ΠΑΙΔΙ
Διάφοροι εβραϊκοί και ελληνικοί όροι που μεταδίδουν ποικίλες πληροφοριακές λεπτομέρειες χρησιμοποιούνται αναφερόμενοι στους ανθρώπινους απογόνους. Ο κοινός εβραϊκός όρος που αποδίδεται «παιδί» είναι γέλεδ. (Γε 21:8) Ο συγγενικός όρος γιαλντάχ αναφέρεται σε «κορίτσι» ή σε «κοπέλα». (Ιωλ 3:3· Γε 34:4· Ζαχ 8:5) Και οι δύο λέξεις προέρχονται από τη ρίζα γιαλάδ, που σημαίνει «γεννώ». Δύο άλλες εβραϊκές λέξεις που χρησιμοποιούνται για τα παιδιά (‛ωλέλ και ‛ωλάλ) προέρχονται από τη ρίζα ‛ουλ, που σημαίνει «θηλάζω». (1Σα 22:19· Ιερ 6:11· Γε 33:13) Ο συνήθης εβραϊκός όρος που αποδίδεται «αγόρι» ή «νεαρός» είναι νά‛αρ. (Γε 19:4· Κρ 8:20) Ωστόσο, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται επίσης αναφορικά με βρέφη, όπως στην περίπτωση του Μωυσή όταν ήταν τριών μηνών. (Εξ 2:6· παράβαλε 2Σα 12:16.) Η βασική έννοια της εβραϊκής λέξης ταφ (παιδάκια· μικρά) είναι περπατώ «με ανάλαφρα βήματα». (Γε 43:8· 45:19· Ησ 3:16) Μεταξύ των όρων του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι οι λέξεις τέκνον (παιδί), τεκνίον (παιδάκι), παιδίον (παιδάκι) και ἄρσην (αρσενικό παιδί). (Ματ 10:21· Ιωα 13:33· Ματ 2:8· Απ 12:13) Άλλοι όροι του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι οι λέξεις νήπιος (1Κο 13:11) και βρέφος. (Λου 1:41) Σε μερικές περιπτώσεις, οι λέξεις της εβραϊκής και της ελληνικής που σημαίνουν «γιος» αποδίδονται “παιδί”.—Γε 3:16· Λου 20:34· βλέπε ΓΙΟΣ.
Ο Δημιουργός, ο Ιεχωβά, διευθέτησε να πολλαπλασιάζεται η ανθρώπινη φυλή με τη γέννηση παιδιών που, με τη σειρά τους, θα ενηλικιώνονταν και αργότερα θα γίνονταν και τα ίδια γονείς. Η εντολή που δόθηκε σχετικά με την αναπαραγωγή αναφέρεται στο εδάφιο Γένεση 1:28. Η επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν παιδιά είναι φυσιολογική. Τους αρχαίους Ισραηλίτες τούς απασχολούσε ιδιαίτερα η τεκνοποίηση λόγω της υπόσχεσης που είχε δώσει ο Θεός ότι θα τους έκανε ισχυρό έθνος και λόγω του ότι από αυτούς θα ερχόταν το σπέρμα του Αβραάμ μέσω του οποίου θα έφερναν ευλογία στον εαυτό τους όλες οι οικογένειες της γης. (Γε 28:14) Η απόκτηση πολλών παιδιών θεωρούνταν ευλογία από τον Θεό. (Ψλ 127:3-5· 128:3-6) Η στειρότητα θεωρούνταν όνειδος.—Γε 30:23.
Στους Βιβλικούς χρόνους η γέννηση ενός αγοριού ήταν συνήθως πιο χαρωπή περίσταση από τη γέννηση ενός κοριτσιού, αν και μέσα στον οικογενειακό κύκλο οι γονείς αγαπούσαν τα κορίτσια εξίσου με τα αγόρια. Η προτίμηση για τα αγόρια οφειλόταν στο ότι το αγόρι εξασφάλιζε τη συνέχιση της γραμμής και του ονόματος της οικογένειας, καθώς και τη διατήρηση της οικογενειακής περιουσίας. Η προτεραιότητα του αγοριού υποδηλώνεται επίσης από το γεγονός ότι η περίοδος του καθαρισμού σύμφωνα με το Νόμο ήταν διπλάσια όταν γεννιούνταν κορίτσια. (Λευ 12:2-5) Ο πρωτότοκος γιος ανήκε στον Ιεχωβά και έπρεπε να απολυτρώνεται με μια προσφορά.—Εξ 13:12, 13· Αρ 18:15.
