ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Η λέξη ἀπόστολος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου προέρχεται από το συχνά εμφανιζόμενο ρήμα ἀποστέλλω. (Ματ 10:5) Η βασική της έννοια φαίνεται καθαρά στη δήλωση του Ιησού: «Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον κύριό του ούτε είναι ο απεσταλμένος [ἀπόστολος, Κείμενο] μεγαλύτερος από εκείνον που τον έστειλε». (Ιωα 13:16) Με αυτή την έννοια, η λέξη εφαρμόζεται και στον Χριστό Ιησού ως «τον απόστολο και αρχιερέα τον οποίο ομολογούμε». (Εβρ 3:1· παράβαλε Ματ 10:40· 15:24· Λου 4:18, 43· 9:48· 10:16· Ιωα 3:17· 5:36, 38· 6:29, 57· 7:29· 8:42· 10:36· 11:42· 17:3, 8, 18, 21-25· 20:21.) Ο Ιησούς στάλθηκε από τον Θεό ως διορισμένος και εντεταλμένος εκπρόσωπός του.
Η λέξη, ωστόσο, εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο στους μαθητές που επέλεξε προσωπικά ο Ιησούς για να αποτελέσουν ένα σώμα 12 διορισμένων εκπροσώπων. Τα ονόματα των 12 που επιλέχθηκαν αρχικά αναφέρονται στα εδάφια Ματθαίος 10:2-4· Μάρκος 3:16-19 και Λουκάς 6:13-16. Ένας από εκείνους τους 12, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αποδείχτηκε προδότης, εκπληρώνοντας έτσι παλαιότερες προφητείες. (Ψλ 41:9· 109:8) Οι υπόλοιποι 11 πιστοί απόστολοι αναφέρονται και πάλι στο εδάφιο Πράξεις 1:13.
Μερικοί από τους αποστόλους ήταν μαθητές του Ιωάννη του Βαφτιστή προτού γίνουν μαθητές του Ιησού. (Ιωα 1:35-42) Οι έντεκα ήταν προφανώς Γαλιλαίοι (Πρ 2:7), ενώ ο μόνος που θεωρούνταν Ιουδαίος ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Προέρχονταν από την εργατική τάξη, μάλιστα για τέσσερις γνωρίζουμε σίγουρα ότι ήταν ψαράδες στο επάγγελμα, ενώ ένας ήταν εισπράκτορας φόρων. (Ματ 4:18-21· 9:9-13) Τουλάχιστον δύο φαίνεται ότι ήταν εξάδελφοι του Ιησού (ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου). Οι θρησκευτικοί ηγέτες τούς θεωρούσαν “αγράμματους και συνηθισμένους”, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν λάβει απλώς τη βασική εκπαίδευση και δεν είχαν φοιτήσει σε σχολές ανώτερης μόρφωσης. Κάποιοι από αυτούς, περιλαμβανομένου και του Πέτρου (Κηφά), ήταν παντρεμένοι.—Πρ 4:13· 1Κο 9:5.
Από τους 12, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης φαίνεται ότι είχαν την πιο στενή σχέση με τον Ιησού. Μόνο αυτοί παρέστησαν στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου (Μαρ 5:35-43) και στη μεταμόρφωση του Ιησού (Ματ 17:1, 2), ενώ στον κήπο της Γεθσημανή αυτοί τον συνόδευσαν πιο πέρα από τους άλλους αποστόλους τη νύχτα της σύλληψής του. (Μαρ 14:32, 33) Ανάμεσα στον Ιησού και στον Ιωάννη φαίνεται ότι υπήρχε ιδιαίτερος δεσμός, και ο Ιωάννης είναι κατά γενική παραδοχή αυτός που περιγράφεται ως “ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς”.—Ιωα 21:20-24· 13:23.
