ΘΥΜΙΑΜΑ
Μείγμα αρωματικών κομμέων και βαλσάμων που καίγεται αργά, αναδίδοντας ευωδιαστό άρωμα. Οι εβραϊκές λέξεις κετόρεθ και κετωράχ προέρχονται από τη ρίζα κατάρ, που σημαίνει «υψώνω καπνό θυσίας». Στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιείται η λέξη θυμίαμα.
Το ιερό θυμίαμα που ορίστηκε να χρησιμοποιείται στη σκηνή της μαρτυρίας στην έρημο φτιαχνόταν από ακριβά υλικά τα οποία συνεισέφερε η εκκλησία. (Εξ 25:1, 2, 6· 35:4, 5, 8, 27-29) Ο Ιεχωβά, δίνοντας τη θεϊκή συνταγή για αυτό το μείγμα των τεσσάρων συστατικών, είπε στον Μωυσή: «Πάρε αρώματα: σταγόνες στακτής και όνυχα και αρωματικό γάλβανο και αγνό λιβάνι. Πρέπει να υπάρχει η ίδια ποσότητα από το καθένα. Και πρέπει να φτιάξεις με αυτά θυμίαμα, μείγμα μυρωδικών, έργο μυροποιού, αλατισμένο, αγνό, κάτι άγιο. Και πρέπει να κοπανίσεις λίγο από αυτό κάνοντάς το λεπτή σκόνη και να βάλεις λίγο από αυτό μπροστά στη Μαρτυρία, στη σκηνή της συνάντησης, όπου θα παρουσιάζομαι σε εσένα. Πρέπει να είναι αγιότατο για εσάς». Έπειτα, για να τους εντυπώσει τη μοναδικότητα και την αγιότητα του θυμιάματος, ο Ιεχωβά πρόσθεσε: «Όποιος φτιάξει κάτι όμοιο με αυτό για να απολαύσει τη μυρωδιά του θα εκκοπεί από το λαό του».—Εξ 30:34-38· 37:29.
Μεταγενέστερα, οι ραβινικοί Ιουδαίοι πρόσθεσαν και άλλα συστατικά στο θυμίαμα του ναού, δεδομένου αυτού που λέει ο Ιώσηπος ότι το παρασκεύαζαν από 13 αρωματικές ουσίες. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ε΄, 218 [v, 5]) Σύμφωνα με τον Μαϊμονίδη, μερικά από αυτά τα επιπλέον συστατικά περιλάμβαναν το ήλεκτρο, την κασσία, την κανέλα, τη σμύρνα, το σαφράνι και το νάρδο.
Στο δυτικό άκρο του τμήματος των Αγίων της σκηνής της μαρτυρίας, δίπλα στην κουρτίνα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων, υπήρχε «το θυσιαστήριο του θυμιάματος». (Εξ 30:1· 37:25· 40:5, 26, 27) Ένα παρόμοιο θυσιαστήριο θυμιάματος υπήρχε και στο ναό του Σολομώντα. (1Χρ 28:18· 2Χρ 2:4) Πάνω σε αυτά τα θυσιαστήρια έκαιγαν το ιερό θυμίαμα κάθε πρωί και κάθε βράδυ. (Εξ 30:7, 8· 2Χρ 13:11) Μία φορά το χρόνο, την Ημέρα της Εξιλέωσης, ο αρχιερέας έπαιρνε μερικά κάρβουνα από το θυσιαστήριο και τα έβαζε μέσα σε ένα θυμιατήρι, ή αλλιώς πυροδοχείο, μαζί με δύο χούφτες θυμίαμα και τα έφερνε μέσα στα Άγια των Αγίων, όπου έκανε το θυμίαμα να βγάλει καπνό μπροστά στο ιλαστήριο της κιβωτού της μαρτυρίας.—Λευ 16:12, 13· βλέπε ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ.
