ΑΠΟΒΟΛΗ, 2
Η αποπομπή, ή αλλιώς αποκοπή, των παραβατών από μια κοινότητα ή οργάνωση κατόπιν δικαστικής απόφασης, βάσει της οποίας τους αφαιρείται η ιδιότητα του μέλους και επίσης παύουν να έχουν συναναστροφή με τα υπόλοιπα μέλη. Όσον αφορά τις θρησκευτικές ομάδες, η αποβολή αποτελεί για αυτές αρχή και εγγενές δικαίωμα και είναι ανάλογη με τη θανατική ποινή, την εκτόπιση και τη διαγραφή που μπορούν να επιβάλλουν τα πολιτικά και αστικά όργανα σε μερικές χώρες. Στην εκκλησία του Θεού η αποβολή εφαρμόζεται για τη διατήρηση της δογματικής και της ηθικής αγνότητας της οργάνωσης. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου είναι απαραίτητη για να συνεχίσει να υφίσταται η οργάνωση, ιδιαίτερα δε η Χριστιανική εκκλησία. Η εκκλησία πρέπει να διατηρείται καθαρή και να εξακολουθεί να έχει την εύνοια του Θεού ώστε να χρησιμοποιείται από αυτόν και να τον εκπροσωπεί, διαφορετικά ο Θεός θα απέβαλλε ή θα εξέκοπτε ολόκληρη την εκκλησία.—Απ 2:5· 1Κο 5:5, 6.
Εφαρμογή της Αποβολής από τον Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός εφάρμοσε την αποβολή, ή αλλιώς αποκοπή, σε πάμπολλες περιπτώσεις. Καταδίκασε τον Αδάμ σε θάνατο και έδιωξε τον ίδιο και τη σύζυγό του την Εύα από τον κήπο της Εδέμ. (Γε 3:19, 23, 24) Ο Κάιν εκτοπίστηκε και έγινε περιπλανώμενος και φυγάς πάνω στη γη. (Γε 4:11, 14, 16) Οι άγγελοι που αμάρτησαν ρίχτηκαν στον Τάρταρο, μια κατάσταση πυκνού σκοταδιού, όπου φυλάττονται για κρίση. (2Πε 2:4) Είκοσι τρεις χιλιάδες πόρνοι εκκόπηκαν από τον Ισραήλ σε μία ημέρα. (1Κο 10:8) Ο Αχάν θανατώθηκε κατ’ εντολήν του Ιεχωβά, διότι έκλεψε αυτό που ήταν αφιερωμένο στον Ιεχωβά. (Ιη 7:15, 20, 21, 25) Ο Κορέ ο Λευίτης μαζί με τον Δαθάν και τον Αβιρών της φυλής του Ρουβήν εκκόπηκαν για στασιασμό, η δε Μαριάμ πατάχθηκε με λέπρα, και ίσως τελικά να πέθαινε λεπρή αν δεν μεσολαβούσε για χάρη της ο Μωυσής. Όντας λεπρή, αποβλήθηκε από το στρατόπεδο του Ισραήλ και παρέμεινε σε καραντίνα εφτά ημέρες.—Αρ 16:27, 32, 33, 35· 12:10, 13-15.
Υπό το Μωσαϊκό Νόμο. Αν ένα άτομο διέπραττε σοβαρές ή εσκεμμένες παραβάσεις του νόμου του Θεού ο οποίος είχε δοθεί μέσω του Μωυσή, ήταν δυνατόν να εκκοπεί, δηλαδή να θανατωθεί. (Λευ 7:27· Αρ 15:30, 31) Μεταξύ των αδικημάτων που επέσυραν αυτή την ποινή ήταν η αποστασία, η ειδωλολατρία, η μοιχεία, η βρώση αίματος και ο φόνος.—Δευ 13:12-18· Λευ 20:10· 17:14· Αρ 35:31.
Υπό το Νόμο, προκειμένου να εκτελεστεί η ποινή της εκκοπής, τα αποδεικτικά στοιχεία έπρεπε να πιστοποιηθούν από το στόμα τουλάχιστον δύο μαρτύρων. (Δευ 19:15) Αυτοί οι μάρτυρες όφειλαν να είναι οι πρώτοι που θα λιθοβολούσαν τον ένοχο. (Δευ 17:7) Αυτό θα καταδείκνυε το ζήλο τους για το νόμο του Θεού και για την αγνότητα της εκκλησίας του Ισραήλ, καθώς επίσης θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για την κατάθεση ψευδούς, απερίσκεπτης ή βιαστικής μαρτυρίας.