Η Επιλογή και η Πρώτη Περίοδος της Διακονίας Τους. Ο Ιησούς επέλεξε τους 12 ανάμεσα από μια μεγαλύτερη ομάδα μαθητών και τους ονόμασε «αποστόλους», «για να παραμένουν μαζί του και για να τους στέλνει [ἀποστέλλῃ, Κείμενο] να κηρύττουν και να έχουν εξουσία να εκβάλλουν τους δαίμονες». (Μαρ 3:13-15) Έκτοτε, εκείνοι όντως “παρέμειναν μαζί του”, έχοντας πολύ στενή συναναστροφή με αυτόν όλο το υπόλοιπο διάστημα της επίγειας διακονίας του και λαβαίνοντας διεξοδική προσωπική διδασκαλία και διακονική εκπαίδευση. (Ματ 10:1-42· Λου 8:1) Εφόσον συνέχισαν να διδάσκονται από τον Ιησού, εξακολούθησαν να αποκαλούνται «μαθητές», ιδιαίτερα σε αφηγήσεις περιστατικών τα οποία έλαβαν χώρα πριν από την Πεντηκοστή. (Ματ 11:1· 14:26· 20:17· Ιωα 20:2) Από τότε και έπειτα, αποκαλούνται με συνέπεια «απόστολοι». Όταν ο Ιησούς τούς διόρισε, τους έδωσε θαυματουργικές δυνάμεις για να γιατρεύουν και να εκβάλλουν δαίμονες, και ως έναν βαθμό χρησιμοποίησαν αυτές τις δυνάμεις κατά την περίοδο της διακονίας του Ιησού. (Μαρ 3:14, 15· 6:13· Ματ 10:1-8· Λου 9:6· παράβαλε Ματ 17:16.) Ωστόσο, αυτή η δραστηριότητα εμφανίζεται πάντοτε υποδεέστερη σε σχέση με το κύριο έργο τους, που ήταν το κήρυγμα. Αν και αποτελούσαν έναν στενό κύκλο ακολούθων, η διδασκαλία και η εκπαίδευσή τους δεν περιλάμβαναν μυστηριακές ιεροτελεστίες ή τελετουργίες.
Ανθρώπινες Αδυναμίες. Μολονότι ευνοήθηκαν πάρα πολύ ως απόστολοι του Γιου του Θεού, εκδήλωναν τα συνηθισμένα ανθρώπινα ελαττώματα και αδυναμίες. Ο Πέτρος είχε την τάση να είναι επιπόλαιος και παρορμητικός (Ματ 16:22, 23· Ιωα 21:7, 8), ο Θωμάς ήταν δύσπιστος (Ιωα 20:24, 25), ενώ ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης εκδήλωναν νεανική ανυπομονησία (Λου 9:49, 54). Φιλονικούσαν για το ποιος θα ήταν μελλοντικά ο μεγαλύτερος στην επίγεια βασιλεία την οποία περίμεναν ότι θα ίδρυε ο Ιησούς. (Ματ 20:20-28· Μαρ 10:35-45· παράβαλε Πρ 1:6· Λου 24:21.) Αναγνώρισαν ότι χρειάζονταν περισσότερη πίστη. (Λου 17:5· παράβαλε Ματ 17:20.) Παρότι είχαν στενή συναναστροφή με τον Ιησού επί χρόνια και γνώριζαν ότι ήταν ο Μεσσίας, την ώρα της σύλληψής του τον εγκατέλειψαν όλοι (Ματ 26:56), και μάλιστα την ταφή του την ανέλαβαν άλλοι. Οι απόστολοι δυσκολεύτηκαν στην αρχή να δεχτούν τη μαρτυρία των γυναικών που είδαν πρώτες τον Ιησού μετά την ανάστασή του. (Λου 24:10, 11) Επειδή φοβούνταν, συναθροίζονταν με κλειδωμένες τις πόρτες. (Ιωα 20:19, 26) Ο αναστημένος Ιησούς τούς έδωσε περαιτέρω διαφώτιση, και μετά την ανάληψή του στον ουρανό την 40ή ημέρα από την ανάστασή του, εκείνοι εκδήλωσαν μεγάλη χαρά και «ήταν συνεχώς στο ναό ευλογώντας τον Θεό».—Λου 24:44-53.
