ΜΠΙΡΑ
Ποτό με σχετικά μικρή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, το οποίο παρασκευάζεται με αργή ζύμωση από σιτάρι ή άλλα δημητριακά. Η εβραϊκή λέξη σόβε’, που αποδίδεται «σταρένια μπίρα», μπορεί επίσης να μεταφραστεί «ποτό».—Ησ 1:22, υποσ.· Ωσ 4:18, υποσ.· Να 1:10, υποσ.· Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Lexicon in Veteris Testamenti Libros), των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 646.
Πινακίδες σφηνοειδούς γραφής αποκαλύπτουν ότι στην αρχαία Μεσοποταμία υπήρχε ζυθοποιία από την τρίτη κιόλας χιλιετία Π.Κ.Χ. Όταν ο Αβραάμ έφτασε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, πιθανότατα να διαπίστωσε ότι η μπίρα ήταν ήδη συνηθισμένο ποτό εκεί. Λέγεται ότι, μεταγενέστερα, ο Ραμσής Γ΄ είχε την μπίρα σε τόσο μεγάλη υπόληψη ώστε πρόσφερε περίπου 114.000 λίτρα το χρόνο στους θεούς του. Έχουν βρεθεί πολλά φιλισταϊκά κύπελλα μπίρας με ειδικά στόμια για στράγγισμα. Από ό,τι φαίνεται, αυτά τα έθνη διέθεταν μεγάλη ποικιλία από μπίρες για κάθε γούστο—γλυκές, σκουρόχρωμες, αρωματικές, αφρώδεις, πικάντικες—οι οποίες σερβίρονταν ζεστές ή κρύες, αραιωμένες με νερό ή παχύρρευστες και σιροπιώδεις.—Βλέπε ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΠΟΤΑ.