ΑΠΟΚΡΥΦΑ
Η λέξη ἀπόκρυφος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιείται με την αρχική της σημασία σε τρία εδάφια, εννοώντας κάτι «προσεκτικά αποκρυμμένο». (Μαρ 4:22· Λου 8:17· Κολ 2:3) Εφαρμοζόμενη σε γραπτά κείμενα, εννοούσε αρχικά εκείνα που δεν διαβάζονταν δημόσια, γι’ αυτό και ήταν «αποκρυμμένα» από τους άλλους. Αργότερα, όμως, η λέξη προσέλαβε την έννοια του νόθου ή μη κανονικού, και σήμερα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για τα πρόσθετα συγγράμματα τα οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανακήρυξε μέρος του Βιβλικού κανόνα στη Σύνοδο του Τριδέντου (1546). Οι Καθολικοί συγγραφείς ονομάζουν αυτά τα βιβλία δευτεροκανονικά, που σημαίνει ότι «ανήκουν στο δεύτερο (ή μεταγενέστερο) κανόνα», προς διάκρισή τους από τα πρωτοκανονικά.
Τα πρόσθετα αυτά συγγράμματα είναι τα εξής: Τωβίτ, Ιουδίθ, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, Α΄ και Β΄ Μακκαβαίων, συμπληρώματα στο βιβλίο της Εσθήρ και τρεις προσθήκες στο βιβλίο του Δανιήλ: Ύμνος των Τριών Παίδων, Σουσάννα, Βηλ και Δράκων. Ο χρόνος της συγγραφής τους δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν γράφτηκαν νωρίτερα από το δεύτερο ή τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ.
Αποδείξεις Μη Κανονικότητας. Ενώ σε μερικές περιπτώσεις τα εν λόγω συγγράμματα έχουν κάποια ιστορική αξία, οποιαδήποτε αξίωση περί κανονικότητάς τους δεν έχει καμιά στερεή βάση. Οι αποδείξεις δείχνουν ότι ο Εβραϊκός κανόνας έκλεισε με τη συγγραφή των βιβλίων του Έσδρα, του Νεεμία και του Μαλαχία τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ. Τα απόκρυφα βιβλία δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ στον Ιουδαϊκό κανόνα των θεόπνευστων Γραφών ούτε αποτελούν μέρος του σήμερα.
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος του πρώτου αιώνα δείχνει ότι ήταν αναγνωρισμένα μόνο τα λίγα εκείνα βιβλία (του Εβραϊκού κανόνα) που θεωρούνταν ιερά, δηλώνοντας: «Εμείς δεν έχουμε μυριάδες βιβλία, ασύμφωνα και αντιφατικά μεταξύ τους, παρά μονάχα είκοσι δύο [τα οποία αντιστοιχούν στα 39 βιβλία των Εβραϊκών Γραφών όπως χωρίζονται σήμερα] που έχουν την ιστορία όλων των εποχών και που δικαίως θεωρούνται αξιόπιστα». Στη συνέχεια δείχνει καθαρά ότι γνώριζε την ύπαρξη των απόκρυφων βιβλίων και την εξαίρεσή τους από τον Εβραϊκό κανόνα, καθώς προσθέτει: «Από τον Αρταξέρξη ως τα δικά μας χρόνια έχει γραφτεί ολόκληρη η ιστορία, όμως αυτή δεν έχει κριθεί ισότιμη ως προς το κύρος με τα προηγούμενα συγγράμματα, επειδή δεν υπήρξε ακριβής διαδοχή των προφητών».—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 38, 41 (8).
Η ενσωμάτωσή τους στη «Μετάφραση των Εβδομήκοντα». Τα επιχειρήματα υπέρ της κανονικότητας των απόκρυφων συγγραμμάτων περιστρέφονται συνήθως γύρω από το γεγονός ότι αυτά τα συγγράμματα υπάρχουν σε πολλά από τα πρώτα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, μιας μετάφρασης των Εβραϊκών Γραφών η οποία ξεκίνησε στην Αίγυπτο περίπου το 280 Π.Κ.Χ. Ωστόσο, εφόσον δεν σώζονται πρωτότυπα κείμενα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, δεν μπορεί να ειπωθεί κατηγορηματικά ότι τα απόκρυφα βιβλία είχαν ενσωματωθεί εξαρχής σε εκείνο το έργο. Πολλά, αν όχι τα περισσότερα, απόκρυφα βιβλία γράφτηκαν κατά γενική ομολογία αφού άρχισε η σύνταξη της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, επομένως είναι προφανές ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν στον αρχικό κατάλογο των βιβλίων που είχαν επιλεχθεί για μετάφραση από την ομάδα των μεταφραστών. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλώς προσθήκες σε εκείνο το έργο.
Επιπλέον, ενώ οι ελληνόφωνοι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας εισήγαγαν τελικά τέτοιου είδους απόκρυφα συγγράμματα στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και προφανώς τα θεωρούσαν μέρος ενός διευρυμένου κανόνα ιερών συγγραμμάτων, η προαναφερθείσα δήλωση του Ιώσηπου δείχνει ότι ποτέ δεν συγκαταλέχθηκαν αυτά στον Κανόνα της Ιερουσαλήμ, ή αλλιώς της Παλαιστίνης, και δεν θεωρούνταν παρά υποδεέστερα, το πολύ, συγγράμματα μη θεϊκής προέλευσης. Γι’ αυτό και η Ιουδαϊκή Σύνοδος της Ιάμνειας (περίπου το 90 Κ.Χ.) απέκλεισε ρητά όλα αυτά τα συγγράμματα από τον Εβραϊκό κανόνα.
