οποία φαίνεται ότι ενεπλάκη ο Χαναάν». (Επιμέλεια Τζ. Χ. Χερτζ, Λονδίνο, 1972, σ. 34) Και αφού σημειώνει ότι η λέξη της εβραϊκής που μεταφράζεται «γιος» στο εδάφιο 24 μπορεί να σημαίνει «εγγονός», η ίδια πηγή δηλώνει: «Το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είναι προφανώς ο Χαναάν». Το σύγγραμμα Δε Σοντσίνο Χούμας (The Soncino Chumash) επισημαίνει επίσης πως ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Χαναάν «άφησε τη διεστραμμένη λαγνεία του να ξεσπάσει πάνω [στον Νώε]» και ότι η έκφραση «νεότερος γιος» αναφέρεται στον Χαναάν, ο οποίος ήταν ο νεότερος γιος του Χαμ.—Επιμέλεια Α. Κοέν, Λονδίνο, 1956, σ. 47.
Αυτές οι απόψεις βασίζονται, κατ’ ανάγκην, σε εικασίες εφόσον το Βιβλικό υπόμνημα δεν δίνει καμιά λεπτομέρεια σχετικά με την εμπλοκή του Χαναάν στο αδίκημα που διαπράχθηκε σε βάρος του Νώε. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται βέβαιο ότι αυτός ενεπλάκη με κάποιον τρόπο, επειδή, ακριβώς πριν από την εξιστόρηση του επεισοδίου της μέθης του Νώε, ο Χαναάν εισάγεται απότομα στην αφήγηση (Γε 9:18) και επειδή, κατά τον απολογισμό των πράξεων του Χαμ, το υπόμνημα κάνει λόγο για αυτόν ως τον “Χαμ, τον πατέρα του Χαναάν”. (Γε 9:22) Το ότι η έκφραση «είδε τη γύμνια του πατέρα του» ενδέχεται να υποδηλώνει κάποια κακοποίηση ή διαστροφή στην οποία περιλαμβανόταν ο Χαναάν είναι ένα λογικό συμπέρασμα. Και αυτό διότι, στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η Αγία Γραφή λέει ότι κάποιος “ξεσκεπάζει” ή “βλέπει τη γύμνια” ενός άλλου ατόμου υπονοείται αιμομειξία ή άλλου είδους σεξουαλική αμαρτία. (Λευ 18:6-19· 20:17) Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι ο Χαναάν κακοποίησε ή επιχείρησε να κακοποιήσει με κάποιον τρόπο τον Νώε, ο οποίος δεν είχε τις αισθήσεις του, και ότι ο Χαμ, παρ’ όλο που το γνώριζε αυτό, δεν το απέτρεψε ή δεν διαπαιδαγώγησε το δράστη, αλλά επιδείνωσε το κακό γνωστοποιώντας στους αδελφούς του την ατίμωση του Νώε.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το προφητικό στοιχείο που εμπεριέχεται στην κατάρα. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Χαναάν έγινε δούλος του Σημ ή του Ιάφεθ στη διάρκεια της ζωής του. Αλλά η πρόγνωση του Θεού βρισκόταν σε λειτουργία, και εφόσον η κατάρα που απήγγειλε ο Νώε ήταν θεόπνευστη και επίσης η δυσμένεια του Θεού δεν εκφράζεται χωρίς να υπάρχει δίκαιη αιτία, είναι πιθανό ότι ο Χαναάν είχε ήδη εκδηλώσει κάποιο σαφώς διεφθαρμένο χαρακτηριστικό, που ίσως σχετιζόταν με τη λαγνεία, και ότι ο Θεός προείδε τα κακά αποτελέσματα στα οποία θα οδηγούσε τελικά αυτό το χαρακτηριστικό καθώς θα κορυφωνόταν μεταξύ των απογόνων του Χαναάν. Στην προγενέστερη περίπτωση του Κάιν, ο Ιεχωβά είχε προσέξει ότι υπήρχε μια εσφαλμένη διάθεση στην καρδιά του Κάιν και τον είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που διέτρεχε να νικηθεί από την αμαρτία. (Γε 4:3-7) Ο Θεός είχε διακρίνει επίσης την αδιόρθωτη ροπή προς την πονηρία η οποία χαρακτήριζε την πλειονότητα των ανθρώπων πριν από τον Κατακλυσμό, πράγμα που καθιστούσε δικαιολογημένη την καταστροφή τους. (Γε 6:5) Έτσι λοιπόν, η πιο καταφανής απόδειξη για το ότι η κατάρα που εξαγγέλθηκε εναντίον του Χαναάν ήταν δίκαιη παρέχεται από τη μεταγενέστερη ιστορία των απογόνων του, δεδομένου ότι αυτοί δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα χυδαίο υπόμνημα ανηθικότητας και εξαχρείωσης, όπως πιστοποιεί τόσο η Αγία Γραφή όσο και η ιστορία. Η κατάρα εναντίον του Χαναάν εκπληρώθηκε περίπου οχτώ αιώνες μετά την εξαγγελία της, όταν οι απόγονοι του Χαναάν υποτάχθηκαν στους Ισραηλίτες, που ήταν σημιτικής καταγωγής, και αργότερα περιήλθαν στην κυριαρχία των ιαφεθιτικών δυνάμεων της Μηδοπερσίας, της Ελλάδας και της Ρώμης.
2. Το όνομα Χαναάν προσδιορίζει επίσης το γένος που προήλθε από το γιο του Χαμ και τη γη στην οποία κατοικούσε. Χαναάν ήταν το αρχαιότερο και τοπικό όνομα του τμήματος της Παλαιστίνης που βρίσκεται Δ του Ιορδάνη Ποταμού (Αρ 33:51· 35:10, 14), μολονότι οι χαναανιτικής καταγωγής Αμορραίοι εισέβαλαν και στη γη Α του Ιορδάνη κάποια στιγμή πριν από την ισραηλιτική κατάκτηση.—Αρ 21:13, 26.
