ΙΕΒΟΥΣ
(Ιεβούς) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «πατώ· ποδοπατώ»], ΙΕΒΟΥΣΑΙΟΙ (Ιεβουσαίοι).
Η Ιεβούς ήταν μια αρχαία πόλη των Ιεβουσαίων στην τοποθεσία που είναι τώρα γνωστή ως Ιερουσαλήμ.
Στην εποχή του Αβραάμ, πριν από το έτος 1900 Π.Κ.Χ., αυτός ο τόπος ονομαζόταν Σαλήμ (που σημαίνει «Ειρήνη»), λέξη η οποία περιλαμβάνεται στο όνομα Ιερουσαλήμ και μπορεί να αποτελεί σύντμηση αυτού του ονόματος. (Εβρ 7:2) Στις Πινακίδες της Αμάρνα που βρέθηκαν στην Αίγυπτο γίνεται μνεία της Ουρουσαλίμ (Ιερουσαλήμ). Επίσης, στα βιβλία του Ιησού του Ναυή, των Κριτών και του Πρώτου Σαμουήλ, όπου περιγράφονται γεγονότα που συνέβησαν πριν από την κατάκτηση της πόλης από τον Δαβίδ, η τοποθεσία ονομάζεται συχνά Ιερουσαλήμ. (Ιη 10:1, 3, 5, 23· 12:10· 15:8, 63· 18:28· Κρ 1:7, 8, 21· 19:10· 1Σα 17:54) Μόνο σε δύο περικοπές αναφέρεται ως Ιεβούς. (Κρ 19:10, 11· 1Χρ 11:4, 5) Στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 18:28, εμφανίζεται στο εβραϊκό κείμενο το όνομα Γεβουσί, στο οποίο η κατάληξη υποδηλώνει το λαό, τους κατοίκους της πόλης.
Επομένως, οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν προφανές ότι το αρχικό όνομα της πόλης ήταν Ιερουσαλήμ (ή πιθανώς Σαλήμ) και ότι μόνο ενόσω ήταν στην κατοχή των Ιεβουσαίων ονομαζόταν περιστασιακά Ιεβούς. Επίσης, είναι γενικά παραδεκτό ότι η ονομασία Ιεβούς δεν ήταν σύντμηση του ονόματος Ιερουσαλήμ αλλά, απεναντίας, σύντμηση της λέξης Ιεβουσαίοι, του ονόματος του λαού που κατείχε την τοποθεσία για ένα διάστημα. Αφότου ο Δαβίδ κατέλαβε αυτό το οχυρό της Σιών και εγκατέστησε εκεί τη βασιλική του κατοικία, η τοποθεσία αυτή ονομαζόταν μερικές φορές «Πόλη του Δαβίδ».—2Σα 5:7.
Οι Ιεβουσαίοι, που κατείχαν την πόλη και τη γύρω περιοχή, ήταν απόγονοι του Χαμ και του Χαναάν. (Γε 10:15, 16, 20· 1Χρ 1:13, 14) Όταν αναφέρονται μαζί με τους συγγενείς τους (τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους), οι Ιεβουσαίοι κατατάσσονται συνήθως τελευταίοι, ίσως επειδή ήταν οι λιγότεροι σε πληθυσμό. (Δευ 7:1· Κρ 3:5) Χαρακτηρίζονταν ως ορεσίβιος λαός (Αρ 13:29), και για τη γη τους λεγόταν μεταφορικά ότι ήταν «μια γη όπου ρέει το γάλα και το μέλι».—Εξ 3:8, 17.
Ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι θα έδινε τη γη των Ιεβουσαίων στον ίδιο και στο σπέρμα του. (Γε 15:18-21· Νε 9:8) Εκπληρώνοντας αυτή την υπόσχεση, ο Ιεχωβά έβγαλε τον εκλεκτό του λαό από την Αίγυπτο, και καθώς αυτοί διέσχιζαν τον Ιορδάνη, ο Θεός έστειλε τον άγγελό του μπροστά, προστάζοντάς τους να φανούν δυνατοί και να εκδιώξουν όλους εκείνους που θα τους αντιστέκονταν. (Εξ 13:3-5· 23:23· 33:1, 2) Δεν έπρεπε να συνάψουν διαθήκη ούτε να συμπεθερέψουν με τους Ιεβουσαίους και τους άλλους Χαναναίους αλλά, αντίθετα, έπρεπε να τους αφιερώσουν σε ολοκληρωτική καταστροφή, μη αφήνοντας ζωντανό τίποτα από όσα έχουν πνοή, «ώστε να μη σας διδάξουν να ενεργείτε σύμφωνα με όλα τα απεχθή τους πράγματα».—Εξ 34:11-16· Δευ 20:16-18.