Το ότι η θέση των Ιουδαίων αναφορικά με αυτό το ζήτημα χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη το δηλώνει σαφώς ο απόστολος Παύλος στα εδάφια Ρωμαίους 3:1, 2.
Επιπρόσθετη αρχαία μαρτυρία. Μία από τις κύριες εξωτερικές αποδείξεις για τη μη κανονικότητα των Απόκρυφων είναι το γεγονός ότι κανένας από τους συγγραφείς των Χριστιανικών Γραφών δεν παρέθεσε από αυτά τα βιβλία. Ενώ αυτό το στοιχείο από μόνο του δεν είναι καθοριστικό, δεδομένου ότι τα συγγράμματά τους δεν περιέχουν παραθέσεις ούτε από μερικά βιβλία τα οποία αναγνωρίζονται ως κανονικά, όπως τα βιβλία Εσθήρ, Εκκλησιαστής και Άσμα Ασμάτων, εντούτοις το γεγονός ότι κανένα από τα απόκρυφα συγγράμματα δεν παρατίθεται ούτε μία φορά έχει ασφαλώς βαρύνουσα σημασία.
Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κορυφαίοι Βιβλικοί λόγιοι και «πατέρες της εκκλησίας» που έζησαν τους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας προσέδωσαν γενικά κατώτερη θέση στα Απόκρυφα. Ο Ωριγένης, που έζησε στις αρχές του τρίτου αιώνα Κ.Χ., έπειτα από ενδελεχή έρευνα διαχώρισε αυτά τα συγγράμματα από εκείνα του γνήσιου κανόνα. Ο Αθανάσιος, ο Κύριλλος των Ιεροσολύμων, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Αμφιλόχιος, που όλοι τους έζησαν τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., κατάρτισαν καταλόγους με τα ιερά συγγράμματα σε αρμονία με τον Εβραϊκό κανόνα και είτε αγνόησαν είτε έθεσαν σε δευτερεύουσα κατηγορία αυτά τα πρόσθετα συγγράμματα.
Ο Ιερώνυμος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «ο καλύτερος λόγιος της εβραϊκής γλώσσας» στους εκκλησιαστικούς κύκλους των πρώτων αιώνων και ο οποίος ολοκλήρωσε τη λατινική Βουλγάτα το 405 Κ.Χ., τάχθηκε ξεκάθαρα κατά των απόκρυφων βιβλίων, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε ρητά σε αυτά τα συγγράμματα τη λέξη «Απόκρυφα» με την έννοια των μη κανονικών. Έτσι λοιπόν, στον πρόλογό του για τα βιβλία του Σαμουήλ και των Βασιλέων, ο Ιερώνυμος απαριθμεί τα θεόπνευστα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών σε αρμονία με τον Εβραϊκό κανόνα (στον οποίο τα 39 βιβλία ομαδοποιούνται σε 22) και κατόπιν αναφέρει: «Άρα, υπάρχουν είκοσι δύο βιβλία . . . Αυτός ο πρόλογος των Γραφών μπορεί να χρησιμεύσει ως έγκυρη προσέγγιση για όλα τα βιβλία που μεταφράζουμε από την εβραϊκή στη λατινική, ώστε να γνωρίζουμε πως οτιδήποτε πέρα από αυτά πρέπει να τοποθετηθεί στα απόκρυφα». Συμβουλεύοντας κάποια κυρία ονόματι Λαέτα σχετικά με την εκπαίδευση της κόρης της, ο Ιερώνυμος έγραψε τα εξής σε μια επιστολή του: «Ας αποφύγει όλα τα απόκρυφα βιβλία, και αν ποτέ θελήσει να τα διαβάσει, όχι επειδή είναι αληθινές οι δοξασίες τους αλλά από σεβασμό προς τις θαυμαστές ιστορίες τους, ας γνωρίζει ότι δεν έχουν πραγματικά γραφτεί από εκείνους στους οποίους αποδίδονται, ότι υπάρχουν πολλά λανθασμένα στοιχεία σε αυτά και ότι απαιτείται μεγάλη ικανότητα για να ψάχνεις χρυσάφι στη λάσπη».—Επιστολή CVII προς Λαέτα.