Τα Όρια και η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η παλιότερη καταγραμμένη περιγραφή των ορίων της Χαναάν τη δείχνει να εκτείνεται από τη Σιδώνα στο Β ως τα Γέραρα κοντά στη Γάζα στα ΝΔ, και μέχρι τα Σόδομα και τις γειτονικές πόλεις στα ΝΑ. (Γε 10:19) Ωστόσο, στην εποχή του Αβραάμ, φαίνεται ότι τα Σόδομα και οι άλλες «πόλεις της Περιφέρειας» θεωρούνταν ότι δεν ανήκαν στη Χαναάν. (Γε 13:12) Επίσης, οι μεταγενέστερες περιοχές του Εδώμ και του Μωάβ, στις οποίες κατοίκησαν απόγονοι του Αβραάμ και του Λωτ, θεωρούνταν κατά τα φαινόμενα ότι βρίσκονταν εκτός της Χαναάν. (Γε 36:6-8· Εξ 15:15) Η περιοχή της Χαναάν, όπως την είχε υποσχεθεί ο Θεός στο έθνος του Ισραήλ, περιγράφεται λεπτομερέστερα στα εδάφια Αριθμοί 34:2-12. Προφανώς άρχιζε βορειότερα της Σιδώνας και εκτεινόταν Ν ως την «κοιλάδα του χειμάρρου της Αιγύπτου» και την Κάδης-βαρνή. Οι Φιλισταίοι, που δεν ήταν Χαναναίοι (Γε 10:13, 14), είχαν καταλάβει την παράκτια περιοχή Ν της Πεδιάδας του Σαρών, αλλά και αυτή επίσης «θεωρούνταν» παλιότερα χαναανιτικό έδαφος. (Ιη 13:3) Άλλες φυλές, όπως οι Κεναίοι (μια οικογένεια των οποίων συσχετίζεται αργότερα με τον Μαδιάμ· Αρ 10:29· Κρ 1:16) και οι Αμαληκίτες (απόγονοι του Ησαύ· Γε 36:12) είχαν επίσης διεισδύσει στην περιοχή.—Γε 15:18-21· Αρ 14:45.
Η Αγία Γραφή δεν λέει αν οι απόγονοι του Χαναάν μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτή τη γη αμέσως μετά τη διάσπαση που έλαβε χώρα στη Βαβέλ (Γε 11:9) ή αν πρώτα πήγαν μαζί με το κυρίως σώμα των Χαμιτών στην Αφρική και κατόπιν επέστρεψαν στην περιοχή της Παλαιστίνης. Ούτως ή άλλως, το 1943 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ έφυγε από τη Χαρράν της Παδάν-αράμ και κατευθύνθηκε προς εκείνη τη γη, οι Χαναναίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί, και ο Αβραάμ είχε ορισμένες δοσοληψίες τόσο με Αμορραίους όσο και με Χετταίους. (Γε 11:31· 12:5, 6· 13:7· 14:13· 23:2-20) Ο Αβραάμ έλαβε επανειλημμένα από τον Ιεχωβά Θεό την υπόσχεση ότι το σπέρμα του, δηλαδή οι απόγονοί του, θα κληρονομούσε εκείνη τη γη, και του δόθηκε η οδηγία να “περιηγηθεί τη γη κατά μήκος και κατά πλάτος”. (Γε 12:7· 13:14-17· 15:7, 13-21· 17:8) Με βάση αυτή την υπόσχεση και από σεβασμό για την κατάρα που είχε εκφέρει ο Θεός, ο Αβραάμ πρόσεξε να μην πάρει Χαναναία σύζυγο για το γιο του τον Ισαάκ.—Γε 24:1-4.
Η σχετική ευκολία με την οποία ο Αβραάμ και, αργότερα, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ μπορούσαν να μετακινούνται σε εκείνη τη γη με τα μεγάλα κοπάδια βοδιών και τα ποίμνιά τους δείχνει ότι η περιοχή δεν ήταν ακόμη πυκνοκατοικημένη. (Παράβαλε Γε 34:21.) Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις αρχαιολογικές έρευνες επίσης υποδεικνύουν ότι οι οικισμοί ήταν μάλλον αραιοί εκείνη την εποχή, με τις περισσότερες πόλεις να βρίσκονται στα παράλια, στην περιοχή της Νεκράς Θαλάσσης, στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και στην Κοιλάδα της Ιεζραέλ. Σχετικά με την Παλαιστίνη των αρχών της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., ο Γ. Φ. Όλμπραϊτ λέει ότι, ως επί το πλείστον, η λοφώδης περιοχή δεν είχε ακόμη καταληφθεί από μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό, πράγμα που σημαίνει ότι η Βιβλική παράδοση είναι απολύτως σωστή όταν παρουσιάζει τους πατριάρχες να περιπλανιούνται στους λόφους της κεντρικής Παλαιστίνης και στις ξηρές τοποθεσίες του νότου, όπου υπήρχε ακόμη πολύς χώρος για αυτούς. (Η Αρχαιολογία της Παλαιστίνης και η Αγία Γραφή [Archaeology of Palestine and the Bible], 1933, σ. 131-133) Προφανώς εκείνη την εποχή η Χαναάν ήταν υπό κάποια ελαμιτική (και επομένως σημιτική) επιρροή και κυριαρχία, όπως αφήνεται να εννοηθεί από το Βιβλικό υπόμνημα στα εδάφια Γένεση 14:1-7.
Μεταξύ των πόλεων γύρω από τις οποίες κατασκήνωσαν ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ ήταν η Συχέμ (Γε 12:6), η Βαιθήλ και η Γαι (Γε 12:8), η Χεβρών (Γε 13:18), τα Γέραρα (Γε 20:1) και η Βηρ-σαβεέ (Γε 22:19). Μολονότι οι Χαναναίοι δεν φαίνεται να εκδήλωσαν ιδιαίτερη εχθρότητα προς τους Εβραίους πατριάρχες, ωστόσο αυτό που πρωτίστως απέτρεψε οποιεσδήποτε επιθέσεις εναντίον εκείνων ήταν η θεϊκή προστασία. (Ψλ 105:12-15) Γι’ αυτό, ύστερα από την επίθεση των γιων του Ιακώβ εναντίον της Συχέμ—μιας πόλης των Ευαίων—οι γειτονικές πόλεις «δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ» επειδή «τρόμος από τον Θεό» έπεσε πάνω τους.—Γε 33:18· 34:2· 35:5.
Η ιστορία δείχνει ότι η Αίγυπτος ασκούσε επικυριαρχία στη Χαναάν επί δύο περίπου αιώνες πριν από την ισραηλιτική κατάκτηση. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αναφορές (γνωστές ως Πινακίδες της Αμάρνα) που έστελναν υποτελείς ηγεμόνες της Συρίας και της Παλαιστίνης στους Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και Ακενατόν συνθέτουν μια εικόνα συχνών συγκρούσεων ανάμεσα στις πόλεις και πολιτικών μηχανορραφιών στην περιοχή. Όταν ο Ισραήλ έφτασε στα σύνορά της (1473 Π.Κ.Χ.), η Χαναάν ήταν μια γη με πολυάριθμες πόλεις-κράτη, ή αλλιώς μικρά βασίλεια, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να είναι έκδηλη κάποια συνοχή με βάση τη φυλετική συγγένεια. Οι κατάσκοποι που είχαν ανιχνεύσει τη γη σχεδόν 40 χρόνια πρωτύτερα είχαν διαπιστώσει ότι ήταν γη με πλούσια καρποφορία και καλά οχυρωμένες πόλεις.—Αρ 13:21-29· παράβαλε Δευ 9:1· Νε 9:25.