Παρατηρώντας τις επιτυχίες των Ισραηλιτών όσον αφορά την κατάκτηση της γης—την κατάληψη της Ιεριχώς και της Γαι, καθώς και τη συνθηκολόγηση των Γαβαωνιτών—ο Ιεβουσαίος βασιλιάς Αδωνισεδέκ ηγήθηκε ενός συνασπισμού πέντε βασιλιάδων που ήταν αποφασισμένοι να σταματήσουν την εισβολή. (Ιη 9:1, 2· 10:1-5) Στη μάχη που ακολούθησε, στην οποία ο Ιεχωβά έκανε τον ήλιο και τη σελήνη να σταθούν, τα συνασπισμένα στρατεύματα νικήθηκαν, οι βασιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν και θανατώθηκαν, ενώ τα πτώματά τους κρεμάστηκαν σε ξύλα για να τα βλέπουν όλοι. (Ιη 10:6-27· 12:7, 8, 10) Ίσως μετά από αυτή τη νίκη να έλαβε χώρα η πυρπόληση της Ιεβούς από τους Ισραηλίτες, οι οποίοι την έκαψαν ολοσχερώς.—Κρ 1:8.
Όταν ο Ιησούς του Ναυή ολοκλήρωσε την εκστρατεία κατάκτησης στα νότια και κεντρικά τμήματα της Υποσχεμένης Γης, έστρεψε την προσοχή του στο βόρειο τμήμα Δ του Ιορδάνη. Και πάλι οι Ιεβουσαίοι συσπειρώθηκαν για να προβάλουν αντίσταση, αυτή τη φορά υπό την αρχηγία του Ιαβίν, του βασιλιά της Ασώρ, και πάλι ο Ισραήλ τούς νίκησε, με τη βοήθεια του Ιεχωβά. (Ιη 11:1-8) Εντούτοις, μετά την πυρπόληση της Ιεβούς και κάποια στιγμή πριν από τη διαμοίραση της γης, οι Ιεβουσαίοι είχαν τον έλεγχο των στρατηγικών υψωμάτων της Ιερουσαλήμ, τα οποία κράτησαν επί 400 χρόνια.—Ιη 15:63.
Η πόλη της Ιεβούς δόθηκε στον Βενιαμίν όταν μοιράστηκε η γη, βρισκόταν δε ακριβώς στο όριο ανάμεσα στις περιοχές των φυλών του Ιούδα και του Βενιαμίν. (Ιη 15:1-8· 18:11, 15, 16, 25-28) Ωστόσο, οι Ισραηλίτες δεν έδιωξαν τους Ιεβουσαίους αλλά, αντίθετα, επέτρεψαν στους γιους και στις κόρες τους να έρθουν σε επιγαμία με αυτούς τους ανθρώπους, και άρχισαν μάλιστα να λατρεύουν τους ψεύτικους θεούς των Ιεβουσαίων. (Κρ 1:21· 3:5, 6) Σε αυτή την περίοδο, η Ιεβούς παρέμεινε «πόλη αλλοεθνών», στην οποία κάποιος Λευίτης αρνήθηκε κάποτε να διανυκτερεύσει.—Κρ 19:10-12.
Τελικά, το 1070 Π.Κ.Χ., ο Δαβίδ κατέλαβε τη Σιών, το οχυρό των Ιεβουσαίων. (2Σα 5:6-9· 1Χρ 11:4-8) Αργότερα ο Δαβίδ αγόρασε από έναν Ιεβουσαίο ονόματι Ορνά(ν) το αλώνι που υπήρχε προς το Β και εκεί έχτισε ένα θυσιαστήριο και πρόσφερε ειδικές θυσίες. (2Σα 24:16-25· 1Χρ 21:15, 18-28) Έπειτα από χρόνια, ο Σολομών έχτισε σε αυτή τη θέση το μεγαλοπρεπή ναό. (2Χρ 3:1) Στη συνέχεια, έβαλε τους απογόνους των Ιεβουσαίων να εργαστούν στο μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, αναγκάζοντάς τους να εργάζονται ως δούλοι.—1Βα 9:20, 21· 2Χρ 8:7, 8.
Από την τελευταία αναφορά που έχουμε για τους Ιεβουσαίους, μαθαίνουμε ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ως εθνότητα και να μολύνουν τη λατρεία των Ισραηλιτών μετά την επιστροφή των τελευταίων από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Εσδ 9:1, 2.