Διαφορετικές απόψεις μεταξύ των Καθολικών. Η τάση προς την ενσωμάτωση αυτών των πρόσθετων συγγραμμάτων στα κανονικά βιβλία ξεκίνησε βασικά από τον Αυγουστίνο (354-430 Κ.Χ.), μολονότι ακόμη και αυτός σε μεταγενέστερα έργα του αναγνώρισε ότι υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των βιβλίων του Εβραϊκού κανόνα και τέτοιων «εξωτερικών βιβλίων». Η Καθολική Εκκλησία, ωστόσο, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε ο Αυγουστίνος, συμπεριέλαβε τέτοιου είδους πρόσθετα συγγράμματα στον κανόνα των ιερών βιβλίων τον οποίο καθόρισε η Σύνοδος της Καρχηδόνας το 397 Κ.Χ. Την οριστική της όμως έγκριση για την αποδοχή αυτών των προσθηκών στον κατάλογό της με τα βιβλία της Αγίας Γραφής την έδωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πολύ αργότερα, το 1546 Κ.Χ. στη Σύνοδο του Τριδέντου, και αυτή η ενέργεια κρίθηκε απαραίτητη επειδή, ακόμη και μέσα στους κόλπους της εκκλησίας, παρέμενε η διάσταση απόψεων για αυτά τα συγγράμματα. Ο Τζον Ουίκλιφ, ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και λόγιος ο οποίος το 14ο αιώνα, με τη μεταγενέστερη συμβολή του Νικόλαου Χέρφορντ, μετέφρασε για πρώτη φορά την Αγία Γραφή στην αγγλική, περιέλαβε μεν τα Απόκρυφα στο έργο του, αλλά δήλωσε στην εισαγωγή αυτής της μετάφρασης ότι τέτοιου είδους συγγράμματα «στερούνται εγκυρότητας όσον αφορά την πίστη». Ο Δομινικανός Καρδινάλιος Καγιετάν, κορυφαίος Καθολικός θεολόγος της εποχής του (1469-1534 Κ.Χ.) τον οποίο ο Κλήμης Ζ΄ αποκάλεσε το «λυχνάρι της Εκκλησίας», διαχώρισε και αυτός τα βιβλία του γνήσιου Εβραϊκού κανόνα από τα απόκρυφα έργα, επικαλούμενος τα συγγράμματα του Ιερώνυμου ως αυθεντία.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Σύνοδος του Τριδέντου δεν αποδέχτηκε όλα τα συγγράμματα που είχαν εγκριθεί παλιότερα από την προγενέστερη Σύνοδο της Καρχηδόνας, αλλά απέρριψε τρία από αυτά: την Προσευχή του Μανασσή και τα βιβλία 1 και 2 Έσδρας (όχι τα 1 και 2 Έσδρας που, στην Καθολική μετάφραση Ντουαί, αντιστοιχούν στα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία). Συνεπώς, ενώ εκείνα τα τρία συγγράμματα εμφανίζονταν στην εγκεκριμένη λατινική Βουλγάτα επί 1.100 και πλέον χρόνια, με την απόφαση αυτή αποκλείστηκαν.
Εσωτερικές αποδείξεις. Οι εσωτερικές αποδείξεις αυτών των απόκρυφων συγγραμμάτων βαραίνουν ακόμη περισσότερο κατά της κανονικότητάς τους από ό,τι οι εξωτερικές. Απουσιάζει εντελώς το προφητικό στοιχείο. Τα περιεχόμενα και οι διδασκαλίες τους έρχονται ενίοτε σε σύγκρουση με τα κανονικά βιβλία, ενώ χαρακτηρίζονται και από εσωτερικές αντιφάσεις. Βρίθουν από ιστορικές και γεωγραφικές ανακρίβειες και αναχρονισμούς. Σε μερικές περιπτώσεις οι συγγραφείς είναι ένοχοι ανεντιμότητας, αποδίδοντας ψευδώς τα έργα τους σε προγενέστερους θεόπνευστους συγγραφείς. Φανερώνουν επιρροές από την ελληνική ειδωλολατρία και σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούν εξεζητημένη γλώσσα και λογοτεχνικό ύφος εντελώς ξένο προς τις θεόπνευστες Γραφές. Δύο από τους συγγραφείς υπαινίσσονται ότι δεν ήταν θεόπνευστοι. (Βλέπε Πρόλογο Σοφίας Σειράχ· Β΄ Μακκαβαίων 2:23-31· 15:37-39.) Συνεπώς, μπορεί να λεχθεί ότι οι σημαντικότερες αποδείξεις κατά της κανονικότητας των Απόκρυφων είναι τα ίδια τα Απόκρυφα. Ακολουθεί εξέταση των επιμέρους βιβλίων:
Τωβίτ (Τωβίας). Η αφήγηση ενός θεοσεβούς Ιουδαίου από τη φυλή του Νεφθαλί, ο οποίος εξορίζεται στη Νινευή και τυφλώνεται όταν τα περιττώματα ενός πουλιού πέφτουν στα μάτια του. Στέλνει το γιο του, τον Τωβία, στη Μηδία για να εισπράξει ένα χρέος, και ο Τωβίας οδηγείται από έναν άγγελο με ανθρώπινη μορφή στα Εκβάτανα (στις Ράγες, σύμφωνα με ορισμένα χειρόγραφα). Στη διαδρομή παίρνει την καρδιά, το συκώτι και τη χολή ενός ψαριού. Συναντάει μια χήρα η οποία, αν και παντρεύτηκε εφτά φορές, παραμένει παρθένα επειδή ο Ασμοδαίος, το πονηρό πνεύμα, σκότωνε όλους τους συζύγους της τη νύχτα του γάμου τους. Με την υποκίνηση του αγγέλου, ο Τωβίας παντρεύεται την παρθένα χήρα και διώχνει το δαίμονα καίγοντας την καρδιά και το συκώτι του ψαριού. Όταν γυρίζει στο σπίτι του, αποκαθιστά την όραση του πατέρα του χρησιμοποιώντας τη χολή του ψαριού.