Αρχικά, ο Αρχιερέας Ααρών ήταν αυτός που πρόσφερε το θυμίαμα πάνω στο θυσιαστήριο. (Εξ 30:7) Εντούτοις, η επίβλεψη του θυμιάματος και άλλων αντικειμένων της σκηνής ανατέθηκε στο γιο του τον Ελεάζαρ. (Αρ 4:16) Φαίνεται ότι, με εξαίρεση την Ημέρα της Εξιλέωσης, η καύση του θυμιάματος δεν ήταν αποκλειστικό καθήκον του αρχιερέα, δεδομένου ότι ο υφιερέας Ζαχαρίας (ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή) αναφέρεται ότι ασχολούνταν με αυτή την υπηρεσία. (Λου 1:8-11) Λίγο μετά την έναρξη της λειτουργίας της σκηνής, δύο γιοι του Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιού, θανατώθηκαν από τον Ιεχωβά επειδή αποπειράθηκαν να προσφέρουν θυμίαμα με «ανάρμοστη φωτιά». (Λευ 10:1, 2· παράβαλε Εξ 30:9· βλέπε ΑΒΙΟΥ.) Αργότερα, ο Κορέ και 250 ακόμη άτομα, όλοι Λευίτες αλλά όχι από την ιερατική γραμμή, στασίασαν εναντίον του Ααρωνικού ιερατείου. Στα πλαίσια μιας δοκιμής, ο Μωυσής τούς έδωσε την οδηγία να πάρουν πυροδοχεία και να κάψουν θυμίαμα στην είσοδο της σκηνής, προκειμένου να δείξει ο Ιεχωβά αν τους δεχόταν ως ιερείς του. Η ομάδα αφανίστηκε καθώς θυμιάτιζε, με τα πυροδοχεία στο χέρι. (Αρ 16:6, 7, 16-18, 35-40) Παρόμοια, ο Βασιλιάς Οζίας πατάχθηκε με λέπρα όταν αποπειράθηκε με αυθάδεια να κάψει θυμίαμα στο ναό.—2Χρ 26:16-21.
Με το πέρασμα του χρόνου, το έθνος του Ισραήλ άρχισε να αμελεί σε τέτοιον βαθμό τη διατεταγμένη λατρεία του Ιεχωβά ώστε έκλεισε το ναό και έκαιγε θυμίαμα σε άλλα θυσιαστήρια. (2Χρ 29:7· 30:14) Ακόμη χειρότερα, έκαιγαν θυμίαμα σε άλλους θεούς εκπορνευόμενοι ενώπιόν τους, ενώ βεβήλωναν το άγιο θυμίαμα και με άλλους τρόπους, οι οποίοι ήταν όλοι απεχθείς στα μάτια του Ιεχωβά.—Ιεζ 8:10, 11· 16:17, 18· 23:36, 41· Ησ 1:13.
Σημασία. Ο Νόμος της διαθήκης είχε σκιά καλύτερων μελλοντικών πραγμάτων (Εβρ 10:1), και φαίνεται ότι η καύση του θυμιάματος υπό αυτή τη διευθέτηση αντιπροσώπευε τις αποδεκτές προσευχές των πιστών υπηρετών του Θεού. Ο ψαλμωδός διακήρυξε: «Ας ετοιμαστεί η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου [Ιεχωβά]». (Ψλ 141:2) Παρόμοια, το κατ’ εξοχήν συμβολικό βιβλίο της Αποκάλυψης περιγράφει εκείνους που είναι γύρω από τον ουράνιο θρόνο του Θεού λέγοντας ότι είχαν «χρυσές κούπες που ήταν γεμάτες θυμίαμα, και το θυμίαμα σημαίνει τις προσευχές των αγίων». «Δόθηκε [σε έναν άγγελο] μεγάλη ποσότητα θυμιάματος για να το προσφέρει με τις προσευχές όλων των αγίων πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο που ήταν μπροστά στο θρόνο». (Απ 5:8· 8:3, 4) Από διάφορες απόψεις, το καιόμενο θυμίαμα αποτέλεσε κατάλληλο σύμβολο των προσευχών των αγίων οι οποίες “προσφέρονται” (Εβρ 5:7) νύχτα και ημέρα (1Θε 3:10) και είναι ευάρεστες στον Ιεχωβά.—Παρ 15:8.