Κατανομή των Φυλών της Χαναάν. Μεταξύ των 11 χαναανιτικών φυλών (Γε 10:15-19), οι Αμορραίοι φαίνεται ότι κατείχαν τη σπουδαιότερη θέση σε εκείνη τη γη. (Βλέπε ΑΜΟΡΡΑΙΟΣ.) Εκτός από τα εδάφη που κατέκτησαν Α του Ιορδάνη, στη Βασάν και στη Γαλαάδ, οι αναφορές σε αυτούς δείχνουν ότι οι Αμορραίοι ήταν ισχυροί στην ορεινή περιοχή της καθαυτό Χαναάν, τόσο στο Β όσο και στο Ν. (Ιη 10:5· 11:3· 13:4) Ίσως δεύτεροι σε ισχύ ήταν οι Χετταίοι οι οποίοι, αν και την εποχή του Αβραάμ εντοπίζονται μέχρι τη Χεβρών στο Ν (Γε 23:19, 20), αργότερα φαίνεται ότι βρίσκονταν κυρίως στο Β, προς την κατεύθυνση της Συρίας.—Ιη 1:4· Κρ 1:23-26· 1Βα 10:29.
Από τις άλλες φυλές, οι Ιεβουσαίοι, οι Ευαίοι και οι Γεργεσαίοι είναι οι επόμενοι που αναφέρονται συχνότερα την εποχή της κατάκτησης. Από ό,τι φαίνεται, οι Ιεβουσαίοι ήταν συγκεντρωμένοι στην ορεινή περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ. (Αρ 13:29· Ιη 18:16, 28) Οι Ευαίοι ήταν διεσπαρμένοι από τη Γαβαών στο Ν (Ιη 9:3, 7) μέχρι τους πρόποδες του Όρους Αερμών στο Β. (Ιη 11:3) Η περιοχή των Γεργεσαίων δεν καθορίζεται.
Οι υπόλοιπες έξι φυλές—Σιδώνιοι, Αρβαδίτες, Αιμαθίτες, Αρκίτες, Σινίτες και Ζεμαρίτες—μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνονται στο συγκεφαλαιωτικό όρο «Χαναναίοι» που χρησιμοποιείται συχνά μαζί με τα ιδιαίτερα ονόματα άλλων φυλών, εκτός αν αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται απλώς για να υποδηλώσει πόλεις ή ομάδες με μεικτό χαναανιτικό πληθυσμό. (Εξ 23:23· 34:11· Δευ 7:1· Αρ 13:29) Και οι έξι αυτές φυλές φαίνεται ότι εντοπίζονταν κυρίως Β της περιοχής που κατακτήθηκε αρχικά από τους Ισραηλίτες και δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στην αφήγηση της κατάκτησης.
Η Κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ. (ΧΑΡΤΕΣ, Τόμ. 1, σ. 737, 738) Το δεύτερο έτος μετά την Έξοδο, οι Ισραηλίτες είχαν κάνει μια πρώτη προσπάθεια να εισχωρήσουν στα νότια σύνορα της Χαναάν, αλλά δεν είχαν θεϊκή υποστήριξη και κατατροπώθηκαν από τους Χαναναίους και τους συμμάχους τους, τους Αμαληκίτες. (Αρ 14:42-45) Προς το τέλος της 40χρονης περιπλάνησης, ο Ισραήλ προσέγγισε και πάλι τους Χαναναίους και δέχτηκε επίθεση από το βασιλιά της Αράδ στη Νεγκέμπ, αλλά αυτή τη φορά οι χαναανιτικές δυνάμεις νικήθηκαν και οι πόλεις τους καταστράφηκαν. (Αρ 21:1-3) Οι Ισραηλίτες, όμως, μετά τη νίκη τους αυτή, δεν εισέβαλαν από το Ν, αλλά πήγαν γύρω γύρω ώστε να πλησιάσουν από τα Α. Αυτό τους οδήγησε σε σύγκρουση με τα αμορραϊκά βασίλεια του Σηών και του Ωγ, και η ήττα αυτών των βασιλιάδων έφερε όλη τη Βασάν και τη Γαλαάδ υπό την κυριαρχία των Ισραηλιτών, περιλαμβανομένων και 60 πόλεων «με ψηλό τείχος, πόρτες και αμπάρες» στη Βασάν και μόνο. (Αρ 21:21-35· Δευ 2:26–3:10) Η ήττα αυτών των ισχυρών βασιλιάδων αποδυνάμωσε τα χαναανιτικά βασίλεια Δ του Ιορδάνη, και μάλιστα η μετέπειτα θαυματουργική διάβαση του ισραηλιτικού έθνους μέσα από τον Ιορδάνη χωρίς να βραχούν τα πόδια τους έκανε τις καρδιές των Χαναναίων να “αρχίσουν να λιώνουν”. Γι’ αυτό και οι Χαναναίοι δεν επιτέθηκαν στο ισραηλιτικό στρατόπεδο στα Γάλγαλα, ενόσω ανέρρωναν πολλοί Ισραηλίτες άρρενες από την περιτομή, ούτε και κατά τον επακόλουθο εορτασμό του Πάσχα.—Ιη 2:9-11· 5:1-11.
Έχοντας τώρα τη δυνατότητα να παίρνουν άφθονο νερό από τον Ιορδάνη και να προμηθεύονται τρόφιμα από την κατακτημένη περιοχή Α του Ιορδάνη, οι Ισραηλίτες είχαν στα Γάλγαλα μια καλή βάση από την οποία μπορούσαν να προχωρήσουν στην κατάκτηση της χώρας. Η κοντινή παραμεθόρια πόλη της Ιεριχώς, η οποία ήταν πλέον ερμητικά κλειστή, αποτέλεσε τον πρώτο τους στόχο, και τα ισχυρά τείχη της έπεσαν με τη δύναμη του Ιεχωβά. (Ιη 6:1-21) Στη συνέχεια, οι δυνάμεις εισβολής ανέβηκαν περίπου 1.000 μ. στην ορεινή περιοχή Β της Ιερουσαλήμ και, ύστερα από μια αρχική αποτυχία, κατέλαβαν τη Γαι και την έκαψαν. (Ιη 7:1-5· 8:18-28) Ενώ τα χαναανιτικά βασίλεια σε όλη τη χώρα άρχισαν να σχηματίζουν μια μεγάλη συμμαχία για να αποκρούσουν τους Ισραηλίτες, ορισμένες πόλεις των Ευαίων επιζήτησαν τώρα ειρήνη με τον Ισραήλ μέσω ενός τεχνάσματος. Αυτή η απόσχιση της Γαβαών και τριών άλλων γειτονικών πόλεων θεωρήθηκε προφανώς από τα άλλα χαναανιτικά βασίλεια ως πράξη προδοσίας που έθετε σε κίνδυνο την ενότητα ολόκληρου του “χαναανιτικού συνασπισμού”. Γι’ αυτό, πέντε Χαναναίοι βασιλιάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν, όχι εναντίον του Ισραήλ, αλλά εναντίον της Γαβαών. Για να σωθεί η πολιορκούμενη πόλη, τα ισραηλιτικά στρατεύματα υπό τον Ιησού του Ναυή έκαναν ολονύχτια οδοιπορία. Η νίκη του Ιησού του Ναυή επί των πέντε επιτιθέμενων βασιλιάδων συνοδεύτηκε από θαυματουργική πτώση τεράστιων χαλαζόλιθων καθώς και από την καθυστέρηση της δύσης του ήλιου ύστερα από επέμβαση του Θεού.—Ιη 9:17, 24, 25· 10:1-27.