Πολύ πιθανώς, η ιστορία γράφτηκε αρχικά στην αραμαϊκή, περίπου τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., όπως υπολογίζεται. Από τις δεισιδαιμονίες και τα λάθη που υπάρχουν στην αφήγηση, είναι εμφανές ότι δεν είναι θεόπνευστη. Μια από τις ανακρίβειες που περιέχει είναι η εξής: Η αφήγηση λέει πως, όταν ο Τωβίτ ήταν νέος, είδε την ανταρσία των βόρειων φυλών, η οποία συνέβη το 997 Π.Κ.Χ. μετά το θάνατο του Σολομώντα (Τωβίτ 1:4, 5), και επίσης ότι αργότερα εξορίστηκε στη Νινευή μαζί με τη φυλή του Νεφθαλί, το 740 Π.Κ.Χ. (Τωβίτ 1:10-13) Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο Τωβίτ έζησε πάνω από 257 χρόνια, αλλά στα εδάφια Τωβίτ 14:1-3 (Dy) λέει ότι πέθανε σε ηλικία 102 ετών.
Ιουδίθ. Αφήγηση που αφορά μια όμορφη Ιουδαία χήρα από την πόλη «Βεθουλία». Ο Ναβουχοδονόσορ στέλνει έναν αξιωματικό του, τον Ολοφέρνη, σε εκστρατεία προς τη Δ για να καταλύσει κάθε είδους λατρεία εκτός από τη λατρεία του ίδιου του Ναβουχοδονόσορα. Ενώ οι Ιουδαίοι πολιορκούνται στη Βεθουλία, η Ιουδίθ προσποιείται ότι θα προδώσει τους Ιουδαίους και έτσι της επιτρέπεται η είσοδος στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη, όπου του δίνει ψεύτικη αναφορά για τις συνθήκες στην πόλη. Σε ένα συμπόσιο, στο οποίο ο Ολοφέρνης μεθάει, εκείνη βρίσκει την ευκαιρία να τον αποκεφαλίσει με το ίδιο του το σπαθί και ύστερα γυρίζει στη Βεθουλία με το κεφάλι του. Το επόμενο πρωί επικρατεί αναστάτωση στο στρατόπεδο των εχθρών και οι Ιουδαίοι κερδίζουν ολοκληρωτική νίκη.
Όπως σχολιάζει η Καθολική μετάφραση Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ στην Εισαγωγή των Βιβλίων Τωβίτ, Ιουδίθ και Εσθήρ: «Ιδιαίτερα το βιβλίο της Ιουδίθ αψηφά κατάφωρα την ιστορία και τη γεωγραφία». Ανάμεσα στις ασυνέπειες που επισημαίνει αυτή η εισαγωγή είναι και η εξής: Τα γεγονότα αναφέρονται σαν να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα, ο οποίος αποκαλείται ο βασιλιάς «που κυβερνούσε τους Ασσυρίους στη μεγάλη πόλη Νινευή». (Ιουδίθ 1:1, 7) Η εισαγωγή και οι υποσημειώσεις αυτής της μετάφρασης επισημαίνουν ότι ο Ναβουχοδονόσορ ήταν βασιλιάς της Βαβυλωνίας και ότι ποτέ δεν βασίλεψε στη Νινευή, καθότι η Νινευή είχε καταστραφεί νωρίτερα από τον πατέρα του Ναβουχοδονόσορα τον Ναβοπολασσάρ.
Όσον αφορά τη διαδρομή που ακολούθησε ο στρατός του Ολοφέρνη, αυτή η Εισαγωγή δηλώνει ότι είναι «γεωγραφικά ανέφικτη». Το Εικονογραφημένο Λεξικό της Βίβλου ([The Illustrated Bible Dictionary] Τόμ. 1, σ. 76) σχολιάζει: «Η ιστορία είναι εντελώς φανταστική—αλλιώς οι ανακρίβειές της θα ήταν ανήκουστες».—Επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1980.
Το βιβλίο θεωρείται ότι γράφτηκε στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια της ελληνικής περιόδου, προς το τέλος του δεύτερου αιώνα ή στην αρχή του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ. Πιστεύεται ότι αρχικά γράφτηκε στην εβραϊκή.
Προσθήκες στο Βιβλίο της Εσθήρ. Πρόκειται για έξι πρόσθετες περικοπές. Η πρώτη τοποθετείται πριν από το πρώτο κεφάλαιο σε μερικά αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα και περιέχει 17 εδάφια που εξιστορούν ένα όνειρο του Μαροδοχαίου και το πώς αυτός αποκάλυψε μια συνωμοσία κατά του βασιλιά. Μετά το εδάφιο 3:13, η δεύτερη προσθήκη παρουσιάζει το κείμενο του διατάγματος του βασιλιά κατά των Ιουδαίων. Η τρίτη προσθήκη, στο τέλος του 4ου κεφαλαίου, περιέχει προσευχές του Μαροδοχαίου και της Εσθήρ. Η τέταρτη ακολουθεί μετά το εδάφιο 5:1 και εξιστορεί την ακρόαση που είχε η Εσθήρ ενώπιον του βασιλιά. Μετά το εδάφιο 8:12 βρίσκεται η πέμπτη προσθήκη και περιέχει το διάταγμα του βασιλιά που επέτρεπε στους Ιουδαίους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Στο τέλος του βιβλίου ερμηνεύεται το όνειρο που παρουσιάζεται στην απόκρυφη εισαγωγή.
