ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κανείς αγαθός, καλός· ηθική υπεροχή, αρετή. Η αγαθότητα είναι ιδιότητα αμιγώς ακέραιη, στην οποία δεν έχει θέση η κακία ή η διαφθορά. Είναι θετική ιδιότητα και εκδηλώνεται όταν κάποιος κάνει καλές και επωφελείς πράξεις για τους άλλους. Στις Εβραϊκές Γραφές η συνηθέστερη λέξη που αποδίδεται «αγαθός» είναι η λέξη τωβ, ενώ στις Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιείται η λέξη ἀγαθός συνήθως με ηθική ή θρησκευτική σημασία.
Η Αγαθότητα του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός είναι αγαθός με την απόλυτη και υπέρτατη έννοια. Η Γραφή αναφέρει: «Αγαθός και ευθύς είναι ο Ιεχωβά» (Ψλ 25:8), και διατρανώνει: «Πόσο μεγάλη είναι η αγαθότητά του!» (Ζαχ 9:17) Ο Ιησούς Χριστός, μολονότι είχε αυτή την ιδιότητα της ηθικής υπεροχής, δεν δέχτηκε τον τίτλο «Αγαθός» αλλά είπε σε κάποιον που τον προσφώνησε «Δάσκαλε Αγαθέ»: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός». (Μαρ 10:17, 18) Με αυτόν τον τρόπο αναγνώρισε τον Ιεχωβά ως το απαράμιλλο πρότυπο όσον αφορά το τι είναι αγαθό.
Όταν ο Μωυσής ζήτησε να δει τη δόξα Του, ο Ιεχωβά απάντησε: «Εγώ ο ίδιος θα κάνω να περάσει όλη μου η αγαθότητα μπροστά από το πρόσωπό σου και θα διακηρύξω το όνομα του Ιεχωβά μπροστά σου». Ο Ιεχωβά κάλυψε τον Μωυσή ώστε να μη δει το πρόσωπό του, αλλά καθώς πέρασε από μπροστά του (προφανώς μέσω του αγγελικού εκπροσώπου του [Πρ 7:53]), διακήρυξε στον Μωυσή: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, Θεός ελεήμων και φιλεύσπλαχνος, που είναι μακρόθυμος και αφθονεί σε στοργική καλοσύνη και αλήθεια, που διατηρεί στοργική καλοσύνη για χιλιάδες, που συγχωρεί σφάλμα και παράβαση και αμαρτία, αλλά δεν πρόκειται να δώσει απαλλαγή από την τιμωρία».—Εξ 33:18, 19, 22· 34:6, 7.
Εδώ η αγαθότητα εμφανίζεται ως ιδιότητα η οποία περιλαμβάνει έλεος, στοργική καλοσύνη και αλήθεια αλλά δεν παραβλέπει καθόλου την κακία ούτε συμπράττει με αυτήν. Ως εκ τούτου, ο Δαβίδ μπορούσε να προσευχηθεί στον Ιεχωβά να συγχωρήσει τις αμαρτίες του “για χάρη της αγαθότητας του Ιεχωβά”. (Ψλ 25:7) Η αγαθότητα του Ιεχωβά, καθώς και η αγάπη του, συντέλεσε στο να προσφέρει Αυτός τον Γιο του ως θυσία για αμαρτίες. Με αυτόν τον τρόπο προμήθευσε ένα μέσο για να βοηθηθούν όσοι θα επιθυμούσαν ό,τι είναι πραγματικά αγαθό, ενώ ταυτόχρονα καταδίκασε την κακία και έθεσε τη βάση ώστε να ικανοποιηθεί πλήρως η κρίση και η δικαιοσύνη.—Ρω 3:23-26.