Οι νικηφόρες ισραηλιτικές δυνάμεις σάρωσαν στη συνέχεια όλο το νότιο μισό της Χαναάν (εκτός από τις Πεδιάδες της Φιλιστίας), κατακτώντας πόλεις της Σεφηλά, της ορεινής περιοχής και της Νεγκέμπ, και μετά επέστρεψαν στη βάση τους, στο στρατόπεδο των Γαλγάλων, κοντά στον Ιορδάνη. (Ιη 10:28-43) Τώρα οι Χαναναίοι του βόρειου τμήματος, υπό την ηγεσία του βασιλιά της Ασώρ, άρχισαν να συγκεντρώνουν τα στρατεύματά τους και τα πολεμικά τους άρματα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους σε ένα σημείο συνάντησης κοντά στα νερά της Μερώμ, Β της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Ωστόσο, ο στρατός του Ιησού του Ναυή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στη χαναανιτική συνομοσπονδία και τους έτρεψε σε φυγή, προχωρώντας κατόπιν και καταλαμβάνοντας τις πόλεις τους ως τη Βάαλ-γαδ στο Β, στους πρόποδες του Όρους Αερμών. (Ιη 11:1-20) Η εκστρατεία προφανώς διήρκεσε αρκετά μεγάλο διάστημα και ακολουθήθηκε από μια άλλη επίθεση στην ορεινή περιοχή του Ν, η οποία είχε ως στόχο της τους γιγαντόσωμους Ανακίμ και τις πόλεις τους.—Ιη 11:21, 22· βλέπε ΑΝΑΚΙΜ.
Τώρα πια είχαν περάσει περίπου έξι χρόνια από την έναρξη του πολέμου. Η κυρίως κατάκτηση της Χαναάν είχε επιτελεστεί και η δύναμη των χαναανιτικών φυλών συντρίφτηκε, πράγμα που έκανε εφικτή την έναρξη της διαμοίρασης της γης μεταξύ των φυλών του Ισραήλ. (Βλέπε ΟΡΙΟ.) Ωστόσο, απέμεναν αρκετά εδάφη που έπρεπε να καταληφθούν, μεταξύ των οποίων και μεγάλα τμήματα όπως η περιοχή των Φιλισταίων, οι οποίοι μολονότι δεν ήταν Χαναναίοι είχαν σφετεριστεί τη γη που είχε υποσχεθεί ο Θεός στους Ισραηλίτες, η περιοχή των Γεσουριτών (παράβαλε 1Σα 27:8), κάποιο κομμάτι γύρω από τη Σιδώνα ως τη Γεβάλ (Βύβλο), καθώς και όλη η περιοχή του Λιβάνου (Ιη 13:2-6). Εκτός από αυτά, υπήρχαν θύλακες αντίστασης διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα, ορισμένοι από τους οποίους καταλήφθηκαν αργότερα από τις φυλές του Ισραήλ που κληρονόμησαν τις αντίστοιχες περιοχές, ενώ άλλοι παρέμειναν ακέραιοι ή τους επιτράπηκε να παραμείνουν και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία προς όφελος των Ισραηλιτών.—Ιη 15:13-17· 16:10· 17:11-13, 16-18· Κρ 1:17-21, 27-36.
Παρότι πολλοί Χαναναίοι επέζησαν από την κυρίως κατάκτηση και αντιστάθηκαν στην καθυπόταξη, μπορούσε ωστόσο να λεχθεί ότι «ο Ιεχωβά έδωσε στον Ισραήλ όλη τη γη που είχε ορκιστεί να δώσει στους προπάτορές τους», ότι τους είχε δώσει «ανάπαυση ολόγυρα» και ότι «ούτε μια υπόσχεση δεν απέτυχε από όλες τις καλές υποσχέσεις που είχε δώσει ο Ιεχωβά στον οίκο του Ισραήλ· όλες βγήκαν αληθινές». (Ιη 21:43-45) Οι εχθρικοί λαοί που ζούσαν γύρω από τους Ισραηλίτες τρομοκρατήθηκαν και δεν αποτέλεσαν σοβαρή απειλή για την ασφάλειά τους. Ο Θεός είχε δηλώσει πρωτύτερα ότι θα έδιωχνε τους Χαναναίους «λίγο λίγο» ώστε να μην πληθυνθούν τα θηρία σε μια γη που θα είχε ερημώσει ξαφνικά. (Εξ 23:29, 30· Δευ 7:22) Παρά τον ανώτερο πολεμικό εξοπλισμό των Χαναναίων—ο οποίος περιλάμβανε και πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια—οποιαδήποτε αποτυχία των Ισραηλιτών να καταλάβουν τελικά ορισμένες περιοχές δεν μπορούσε να καταλογιστεί στον Ιεχωβά ως δική του αποτυχία να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. (Ιη 17:16-18· Κρ 4:13) Απεναντίας, το υπόμνημα δείχνει ότι οι λίγες ήττες που γνώρισαν οι Ισραηλίτες οφείλονταν στη δική τους απιστία.—Αρ 14:44, 45· Ιη 7:1-12.