Δράση στη Χριστιανική Εκκλησία. Η έκχυση του πνεύματος του Θεού πάνω στους αποστόλους κατά την Πεντηκοστή τούς ενίσχυσε πολύ. Τα πρώτα πέντε κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων πιστοποιούν τη μεγάλη αφοβιά τους, καθώς και την τόλμη με την οποία διακήρυτταν τα καλά νέα και την ανάσταση του Ιησού, παρά τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς και τις απειλές των αρχόντων τους ότι θα τους σκότωναν. Σε εκείνη την αρχική περίοδο μετά την Πεντηκοστή, η δυναμική ηγεσία των αποστόλων, υπό την επενέργεια του αγίου πνεύματος, κατέληξε σε εκπληκτική αύξηση της Χριστιανικής εκκλησίας. (Πρ 2:41· 4:4) Η διακονία τους επικεντρώθηκε αρχικά στην Ιερουσαλήμ, κατόπιν περιέλαβε και τη Σαμάρεια, και τελικά ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.—Πρ 5:42· 6:7· 8:5-17, 25· 1:8.
Το κύριο έργο που είχαν να επιτελέσουν ως απόστολοι ήταν να δώσουν μαρτυρία για το πώς ο Ιησούς εκπλήρωσε τους σκοπούς και τις προφητείες του Ιεχωβά Θεού, ιδιαίτερα δε για την ανάστασή του και την εξύψωσή του, καθώς και να κάνουν ένα έργο μαθήτευσης ανάμεσα σε όλα τα έθνη. Μάλιστα ο Ιησούς τούς τόνισε αυτή την αποστολή λίγο προτού αναληφθεί στον ουρανό. (Ματ 28:19, 20· Πρ 1:8, 22· 2:32-36· 3:15-26) Η μαρτυρία που έδιναν για την ανάσταση ήταν βασισμένη στα όσα είχαν δει ως αυτόπτες μάρτυρες.—Πρ 13:30-34.
Θαυματουργικές δυνάμεις. Επιπλέον, για να ενισχύσουν τη μαρτυρία τους, οι απόστολοι συνέχισαν να ασκούν τις θαυματουργικές δυνάμεις που τους είχε χορηγήσει προηγουμένως ο Ιησούς, καθώς και άλλα χαρίσματα του πνεύματος, τα οποία έλαβαν από την Πεντηκοστή και μετά. (Πρ 5:12· 9:36-40· βλέπε ΔΩΡΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ [Χαρίσματα του Πνεύματος].) Παρότι και άλλα άτομα έλαβαν τέτοια θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος, η αφήγηση δείχνει ότι αυτό συνέβαινε μόνο όταν ήταν παρών ένας ή περισσότεροι απόστολοι ή όταν οι απόστολοι έθεταν τα χέρια τους πάνω στα άτομα αυτά. Ο Παύλος, αν και δεν ήταν από τους 12, υπηρέτησε και ο ίδιος κατ’ αυτόν τον τρόπο ως απόστολος διορισμένος προσωπικά από τον Ιησού Χριστό. (Πρ 2:1, 4, 14· 8:14-18· 10:44· 19:6) Επομένως, μόνο αυτοί οι απόστολοι είχαν τη δύναμη να μεταδίδουν τέτοια χαρίσματα. Έτσι λοιπόν, τέτοιου είδους θαυματουργικά χαρίσματα επρόκειτο να παρέλθουν όταν θα παρέρχονταν αυτοί οι απόστολοι καθώς και όσοι είχαν λάβει αυτά τα χαρίσματα μέσω των αποστόλων (1Κο 13:2, 8-11), γι’ αυτό και διαβάζουμε ότι οι εν λόγω δυνάμεις «έλειπαν από την εκκλησία του 2ου αιώνα, οι συγγραφείς δε εκείνης της περιόδου τις περιέγραφαν ως κάτι που ανήκε στο παρελθόν—και μάλιστα στην αποστολική εποχή».—Το Εικονογραφημένο Λεξικό της Βίβλου (The Illustrated Bible Dictionary), επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1980, Τόμ. 1, σ. 79.
