ΓΙΟΣ (ΓΙΟΙ) ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η έκφραση «Γιος του Θεού» προσδιορίζει πρωτίστως τον Χριστό Ιησού. Άλλα πρόσωπα που αναφέρονται ως «γιος (γιοι) του Θεού» είναι τα νοήμονα πνευματικά πλάσματα που δημιουργήθηκαν από τον Θεό, ο άνθρωπος Αδάμ προτού αμαρτήσει, καθώς και άνθρωποι με τους οποίους ο Θεός πολιτεύτηκε με βάση μια σχέση διαθήκης.
«Γιοι του Αληθινού Θεού». Η πρώτη μνεία των “γιων του αληθινού Θεού” γίνεται στα εδάφια Γένεση 6:2-4. Εκεί λέγεται για αυτούς ότι «άρχισαν να παρατηρούν τις κόρες των ανθρώπων, ότι ήταν όμορφες· και άρχισαν να παίρνουν συζύγους—όλες όσες διάλεξαν». Αυτό συνέβη πριν από τον παγγήινο Κατακλυσμό.
Πολλοί σχολιαστές υποστηρίζουν ότι αυτοί οι “γιοι του Θεού” ήταν στην πραγματικότητα άνθρωποι, άντρες από τη γραμμή του Σηθ. Βασίζουν το επιχείρημά τους στο γεγονός ότι η γραμμή του Σηθ ήταν εκείνη μέσω της οποίας προήλθε ο θεοσεβής Νώε, ενώ οι άλλες γραμμές που ξεκίνησαν από τον Αδάμ—η γραμμή του Κάιν και οι γραμμές όποιων άλλων γιων γεννήθηκαν στον Αδάμ (Γε 5:3, 4)—καταστράφηκαν στον Κατακλυσμό. Έτσι λοιπόν, λένε ότι η δήλωση σύμφωνα με την οποία «οι γιοι του αληθινού Θεού» πήραν ως συζύγους «τις κόρες των ανθρώπων» σημαίνει ότι οι Σηθίτες άρχισαν να έρχονται σε επιγαμία με τη γραμμή του πονηρού Κάιν.
Τίποτα όμως δεν δείχνει ότι ο Θεός έκανε τότε οποιαδήποτε τέτοια διάκριση μεταξύ οικογενειακών γραμμών. Δεν υπάρχουν επιβεβαιωτικά Γραφικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την άποψη ότι εδώ εννοείται επιγαμία μεταξύ των γραμμών του Σηθ και του Κάιν ή ότι από τέτοιους γάμους γεννήθηκαν «οι κραταιοί» οι οποίοι αναφέρονται στο εδάφιο 4. Είναι αλήθεια ότι η έκφραση «γιοι (των) ανθρώπων» (την οποία οι υποστηρικτές της προαναφερόμενης άποψης αντιπαραβάλλουν με την έκφραση «γιοι του Θεού») χρησιμοποιείται συχνά με αρνητική χροιά, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα.—Παράβαλε Ψλ 4:2· 57:4· Παρ 8:22, 30, 31· Ιερ 32:18, 19· Δα 10:16.
Αγγελικοί γιοι του Θεού. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια εξήγηση που επιβεβαιώνεται από τις Γραφές. Η επόμενη περικοπή στην οποία εμφανίζεται η έκφραση «γιοι του αληθινού Θεού» είναι το εδάφιο Ιώβ 1:6, όπου γίνεται προφανώς λόγος για πνευματικούς γιους του Θεού οι οποίοι ήταν συναγμένοι ενώπιόν του και ανάμεσα στους οποίους εμφανίστηκε και ο Σατανάς ύστερα «από περιήγηση στη γη». (Ιωβ 1:7· βλέπε επίσης 2:1, 2.) Επιπλέον, στα εδάφια Ιώβ 38:4-7, «οι γιοι του Θεού» που “αλάλαζαν επευφημώντας” όταν ο Θεός «έθεσε την ακρογωνιαία πέτρα» της γης ήταν σαφώς αγγελικοί γιοι και όχι άνθρωποι καταγόμενοι από τον Αδάμ (ο οποίος ούτε καν είχε δημιουργηθεί ακόμη). Ανάλογα και στο εδάφιο Ψαλμός 89:6 “οι γιοι του Θεού” είναι οπωσδήποτε ουράνια πλάσματα, όχι επίγεια.—Βλέπε ΘΕΟΣ (Οι Εβραϊκές Λέξεις).