Στην αρχαιότητα, μόλις γεννιόταν ένα βρέφος, πρώτα το έπλεναν με νερό και έπειτα το έτριβαν με αλάτι. (Ιεζ 16:4) Αυτό το έκαναν για να γίνει το δέρμα στεγνό, σφιχτό και ελαστικό. Τύλιγαν το βρέφος σφιχτά με σπάργανα. (Ιωβ 38:9· Λου 2:12) Η μητέρα το θήλαζε δυόμισι με τρία χρόνια ή και περισσότερο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις—όπως όταν η μητέρα πέθαινε ή δεν είχε γάλα—προσλάμβαναν τροφούς.
Στα αρχαιότερα χρόνια τα παιδιά έπαιρναν το όνομά τους κατά τη γέννησή τους, είτε από τον πατέρα (Γε 5:29· 16:15· 21:3· 35:18) είτε από τη μητέρα (Γε 4:25· 29:32· 1Σα 1:20), αλλά σε μεταγενέστερους χρόνους στον Ισραήλ τα αγόρια έπαιρναν το όνομά τους κατά την περιτομή, η οποία λάβαινε χώρα την όγδοη ημέρα. (Λου 1:59· 2:21) Μερικές φορές το όνομα του αγοριού ήταν το ίδιο με του πατέρα του, αλλά συνήθως παρέπεμπε σε περιστατικά που είχαν συμβεί πριν ή κατά τη διάρκεια της γέννησής του ή ήταν σχετικό με το όνομα του Ιεχωβά. Με την πάροδο του χρόνου, ορισμένα ονόματα έγιναν απλώς παραδοσιακά και έχασαν την αρχική σημασία τους.
Οι μητέρες χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους για να μεταφέρουν τα μικρά παιδιά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις κουβαλούσαν το παιδί στην πλάτη ή το έβαζαν στον ώμο. Ο Ιεχωβά μέσω του Ησαΐα αναφέρθηκε έμμεσα στις μητέρες που κρατούσαν τα παιδιά τους αγκαλιά, τα σήκωναν στους ώμους τους ή τα βαστούσαν στο πλευρό, πάνω από το γοφό. (Ησ 49:22· 66:12) Επίσης, τα λόγια του Μωυσή υποδηλώνουν ότι βαστούσαν τα παιδιά στην αγκαλιά.—Αρ 11:12.
Τα αγόρια τα φρόντιζε κυρίως η μητέρα μέχρι την ηλικία των πέντε ετών περίπου. Φυσικά, ο πατέρας είχε την κύρια ευθύνη να διδάσκει στο παιδί τις Γραφές από τη βρεφική του ηλικία, και η μητέρα βοηθούσε. (Δευ 6:7· Παρ 1:8· Εφ 6:4· 2Τι 3:15) Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, ο πατέρας τούς παρείχε πρακτική εκπαίδευση γύρω από τη γεωργία, την κτηνοτροφία ή κάποια τέχνη όπως η ξυλουργική. Τόσο ο Ιωσήφ όσο και ο Δαβίδ ήταν βοσκοί στη νεότητά τους.—Γε 37:2· 1Σα 16:11.
Τα κορίτσια βρίσκονταν υπό την άμεση εποπτεία της μητέρας, ενώ υπόκειντο φυσικά στη δικαιοδοσία του πατέρα. Όσο ζούσαν στο σπίτι διδάσκονταν τις οικιακές τέχνες που θα τους φαίνονταν χρήσιμες όταν θα ενηλικιώνονταν. Η Ραχήλ ήταν βοσκοπούλα. (Γε 29:6-9) Οι κοπέλες δούλευαν στους αγρούς κατά το θερισμό (Ρθ 2:5-9), και η Σουλαμίτισσα λέει ότι οι αδελφοί της την είχαν βάλει φύλακα στα αμπέλια.—Ασμ 1:6.
Τα μικρά παιδιά στον Ισραήλ γνώριζαν τη χαρά της ξεκούρασης και της διασκέδασης, παίζοντας μερικές φορές στην αγορά, μιμούμενα πράγματα που είχαν δει να κάνουν οι μεγάλοι.—Ματ 11:16, 17· Ζαχ 8:5.