Τα σημεία όπου τοποθετούνται αυτές οι προσθήκες ποικίλλουν στις διάφορες μεταφράσεις, καθώς μερικές τις βάζουν όλες μαζί στο τέλος του βιβλίου (όπως ο Ιερώνυμος στη δική του μετάφραση) ενώ άλλες τις τοποθετούν διάσπαρτες στο κανονικό κείμενο.
Στο πρώτο από αυτά τα απόκρυφα τμήματα, λέγεται ότι ο Μαροδοχαίος συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των αιχμαλώτων που πήρε ο Ναβουχοδονόσορ το 617 Π.Κ.Χ., καθώς και ότι κατείχε σημαίνουσα θέση στην αυλή του βασιλιά το δεύτερο χρόνο του Ασσουήρη (Αρταξέρξη, όπως λέει το ελληνικό κείμενο), πάνω από έναν αιώνα αργότερα. Η δήλωση ότι ο Μαροδοχαίος κατείχε τόσο σημαντική θέση στην αρχή της βασιλείας του Ασσουήρη συγκρούεται με το κανονικό τμήμα του βιβλίου της Εσθήρ. Οι απόκρυφες προσθήκες πιστεύεται ότι είναι έργο Ιουδαίου από την Αίγυπτο και ότι γράφτηκαν το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ.
Σοφία Σολομώντος. Πραγματεία η οποία εξυμνεί τα οφέλη που αποκομίζουν όσοι εκζητούν τη θεϊκή σοφία. Η σοφία προσωποποιείται ως ουράνια γυναίκα, ενώ στο κείμενο περιλαμβάνεται και η προσευχή του Σολομώντα για σοφία. Το τελευταίο μέρος ανασκοπεί την ιστορία από τον Αδάμ μέχρι την κατάκτηση της Χαναάν, αντλώντας από αυτήν παραδείγματα για τις ευλογίες που απορρέουν από τη σοφία και για τις συμφορές που προκαλούνται από την έλλειψη σοφίας. Εξετάζεται επίσης το πόσο ανόητη είναι η λατρεία των ειδώλων.
Μολονότι το βιβλίο δεν κατονομάζει ευθέως τον Σολομώντα, σε ορισμένα σημεία τον παρουσιάζει ως το συγγραφέα του. (Σοφία Σολομώντος 9:7, 8, 12) Ωστόσο, το βιβλίο παραθέτει αποσπάσματα από βιβλία της Γραφής τα οποία γράφτηκαν αιώνες μετά το θάνατο του Σολομώντα (περ. 998 Π.Κ.Χ.), και μάλιστα τα παραθέτει από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία ξεκίνησε να συντάσσεται περίπου το 280 Π.Κ.Χ. Πιστεύεται ότι ο συγγραφέας είναι Ιουδαίος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο οποίος έγραψε το βιβλίο στα μέσα του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ. περίπου.
Ο συγγραφέας επιδεικνύει ισχυρή εξάρτηση από την ελληνική φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί πλατωνική ορολογία καθώς προάγει το δόγμα της αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής. (Σοφία Σολομώντος 2:23· 3:2, 4) Άλλες ειδωλολατρικές αντιλήψεις που παρουσιάζονται είναι η προΰπαρξη των ανθρώπινων ψυχών και η άποψη ότι το σώμα είναι εμπόδιο ή τροχοπέδη για την ψυχή. (8:19, 20· 9:15) Η παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή εξωραΐζεται με πολλές φανταστικές λεπτομέρειες που συχνά έρχονται σε αντίθεση με την αφήγηση των κανονικών βιβλίων.
Ενώ μερικά εγκυκλοπαιδικά έργα επιχειρούν να εντοπίσουν αντιστοιχίες ανάμεσα σε αποσπάσματα αυτού του απόκρυφου έργου και σε μεταγενέστερα συγγράμματα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, η ομοιότητα είναι συνήθως ελάχιστη, ενώ ακόμη και όταν είναι κάπως μεγαλύτερη δεν υποδηλώνει ότι οι Χριστιανοί συγγραφείς παρέθεσαν από αυτό το απόκρυφο βιβλίο, αλλά αντίθετα ότι παρέθεσαν από τις κανονικές Εβραϊκές Γραφές τις οποίες χρησιμοποίησε και ο συγγραφέας του εν λόγω απόκρυφου έργου.
Σοφία Σειράχ. Αυτό το βιβλίο, το οποίο ονομάζεται επίσης Σοφία του Ιησού, Γιου του Σειράχ, ξεχωρίζει επειδή είναι το μεγαλύτερο από τα απόκρυφα βιβλία και το μόνο του οποίου γνωρίζουμε το συγγραφέα—ήταν ο Ιησούς μπεν-Σειράχ από την Ιερουσαλήμ. Ο συγγραφέας πραγματεύεται τη φύση της σοφίας και την εφαρμογή της για επιτυχημένη ζωή. Η τήρηση του Νόμου τονίζεται με έμφαση. Δίνονται συμβουλές για πολλούς τομείς της κοινωνικής συμπεριφοράς και της καθημερινής ζωής, ενώ περιλαμβάνονται σχόλια για τους τρόπους στο τραπέζι, για τα όνειρα και τα ταξίδια. Το τελευταίο μέρος κάνει μια αναδρομή σε σημαντικές προσωπικότητες του Ισραήλ, καταλήγοντας στον αρχιερέα Σίμωνα Β΄.