Γιατί διέταξε ο Ιεχωβά την εξόντωση των Χαναναίων;
Η ιστορική αφήγηση δείχνει ότι οι πληθυσμοί των χαναανιτικών πόλεων τις οποίες κατέλαβαν οι Ισραηλίτες αφανίστηκαν ολοσχερώς. (Αρ 21:1-3, 34, 35· Ιη 6:20, 21· 8:21-27· 10:26-40· 11:10-14) Ορισμένοι κριτικοί, ορμώμενοι από αυτό το γεγονός, έχουν ισχυριστεί ότι οι Εβραϊκές Γραφές, ή αλλιώς η «Παλαιά Διαθήκη», διαπνέονται από πνεύμα ωμής βίας και αμείλικτης σφαγής. Ωστόσο, το ζήτημα που περιλαμβάνεται είναι σαφώς το αν αναγνωρίζεται ή όχι η κυριαρχία του Θεού επί της γης και των κατοίκων της. Εκείνος είχε παραχωρήσει το δικαίωμα κατοχής της γης Χαναάν στο “σπέρμα του Αβραάμ”, κάνοντάς το αυτό με ένορκη διαθήκη. (Γε 12:5-7· 15:17-21· παράβαλε Δευ 32:8· Πρ 17:26.) Αλλά ο Θεός δεν σκόπευε απλώς να εκδιώξει ή να εκτοπίσει από εκείνη τη γη τούς μέχρι τότε κατοίκους της. Περιλαμβανόταν επίσης το δικαίωμα που έχει να ενεργεί ως «Κριτής όλης της γης» (Γε 18:25) και να διατάζει τη θανατική καταδίκη όσων αποδεικνύεται ότι την αξίζουν, καθώς και το δικαίωμα που έχει να θέτει σε ισχύ και να επιβάλλει την εκτέλεση αυτού του διατάγματος.
Το ότι η προφητική κατάρα του Θεού εναντίον του Χαναάν ήταν δίκαιη επιβεβαιώθηκε πλήρως από τις συνθήκες που επικρατούσαν ήδη στη Χαναάν ως την εποχή της κατάκτησής της από τους Ισραηλίτες. Ο Ιεχωβά είχε αφήσει να περάσουν 400 χρόνια από την εποχή του Αβραάμ ώστε “να ολοκληρωθεί το σφάλμα των Αμορραίων”. (Γε 15:16) Το γεγονός ότι οι Χετταίες σύζυγοι του Ησαύ «έφερναν πίκρα στο πνεύμα του Ισαάκ και της Ρεβέκκας» μέχρι του σημείου “να αποστραφεί [η Ρεβέκκα] τη ζωή της εξαιτίας τους” αποτελεί οπωσδήποτε ένδειξη της κακίας που ήταν ήδη έκδηλη μεταξύ των Χαναναίων. (Γε 26:34, 35· 27:46) Στους αιώνες που ακολούθησαν, η γη Χαναάν διαποτίστηκε με απεχθείς συνήθειες ειδωλολατρίας, ανηθικότητας και αιματοχυσίας. Η χαναανιτική θρησκεία ήταν εξαιρετικά χυδαία και εξαχρειωμένη, καθώς οι “ιεροί στύλοι” τους ήταν προφανώς φαλλικά σύμβολα και πολλές από τις τελετουργίες στους «υψηλούς τόπους» τους περιλάμβαναν χονδροειδείς σεξουαλικές υπερβολές και διαφθορά. (Εξ 23:24· 34:12, 13· Αρ 33:52· Δευ 7:5) Η αιμομειξία, η σοδομία και η κτηνοβασία αποτελούσαν μέρος του τρόπου με τον οποίο “ενεργούσε η γη Χαναάν” και ο οποίος καθιστούσε εκείνον τον τόπο ακάθαρτο—ένα «σφάλμα» εξαιτίας του οποίου ο τόπος επρόκειτο να «εξεμέσει τους κατοίκους του». (Λευ 18:2-25) Στις απεχθείς συνήθειες των Χαναναίων περιλαμβάνονταν επίσης η μαγεία, το δέσιμο με μαγικές ρήσεις, ο πνευματισμός και η θυσία των παιδιών τους στη φωτιά.—Δευ 18:9-12.
Ο Βάαλ ήταν η πιο εξέχουσα από τις θεότητες που λάτρευαν οι Χαναναίοι. (Κρ 2:12, 13· παράβαλε Κρ 6:25-32· 1Βα 16:30-32.) Οι χαναανιτικές θεές Αστορέθ (Κρ 2:13· 10:6· 1Σα 7:3, 4), Ασεράχ και Ανάθ παρουσιάζονται σε ένα αιγυπτιακό κείμενο ως μητέρες-θεές και συγχρόνως ιερές πόρνες οι οποίες, κατά παράδοξο τρόπο, παραμένουν αειπάρθενες (κατά κυριολεξία, «οι μεγάλες θεές που συλλαμβάνουν αλλά δεν γεννούν»). Προφανώς η λατρεία τους σχετιζόταν απαρέγκλιτα με τις υπηρεσίες των ιερόδουλων στους ναούς. Αυτές οι θεές δεν συμβόλιζαν μόνο το σεξουαλικό πόθο, αλλά και τη σαδιστική βία και τον πόλεμο. Έτσι λοιπόν, στο Έπος του Βάαλ της Ουγκαρίτ η θεά Ανάθ παρουσιάζεται να προκαλεί μια εκτεταμένη σφαγή αντρών και κατόπιν να στολίζεται με κρεμασμένα κεφάλια και να δένει στη ζώνη της χέρια αντρών, ενώ περπατάει όλο χαρά μέσα στο αίμα τους. Τα ειδώλια της θεάς Αστορέθ που έχουν ανακαλυφτεί στην Παλαιστίνη παριστάνουν μια γυμνή γυναίκα με χονδροειδώς τονισμένα σεξουαλικά όργανα. Σχετικά με τη φαλλική λατρεία τους, ο αρχαιολόγος Γ. Φ. Όλμπραϊτ παρατηρεί: «Στο αθλιότερο σημείο, . . . η σεξουαλική πλευρά της λατρείας τους πρέπει να είχε κατρακυλήσει σε άκρως ρυπαρά βάθη κοινωνικής εξαχρείωσης».—Η Αρχαιολογία και η Θρησκεία του Ισραήλ (Archaeology and the Religion of Israel), 1968, σ. 76, 77· βλέπε ΑΣΤΟΡΕΘ· ΒΑΑΛ Αρ. 4.
Εκτός από τις άλλες εξαχρειωτικές συνήθειές τους, υπήρχαν και οι θυσίες παιδιών. Σύμφωνα με τον Μέριλ Φ. Άνγκερ: «Ανασκαφές στην Παλαιστίνη έχουν φέρει στο φως σωρούς στάχτης και λείψανα από σκελετούς βρεφών σε κοιμητήρια γύρω από ειδωλολατρικούς βωμούς, πράγμα που δείχνει ότι αυτό το απάνθρωπο, βδελυρό έθιμο είχε ευρεία εφαρμογή». (Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη [Archaeology and the Old Testament], 1964, σ. 279) Το Βιβλικό Εγχειρίδιο του Χάλεϊ (Halley’s Bible Handbook, 1964, σ. 161) λέει: «Οι Χαναναίοι πρόσφεραν λατρεία με το να επιδίδονται σε ανήθικες απολαύσεις ενώπιον των θεών τους—πράγμα που αποτελούσε θρησκευτική τελετουργία—και έπειτα, με το να δολοφονούν τα πρωτότοκα παιδιά τους ως θυσία στους ίδιους αυτούς θεούς. Φαίνεται ότι, σε μεγάλο βαθμό, η γη Χαναάν είχε γίνει κάτι σαν Σόδομα και Γόμορρα σε εθνική κλίμακα. . . . Ένας πολιτισμός που χαρακτηριζόταν από διαφθορά και κτηνωδία σε βαθμό αποτροπιασμού είχε άραγε το δικαίωμα να εξακολουθεί να υπάρχει; . . . Οι αρχαιολόγοι που έκαναν τις ανασκαφές στα ερείπια των πόλεων των Χαναναίων απορούν γιατί ο Θεός δεν τους κατέστρεψε νωρίτερα».—ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 739.