Καρπός του Πνεύματος. Η αγαθότητα είναι καρπός του πνεύματος του Θεού και του φωτός που προέρχεται από το Λόγο της αλήθειας του. (Γα 5:22· Εφ 5:9) Ο Χριστιανός πρέπει να καλλιεργεί αυτόν τον καρπό. Η υπακοή στις εντολές του Ιεχωβά αναπτύσσει αγαθότητα—κανένας άνθρωπος δεν έχει αγαθότητα με τη δική του αξία. (Ρω 7:18) Ο ψαλμωδός κάνει έκκληση στον Θεό ως την Πηγή της αγαθότητας: «Αγαθότητα, σύνεση και γνώση δίδαξέ με, γιατί στις εντολές σου άσκησα πίστη», και «Εσύ είσαι αγαθός και αγαθοποιός. Δίδαξέ με τις διατάξεις σου».—Ψλ 119:66, 68.
Η Αγαθότητα Παρέχει Οφέλη. Η αγαθότητα μπορεί επίσης να σημαίνει την παροχή ωφέλιμων πραγμάτων σε άλλους. Ο Ιεχωβά επιθυμεί να εκδηλώνει αγαθότητα προς το λαό του, όπως προσευχήθηκε ο απόστολος Παύλος για τους Χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη: «Προσευχόμαστε πάντοτε για εσάς, για να σας υπολογίσει ο Θεός μας άξιους της κλήσης του και να εκτελέσει στο πλήρες όλα όσα ευαρεστείται σχετικά με την αγαθότητα, καθώς και το έργο της πίστης με δύναμη». (2Θε 1:11) Είναι πολλά τα παραδείγματα της άφθονης αγαθότητας που εκδηλώνει ο Θεός προς όσους αποβλέπουν σε αυτόν. (1Βα 8:66· Ψλ 31:19· Ησ 63:7· Ιερ 31:12, 14) Επιπλέον, «ο Ιεχωβά είναι αγαθός απέναντι σε όλους και τα ελέη του είναι πάνω σε όλα τα έργα του». (Ψλ 145:9) Εκτείνει την αγαθότητά του σε όλους με σκοπό να υποκινήσει η αγαθότητά του πολλά άτομα να τον υπηρετήσουν και έτσι να αποκτήσουν ζωή. Παρόμοια, κάθε άτομο που εκδηλώνει αγαθότητα αποτελεί ευλογία για εκείνους με τους οποίους συναναστρέφεται.—Παρ 11:10.
Ως υπηρέτες και μιμητές του Θεού, οι Χριστιανοί έχουν λάβει την εντολή να αποδεικνύουν ποιο είναι το καλό (ἀγαθόν, Κείμενο) και τέλειο θέλημα του Θεού για αυτούς (Ρω 12:2), πρέπει δε να προσκολλώνται σε ό,τι είναι καλό (Ρω 12:9), να κάνουν το καλό (Ρω 13:3), να εργάζονται το καλό (Ρω 2:10), να το επιδιώκουν (1Θε 5:15), να είναι ζηλωτές για το καλό (1Πε 3:13), να γίνονται μιμητές του καλού (3Ιω 11) και να νικούν το κακό με το καλό (Ρω 12:21). Πρέπει να κάνουν το καλό ιδιαίτερα σε αυτούς που είναι συγγενείς τους στη Χριστιανική πίστη, αλλά επίσης και προς όλους τους άλλους.—Γα 6:10.
Μια Συναφής Λέξη. Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, εκτός από τη λέξη ἀγαθός, χρησιμοποιεί και μια άλλη παρόμοια λέξη, τη λέξη καλός. Αυτή υποδηλώνει κάτι που είναι από τη φύση του καλό, όμορφο και ανταποκρίνεται στις περιστάσεις ή στο σκοπό του (όπως το καλό έδαφος ή χώμα· Ματ 13:8, 23), επίσης κάτι που είναι καλής ποιότητας, καθώς και κάτι που είναι ηθικά καλό, σωστό ή αξιότιμο (όπως το όνομα του Θεού· Ιακ 2:7). Η λέξη καλός συνδέεται στενά ως προς το νόημα με τη λέξη ἀγαθός, αλλά μπορεί να αποδοθεί και με διαφορετικούς τρόπους, όπως «σωστός» ή «έντιμος».—Ιακ 4:17· Εβρ 13:18.