Διαχειριστικός ρόλος. Οι απόστολοι έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στο σχηματισμό, στην οργάνωση και ακολούθως στην καθοδήγηση της Χριστιανικής εκκλησίας. (1Κο 12:28· Εφ 4:11) Παρότι πλαισιώνονταν από άλλους «πρεσβυτέρους» σε αυτόν το ρόλο επίβλεψης, οι ίδιοι αποτελούσαν κύριο μέρος του κυβερνώντος σώματος της επεκτεινόμενης Χριστιανικής εκκλησίας, το οποίο σώμα αναγνωριζόταν από τους πρώτους Χριστιανούς παντού ως ο αγωγός επικοινωνίας που χρησιμοποιούσε ο Θεός για τη λήψη αποφάσεων και την παροχή κατεύθυνσης σχετικά με τις υποθέσεις της εκκλησίας σε όλη τη γη. (Πρ 2:42· 8:14-17· 11:22· 15:1, 2, 6-31· 16:4, 5) Κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να ισχύει για αυτούς τους άντρες μόνο χάρη στην εκπλήρωση των υποσχέσεων για καθοδήγηση από το άγιο πνεύμα του Θεού. (Ιωα 15:26, 27) Αυτή η βοήθεια τους έδωσε τη δυνατότητα να επαναφέρουν στη μνήμη τους τις οδηγίες και τις διδασκαλίες του Ιησού, να διασαφηνίσουν δογματικά σημεία και να οδηγηθούν προοδευτικά «σε όλη την αλήθεια» που αποκαλύφτηκε μέσω αυτών εκείνη την αποστολική περίοδο. (Ιωα 14:26· 16:13-15· παράβαλε Ιωα 2:22· 12:16.) Διόριζαν άτομα σε θέσεις υπηρεσίας μέσα στην εκκλησία και επίσης υποδείκνυαν σε ποιες περιοχές μπορούσαν να σταλούν ιεραπόστολοι.—Πρ 6:2, 3· Γα 2:8, 9.
Συνεπώς, οι απόστολοι αποτελούσαν θεμέλιο, το οποίο στηριζόταν στον ίδιο τον Χριστό Ιησού ως ακρογωνιαία πέτρα, για την οικοδόμηση του “άγιου ναού για τον Ιεχωβά”. (Εφ 2:20-22· 1Πε 2:4-6) Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι κάποιος από τους αποστόλους κατείχε τα πρωτεία μέσα στην ιδρυμένη Χριστιανική εκκλησία. (Βλέπε ΠΕΤΡΟΣ.) Ο Πέτρος και ο Ιωάννης φαίνεται να έπαιξαν ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο κατά την Πεντηκοστή και αμέσως μετά, ο δε Πέτρος ήταν συνήθως αυτός που έπαιρνε το λόγο εκπροσωπώντας τους άλλους. (Πρ 2:14, 37, 38· 3:1, 4, 11· 4:1, 13, 19· 5:3, 8, 15, 29) Παρ’ όλα αυτά, στις αποφάσεις που λήφθηκαν τότε κανείς τους δεν φαίνεται να είναι ανώτερος από τα υπόλοιπα μέλη του κυβερνώντος σώματος, και όταν έφτασαν τα νέα για τα άτομα που είχαν βαφτιστεί στη Σαμάρεια, οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ «απέστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη», οπότε αυτοί οι δύο στην πραγματικότητα υπηρέτησαν ως απόστολοι των αποστόλων. (Πρ 6:2-6· 8:14, 15) Μετά το θάνατο του αποστόλου Ιακώβου, ο συνονόματός του μαθητής Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, εμφανίζεται να προεδρεύει στο κυβερνών σώμα. Ο Παύλος χαρακτηρίζει αυτόν τον Ιάκωβο καθώς και τον Πέτρο (Κηφά) και τον Ιωάννη ως άτομα που «φαίνονταν ότι είναι στύλοι». (Πρ 12:1, 2, 16, 17· Γα 1:18, 19· 2:9, 11-14) Ο Ιάκωβος ήταν αυτός που ανακοίνωσε την τελική απόφαση στο σημαντικό ζήτημα της περιτομής που αφορούσε τους Εθνικούς πιστούς, και σε εκείνη τη συνάθροιση κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους τόσο ο Πέτρος όσο και ο Παύλος.—Πρ 15:1, 2, 6-21.