Την εποχή του παγκόσμιου Κατακλυσμού ο Ιεχωβά είχε ασκήσει το κυριαρχικό του δικαίωμα να εκτελέσει την ποινή του θανάτου εναντίον του πονηρού πληθυσμού ολόκληρου του πλανήτη. Είχε κάνει το ίδιο σε σχέση με ολόκληρη την Περιφέρεια των Σοδόμων και των Γομόρρων εξαιτίας “της δυνατής κραυγής του παραπόνου για αυτά και της πολύ βαριάς αμαρτίας τους”. (Γε 18:20· 19:13) Είχε εκτελέσει την απόφασή του να καταστρέψει τις στρατιωτικές δυνάμεις του Φαραώ στην Ερυθρά Θάλασσα. Είχε επίσης εξαλείψει τα σπιτικά του Κορέ και άλλων στασιαστών ανάμεσα στους ίδιους τους Ισραηλίτες. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις ο Θεός είχε χρησιμοποιήσει φυσικές δυνάμεις για να επιφέρει την καταστροφή. Αντίθετα, τώρα ο Ιεχωβά ανέθεσε στους Ισραηλίτες το ιερό καθήκον να υπηρετήσουν ως οι βασικοί εκτελεστές του θεϊκού του διατάγματος, καθοδηγούμενοι από τον ουράνιο αγγελιοφόρο του και υποστηριζόμενοι από την παντοδύναμη ισχύ του Θεού. (Εξ 23:20-23, 27, 28· Δευ 9:3, 4· 20:15-18· Ιη 10:42) Ωστόσο, τα αποτελέσματα για τους Χαναναίους ήταν ακριβώς τα ίδια όπως θα ήταν αν ο Θεός είχε επιλέξει να τους καταστρέψει με κάποιο φαινόμενο όπως πλημμύρα, πύρινη έκρηξη ή σεισμό, και το γεγονός ότι τη θανάτωση των καταδικασμένων λαών την πραγματοποίησαν άνθρωποι, όσο δυσάρεστο και αν φαίνεται το καθήκον τους, δεν μπορεί να αλλάξει την ορθότητα της θεϊκά εξουσιοδοτημένης πράξης. (Ιερ 48:10) Με τη χρήση αυτού του ανθρώπινου οργάνου, το οποίο αντιπαρατάχθηκε σε «εφτά έθνη πολυπληθέστερα και κραταιότερα» από το ίδιο, μεγαλύνθηκε η δύναμη του Ιεχωβά και αποδείχτηκε ότι αυτός είναι ο αληθινός Θεός.—Δευ 7:1· Λευ 25:38.
Οι Χαναναίοι δεν είχαν άγνοια των δυναμικών αποδείξεων που πιστοποιούσαν ότι ο Ισραήλ ήταν ο εκλεκτός λαός και το όργανο του Θεού. (Ιη 2:9-21, 24· 9:24-27) Ωστόσο, με εξαίρεση τη Ραάβ και την οικογένειά της καθώς και τις πόλεις των Γαβαωνιτών, όσοι καταστράφηκαν ούτε ζήτησαν έλεος ούτε εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να φύγουν, αλλά αντίθετα επέλεξαν να σκληρυνθούν στασιάζοντας εναντίον του Ιεχωβά. Εκείνος δεν τους εξανάγκασε να υποκύψουν και να υποταχθούν στο ρητό του θέλημα αλλά, απεναντίας, «άφησε τις καρδιές τους να πεισμώσουν ώστε να κηρύξουν πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, για να τους αφιερώσει στην καταστροφή, προκειμένου να μην έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά να τους αφανίσει» εκτελώντας την κρίση του εναντίον τους.—Ιη 11:19, 20.
Ενεργώντας σοφά, ο Ιησούς του Ναυή «δεν αφαίρεσε λέξη από όλα όσα είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή» σχετικά με την καταστροφή των Χαναναίων. (Ιη 11:15) Αλλά το ισραηλιτικό έθνος δεν ακολούθησε το καλό του παράδειγμα ώστε να εξαλείψει τελείως την εστία μόλυνσης του τόπου. Η συνεχιζόμενη παρουσία των Χαναναίων ανάμεσά τους μίανε τον Ισραήλ και αυτό, με την πάροδο του χρόνου, συντέλεσε αναμφίβολα στο να συμβούν περισσότεροι θάνατοι (για να μη μιλήσουμε για τη συμβολή του στο έγκλημα, στην ανηθικότητα και στην ειδωλολατρία) από όσους θα είχε προκαλέσει η διατεταγμένη εξόντωση όλων των Χαναναίων αν είχε εφαρμοστεί πιστά. (Αρ 33:55, 56· Κρ 2:1-3, 11-23· Ψλ 106:34-43) Ο Ιεχωβά είχε προειδοποιήσει τους Ισραηλίτες ότι η δικαιοσύνη του και οι κρίσεις του δεν θα ήταν μεροληπτικές και ότι, αν σύναπταν σχέσεις με τους Χαναναίους, αν έρχονταν σε επιγαμία με αυτούς, αν ασκούσαν συγκρητισμό και υιοθετούσαν τα θρησκευτικά τους έθιμα και τις εξαχρειωτικές τους συνήθειες, τότε αναπόφευκτα θα επέφεραν στον εαυτό τους το ίδιο διάταγμα εξόντωσης, με αποτέλεσμα να “εξεμέσει ο τόπος” και τους ίδιους.—Εξ 23:32, 33· 34:12-17· Λευ 18:26-30· Δευ 7:2-5, 25, 26.