Το θυμίαμα, βέβαια, δεν θα μπορούσε να καταστήσει αποδεκτές στον Θεό τις προσευχές εκείνων που επιδίδονται σε ψεύτικη λατρεία. (Παρ 28:9· Μαρ 12:40) Από την άλλη μεριά, οι προσευχές του δικαίου τελεσφορούν. (Ιακ 5:16) Γι’ αυτό και, όταν ξέσπασε μια πληγή από τον Θεό, ο Ααρών γρήγορα «έβαλε . . . το θυμίαμα και άρχισε να κάνει εξιλέωση για το λαό».—Αρ 16:46-48.
Οι Χριστιανοί Δεν Καίνε Θυμίαμα. Αν και η συνήθεια της καύσης θυμιάματος υπάρχει σήμερα σε ορισμένες θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου, όπως και σε Βουδιστικούς ναούς, δεν βρίσκουμε καμιά Γραφική βάση που να δικαιολογεί αυτή τη συνήθεια μεταξύ των Χριστιανών. Τα θυμιατήρια δεν συγκαταλέγονταν στα εκκλησιαστικά σκεύη κατά τους πρώτους τέσσερις αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας, ούτε υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για χρήση θυμιάματος στις εκκλησιαστικές λειτουργίες μέχρι την εποχή του Γρηγορίου του Μεγάλου (δεύτερο ήμισυ του έκτου αιώνα). Ολοφάνερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, με την έλευση του Χριστού και με το κάρφωμα της διαθήκης του Νόμου και των διατάξεών της στο ξύλο του βασανισμού (Κολ 2:14), και ιδιαίτερα αφότου έπαψε να υπάρχει ο ναός και το Ααρωνικό ιερατείο του, σταμάτησε η καύση θυμιάματος στη λατρεία του Θεού. Στη Χριστιανική εκκλησία δεν δόθηκε καμιά εξουσιοδότηση να το χρησιμοποιεί, οι δε πρώτοι Χριστιανοί, όπως οι Ιουδαίοι, δεν έκαιγαν ποτέ θυμίαμα σε ατομική βάση για θρησκευτικούς σκοπούς.
Επιπρόσθετα, οι πρώτοι Χριστιανοί αρνούνταν να κάψουν θυμίαμα προς τιμήν του αυτοκράτορα, ακόμη και αν αυτό τους κόστιζε την ίδια τους τη ζωή. Όπως παρατηρεί ο Ντάνιελ Π. Μάνιξ: «Ελάχιστοι από τους Χριστιανούς αποκήρυξαν την πίστη τους, μολονότι μέσα στην αρένα υπήρχε συνήθως ένας βωμός με φωτιά για να τους διευκολύνει. Το μόνο που είχε να κάνει ο κρατούμενος ήταν να ρίξει ελάχιστο θυμίαμα στη φλόγα. Τότε του δινόταν ένα Πιστοποιητικό Θυσίας και τον άφηναν ελεύθερο. Του εξηγούσαν επίσης προσεκτικά ότι δεν απέδιδε λατρεία στον αυτοκράτορα—απλώς αναγνώριζε το θεϊκό χαρακτήρα του ως κεφαλής του ρωμαϊκού Κράτους. Και όμως, σχεδόν κανένας Χριστιανός δεν επωφελούνταν από την ευκαιρία να γλιτώσει».—Οι Μελλοθάνατοι (Those About to Die), 1958, σ. 137.
Ο Τερτυλλιανός (δεύτερος και τρίτος αιώνας Κ.Χ.) λέει ότι οι Χριστιανοί δεν ασχολούνταν ούτε καν με το εμπόριο θυμιάματος. (Περί Ειδωλολατρίας [De Idololatria], κεφ. XI) Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, και για τους εμπόρους θυμιάματος οι οποίοι έχουν συναλλαγές με τη συμβολική Βαβυλώνα τη Μεγάλη.—Απ 18:11, 13.