Αλλά οι καλά εκπαιδευμένοι Ισραηλίτες νέοι θυμούνταν τον Δημιουργό τους στις ημέρες της νεαρής τους ηλικίας, και μάλιστα ορισμένοι τον υπηρετούσαν ως διάκονοι. Ο Σαμουήλ χρησιμοποιήθηκε από παιδί για τη διακονία του Ιεχωβά στη σκηνή της μαρτυρίας. (1Σα 2:11) Τον Ιησού τον απασχολούσε πολύ η υπηρεσία του Πατέρα του όταν ήταν μόλις 12 χρονών και μάθαινε όλα όσα μπορούσε μιλώντας στους δασκάλους στο ναό. (Λου 2:41-49) Μια μικρή Εβραία, η οποία είχε ανεπιφύλακτη πίστη στον Ιεχωβά και στον προφήτη του τον Ελισαιέ, ήταν εκείνη που κατηύθυνε τον Νεεμάν στον Ελισαιέ για να θεραπευτεί από τη λέπρα. (2Βα 5:2, 3) Στα εδάφια Ψαλμός 148:12, 13 τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια λαβαίνουν την εντολή να αινούν τον Ιεχωβά. Χάρη στη Γραφική τους εκπαίδευση, τα αγόρια κραύγασαν όταν είδαν τον Ιησού στο ναό, λέγοντας: «Σώσε, σε ικετεύουμε, τον Γιο του Δαβίδ!» και ο Ιησούς τα επαίνεσε.—Ματ 21:15, 16.
Οι γονείς ήταν υπεύθυνοι για την εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών τους, και έπρεπε να είναι οι ίδιοι δάσκαλοι και καθοδηγητές τους, τόσο με τα λόγια όσο και με το παράδειγμα. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιλάμβανε τα εξής: (1) Διδασκόταν ο φόβος του Ιεχωβά. (Ψλ 34:11· Παρ 9:10) (2) Το παιδί νουθετούνταν να τιμάει τον πατέρα και τη μητέρα του. (Εξ 20:12· Λευ 19:3· Δευ 27:16) (3) Ενσταλαζόταν με επιμέλεια στις εύπλαστες διάνοιες των μικρών παιδιών η διαπαιδαγώγηση ή η διδασκαλία του Νόμου, των εντολών και των διδαχών του, καθώς επίσης η εκπαίδευση γύρω από τις ενέργειες και τις αποκαλυμμένες αλήθειες του Ιεχωβά. (Δευ 4:5, 9· 6:7-21· Ψλ 78:5) (4) Δινόταν έμφαση στο σεβασμό για τα ηλικιωμένα άτομα. (Λευ 19:32) (5) Αποτυπωνόταν ανεξίτηλα η σπουδαιότητα της υπακοής στη διάνοια του παιδιού. (Παρ 4:1· 19:20· 23:22-25) (6) Δινόταν έμφαση στην πρακτική εκπαίδευση για τη ζωή του ενηλίκου, όπως το να διδάσκονται τα κορίτσια τις οικιακές εργασίες και το να μαθαίνουν τα αγόρια την τέχνη του πατέρα τους ή κάποια άλλη τέχνη. (7) Γίνονταν μαθήματα ανάγνωσης και γραφής.
Μετά τη βαβυλωνιακή εξορία, στις περισσότερες πόλεις υπήρχαν συναγωγές, και σε μεταγενέστερους καιρούς τα αγόρια εκπαιδεύονταν εκεί από δασκάλους. Επιπρόσθετα, τα παιδιά λάβαιναν θρησκευτική εκπαίδευση όταν οι γονείς τους τα έπαιρναν μαζί τους στις συνάξεις που είχαν ως σκοπό τη λατρεία και τον αίνο του Ιεχωβά. (Δευ 31:12, 13· Νε 12:43) Οι γονείς του Ιησού τον είχαν πάρει στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. Στο ταξίδι της επιστροφής τον έχασαν, και τον βρήκαν στο ναό «να κάθεται ανάμεσα στους δασκάλους και να τους ακούει και να τους ρωτάει».—Λου 2:41-50· βλέπε ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Αν σε κάποια περίπτωση ένας γιος γινόταν τελείως στασιαστικός και ανεπίδεκτος διόρθωσης, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και την αναγκαία διαπαιδαγώγηση, λαμβανόταν ένα ακόμη πιο σκληρό μέτρο. Ο γιος φερνόταν ενώπιον των πρεσβυτέρων της πόλης, και αφού οι γονείς του κατέθεταν ότι ήταν αδιόρθωτος παραβάτης, θανατωνόταν με λιθοβολισμό. Αυτή η διευθέτηση αφορούσε προφανώς έναν γιο κάποιας ηλικίας, μεγαλύτερο από ένα μικρό παιδί όπως το εννοούμε συνήθως, διότι οι Γραφές περιγράφουν αυτό το άτομο ως “λαίμαργο και μέθυσο”. (Δευ 21:18-21) Όποιος χτυπούσε τον πατέρα ή τη μητέρα του, ή καταριόταν τους γονείς του, θανατωνόταν. Ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν τόσο αυστηρά μέτρα ήταν ότι το έθνος έπρεπε να εξαφανίσει το κακό από ανάμεσά του και “όλος ο Ισραήλ έπρεπε να ακούσει και να φοβηθεί”. Συνεπώς, οποιαδήποτε τάση προς τη νεανική εγκληματικότητα ή την έλλειψη σεβασμού για τη γονική εξουσία εμφανιζόταν στο έθνος θα επιβραδυνόταν σημαντικά από την τιμωρία που επιβαλλόταν σε τέτοιους παραβάτες.—Εξ 21:15, 17· Ματ 15:4· Μαρ 7:10.