Τα εδάφια Κριτές 3:1, 2 δηλώνουν ότι ο Ιεχωβά άφησε να παραμείνουν μερικά χαναανιτικά έθνη «ώστε μέσω αυτών να δοκιμάσει τον Ισραήλ—όλους εκείνους που δεν έζησαν κανέναν από τους πολέμους της Χαναάν· αυτό έγινε μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν αυτή την εμπειρία οι γενιές των γιων του Ισραήλ, ώστε να διδαχτούν τον πόλεμο—μόνο εκείνοι που δεν είχαν ζήσει προηγουμένως τέτοια πράγματα». Αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με την προηγούμενη δήλωση (Κρ 2:20-22) ότι ο Ιεχωβά επέτρεψε σε αυτά τα έθνη να παραμείνουν εξαιτίας της απιστίας του Ισραήλ και με σκοπό να “δοκιμάσει τον Ισραήλ, αν θα τηρήσουν την οδό του Ιεχωβά”. Απεναντίας, εναρμονίζεται με αυτόν το λόγο και δείχνει ότι οι μετέπειτα γενιές των Ισραηλιτών θα είχαν έτσι την ευκαιρία να εκδηλώσουν την υπακοή τους στις εντολές του Θεού σχετικά με τους Χαναναίους και να δοκιμαστεί η πίστη τους μέχρι του σημείου να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους στον πόλεμο για να αποδειχτούν υπάκουοι.
Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών, είναι σαφές ότι η άποψη ορισμένων κριτικών της Αγίας Γραφής πως η καταστροφή των Χαναναίων από τον Ισραήλ είναι αντίθετη με το πνεύμα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν συμφωνεί με τα γεγονότα, όπως καταδεικνύει μια παραβολή των εξής εδαφίων: Ματθαίος 3:7-12· 22:1-7· 23:33· 25:41-46· Μάρκος 12:1-9· Λουκάς 19:14, 27· Ρωμαίους 1:18-32· 2 Θεσσαλονικείς 1:6-9· 2:3· Αποκάλυψη 19:11-21.
Μεταγενέστερη Ιστορία. Μετά την κατάκτηση, η κατάσταση ανάμεσα στους Χαναναίους και στους Ισραηλίτες εξελίχθηκε σε μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη, μολονότι αυτό ήταν επιζήμιο για τον Ισραήλ. (Κρ 3:5, 6· παράβαλε Κρ 19:11-14.) Σύριοι, Μωαβίτες και Φιλισταίοι ηγεμόνες εξουσίασαν διαδοχικά τους Ισραηλίτες για μικρά διαστήματα, αλλά μόνο την εποχή του Ιαβίν, του αποκαλούμενου «βασιλιά της Χαναάν», έφτασαν οι Χαναναίοι στο σημείο να ανακτήσουν αρκετή δύναμη ώστε να καταφέρουν να υποτάξουν τον Ισραήλ επί 20 χρόνια. (Κρ 4:2, 3) Μετά την ολοκληρωτική ήττα του Ιαβίν από τον Βαράκ, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Ισραήλ κατά την περίοδο που προηγήθηκε της βασιλείας προέρχονταν κυρίως από μη χαναανιτικές πηγές, τους Μαδιανίτες, τους Αμμωνίτες και τους Φιλισταίους. Παρόμοια, την εποχή του Σαμουήλ, η μόνη χαναανιτική φυλή που αναφέρεται, και μάλιστα με συντομία, είναι οι Αμορραίοι. (1Σα 7:14) Ο Βασιλιάς Δαβίδ εκδίωξε τους Ιεβουσαίους από την Ιερουσαλήμ (2Σα 5:6-9), αλλά οι κυριότερες εκστρατείες του ήταν εναντίον των Φιλισταίων, των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών, των Εδωμιτών, των Αμαληκιτών και των Συρίων. Άρα, οι Χαναναίοι, μολονότι εξακολουθούσαν να έχουν στην ιδιοκτησία τους πόλεις και να κατέχουν εδάφη στην περιοχή του Ισραήλ (2Σα 24:7, 16-18), προφανώς είχαν πάψει να αποτελούν στρατιωτική απειλή. Στις μάχιμες δυνάμεις του Δαβίδ αναφέρεται ότι υπηρετούσαν και δύο Χετταίοι πολεμιστές.—1Σα 26:6· 2Σα 23:39.
Στη διάρκεια της βασιλείας του, ο Σολομών υπέβαλε τους εναπομείναντες από τις χαναανιτικές φυλές σε καταναγκαστική εργασία για τα πολλά προγράμματά του (1Βα 9:20, 21), επεκτείνοντας το οικοδομικό έργο του μέχρι και τη μακρινή χαναανιτική πόλη Αιμάθ στο Β. (2Χρ 8:4) Αλλά αργότερα, οι Χαναναίες σύζυγοι συντέλεσαν στην πτώση του Σολομώντα, στην απώλεια μεγάλου μέρους του βασιλείου που θα είχε ο κληρονόμος του και στη θρησκευτική διαφθορά του έθνους. (1Βα 11:1, 13, 31-33) Από τη βασιλεία του Σολομώντα (1037-998 Π.Κ.Χ.) ως τη διακυβέρνηση του Ιωράμ στο βασίλειο του Ισραήλ (περ. 917-905 Π.Κ.Χ.), μόνο οι Χετταίοι φαίνεται ότι διατήρησαν αρκετή εξοχότητα και δύναμη ως φυλή, παρότι εντοπίζονταν προφανώς Β της περιοχής του Ισραήλ και δίπλα στη Συρία ή μέσα σε αυτήν.—1Βα 10:29· 2Βα 7:6.
Η επιγαμία με τους Χαναναίους εξακολουθούσε να αποτελεί πρόβλημα μεταξύ των επαναπατρισμένων Ισραηλιτών μετά τη βαβυλωνιακή εξορία (Εσδ 9:1, 2), αλλά τα χαναανιτικά βασίλεια, περιλαμβανομένων και των βασιλείων των Χετταίων, είχαν προφανώς διαλυθεί υπό την πίεση του συριακού, του ασσυριακού και του βαβυλωνιακού επεκτατισμού. Ο όρος «Χαναάν» κατέληξε να αναφέρεται κυρίως στη Φοινίκη, όπως συνέβη με την προφητεία του Ησαΐα για την Τύρο (Ησ 23:1, 11, υποσ.) και με τη «Φοίνισσα» (Χαναναία, Κείμενο) από την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας που πλησίασε τον Ιησού.—Ματ 15:22, υποσ· παράβαλε Μαρ 7:26.