Αντίθετα με τη δήλωση του Παύλου στα εδάφια Ρωμαίους 5:12-19, η οποία θεωρεί υπεύθυνο τον Αδάμ για την αμαρτία, η Σοφία Σειράχ λέει: «Απ’ τη γυναίκα η αμαρτία ξεκίνησε και εξ αιτίας της πεθαίνουμε όλοι». (25:24, ΜΠΚ) Ο συγγραφέας προτιμάει επίσης “οποιαδήποτε κακία, όχι όμως την κακία της γυναίκας”.—25:13, ΜΠΚ.
Το βιβλίο γράφτηκε αρχικά στην εβραϊκή στις αρχές του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. Αποσπάσματά του περιέχονται στο Ιουδαϊκό Ταλμούδ.
Βαρούχ και Επιστολή του Ιερεμία. Τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου του Βαρούχ έχουν γραφτεί με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ότι συγγραφέας είναι ο φίλος και γραμματέας του Ιερεμία, ο Βαρούχ, η δε Επιστολή παρουσιάζεται σαν να είναι γραμμένη από τον ίδιο τον Ιερεμία. Σε αυτά τα κείμενα περιέχονται εκφράσεις μετάνοιας των εξόριστων Ιουδαίων στη Βαβυλώνα και προσευχές για βοήθεια, προτροπές για να ακολουθείται η οδός της σοφίας, ενθάρρυνση για να μη σβήσει η ελπίδα στην υπόσχεση της απελευθέρωσης και αποκήρυξη της βαβυλωνιακής ειδωλολατρίας.
Ο Βαρούχ παρουσιάζεται σαν να βρίσκεται στη Βαβυλώνα (Βαρούχ 1:1, 2), ενώ σύμφωνα με τη Βιβλική αφήγηση πήγε στην Αίγυπτο όπως και ο Ιερεμίας—δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι πήγε ποτέ στη Βαβυλώνα. (Ιερ 43:5-7) Αντίθετα με την προφητεία του Ιερεμία η οποία λέει ότι η ερήμωση του Ιούδα στη διάρκεια της βαβυλωνιακής εξορίας θα διαρκούσε 70 χρόνια (Ιερ 25:11, 12· 29:10), το 2ο εδάφιο της Επιστολής του Ιερεμία λέει στους Ιουδαίους ότι θα βρίσκονται στη Βαβυλώνα επί εφτά γενιές και ύστερα θα απελευθερωθούν.
Ο Ιερώνυμος δηλώνει στον πρόλογό του για το βιβλίο του Ιερεμία: «Δεν θεώρησα το βιβλίο του Βαρούχ άξιο μετάφρασης». Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ (σ. 1128), στην εισαγωγή του ίδιου βιβλίου, υποδεικνύει ότι τμήματα του εν λόγω συγγράμματος ίσως γράφτηκαν πολύ αργότερα—το δεύτερο ή τον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ.—και επομένως από άλλον συγγραφέα (ή συγγραφείς), όχι από τον Βαρούχ. Η αρχική γλώσσα ήταν πιθανότατα η εβραϊκή.
Ύμνος των Τριών Παίδων. Αυτή η προσθήκη στο βιβλίο του Δανιήλ τοποθετείται μετά το εδάφιο Δανιήλ 3:23. Αποτελείται από 67 εδάφια στα οποία παρουσιάζεται μια προσευχή την οποία υποτίθεται ότι κάνει ο Αζαρίας μέσα στο φλεγόμενο καμίνι, κατόπιν αναφέρεται ότι ένας άγγελος έσβησε την πύρινη φλόγα και τέλος παρατίθεται ένας ύμνος τον οποίο ψάλλουν οι τρεις Εβραίοι μέσα στο καμίνι. Ο ύμνος μοιάζει πολύ με τον 148ο Ψαλμό. Ωστόσο, οι αναφορές του στο ναό, στους ιερείς και στα χερουβείμ δεν ταιριάζουν με τη χρονική περίοδο στην οποία φέρεται ότι ψάλθηκε ο ύμνος. Είναι πιθανό να γράφτηκε αρχικά στην εβραϊκή και θεωρείται ότι είναι έργο του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ.
Σουσάννα. Αυτή η σύντομη ιστορία αφηγείται ένα περιστατικό από τη ζωή της όμορφης συζύγου του Ιωακίμ, ενός πλούσιου Ιουδαίου στη Βαβυλώνα. Ενώ η Σουσάννα λούζεται, την πλησιάζουν δύο Ιουδαίοι πρεσβύτεροι οι οποίοι την πιέζουν να διαπράξει μοιχεία μαζί τους, όταν όμως αυτή αρνείται, εκείνοι κατασκευάζουν μια ψεύτικη κατηγορία εναντίον της. Στη δίκη καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά ο νεαρός Δανιήλ ξεσκεπάζει με επιδεξιότητα τους δύο πρεσβυτέρους και η Σουσάννα αθωώνεται. Δεν είναι βέβαιο ποια ήταν η αρχική γλώσσα του βιβλίου. Θεωρείται ότι γράφτηκε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ. Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα τοποθετήθηκε πριν από το κανονικό βιβλίο του Δανιήλ, ενώ στη λατινική Βουλγάτα μετά. Μερικές εκδόσεις περιλαμβάνουν αυτή την ιστορία στο βιβλίο του Δανιήλ ως 13ο κεφάλαιο.