Όσοι διακρατούν την προαναφερόμενη άποψη προβάλλουν αντίρρηση στην ταύτιση “των γιων του αληθινού Θεού” που αναφέρονται στα εδάφια Γένεση 6:2-4 με αγγελικά πλάσματα επειδή λένε ότι τα συμφραζόμενα αναφέρονται εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινη πονηρία. Αυτή η αντίρρηση δεν ισχύει, όμως, δεδομένου ότι η αθέμιτη παρέμβαση πνευματικών πλασμάτων στις ανθρώπινες υποθέσεις θα μπορούσε αναμφίβολα να συντείνει στην αύξηση της ανθρώπινης πονηρίας ή να την επιταχύνει. Ενόσω ο Ιησούς βρισκόταν στη γη, τα πονηρά πνευματικά πλάσματα, μολονότι δεν υλοποιούνταν προσλαμβάνοντας ορατή μορφή, ήταν υπεύθυνα για την άκρως εσφαλμένη συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων. (Βλέπε ΔΑΙΜΟΝΑΣ· ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ.) Η ανάμειξη κάποιων αγγελικών γιων του Θεού στις ανθρώπινες υποθέσεις θα ήταν εύλογο να αναφέρεται στην αφήγηση της Γένεσης ακριβώς επειδή εξηγεί σε μεγάλο βαθμό πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη γη πριν από τον Κατακλυσμό.
Αυτό υποστηρίζεται από τα όσα λέει ο απόστολος Πέτρος για τα «πνεύματα στη φυλακή, τα οποία κάποτε είχαν γίνει ανυπάκουα όταν η υπομονή του Θεού περίμενε στις ημέρες του Νώε» (1Πε 3:19, 20), και για «τους αγγέλους που αμάρτησαν», οι οποίοι μνημονεύονται σε συνάρτηση με τον «αρχαίο κόσμο» της εποχής του Νώε (2Πε 2:4, 5), καθώς επίσης από το σχόλιο του Ιούδα σχετικά με «τους αγγέλους που δεν κράτησαν την αρχική τους θέση αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία που τους άρμοζε». (Ιου 6) Αν δεν δεχτούμε ότι «οι γιοι του αληθινού Θεού» που αναφέρονται στα εδάφια Γένεση 6:2-4 ήταν πνευματικά πλάσματα, τότε αυτές οι δηλώσεις των Χριστιανών συγγραφέων γίνονται αινιγματικές, και τίποτα δεν εξηγεί πώς έλαβε χώρα η ανυπακοή των αγγέλων ή πώς σχετίζεται αυτή με την εποχή του Νώε.
Είναι βέβαιο ότι οι άγγελοι ενίοτε υλοποιούνταν προσλαμβάνοντας ανθρώπινα σώματα, μάλιστα έτρωγαν και έπιναν με ανθρώπους. (Γε 18:1-22· 19:1-3) Η δήλωση του Ιησού, σύμφωνα με την οποία οι αναστημένοι άντρες και γυναίκες δεν παντρεύονται ούτε δίνονται σε γάμο αλλά είναι όπως οι «άγγελοι στον ουρανό», δείχνει ότι δεν γίνονται γάμοι μεταξύ αυτών των ουράνιων πλασμάτων, καθώς τίποτα δεν μαρτυρεί ότι υπάρχει ανάμεσά τους διάκριση αρσενικού και θηλυκού. (Ματ 22:30) Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τέτοια αγγελικά πλάσματα δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν προσλαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή και να συνάψουν γαμήλιες σχέσεις με γυναίκες. Ας σημειωθεί ότι αμέσως μετά την αναφορά που κάνει ο Ιούδας σε αγγέλους που δεν κράτησαν την αρχική τους θέση και εγκατέλειψαν την «κατοικία που τους άρμοζε» (ασφαλώς εδώ εννοείται ότι εγκατέλειψαν το πνευματικό βασίλειο) ακολουθεί η δήλωση: «Έτσι και τα Σόδομα και τα Γόμορρα και οι πόλεις γύρω από αυτά, αφού με τον ίδιο τρόπο πόρνευσαν αχαλίνωτα όπως και οι προηγούμενοι και κυνήγησαν τη σάρκα για αφύσικη χρήση, έχουν τεθεί ενώπιόν μας ως προειδοποιητικό παράδειγμα». (Ιου 6, 7) Άρα, ο συνδυασμός των Βιβλικών αποδείξεων υποδεικνύει καταφανώς ότι στις ημέρες του Νώε συνέβη κάποια αγγελική εκτροπή, δηλαδή ότι κάποιοι άγγελοι έκαναν πράξεις αντίθετες προς την πνευματική τους φύση. Επομένως, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας βάσιμος λόγος για να αμφιβάλλουμε ότι οι “γιοι του Θεού” που αναφέρονται στα εδάφια Γένεση 6:2-4 ήταν αγγελικοί γιοι.—Βλέπε ΝΕΦΙΛΕΙΜ.
