ΑΒΥΣΣΟΣ
Σύμφωνα με το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek and English Lexicon to the New Testament] Λονδίνο, 1845, σ. 2) του Πάρκχερστ, η λέξη ἄβυσσος ως επίθετο σημαίνει «πολύ ή εξαιρετικά βαθύς». Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 1, σ. 7), σημαίνει επίσης «απύθμενος, αχανής». Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί συχνά το ουσιαστικό ἄβυσσος για να μεταφράσει την εβραϊκή λέξη τεχώμ (υδάτινα βάθη), όπως για παράδειγμα στα εδάφια Γένεση 1:2· 7:11.
Η λέξη ἄβυσσος ως ουσιαστικό συναντάται εννιά φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, εφτά από τις οποίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Από την «άβυσσο» είναι που βγαίνουν οι συμβολικές ακρίδες υπό την ηγεσία του βασιλιά τους, του Αβαδδών ή Απολλύοντος, του “αγγέλου της αβύσσου”. (Απ 9:1-3, 11) «Το θηρίο» που διεξάγει πόλεμο με τους «δύο μάρτυρες» του Θεού και τους σκοτώνει λέγεται επίσης ότι ανεβαίνει «από την άβυσσο». (Απ 11:3, 7) Τα εδάφια Αποκάλυψη 20:1-3 περιγράφουν το μελλοντικό ρίξιμο του Σατανά στην άβυσσο για χίλια χρόνια, κάτι που μια λεγεώνα δαιμόνων ικέτευσε τον Ιησού να μην κάνει σε αυτούς σε κάποια περίπτωση.—Λου 8:31.
Η Σημασία της στη Γραφή. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα δεν χρησιμοποιεί τη λέξη ἄβυσσος για να μεταφράσει την εβραϊκή λέξη σιε’όλ. Έχοντας μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι εκεί ρίχνονται πνευματικά πλάσματα, δεν είναι κατάλληλο να περιοριστεί νοηματικά αυτή η λέξη στον Σιεόλ ή Άδη, εφόσον αυτές οι δύο λέξεις αναφέρονται καθαρά στον κοινό γήινο τάφο του ανθρωπίνου γένους. (Ιωβ 17:13-16· βλέπε ΑΔΗΣ· ΣΙΕΟΛ.) Ούτε αναφέρεται στη «λίμνη της φωτιάς», αφού ο Σατανάς ρίχνεται στη λίμνη της φωτιάς μετά την ελευθέρωσή του από την άβυσσο. (Απ 20:1-3, 7-10) Η δήλωση του Παύλου στο εδάφιο Ρωμαίους 10:7, στην οποία παρουσιάζει τον Χριστό να βρίσκεται στην άβυσσο, αποκλείει επίσης αυτή την πιθανότητα και επιπλέον δείχνει ότι η άβυσσος δεν ταυτίζεται με τον Τάρταρο.—Βλέπε ΤΑΡΤΑΡΟΣ.
Τα εδάφια Ρωμαίους 10:6, 7 βοηθούν στο να διευκρινιστεί η έννοια της λέξης «άβυσσος», καθώς δηλώνουν: «Αλλά η δικαιοσύνη που είναι αποτέλεσμα πίστης μιλάει με αυτόν τον τρόπο: “Μην πεις μέσα στην καρδιά σου: «Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό;» δηλαδή, για να κατεβάσει τον Χριστό· ή «ποιος θα κατεβεί στην άβυσσο;» δηλαδή, για να ανεβάσει τον Χριστό από τους νεκρούς”». (Παράβαλε Δευ 30:11-13.) Είναι φανερό ότι εδώ η λέξη «άβυσσος» αναφέρεται στον τόπο όπου ο Χριστός Ιησούς πέρασε μέρη τριών ημερών και από τον οποίο τόπο τον ανέστησε ο Πατέρας του. (Παράβαλε Ψλ 71:19, 20· Ματ 12:40.) Το εδάφιο Αποκάλυψη 20:7 χαρακτηρίζει την άβυσσο «φυλακή», και τα δεσμά του απόλυτου περιορισμού εξαιτίας του θανάτου στην περίπτωση του Ιησού βεβαίως εναρμονίζονται με αυτό.—Παράβαλε Πρ 2:24· 2Σα 22:5, 6· Ιωβ 38:16, 17· Ψλ 9:13· 107:18· 116:3.
Αναφορικά με την έννοια «απύθμενος» της πρωτότυπης λέξης ως χαρακτηριστικό “της αβύσσου”, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η δήλωση στην Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας και της Ηθικής ([Encyclopædia of Religion and Ethics] 1913, Τόμ. 1, σ. 54) του Χάστινγκς, η οποία σχολιάζει τα εδάφια Ρωμαίους 10:6, 7 ως εξής: «Η φρασεολογία του Αγίου Παύλου μεταδίδει την εντύπωση της απεραντοσύνης αυτού του βασιλείου, η οποία απεραντοσύνη καθιστά μάταιη κάθε απόπειρα εξερεύνησής του». Ο Παύλος αντιπαραβάλλει το πόσο απρόσιτος είναι ο «ουρανός» και η «άβυσσος» με το πόσο προσιτή είναι η δικαιοσύνη μέσω πίστης. Η χρήση της συγγενικής λέξης βάθος από τον Παύλο στο εδάφιο Ρωμαίους 11:33 το καταδεικνύει αυτό: «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσης του Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις του και ανεξιχνίαστες οι οδοί του!» (Βλέπε επίσης 1Κο 2:10· Εφ 3:18, 19.) Έτσι λοιπόν, σε αρμονία με τα εδάφια Ρωμαίους 10:6, 7, ο τόπος που αντιπροσωπεύεται από την «άβυσσο» προφανώς υπονοεί επίσης κάτι απρόσιτο για οποιονδήποτε άλλον εκτός του Θεού ή του διορισμένου αγγέλου του που έχει «το κλειδί της αβύσσου». (Απ 20:1) Το Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, του Δημητράκου (Τόμ. 1, σ. 11), δίνει ως μία από τις έννοιες της λέξης ἄβυσσος «το άπειρον κενόν».
Ο πληθυντικός της εβραϊκής λέξης μετσωλάχ (ή μετσουλάχ) μεταφράζεται ως “μεγάλη άβυσσος” στο εδάφιο Ψαλμός 88:6 και σημαίνει κατά κυριολεξία «άβυσσοι» ή «βάθη». (Παράβαλε Ζαχ 10:11.) Συγγενεύει με τη λέξη τσουλάχ, η οποία σημαίνει «υδάτινα βάθη».—Ησ 44:27.