ΜΑΤΤΙΘΙΑΣ
(Ματτιθίας) [Δώρο του Ιεχωβά].
1. Λευίτης που έπαιζε άρπα όταν η κιβωτός της διαθήκης μεταφερόταν στην Ιερουσαλήμ από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ. (1Χρ 15:17-21, 25) Πιθανότατα ο ίδιος αυτός Ματτιθίας ήταν ένας από τους Λευίτες μουσικούς τους οποίους τοποθέτησε ο Δαβίδ μπροστά από την Κιβωτό «τόσο για να ανακαλούν στη μνήμη όσο και για να ευχαριστούν και να αινούν τον Ιεχωβά, τον Θεό του Ισραήλ» (1Χρ 16:4, 5) και ήταν το άτομο που κληρώθηκε αργότερα ανάμεσα από τους γιους του Ιεδουθούν για να είναι επικεφαλής της 14ης 12μελούς υποδιαίρεσης Λευιτών μουσικών.—1Χρ 25:1, 3, 9, 21.
2. Κααθίτης Λευίτης από την οικογένεια του Κορέ και πρωτότοκος γιος του Σαλλούμ. Αυτός ο Ματτιθίας ήταν μεταξύ των Λευιτών που επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία και «είχε την έμπιστη θέση του υπεύθυνου για όσα ψήνονταν σε ταψάκια».—1Χρ 9:31, 32.
3. Λευίτης ή ιερέας που στεκόταν στα δεξιά του Έσδρα καθώς ο αντιγραφέας διάβαζε το Νόμο του Μωυσή στους Ιουδαίους που είχαν συναχθεί στην Ιερουσαλήμ.—Νε 8:1, 4.
4. Ισραηλίτης «από τους γιους της Νεβώ» ο οποίος ήταν μεταξύ εκείνων που δέχτηκαν αλλοεθνείς συζύγους αλλά εξαπέστειλαν «συζύγους και γιους» στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 43, 44.