Βηλ και Δράκων. Αυτή είναι η τρίτη προσθήκη στο βιβλίο του Δανιήλ, την οποία μερικές μεταφράσεις τοποθετούν ως 14ο κεφάλαιο. Στην αφήγηση αυτή ο Βασιλιάς Κύρος απαιτεί από τον Δανιήλ να λατρέψει ένα είδωλο του θεού Βηλ. Ο Δανιήλ, σκορπίζοντας στάχτες στο πάτωμα του ναού και ανιχνεύοντας με αυτόν τον τρόπο τις πατημασιές, αποδεικνύει ότι το φαγητό που υποτίθεται ότι έτρωγε το είδωλο το έτρωγαν στην πραγματικότητα οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι οικογένειές τους. Οι ιερείς θανατώνονται και ο Δανιήλ καταστρέφει το είδωλο. Ο βασιλιάς ζητάει από τον Δανιήλ να λατρέψει έναν ζωντανό δράκο. Ο Δανιήλ σκοτώνει το δράκο αλλά το εξαγριωμένο πλήθος τον ρίχνει στο λάκκο με τα λιοντάρια. Στη διάρκεια των εφτά ημερών του εγκλεισμού του, ένας άγγελος αρπάζει τον Αββακούμ από τα μαλλιά και μεταφέρει αυτόν και μια γαβάθα με μαγειρεμένο φαγητό από την Ιουδαία στη Βαβυλώνα για να δώσει τροφή στον Δανιήλ. Στη συνέχεια ο Αββακούμ επαναφέρεται στην Ιουδαία και ο Δανιήλ ελευθερώνεται από το λάκκο, όπου ρίχνονται και καταβροχθίζονται οι αντίπαλοί του. Και αυτή επίσης η προσθήκη θεωρείται ότι είναι του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ. Το Εικονογραφημένο Λεξικό της Βίβλου ([The Illustrated Bible Dictionary] Τόμ. 1, σ. 76) χαρακτηρίζει αυτές τις προσθήκες στο βιβλίο του Δανιήλ ως «συνονθύλευμα θρησκευτικών θρύλων».
Πρώτο Μακκαβαίων. Ιστορική αφήγηση του αγώνα των Ιουδαίων για ανεξαρτησία στη διάρκεια του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., από την αρχή της βασιλείας του Αντίοχου του Επιφανούς (175 Π.Κ.Χ.) μέχρι το θάνατο του Σίμωνα Μακκαβαίου (περ. 134 Π.Κ.Χ.). Ασχολείται κυρίως με τα κατορθώματα του ιερέα Ματταθία και των γιων του, του Ιούδα, του Ιωνάθαν και του Σίμωνα, στις μάχες τους με τους Σελευκίδες της Συρίας.
Από όλα τα απόκρυφα έργα αυτό έχει τη μεγαλύτερη αξία λόγω των ιστορικών πληροφοριών που παρέχει για εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, όπως σχολιάζει Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια ([The Jewish Encyclopedia] 1976, Τόμ. 8, σ. 243), σε αυτό «η ιστορία είναι γραμμένη από ανθρώπινη σκοπιά». Παρόμοια με τα άλλα απόκρυφα έργα, δεν αποτελούσε μέρος του θεόπνευστου Εβραϊκού κανόνα. Προφανώς γράφτηκε στην εβραϊκή περίπου στα τέλη του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ.
Δεύτερο Μακκαβαίων. Αν και τοποθετείται μετά το Πρώτο Μακκαβαίων, αυτή η αφήγηση αναφέρεται εν μέρει στην ίδια χρονική περίοδο (περ. 180 Π.Κ.Χ. μέχρι 160 Π.Κ.Χ.) αλλά δεν έχει τον ίδιο συγγραφέα με το Πρώτο Μακκαβαίων. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το βιβλίο ως μια περίληψη των προγενέστερων έργων κάποιου Ιάσονα Κυρηναίου. Σε αυτό περιγράφονται οι διωγμοί των Ιουδαίων υπό τον Αντίοχο τον Επιφανή, η λεηλασία του ναού και η μετέπειτα επαναφιέρωσή του.
Η αφήγηση παρουσιάζει τον Ιερεμία, στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ, να μεταφέρει τη σκηνή της μαρτυρίας και την κιβωτό της διαθήκης σε μια σπηλιά του βουνού από το οποίο ο Μωυσής είδε τη γη Χαναάν. (Β΄ Μακκαβαίων 2:1-16) Η σκηνή της μαρτυρίας, βέβαια, είχε αντικατασταθεί από το ναό περί τα 420 χρόνια νωρίτερα.
Διάφορα εδάφια χρησιμοποιούνται στην Καθολική θεολογία για να υποστηρίξουν δοξασίες όπως η τιμωρία μετά το θάνατο (Β΄ Μακκαβαίων 6:26), η μεσολάβηση των αγίων (15:12-16) και η καταλληλότητα των προσευχών για τους νεκρούς (12:41-45).