Μεγάλη έλλειψη σεβασμού προς το διορισμένο προφήτη του Θεού τον Ελισαιέ εκδήλωσε μια ομάδα μικρών αγοριών που τον περιγελούσαν, φωνάζοντας: «Ανέβαινε, φαλακρέ! Ανέβαινε, φαλακρέ!» Ήθελαν είτε να συνεχίσει ο Ελισαιέ, ο οποίος φορούσε το γνωστό ένδυμα του Ηλία, το δρόμο του ανεβαίνοντας στη Βαιθήλ είτε να αποχωρήσει από τη γη όπως υποτίθεται ότι είχε κάνει ο Ηλίας. (2Βα 2:11) Δεν τον ήθελαν εκεί γύρω. Τελικά ο Ελισαιέ στράφηκε και τα καταράστηκε στο όνομα του Ιεχωβά. «Τότε βγήκαν δύο αρκούδες από το δάσος και κατασπάραξαν σαράντα δύο από αυτά τα παιδιά».—2Βα 2:23, 24.
Ο Ιησούς προφήτευσε ότι παιδιά θα ξεσηκώνονταν εναντίον των γονέων τους και γονείς εναντίον των παιδιών τους λόγω της στάσης που θα έπαιρναν αυτά τα άτομα ως ακόλουθοί του. (Ματ 10:21· Μαρ 13:12) Ο απόστολος Παύλος προείπε ότι ανάμεσα στα μεγαλύτερα προβλήματα που θα χαρακτήριζαν τις «τελευταίες ημέρες» θα ήταν η ανυπακοή των παιδιών προς τους γονείς και η έλλειψη στοργής.—2Τι 3:1-3.
Παραθέτοντας τα προσόντα για τους επισκόπους και τους διακονικούς υπηρέτες στη Χριστιανική εκκλησία, ο απόστολος Παύλος καθόρισε ότι οι άντρες που θα επιλέγονταν για αυτές τις θέσεις έπρεπε να έχουν «παιδιά πιστά που δεν ήταν κάτω από κατηγορία για ασωτία ούτε ανυπότακτα» και τα οποία έπρεπε να είναι σε υποταγή με κάθε σοβαρότητα, διότι, όπως λέει ο Παύλος: «Πράγματι, αν κάποιος δεν γνωρίζει πώς να προΐσταται στο σπιτικό του, πώς θα φροντίσει για την εκκλησία του Θεού;»—Τιτ 1:6· 1Τι 3:4, 5, 12.