Ποιος έγινε ο δωδέκατος απόστολος στη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη;
Εξαιτίας της αποστασίας του Ιούδα του Ισκαριώτη, ο οποίος πέθανε άπιστος, απέμειναν μόνο 11 απόστολοι, και στο διάστημα των 40 ημερών από την ανάσταση του Ιησού μέχρι την ανάληψή του στον ουρανό εκείνος δεν διόρισε αντικαταστάτη. Κάποια στιγμή στο διάστημα των δέκα ημερών που μεσολάβησαν ανάμεσα στην ανάληψη του Ιησού και στην ημέρα της Πεντηκοστής, κρίθηκε απαραίτητο να επιλεχθεί κάποιος άλλος για τη θέση που είχε αφήσει κενή ο Ιούδας, όχι απλώς λόγω του θανάτου του, αλλά λόγω της πονηρής αποστασίας του, όπως δείχνουν τα εδάφια που παρέθεσε ο Πέτρος. (Πρ 1:15-22· Ψλ 69:25· 109:8· παράβαλε Απ 3:11.) Τουναντίον, όταν θανατώθηκε ο πιστός απόστολος Ιάκωβος, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει πως τέθηκε θέμα διορισμού κάποιου άλλου για να τον αντικαταστήσει στη θέση του αποστόλου.—Πρ 12:2.
Από τις δηλώσεις του Πέτρου είναι προφανές ότι θεωρήθηκε τότε σωστό πως ο υποψήφιος για τη θέση του αποστόλου του Ιησού Χριστού θα έπρεπε να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις—να τον έχει γνωρίσει προσωπικά και να έχει παραστεί αυτόπτης μάρτυρας των έργων του, των θαυμάτων του και ιδιαίτερα της ανάστασής του. Με βάση αυτό μπορούμε να καταλάβουμε ότι η όποια αποστολική διαδοχή θα ήταν τελικά ανέφικτη, εκτός αν ικανοποιούνταν με θεία πρόνοια αυτές οι απαιτήσεις στην κάθε περίπτωση. Εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, όμως, πριν από την Πεντηκοστή, υπήρχαν άντρες που ανταποκρίνονταν σε αυτές τις απαιτήσεις, και προτάθηκαν δύο ως κατάλληλοι αντικαταστάτες του άπιστου Ιούδα. Έχοντας αναμφίβολα υπόψη το εδάφιο Παροιμίες 16:33, έριξαν κλήρο και επιλέχθηκε ο Ματθίας, ο οποίος ακολούθως «συγκαταλέχθηκε με τους έντεκα αποστόλους». (Πρ 1:23-26) Ο Ματθίας, λοιπόν, περιλαμβανόταν στους «δώδεκα» που τακτοποίησαν το πρόβλημα με τους ελληνόφωνους μαθητές (Πρ 6:1, 2), και προφανώς ο Παύλος τον περιλαμβάνει «στους δώδεκα» όταν, στα εδάφια 1 Κορινθίους 15:4-8, μιλάει για τις εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασή του. Έτσι λοιπόν, όταν ήρθε η Πεντηκοστή, υπήρχαν 12 αποστολικά θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσε να στηριχτεί ο πνευματικός Ισραήλ που ιδρύθηκε τότε.