Ο Πρώτος Ανθρώπινος Γιος και οι Απόγονοί Του. Ο Αδάμ ήταν ο πρώτος ανθρώπινος “γιος του Θεού” εφόσον δημιουργήθηκε από τον Θεό. (Γε 2:7· Λου 3:38) Όταν καταδικάστηκε σε θάνατο ως εκούσιος αμαρτωλός και εκδιώχθηκε από το αγιαστήριο του Θεού, την Εδέμ, στην ουσία ο Θεός τον αποκήρυξε και αυτός έχασε τη σχέση του γιου ως προς τον ουράνιο Πατέρα του.—Γε 3:17-24.
Οι απόγονοι του Αδάμ έχουν γεννηθεί με κληρονομημένες αμαρτωλές τάσεις. (Βλέπε ΑΜΑΡΤΙΑ.) Εφόσον γεννήθηκαν από κάποιον τον οποίο ο Θεός απέρριψε, δεν θα μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι κατέχουν τη σχέση του γιου ως προς τον Θεό απλώς και μόνο με βάση τη γέννησή τους. Αυτό καταδεικνύεται από τα λόγια του αποστόλου Ιωάννη στα εδάφια Ιωάννης 1:12, 13. Ο απόστολος δείχνει ότι σε εκείνους που δέχτηκαν τον Χριστό Ιησού, ασκώντας πίστη στο όνομά του, δόθηκε «εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, . . . και αυτοί γεννήθηκαν, όχι από αίμα ούτε από σαρκικό θέλημα ούτε από θέλημα άντρα, αλλά από τον Θεό». Συνεπώς, η ιδιότητα του γιου ως προς τον Θεό δεν θεωρείται κάτι που αποκτούν αυτόματα όλοι οι απόγονοι του Αδάμ κατά τη γέννησή τους. Αυτή η περικοπή μαζί με άλλες δείχνει ότι, μετά την πτώση του Αδάμ στην αμαρτία, απαιτείται να έχουν οι άνθρωποι ειδική αναγνώριση από τον Θεό για να προσδιοριστούν ως «γιοι» του. Αυτό καταδεικνύεται παραστατικά από την πολιτεία του Θεού με τον Ισραήλ.
«Ο Ισραήλ Είναι ο Γιος Μου». Απευθυνόμενος στον Φαραώ, που θεωρούσε τον εαυτό του θεό και γιο του θεού Ρα των Αιγυπτίων, ο Ιεχωβά αποκάλεσε τον Ισραήλ: «ο γιος μου, ο πρωτότοκός μου» και ζήτησε από τον Αιγύπτιο άρχοντα το εξής: «Εξαπόστειλε το γιο μου για να με υπηρετήσει». (Εξ 4:22, 23) Άρα, ο Θεός θεωρούσε ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ “γιο” του επειδή ήταν ο εκλεκτός λαός του, «ειδική ιδιοκτησία, από όλους τους λαούς». (Δευ 14:1, 2) Ο λόγος για τον οποίο ο Ιεχωβά Θεός καλείται «Δημιουργός» τους, «Πλάστης» τους και «Πατέρας» τους, Εκείνος με το όνομα του οποίου καλούνταν αυτοί, δεν είναι μόνο το ότι Εκείνος είναι η Πηγή κάθε ζωής, αλλά ειδικότερα το ότι, σε αρμονία με την Αβραμιαία διαθήκη, Εκείνος είχε φέρει σε ύπαρξη αυτόν το λαό. (Παράβαλε Ψλ 95:6, 7· 100:3· Ησ 43:1-7, 15· 45:11, 12, 18, 19· 63:16.) “Τους είχε βοηθήσει από την κοιλιά ακόμη”, κάτι που αναφέρεται προφανώς στην εποχή κατά την οποία άρχισαν να σχηματίζονται ως λαός, και τους “έπλασε” με την πολιτεία του μαζί τους και με τη διαθήκη του Νόμου, διαμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά και τη δομή που θα είχαν ως έθνος. (Ησ 44:1, 2, 21· παράβαλε τις εκφράσεις του Θεού προς την Ιερουσαλήμ στα εδ. Ιεζ 16:1-14· επίσης τις εκφράσεις του Παύλου στα εδ. Γα 4:19 και 1Θε 2:11, 12.) Ο Ιεχωβά τούς προστάτευε, τους βάσταζε, τους διόρθωνε και μεριμνούσε για αυτούς, όπως θα έκανε ένας πατέρας για το γιο του. (Δευ 1:30, 31· 8:5-9· παράβαλε Ησ 49:14, 15.) Ως «γιος», το έθνος θα έπρεπε να αποδίδει αίνο στον Πατέρα του. (Ησ 43:21· Μαλ 1:6) Διαφορετικά ο Ισραήλ θα αποδείκνυε ότι δεν κατείχε την ιδιότητα του γιου (Δευ 32:4-6, 18-20· Ησ 1:2, 3· 30:1, 2, 9), όπως ακριβώς μερικοί Ισραηλίτες ενήργησαν ατιμωτικά και αποκλήθηκαν «γιοι του βελίαλ» (κυριολεκτική εβραϊκή έκφραση που αποδίδεται «άχρηστοι άντρες» στο εδ. Δευ 13:13 και σε άλλες περικοπές· παράβαλε 2Κο 6:15). Έγιναν «ανυπότακτοι γιοι».—Ιερ 3:14, 22· παράβαλε 4:22.
Ο Θεός, λοιπόν, πολιτευόταν με τους Ισραηλίτες ως γιους του βάσει της συγκεκριμένης εθνικής τους υπόστασης και του ότι είχαν σχέση διαθήκης μαζί του. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλεί ταυτόχρονα τον εαυτό του, όχι μόνο “Δημιουργό” τους, αλλά επίσης “Εξαγοραστή” τους, ακόμη και “συζυγικό ιδιοκτήτη” τους. Αυτή η τελευταία έκφραση υποδηλώνει ότι η σχέση του Ισραήλ προς τον Θεό ήταν όπως η σχέση μιας συζύγου προς το σύζυγό της. (Ησ 54:5, 6· παράβαλε Ησ 63:8· Ιερ 3:14.) Οι Ισραηλίτες αποκαλούσαν τον Ιεχωβά “Πατέρα τους”, ενθυμούμενοι προφανώς τη σχέση διαθήκης που είχαν μαζί του και αναγνωρίζοντας ότι όφειλαν στον Θεό το σχηματισμό του έθνους τους.—Ησ 63:16-19· παράβαλε Ιερ 3:18-20· Ωσ 1:10, 11.
Η φυλή του Εφραΐμ έγινε η πιο εξέχουσα φυλή του βόρειου δεκάφυλου βασιλείου, και το όνομά της αντιπροσώπευε συνήθως ολόκληρο εκείνο το βασίλειο. Επειδή ο Ιεχωβά επέλεξε να λάβει ο Εφραΐμ την ευλογία του πρωτότοκου γιου από τον παππού του, τον Ιακώβ, και όχι ο Μανασσής, ο πραγματικός πρωτότοκος του Ιωσήφ, γι’ αυτό και αποκαλούσε εύλογα τη φυλή του Εφραΐμ “πρωτότοκό του”.—Ιερ 31:9, 20· Ωσ 11:1-8, 12· παράβαλε Γε 48:13-20.
