ΣΗΛΑ
(Σηλά).
1. [Εβρ., Σέλαχ, πιθανώς, Βέλος]. Γιος του Αρφαξάδ και εγγονός του Σημ. Γεννήθηκε το 2333 Π.Κ.Χ. και πέθανε το 1900 Π.Κ.Χ. σε ηλικία 433 ετών. Ο Σηλά και ένας από τους γιους του, ο Έβερ, ίδρυσαν ο καθένας τους μία από τις 70 μετακατακλυσμιαίες οικογένειες, και μάλιστα διαμέσου του Έβερ πέρασε η γενεαλογική γραμμή που οδηγούσε από τον Σημ στον Αβραάμ και τελικά στον Ιησού.—Γε 10:22, 24· 11:12-15· 1Χρ 1:18, 24· Λου 3:35.
2. [Εβρ., Σελάχ, πιθανώς, Αίτημα]. Ο τρίτος γιος που απέκτησε ο Ιούδας από τη Χαναναία σύζυγό του. (1Χρ 2:3) Η Θάμαρ έπρεπε να δοθεί με ανδραδελφικό γάμο στον Σηλά, αλλά αυτό δεν έγινε. (Γε 38:1-5, 11-14, 26) Οι απόγονοι του Σηλά, μερικοί από τους οποίους αναφέρονται ονομαστικά σε συνδυασμό με τις περιοχές όπου κατοικούσαν, αποτέλεσαν την πατριά των Σηλανιτών. Μερικοί από αυτούς επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Αρ 26:20· 1Χρ 4:21-23· 9:5· Νε 11:5.