ΤΙΒΑΘ
(Τιβάθ) [Σφαγή].
Πόλη Β της Παλαιστίνης, από όπου ο Δαβίδ πήρε μεγάλη ποσότητα χαλκού, αφού πάταξε τον Αδαδέζερ, το βασιλιά της Ζωβά, στην Αιμάθ, περίπου 230 χλμ. ΒΒΑ της Δαν. (1Χρ 18:3, 8) Στην παράλληλη περιγραφή της εκστρατείας του Δαβίδ, στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 8:8, η Τιβάθ προφανώς ονομάζεται Βετάχ. (Βλέπε ΒΕΤΑΧ.) Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Τιβάθ ίσως πήρε το όνομά της από το γιο του Ναχώρ τον Τεβάχ. (Γε 22:24) Δεδομένου ότι η Τιβάθ αποτελούσε μέρος του αραμαϊκού βασιλείου της Ζωβά, βρισκόταν πιθανότατα στην κοιλάδα που εκτείνεται ανάμεσα στα όρη του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου. Ίχνη αρχαίων χαλκουργημάτων έχουν βρεθεί στον Λίβανο, πράγμα που εναρμονίζεται με το Βιβλικό υπόμνημα.