ΑΙΛΩΝ
(Αιλών) [πιθανότατα, Μεγάλο Δέντρο].
1. Κάποιος Χετταίος του οποίου η κόρη “έφερε πίκρα” στον Ισαάκ και στη Ρεβέκκα όταν έγινε σύζυγος του γιου τους του Ησαύ.—Γε 26:34, 35· 27:46· 28:8· 36:2.
2. Ο δεύτερος από τους τρεις γιους του Ζαβουλών. Περιλαμβανόταν στα μέλη του σπιτικού του παππού του, του Ιακώβ, τα οποία πήγαν στην Αίγυπτο. Ήταν επίσης κεφαλή της οικογένειας των Αιλωνιτών.—Γε 46:14· Αρ 26:26.
3. Ζαβουλωνίτης κριτής του Ισραήλ. Αφού υπηρέτησε επί δέκα χρόνια ως κριτής, τον έθαψαν στην Αιαλών της περιοχής του Ζαβουλών.—Κρ 12:11, 12.
4. Πόλη της φυλής του Δαν, η οποία αναφέρεται ανάμεσα στην Ιεθλά και στη Θιμνάχ. (Ιη 19:42, 43) Η θέση της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα.