ΧΩΝΕΥΤΗΣ
Ο τεχνίτης που διαχωρίζει και καθαρίζει τα μέταλλα. Με επανειλημμένη τήξη σε πήλινους λέβητες καθαρισμού, τις λεγόμενες χοάνες, η μεταλλουργική σκωρία και οι ακαθαρσίες απομακρύνονταν από το επιθυμητό μέταλλο. (Ψλ 12:6· Παρ 17:3· 27:21) Γύρω από την αρχαία Σοκχώθ, όπου υπήρχαν μερικά από τα ορυχεία και τα χωνευτήρια του Σολομώντα, έχουν βρεθεί υπολείμματα σωρών σκωρίας. Μερικές φορές οι ακαθαρσίες εξατμίζονταν με την τήξη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο χωνευτής πρόσθετε αλισίβα (βλέπε ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΡΟΥΧΩΝ) ώστε να συμπυκνωθεί η αφρώδης σκουριά για να μπορέσει να την απομακρύνει από την επιφάνεια του μεταλλεύματος. (Ησ 1:25· Μαλ 3:2) Ο χωνευτής καθόταν μπροστά στο καμίνι του και διοχέτευε στη φωτιά που έκαιγε με κάρβουνο αέρα χρησιμοποιώντας φυσερά.—Ιερ 6:29· Μαλ 3:3.
Το χρυσάφι περιέχει συχνά ασήμι σε διάφορα ποσοστά. Δεν γνωρίζουμε πώς διαχωρίζονταν μεταξύ τους αυτά τα μέταλλα στους Βιβλικούς χρόνους, αλλά στα εδάφια Παροιμίες 17:3 και 27:21 φαίνεται να επισημαίνεται μια διαφοροποίηση στις μεθόδους κατεργασίας τους: «Ο λέβητας του καθαρισμού είναι για το ασήμι και το καμίνι για το χρυσάφι». Το νιτρικό οξύ προφανώς δεν είχε ανακαλυφτεί μέχρι τον ένατο αιώνα Κ.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι πρωτύτερα το χρυσάφι καθαριζόταν με άλλα μέσα. Παραδείγματος χάρη, αν συνυπήρχε μόλυβδος μαζί με το χρυσάφι, οι ακαθαρσίες μπορούσαν να ρευστοποιηθούν και να απομακρυνθούν με τη μορφή μεταλλουργικής σκωρίας, ενώ το χρυσάφι συγκρατούνταν από το μόλυβδο. Κατόπιν, με αργό βρασμό και εξάτμιση του μολύβδου (μια διεργασία γνωστή ως κυπέλλωση) απέμενε το καθαρό χρυσάφι. Αυτή η διαδικασία απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα, διότι αν η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή ή ο βρασμός και η εξάτμιση γίνουν πολύ γρήγορα, το χρυσάφι συμπαρασύρεται με το μόλυβδο. Ο χειριστής μαθαίνει να υπολογίζει και να ελέγχει τον καθαρισμό με βάση το χρώμα του λιωμένου μετάλλου. (Παράβαλε Ψλ 12:6· Ιερ 6:28-30· Ιεζ 22:18-22.) Στις Γραφές υπονοείται η χρήση αλισίβας για τον καθαρισμό του ασημιού.—Μαλ 3:2, 3.
Αν το χαλκοφόρο μετάλλευμα ήταν οξείδιο ή ανθρακικό άλας του χαλκού, η ανάμειξη του θρυμματισμένου μεταλλεύματος με κάρβουνα και η καύση του ελευθέρωνε το χαλκό στη μεταλλική του κατάσταση. Αν, όμως, το μετάλλευμα του χαλκού ήταν θειούχο άλας, έπρεπε να υποστεί προκαταρκτική φρύξη ώστε να εξατμιστεί πρώτα το θείο με τη μορφή διοξειδίου του θείου και συγχρόνως να μετατραπεί ο θειούχος χαλκός σε οξείδιο του χαλκού. Κατόπιν, η αναγωγή με κάρβουνα απέδιδε το καθαρό μέταλλο.
Η εξαγωγή του σιδήρου ήταν πιο δύσκολη, επειδή απαιτούνταν τρομερή θερμότητα. Ο σίδηρος λιώνει στους 1.535°C. Ωστόσο, οι αρχαίοι κατασκεύαζαν μεταλλουργικά καμίνια εξοπλισμένα με φυσερά ώστε να διοχετεύεται αέρας, όπως περίπου συμβαίνει με τις σημερινές υψικαμίνους. (Δευ 4:20· Ιερ 6:29· Ιεζ 22:20-22) Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τα σιδηρουργικά καμίνια των Εβραίων, αλλά μπορεί να έμοιαζαν με αυτά που είναι γνωστό ότι υπήρχαν στην αρχαία Ινδία. Επρόκειτο για πήλινα καμίνια σε σχήμα αχλαδιού, που είχαν διάμετρο περίπου 1,2 μ. στον πυθμένα, ενώ στην κορυφή στένευαν στα 30 εκ. Διέθεταν φυσερά από δέρμα κατσίκας με επιστόμια προσαρμοσμένα σε πήλινους σωλήνες, τα οποία διοχέτευαν αέρα στον πυθμένα του καμινιού. Οι τεχνίτες άναβαν φωτιά με κάρβουνα και μετά πρόσθεταν το μετάλλευμα. Στη συνέχεια πρόσθεταν από πάνω ένα δεύτερο στρώμα κάρβουνου και συντηρούσαν τη θερμότητα επί τρεις ή τέσσερις ώρες. Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία, έσπαζαν το μπροστινό μέρος του καμινιού και απομάκρυναν τη μάζα του μετάλλου.
Η εξαγωγή του μολύβδου από το κοινό μετάλλευμά του, το γαληνίτη, δηλαδή το θειούχο μόλυβδο, είναι απλή διαδικασία. Στην αρχή το μετάλλευμα υφίσταται φρύξη με την εισαγωγή αέρα ώστε να μετατραπεί ο θειούχος μόλυβδος σε οξείδιο του μολύβδου, ενώ το θείο ενώνεται με το οξυγόνο και σχηματίζει το αέριο διοξείδιο του θείου. Κατόπιν το οξείδιο του μολύβδου αναμειγνύεται με κάρβουνα και διοχετεύεται σε υψικάμινο. Τέλος το διοξείδιο του άνθρακα απομακρύνεται, ενώ στη χοάνη απομένει ο υγρός μόλυβδος.
Μεταφορική Χρήση. Ο ίδιος ο Ιεχωβά προσδιορίζεται ως χωνευτής. Ο Λόγος του είναι εξαιρετικά καθαρός. (2Σα 22:31· Ψλ 18:30· 119:140· Παρ 30:5) Αυτός ο δοκιμασμένος και ελεγμένος Λόγος είναι ένα μέσο με το οποίο ο Θεός εξαγνίζει το λαό του αφαιρώντας κάθε αμαρτωλή σκωρία ακαθαρσίας. (Ψλ 17:3· 26:2· 105:19· Δα 12:9, 10· Μαλ 3:3) Επίσης, οι πύρινες δοκιμασίες εξαγνίζουν τους πιστούς. (Ησ 48:10· Δα 11:35· Ζαχ 13:9· παράβαλε 1Πε 1:6, 7.) Οι πονηροί, από την άλλη πλευρά, κρίνεται ότι δεν είναι παρά αφρώδης σκουριά, κατάλληλοι μόνο για τον άχρηστο σωρό των αποβλήτων.—Ψλ 119:119· Παρ 25:4, 5· Ιεζ 22:18-20.