Μεμονωμένοι Ισραηλίτες “γιοι”. Ο Θεός προσδιόρισε επίσης ορισμένα άτομα εντός του Ισραήλ ως “γιους” του, με ειδική έννοια. Ο 2ος Ψαλμός, που στα εδάφια Πράξεις 4:24-26 αποδίδεται στον Δαβίδ, αρχικά εφαρμόζεται προφανώς σε εκείνον όταν μιλάει για το «γιο» του Θεού. (Ψλ 2:1, 2, 7-12) Αυτός ο ψαλμός εκπληρώθηκε μεταγενέστερα στον Χριστό Ιησού, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα στις Πράξεις. Εφόσον τα συμφραζόμενα στον ψαλμό δείχνουν ότι ο Θεός δεν μιλάει σε κάποιο βρέφος αλλά σε αναπτυγμένο άντρα, λέγοντας: «Γιος μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα έγινα πατέρας σου», έπεται ότι ο Δαβίδ απέκτησε αυτή την ιδιότητα του γιου επειδή ο Θεός επέλεξε ειδικά αυτόν για τη βασιλεία και επειδή πολιτεύτηκε πατρικά μαζί του. (Παράβαλε Ψλ 89:3, 19-27.) Παρόμοια, ο Ιεχωβά είπε για τον Σολομώντα, το γιο του Δαβίδ: «Εγώ θα γίνω πατέρας του και αυτός θα γίνει γιος μου».—2Σα 7:12-14· 1Χρ 22:10· 28:6.
Απώλεια της ιδιότητας του γιου. Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, οι Ιουδαίοι ισχυρίζονταν ακόμη ότι ο Θεός ήταν “Πατέρας” τους. Αλλά ο Ιησούς είπε ξεκάθαρα σε ορισμένους εναντιουμένους ότι αυτοί ήταν “από τον πατέρα τους τον Διάβολο”, διότι άκουγαν και έκαναν το θέλημα και τα έργα του Αντιδίκου του Θεού και έτσι έδειχναν ότι “δεν ήταν από τον Θεό”. (Ιωα 8:41, 44, 47) Αυτό δείχνει και πάλι ότι για να κατέχουν οποιοιδήποτε απόγονοι του Αδάμ την ιδιότητα του γιου ως προς τον Θεό απαιτείται, όχι απλώς κάποια φυσική, σαρκική καταγωγή, αλλά πρωτίστως το να κάνει ο Θεός εφικτό για αυτούς να έχουν πνευματική σχέση μαζί Του. Στη συνέχεια, μια τέτοια σχέση απαιτεί να παραμένουν οι «γιοι» πιστοί στον Θεό εκδηλώνοντας τις ιδιότητές του, υπακούοντας στο θέλημά του και υπηρετώντας πιστά το σκοπό και τα συμφέροντά του.
Χριστιανοί Γιοι του Θεού. Όπως φανερώνουν τα εδάφια Ιωάννης 1:11, 12, μόνο σε μερικούς από το έθνος του Ισραήλ, όσους εκδήλωσαν πίστη στον Χριστό Ιησού, δόθηκε «εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού». Η λυτρωτική θυσία του Χριστού αποδέσμευσε αυτό το Ιουδαϊκό «υπόλοιπο» (Ρω 9:27· 11:5) από τη διαθήκη του Νόμου, η οποία, μολονότι καλή και τέλεια, τους καταδίκαζε ως αμαρτωλούς, ως δούλους που βρίσκονταν υπό κράτηση στην αμαρτία. Έτσι λοιπόν, ο Χριστός τούς απελευθέρωσε ώστε “να λάβουν την υιοθεσία” και να γίνουν κληρονόμοι μέσω του Θεού.—Γα 4:1-7· παράβαλε Γα 3:19-26.
Άνθρωποι από τα έθνη, οι οποίοι προηγουμένως ήταν «χωρίς Θεό στον κόσμο» (Εφ 2:12), συμφιλιώθηκαν και αυτοί με τον Θεό μέσω της πίστης στον Χριστό και απέκτησαν σχέση γιου ως προς τον Θεό.—Ρω 9:8, 25, 26· Γα 3:26-29.