Το Σάνχεδριν και οι συναγωγές. Στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του Ιησού, οι συναγωγές λειτουργούσαν ως δικαστήρια τα οποία δίκαζαν τους παραβάτες του Ιουδαϊκού νόμου. Το Σάνχεδριν ήταν το ανώτατο δικαστήριο. Υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι Ιουδαίοι δεν είχαν τόσο ευρεία εξουσία όσο πρωτύτερα, υπό τη θεοκρατική διακυβέρνηση. Ακόμη και όταν το Σάνχεδριν έκρινε κάποιον άξιο θανάτου, δεν μπορούσαν πάντοτε να επιβάλουν τη θανατική ποινή, εξαιτίας των περιορισμών που είχαν θέσει οι Ρωμαίοι. Οι Ιουδαϊκές συναγωγές εφάρμοζαν ένα σύστημα αποπομπής, ή αλλιώς αποκοπής, που είχε τρία στάδια ή τρεις ονομασίες. Το πρώτο στάδιο ήταν η σχετικά βραχυπρόθεσμη ποινή νιντούγ—αρχικά διαρκούσε μόνο 30 ημέρες. Το άτομο που τιμωρούνταν με αυτή την ποινή στερούνταν ορισμένων προνομίων. Μπορούσε μεν να πάει στο ναό, αλλά εκεί υπόκειτο σε ορισμένους περιορισμούς και όλοι, εκτός από τα μέλη της οικογένειάς του, ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται 4 πήχεις (περ. 2 μ.) μακριά του. Το δεύτερο στάδιο λεγόταν χέρεμ, δηλαδή κάτι που είναι αφιερωμένο στον Θεό ή έχει γίνει ανάθεμα. Αυτή ήταν αυστηρότερη κρίση. Ο παραβάτης δεν μπορούσε να διδάξει ή να διδαχτεί μαζί με άλλους ούτε να προβεί σε εμπορικές συναλλαγές πέρα από την αγορά των αναγκαίων. Ωστόσο, δεν ήταν εξ ολοκλήρου απόβλητος από την Ιουδαϊκή οργάνωση και είχε ακόμη την ευκαιρία να επιστρέψει. Τέλος, υπήρχε το στάδιο σαμματτά’, η ολοκληρωτική εκκοπή από την εκκλησία. Μερικοί πιστεύουν ότι οι δύο τελευταίες μορφές αποπομπής ταυτίζονταν.
Όποιος αποβαλλόταν ως πονηρός, έχοντας εκκοπεί πλήρως, θεωρούνταν άξιος θανάτου, μολονότι οι Ιουδαίοι ίσως δεν είχαν την εξουσία να τον εκτελέσουν. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή εκκοπής που εφάρμοζαν αποτελούσε πολύ ισχυρό όπλο στην Ιουδαϊκή κοινότητα. Ο Ιησούς προείπε ότι οι ακόλουθοί του θα αποβάλλονταν από τις συναγωγές. (Ιωα 16:2) Ο φόβος της αποβολής, ή αλλιώς του «αποκλεισμού από το εκκλησίασμα», εμπόδιζε μερικούς Ιουδαίους, ακόμη και άρχοντες, να ομολογήσουν τον Ιησού. (Ιωα 9:22, υποσ.· 12:42) Παράδειγμα χρήσης τέτοιου μέτρου από μέρους της συναγωγής ήταν η περίπτωση του θεραπευμένου τυφλού που μίλησε ευνοϊκά για τον Ιησού.—Ιωα 9:34.
Στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του, ο Ιησούς έδωσε οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί αν κάποιος διέπραττε μια σοβαρή αμαρτία εναντίον ενός ατόμου, η οποία όμως ήταν τέτοιου είδους ώστε, αν το ζήτημα διευθετούνταν κατάλληλα, δεν ήταν απαραίτητη η ανάμειξη της Ιουδαϊκής εκκλησίας. (Ματ 18:15-17) Τόνισε ότι έπρεπε να καταβληθεί ένθερμη προσπάθεια να βοηθηθεί το άτομο που διέπραξε την αδικοπραγία, ενώ παράλληλα έπρεπε να προφυλαχτεί η εκκλησία από όσους ενέμεναν στην αμαρτία. Η μόνη εκκλησία του Θεού που υπήρχε τότε ήταν η εκκλησία του Ισραήλ. Η φράση «μίλησε στην εκκλησία» δεν σήμαινε ότι ο παραβάτης θα δικαζόταν από ολόκληρο το έθνος ή έστω από το σύνολο των Ιουδαίων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτή την ευθύνη την είχαν οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων. (Ματ 5:22) Οι παραβάτες που αρνούνταν να ακούσουν ακόμη και αυτούς τους υπευθύνους έπρεπε να θεωρούνται «όπως ο εθνικός και ο εισπράκτορας φόρων», άτομα με τα οποία οι Ιουδαίοι δεν είχαν συναναστροφές.—Παράβαλε Πρ 10:28.
Χριστιανική Εκκλησία. Με βάση τις αρχές των Εβραϊκών Γραφών, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές καθιερώνουν μέσω εντολής και μέσω νομικού προηγούμενου την αποβολή, ή αλλιώς αποκοπή, από τη Χριστιανική εκκλησία. Ασκώντας αυτή τη θεόδοτη εξουσία, η εκκλησία διατηρεί την καθαρότητά της και την καλή υπόστασή της ενώπιον του Θεού. Ο απόστολος Παύλος, με την εξουσία που του είχε παραχωρηθεί, διέταξε την αποβολή ενός αιμομείκτη πόρνου ο οποίος είχε πάρει τη σύζυγο του πατέρα του. (1Κο 5:5, 11, 13) Επίσης, άσκησε την εξουσία που είχε να αποκόπτει κατά του Υμέναιου και του Αλέξανδρου. (1Τι 1:19, 20) Εντούτοις, ο Διοτρεφής προσπαθούσε προφανώς να εφαρμόσει το μέτρο της αποκοπής εσφαλμένα.—3Ιω 9, 10.
Μερικά από τα αδικήματα που θα μπορούσαν να επισύρουν την αποκοπή από τη Χριστιανική εκκλησία είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ομοφυλοφιλία, η απληστία, η αρπαγή, η κλοπή, το ψέμα, η μέθη, η εξύβριση, ο πνευματισμός, ο φόνος, η ειδωλολατρία, η αποστασία και η πρόκληση διαιρέσεων μέσα στην εκκλησία. (1Κο 5:9-13· 6:9, 10· Τιτ 3:10, 11· Απ 21:8) Ως εκδήλωση ελέους, αυτός που προάγει κάποια αίρεση προειδοποιείται μία και δύο φορές προτού αποκοπεί. Στη Χριστιανική εκκλησία εφαρμόζεται η αρχή που διατυπώθηκε στο Νόμο, ότι δηλαδή τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον αυτού που κατηγορείται πρέπει να πιστοποιηθούν από δύο ή τρεις μάρτυρες. (1Τι 5:19) Εκείνοι που έχουν καταδικαστεί επειδή πράττουν κάποια αμαρτία ελέγχονται Γραφικά μπροστά στους «παρατηρητές», παραδείγματος χάρη μπροστά σε αυτούς που κατέθεσαν σχετικά με την αμαρτωλή διαγωγή, ώστε να έχουν και όλοι αυτοί υγιή φόβο για τέτοιου είδους αμαρτία.—1Τι 5:20· βλέπε ΕΛΕΓΧΟΣ.
Επιπλέον, η Χριστιανική εκκλησία νουθετείται από τη Γραφή να σταματήσει να έχει κοινωνική συναναστροφή με τους ατάκτους οι οποίοι δεν περπατούν σωστά, αλλά και οι οποίοι δεν θεωρούνται άξιοι πλήρους αποβολής. Αναφορικά με αυτά τα άτομα, ο Παύλος έγραψε στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης: «Σταματήστε να τον συναναστρέφεστε, για να ντραπεί. Και εντούτοις μην τον θεωρείτε εχθρό, αλλά να τον νουθετείτε ως αδελφό».—2Θε 3:6, 11, 13-15.
Ωστόσο, σχετικά με όσους ήταν Χριστιανοί αλλά αργότερα απαρνήθηκαν τη Χριστιανική εκκλησία ή αποβλήθηκαν από αυτήν, ο απόστολος Παύλος παρήγγειλε: «Να πάψετε να συναναστρέφεστε» με ένα τέτοιο άτομο. Ο δε απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Να μην τον δέχεστε στα σπίτια σας ούτε να του λέτε χαιρετισμό».—1Κο 5:11· 2Ιω 9, 10.
Όσοι έχουν αποβληθεί μπορούν να γίνουν και πάλι δεκτοί στην εκκλησία αν εκδηλώσουν ειλικρινή μετάνοια. (2Κο 2:5-8) Αυτό επίσης αποτελεί προστασία για την εκκλησία, καθώς δεν την αφήνει να εξαπατηθεί από τον Σατανά πηγαίνοντας από το ένα άκρο στο άλλο—από το να παραβλέπει την αδικοπραγία στο να δείχνει σκληρότητα και να μη συγχωρεί.—2Κο 2:10, 11.