Γονική Εξουσία. Η εξουσία των γονέων, ιδίως του πατέρα μέσα στην οικογένεια, ήταν αρκετά ευρεία. Όσο ο πατέρας ζούσε και ήταν σε θέση να διευθύνει το σπιτικό, οι γιοι υποτάσσονταν σε αυτόν. Ωστόσο, αν ένας γιος δημιουργούσε τελικά ανεξάρτητο σπιτικό, γινόταν κεφαλή του δικού του σπιτικού. Ο πατέρας μπορούσε να πουλήσει τα παιδιά σε προσωρινή δουλεία προκειμένου να ξεπληρώσει τυχόν χρέη. (Εξ 21:7· 2Βα 4:1· Ματ 18:25) Η εξουσία του πατέρα πάνω στην κόρη ήταν τέτοια ώστε αυτός μπορούσε να ακυρώσει μια ευχή που είχε κάνει εκείνη. Εντούτοις, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να απαγορεύσει στην κόρη του να λατρεύει τον Ιεχωβά ή να την εμποδίσει να υπακούει στις εντολές του Ιεχωβά, επειδή ο ίδιος, ως μέλος του έθνους του Ισραήλ, ήταν αφιερωμένος στον Θεό και υπόκειτο πλήρως στο Νόμο του Θεού. (Αρ 30:3-5, 16) Η γονική εξουσία γινόταν επίσης φανερή στο θέμα του γάμου, εφόσον οι γονείς επέλεγαν συζύγους για τους γιους τους ή έκαναν διευθετήσεις για το γάμο. (Γε 21:21· Εξ 21:8-11· Κρ 14:1-3) Μια χήρα ή μια διαζευγμένη γυναίκα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα της και να υποτάσσεται πάλι σε αυτόν.—Γε 38:11.
Τα κληρονομικά δικαιώματα μεταβιβάζονταν μέσω του πατέρα. Όταν γεννιούνταν δίδυμα, πρόσεχαν πάρα πολύ να ξεχωρίσουν το παιδί που ερχόταν πρώτο στον κόσμο (Γε 38:28), εφόσον ο πρωτότοκος γιος έπαιρνε δύο μερίδια από την κληρονομιά του πατέρα του, ενώ ο άλλος γιος μόνο ένα. (Δευ 21:17· Γε 25:1-6) Συνήθως ο μεγαλύτερος γιος αναλάμβανε την ευθύνη να συντηρεί τα θήλεα μέλη της οικογένειας μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο γιος που γεννιόταν από ανδραδελφικό γάμο ανατρεφόταν ως γιος του νεκρού άντρα και κληρονομούσε την περιουσία του.—Δευ 25:6· Ρθ 4:10, 17.
Μεταφορικές Χρήσεις. Οι λέξεις «παιδί» και «παιδιά», όπως χρησιμοποιούνται στη Γραφή, έχουν αρκετά μεγάλο εννοιολογικό εύρος. Οι απόγονοι του Ισραήλ αναφέρονται ως «κατά σάρκα παιδιά», και ο Ησαΐας τούς αποκαλεί «παιδιά παράβασης» λόγω των στασιαστικών οδών τους εναντίον του Ιεχωβά. (Ρω 9:8· Ησ 57:4) Στις ημέρες των αποστόλων, οι πονηροί χαρακτηρίζονταν «καταραμένα παιδιά» και «παιδιά του Διαβόλου». (2Πε 2:14· 1Ιω 3:10) Αντίθετα, όσοι ασκούν πίστη στον Χριστό και γεννιούνται από το πνεύμα ονομάζονται «παιδιά του Θεού». (Ιωα 1:12· Ρω 8:16) Οι μαθητές συχνά αποκαλούνται παιδιά.—Ιωα 13:33· Εβρ 2:13.
Τα άτομα που θα έχουν το προνόμιο να λάβουν ανάσταση από τους νεκρούς ονομάζονται «παιδιά της ανάστασης» (Λου 20:36), επίσης δε οι συγκληρονόμοι με τον Χριστό είναι «τα παιδιά . . . μέσω της υπόσχεσης» (Ρω 9:8) ή παιδιά «της ελεύθερης γυναίκας» (Γα 4:31). Όλοι όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν ζωή στη Βασιλεία των ουρανών πρέπει να εκδηλώνουν ταπεινοφροσύνη, δεκτικότητα και εμπιστοσύνη, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα παιδιά. (Ματ 18:2-4) Οι άντρες και οι γυναίκες που αγωνίζονται να υπακούν στον Θεό φανερώνοντας το φως της αλήθειας με τη ζωή τους περιγράφονται ως «υπάκουα παιδιά» και ως «παιδιά φωτός».—1Πε 1:14· Εφ 5:8.
Ο Παύλος συμβούλεψε την εκκλησία της Κορίνθου, όπως θα συμβούλευε κάποια παιδιά, να “πλατυνθεί” σε στοργή. Προηγουμένως τους είχε παροτρύνει να μη γίνονται παιδιά όσον αφορά τις δυνάμεις κατανόησης.—2Κο 6:13· 1Κο 14:20.