Απόστολοι Εκκλησιών. Ο Ματθίας δεν ήταν απλώς απόστολος της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, όπως δεν ήταν και οι υπόλοιποι 11 απόστολοι. Η περίπτωσή του διαφέρει από αυτήν του Λευίτη Ιωσήφ Βαρνάβα ο οποίος έγινε απόστολος της εκκλησίας που υπήρχε στην Αντιόχεια της Συρίας. (Πρ 13:1-4· 14:4, 14· 1Κο 9:4-6) Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που αναφέρονται ως «απόστολοι εκκλησιών» με την έννοια ότι αποστέλλονταν από αυτές τις εκκλησίες ως εκπρόσωποί τους. (2Κο 8:23) Στην επιστολή του δε προς τους Φιλιππησίους, ο Παύλος χαρακτηρίζει τον Επαφρόδιτο «δικό σας απεσταλμένο [ἀπόστολον, Κείμενο] και προσωπικό υπηρέτη για τις ανάγκες μου». (Φλπ 2:25) Η αποστολική ιδιότητα αυτών των αντρών σαφώς και δεν ήταν προϊόν αποστολικής διαδοχής ούτε αποτελούσαν εκείνοι μέρος των «δώδεκα» όπως ο Ματθίας.
Η σωστή κατανόηση της ευρύτερης εφαρμογής που έχει η λέξη «απόστολος» μπορεί να βοηθήσει στην αποσαφήνιση της όποιας φαινομενικής αντίφασης ανάμεσα στα εδάφια Πράξεις 9:26, 27 και Γαλάτες 1:17-19, εφόσον αυτά εφαρμοστούν στο ίδιο περιστατικό. Η πρώτη αφήγηση δηλώνει πως, όταν ο Παύλος έφτασε στην Ιερουσαλήμ, ο Βαρνάβας τον οδήγησε «στους αποστόλους». Στην αφήγηση της Επιστολής Προς τους Γαλάτες, όμως, ο Παύλος δηλώνει ότι επισκέφτηκε τον Πέτρο και προσθέτει: «Αλλά δεν είδα άλλον από τους αποστόλους παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου». Ο Ιάκωβος (όχι ο αρχικός απόστολος Ιάκωβος ο γιος του Ζεβεδαίου ούτε ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου, αλλά ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού) θεωρούνταν προφανώς «απόστολος» με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή «απεσταλμένος» της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε τη χρήση του τίτλου στον πληθυντικό αριθμό στην αφήγηση των Πράξεων, όπου αναφέρεται ότι ο Παύλος οδηγήθηκε «στους αποστόλους» (δηλαδή στον Πέτρο και στον Ιάκωβο).—Παράβαλε 1Κο 15:5-7· Γα 2:9.
Η Εκλογή του Παύλου. Πιθανότατα γύρω στο 34 Κ.Χ. μεταστράφηκε ο Σαούλ (ή Σαύλος) από την Ταρσό, ο οποίος ακολούθως αναφέρεται ως Παύλος. Έγινε αληθινός απόστολος του Ιησού Χριστού και ήταν απευθείας επιλογή του Ιησού μετά την ανάσταση και την ανάληψή του. (Πρ 9:1-22· 22:6-21· 26:12-23· 13:9) Τεκμηρίωσε την αποστολική του ιδιότητα επικαλούμενος το γεγονός ότι είχε δει τον αναστημένο Κύριο Ιησού Χριστό, ότι είχε εκτελέσει θαύματα, καθώς και ότι είχε χρησιμεύσει ως αγωγός για τη χορήγηση αγίου πνεύματος σε βαφτισμένους πιστούς. (1Κο 9:1, 2· 15:9, 10· 2Κο 12:12· 2Τι 1:1, 11· Ρω 1:1· 11:13· Πρ 19:5, 6) Εφόσον ο απόστολος Ιάκωβος (ο αδελφός του Ιωάννη) θανατώθηκε περίπου το 44 Κ.Χ., «οι δώδεκα» ήταν όλοι ζωντανοί τον καιρό που έγινε απόστολος ο Παύλος. Ο ίδιος πουθενά δεν συγκαταριθμεί τον εαυτό του με αυτούς τους «δώδεκα», συγχρόνως όμως δηλώνει ότι η αποστολική του ιδιότητα δεν υστερεί σε σύγκριση με τη δική τους.—Γα 2:6-9.