Στην Εισαγωγή των Βιβλίων των Μακκαβαίων, Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ λέει σχετικά με το Δεύτερο Μακκαβαίων: «Το ύφος ταιριάζει με εκείνο των ελληνιστών συγγραφέων, παρότι δεν είναι από τα καλύτερα δείγματα: ενίοτε είναι στομφώδες και συχνά πομπώδες». Ο συγγραφέας του Δεύτερου Μακκαβαίων δεν προσποιείται ότι γράφει υπό θεϊκή έμπνευση, αφιερώνει δε μέρος του δεύτερου κεφαλαίου για να δικαιολογήσει την επιλογή της συγκεκριμένης μεθόδου που χρησιμοποιεί για να χειριστεί το θεματικό υλικό του. (Β΄ Μακκαβαίων 2:24-32) Ολοκληρώνοντας το έργο του, λέει: «Εδώ τελειώνω την αφήγησή μου. Αν αυτή είναι καλογραμμένη κι ανταποκρίνεται στα γεγονότα, αυτό ήταν και η δική μου επιθυμία. Κι αν είναι ατελής και μέτρια, εγώ έκανα το καλύτερο που μπορούσα».—Β΄ Μακκαβαίων 15:37, 38, ΜΠΚ.
Το βιβλίο γράφτηκε προφανώς στην ελληνική, μεταξύ του 134 Π.Κ.Χ. και της πτώσης της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ.
Μεταγενέστερα Απόκρυφα Έργα. Ιδίως από το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. και μετά, συντάχθηκε ένας τεράστιος όγκος συγγραμμάτων που δήλωναν ότι ήταν θεόπνευστα και κανονικά και διατείνονταν ότι αφορούσαν τη Χριστιανική πίστη. Αυτά τα συγγράμματα, που συχνά αποκαλούνται «Απόκρυφη Καινή Διαθήκη», αποτελούν προσπάθειες μίμησης των Ευαγγελίων, των Πράξεων, των επιστολών και των αποκαλύψεων που περιέχονται στα κανονικά βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Μεγάλο μέρος τους είναι γνωστό μόνο μέσω διασωθέντων αποσπασμάτων ή παραθέσεων από αυτά ή νύξεων άλλων συγγραφέων.
Αυτά τα συγγράμματα φανερώνουν μια προσπάθεια για παροχή πληροφοριών οι οποίες παραλείπονται σκόπιμα από τα θεόπνευστα συγγράμματα, όπως είναι διάφορες δραστηριότητες και γεγονότα που έχουν σχέση με τη ζωή του Ιησού από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τον καιρό του βαφτίσματός του, ή μια προσπάθεια για κατασκευή στοιχείων τα οποία να υποστηρίζουν δοξασίες ή παραδόσεις που δεν βασίζονται στην Αγία Γραφή ή αντιφάσκουν με αυτήν. Λόγου χάρη, το λεγόμενο Κατά Θωμά Ευαγγέλιο της Παιδικής Ηλικίας του Ιησού και το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου βρίθουν από φανταστικές αφηγήσεις θαυμάτων που υποτίθεται ότι έκανε ο Ιησούς στην παιδική του ηλικία. Αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να παρουσιάζουν τον Ιησού ως ιδιότροπο και αναιδές παιδί, προικισμένο με εντυπωσιακές δυνάμεις. (Παράβαλε την αυθεντική αφήγηση των εδ. Λου 2:51, 52.) Οι απόκρυφες «Πράξεις», όπως οι «Πράξεις του Παύλου» και οι «Πράξεις του Πέτρου», δίνουν μεγάλη έμφαση στην πλήρη σεξουαλική αποχή και μάλιστα παρουσιάζουν τους αποστόλους να παροτρύνουν τις γυναίκες να χωρίσουν τους συζύγους τους, αντίθετα από την αυθεντική συμβουλή που δίνει ο Παύλος στο 7ο κεφάλαιο της πρώτης επιστολής προς τους Κορινθίους.
Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή ([The Interpreter’s Dictionary of the Bible] Τόμ. 1, σ. 166) σχολιάζει ως εξής τέτοια μεταποστολικά απόκρυφα συγγράμματα: «Πολλά από αυτά είναι αναξιόλογα, μερικά άκρως μελοδραματικά, άλλα αποκρουστικά, ακόμη και σιχαμερά». (Επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962) Το Νέο Στερεότυπο Λεξικό της Αγίας Γραφής, των Φανκ και Γουάγκναλς ([Funk and Wagnalls New Standard Bible Dictionary] 1936, σ. 56), σχολιάζει: «Αποτέλεσαν τη γόνιμη πηγή ιερών θρύλων και εκκλησιαστικών παραδόσεων. Σε αυτά ακριβώς τα βιβλία πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση μερικών δογμάτων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Όπως εξαιρέθηκαν τα προγενέστερα απόκρυφα συγγράμματα από τις εγκεκριμένες προχριστιανικές Εβραϊκές Γραφές, έτσι και αυτά τα μεταγενέστερα απόκρυφα συγγράμματα δεν έγιναν δεκτά ως θεόπνευστα ούτε συμπεριλήφθηκαν ως κανονικά στις πρώτες συλλογές ή καταλόγους των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.—Βλέπε ΚΑΝΟΝΑΣ.