Εμπορική και Γεωπολιτική Σπουδαιότητα. Η Χαναάν αποτελούσε μια χερσαία γέφυρα που συνέδεε την Αίγυπτο με την Ασία, και πιο συγκεκριμένα με τη Μεσοποταμία. Μολονότι η οικονομία της χώρας ήταν βασικά αγροτική, οι κάτοικοι επιδίδονταν επίσης στο εμπόριο, ενώ τα λιμάνια της Τύρου και της Σιδώνας εξελίχθηκαν σε μεγάλα κέντρα εμπορίου με στόλους ονομαστούς σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. (Παράβαλε Ιεζ 27.) Έτσι λοιπόν, ήδη από την εποχή του Ιώβ, η λέξη «Χαναναίος» είχε γίνει συνώνυμη του “έμπορος” και μεταφράζεται με αυτή τη λέξη. (Ιωβ 41:6· Σοφ 1:11· υπόψη επίσης η αναφορά στη Βαβυλώνα ως «γη Χαναάν», Ιεζ 17:4, 12.) Επομένως, η Χαναάν κατείχε ένα πολύ στρατηγικό σημείο στην Εύφορη Ημισέληνο και υπήρξε ο στόχος των μεγάλων αυτοκρατοριών της Μεσοποταμίας, της Μικράς Ασίας και της Αφρικής οι οποίες επιδίωκαν να ελέγχουν τη διέλευση στρατευμάτων και τη διακίνηση εμπορευμάτων εντός των ορίων της Χαναάν. Άρα, το ότι ο Θεός τοποθέτησε τον εκλεκτό του λαό σε αυτή τη γη επρόκειτο οπωσδήποτε να ελκύσει την προσοχή των εθνών και να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κατά μία γεωγραφική έννοια—μολονότι πρωτίστως με θρησκευτική έννοια—μπορούσε να λεχθεί ότι οι Ισραηλίτες κατοικούσαν «στο κέντρο της γης».—Ιεζ 38:12.
Γλώσσα. Παρότι το Βιβλικό υπόμνημα δείχνει καθαρά ότι οι Χαναναίοι ήταν Χαμίτες, τα περισσότερα εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα λένε ότι ήταν σημιτικής καταγωγής. Αυτή η κατάταξη βασίζεται στα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι Χαναναίοι μιλούσαν σημιτική γλώσσα. Το πλέον χρησιμοποιούμενο στοιχείο είναι τα πολλά κείμενα που βρέθηκαν στη Ρας Σάμρα (Ουγκαρίτ), τα οποία είναι γραμμένα σε κάποια σημιτική γλώσσα ή διάλεκτο και θεωρείται ότι ανάγονται στο 14ο αιώνα Π.Κ.Χ. Εντούτοις, η Ουγκαρίτ προφανώς δεν εντασσόταν στα Βιβλικά όρια της Χαναάν. Ένα άρθρο του Ά. Φ. Ρέινι στο περιοδικό Ο Βιβλικός Αρχαιολόγος ([The Biblical Archaeologist] 1965, σ. 105) δηλώνει ότι από εθνική, πολιτική και, πιθανότατα, γλωσσολογική σκοπιά «είναι πλέον σαφώς εσφαλμένο να ονομάζουμε την Ουγκαρίτ “χαναανιτική” πόλη». Παραθέτει επιπλέον στοιχεία για να δείξει ότι «η Ουγκαρίτ και η γη Χαναάν ήταν ξεχωριστές και διαφορετικές πολιτικές οντότητες». Επομένως, αυτές οι πινακίδες δεν παρέχουν σαφή κριτήρια με βάση τα οποία να μπορεί να καθοριστεί η γλώσσα των Χαναναίων.
Πολλές από τις Πινακίδες της Αμάρνα οι οποίες βρέθηκαν στην Αίγυπτο προέρχονται πράγματι από πόλεις της καθαυτό Χαναάν, και αυτές οι πινακίδες, που προηγούνται χρονικά της ισραηλιτικής κατάκτησης, είναι γραμμένες κυρίως σε σφηνοειδή βαβυλωνιακή—μια σημιτική γλώσσα. Αυτή, όμως, ήταν τότε η διπλωματική γλώσσα όλης της Μέσης Ανατολής, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνταν ακόμη και σε επιστολές προς την αιγυπτιακή αυλή. Έτσι λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η δήλωση στο Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή ([The Interpreter’s Dictionary of the Bible] επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 1, σ. 495) σύμφωνα με την οποία «οι Επιστολές της Αμάρνα περιέχουν στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι μη σημιτικά εθνικά στοιχεία εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη και στη Συρία σε μάλλον πρώιμη περίοδο, διότι σε αρκετές από αυτές τις επιστολές είναι φανερή η αξιοσημείωτη επίδραση μη σημιτικών γλωσσών». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.) Γεγονός είναι ότι επικρατεί ακόμη αβεβαιότητα γύρω από την αρχική γλώσσα των πρώτων κατοίκων της Χαναάν.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η ίδια η Βιβλική αφήγηση φαίνεται να δείχνει πως ο Αβραάμ και οι απόγονοί του μπορούσαν να συνεννοούνται με το λαό της Χαναάν χωρίς διερμηνέα, και μπορεί επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ χρησιμοποιούνταν ορισμένα τοπωνύμια μη σημιτικού τύπου, οι περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις που κατέλαβαν οι Ισραηλίτες είχαν ήδη σημιτικά ονόματα. Επιπλέον, Φιλισταίοι βασιλιάδες της εποχής του Αβραάμ και, από ό,τι φαίνεται, της εποχής του Δαβίδ αποκαλούνταν «Αβιμέλεχ» (Γε 20:2· 21:32· Ψλ 34:Επιγρ.), ένα όνομα (ή τίτλος) καθαρά σημιτικό, και όμως πουθενά δεν προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι Φιλισταίοι ήταν σημιτικό φύλο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι χαναανιτικές φυλές, μέσα σε μερικούς αιώνες από τότε που έλαβε χώρα η σύγχυση των γλωσσών στη Βαβέλ (Γε 11:8, 9), άρχισαν να μιλούν κάποια σημιτική γλώσσα εγκαταλείποντας την αρχική χαμιτική τους γλώσσα. Αυτό μπορεί να συνέβη λόγω των στενών τους επαφών με τους λαούς της Συρίας, οι οποίοι μιλούσαν την αραμαϊκή, λόγω μεσοποταμιακής επικυριαρχίας για κάποιο διάστημα, ή για άλλους λόγους που δεν είναι προφανείς τώρα. Μια τέτοια αλλαγή δεν θα ήταν μεγαλύτερη από την αλλαγή που έκαναν άλλα αρχαία έθνη, όπως οι αρχαίοι Πέρσες οι οποίοι, αν και ινδοευρωπαϊκής (ιαφεθιτικής) καταγωγής, υιοθέτησαν μεταγενέστερα τη σημιτική αραμαϊκή γλώσσα και γραφή.
Η «γλώσσα της Χαναάν» η οποία αναφέρεται στο εδάφιο Ησαΐας 19:18 πρέπει να ήταν τότε (τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ.) η εβραϊκή—η κύρια γλώσσα εκείνου του τόπου.
[Εικόνα στη σελίδα 1247]
Στήλες που βρέθηκαν στην Ασώρ. Το εγχάρακτο σχέδιο στην κεντρική στήλη μπορεί να συμβολίζει ικεσία προς το θεό της σελήνης