Η αποστολική ιδιότητα τόσο του Ματθία όσο και του Παύλου ήταν έγκυρη για το σκοπό για τον οποίο «στάλθηκαν» αυτοί, αλλά όταν ο απόστολος Ιωάννης είδε το όραμα της ουράνιας Νέας Ιερουσαλήμ στην Αποκάλυψη (η οποία δόθηκε γύρω στο 96 Κ.Χ.), είδε μόνο 12 θεμέλιες πέτρες και πάνω σε αυτές χαραγμένα «τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνιού». (Απ 21:14) Η Αγία Γραφή πιστοποιεί σαφέστατα ότι ο απόστολος Παύλος δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως ένας από τους «δώδεκα». Λογικά, λοιπόν, το ένα από «τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνιού» που ήταν χαραγμένα στις θεμέλιες πέτρες της Νέας Ιερουσαλήμ ήταν του Ματθία και όχι του Παύλου. Αυτό σημαίνει ότι το όραμα του αποστόλου Ιωάννη αντικατοπτρίζει την κατάσταση που υπήρχε στο ξεκίνημα της Χριστιανικής εκκλησίας την ημέρα της Πεντηκοστής του έτους 33 Κ.Χ.—Βλέπε ΠΑΥΛΟΣ.
Το Τέλος της Αποστολικής Περιόδου. Αν και η Αγία Γραφή δεν αναφέρει το θάνατο των 12 αποστόλων, παρά μόνο του Ιακώβου, τα διαθέσιμα στοιχεία μαρτυρούν ότι οι απόστολοι διακράτησαν την πιστότητά τους μέχρι θανάτου, οπότε δεν χρειάστηκε αντικατάστασή τους. Όσον αφορά την ιστορία των επόμενων αιώνων, έχει επισημανθεί ότι «όποτε [η λέξη «απόστολος»] χρησιμοποιείται για μεμονωμένα άτομα σε μεταγενέστερα Χριστιανικά συγγράμματα, έχει μεταφορική χροιά. Ποτέ μετά τον πρώτο αιώνα δεν είχε η εκκλησία αποστόλους—με την έννοια που είχε η λέξη στην Κ[αινή] Δ[ιαθήκη]».—Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Dictionary of the Bible), επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 1, σ. 172.
Ενόσω ζούσαν οι απόστολοι, η παρουσία τους λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας για τις αποστατικές επιρροές, αναχαιτίζοντας τις δυνάμεις της ψεύτικης λατρείας εντός της Χριστιανικής εκκλησίας. Προφανώς αυτόν τον “ανασταλτικό παράγοντα” εννοούσε ο απόστολος Παύλος στο εδάφιο 2 Θεσσαλονικείς 2:7: «Είναι αλήθεια ότι το μυστήριο αυτής της ανομίας βρίσκεται ήδη σε δράση αλλά μόνο μέχρι να φύγει από τη μέση αυτός που ενεργεί τώρα ως ανασταλτικός παράγοντας». (Παράβαλε Ματ 13:24, 25· Πρ 20:29, 30.) Αυτή η αποστολική επιρροή, περιλαμβανομένης της εξουσίας και των δυνάμεων που μόνο οι απόστολοι είχαν, συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Ιωάννη γύρω στο 100 Κ.Χ. (1Ιω 2:26· 3Ιω 9, 10) Η ραγδαία εισροή της αποστασίας και των ψεύτικων διδασκαλιών και συνηθειών μετά το θάνατο των αποστόλων δείχνει ότι οι υποτιθέμενοι διάδοχοι των αποστόλων δεν διέθεταν ούτε κατά το ελάχιστο την ανασταλτική επιρροή των αποστόλων.
Η δήλωση του εδαφίου Ρωμαίους 16:7 ότι ο Ανδρόνικος και ο Ιουνίας ήταν «διακεκριμένοι ανάμεσα στους αποστόλους» δεν υποδηλώνει ότι αυτοί ήταν απόστολοι, αλλά ότι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τους αποστόλους. Το γεγονός ότι κάποιοι ισχυρίζονταν ψευδώς πως ήταν “απόστολοι του Χριστού” φαίνεται στα εδάφια 2 Κορινθίους 11:5, 13· 12:11, 12· Αποκάλυψη 2:2.