Όπως είχε συμβεί με τον Ισραήλ, έτσι και αυτοί οι Χριστιανοί απαρτίζουν έναν λαό διαθήκης, καθώς φέρνονται στη «νέα διαθήκη» που επικυρώθηκε με το χυμένο αίμα του Χριστού. (Λου 22:20· Εβρ 9:15) Εντούτοις, ο Θεός πολιτεύεται ατομικά με τους Χριστιανούς καθώς τους δέχεται σε αυτή τη διαθήκη. Επειδή αυτοί ακούν τα καλά νέα και ασκούν πίστη, καλούνται να είναι συγκληρονόμοι με τον Γιο του Θεού (Ρω 8:17· Εβρ 3:1), “ανακηρύσσονται δίκαιοι” από τον Θεό με βάση την πίστη τους στο λύτρο (Ρω 5:1, 2) και ως εκ τούτου “γεννιούνται μέσω του λόγου της αλήθειας” (Ιακ 1:18), “αναγεννώμενοι” ως βαφτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι έρχονται σε ύπαρξη από το πνεύμα του Θεού ως γιοι του και πρόκειται να απολαύσουν πνευματική ζωή στους ουρανούς (Ιωα 3:3· 1Πε 1:3, 4). Αυτοί δεν έχουν λάβει πνεύμα δουλείας όπως αυτό που προέκυψε από το παράπτωμα του Αδάμ, αλλά “πνεύμα υιοθεσίας, με το οποίο φωνάζουν: «Αββά, Πατέρα!»” Ο όρος «Αββά» είναι προσφώνηση που φανερώνει οικειότητα και τρυφερότητα. (Ρω 8:14-17· βλέπε ΑΒΒΑ· ΥΙΟΘΕΣΙΑ [Χριστιανική Σημασία].) Χάρη στην ανώτερη μεσιτεία και ιεροσύνη του Χριστού και στην παρ’ αξία καλοσύνη που εκφράζει ο Θεός μέσω αυτού, η ιδιότητα του γιου την οποία κατέχουν αυτοί οι γεννημένοι από το πνεύμα Χριστιανοί τούς φέρνει σε στενότερη σχέση με τον Θεό από τη σχέση που είχε ο σαρκικός Ισραήλ.—Εβρ 4:14-16· 7:19-25· 12:18-24.
Διατήρηση της ιδιότητας του γιου. Η «νέα γέννησή» τους σε αυτή τη ζωντανή ελπίδα (1Πε 1:3) δεν εγγυάται από μόνη της ότι θα συνεχίσουν να κατέχουν την ιδιότητα του γιου. Αυτοί πρέπει να «οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού», όχι από την αμαρτωλή τους σάρκα, και πρέπει να είναι διατεθειμένοι να υποφέρουν όπως ο Χριστός. (Ρω 8:12-14, 17) Πρέπει να είναι «μιμητές του Θεού, ως αγαπητά παιδιά» (Εφ 5:1), να αντανακλούν τις θεϊκές ιδιότητες της ειρήνης, της αγάπης, του ελέους και της καλοσύνης (Ματ 5:9, 44, 45· Λου 6:35, 36), να είναι «άμεμπτοι και αθώοι» ως προς αυτά που χαρακτηρίζουν τη «στρεβλή και διεστραμμένη γενιά» ανάμεσα στην οποία ζουν (Φλπ 2:15), να εξαγνίζουν τον εαυτό τους από άδικες πράξεις (1Ιω 3:1-4, 9, 10), καθώς επίσης να υπακούν στις εντολές του Θεού και να δέχονται τη διαπαιδαγώγησή του (1Ιω 5:1-3· Εβρ 12:5-7).
Επίτευξη πλήρους υιοθεσίας. Αν και έχουν κληθεί να γίνουν παιδιά του Θεού, ενόσω είναι σαρκικά όντα έχουν μόνο την «εγγύηση εκείνου που θα έρθει». (2Κο 1:22· 5:1-5· Εφ 1:5, 13, 14) Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος, μολονότι είπε ότι ο ίδιος και οι συγχριστιανοί του ήταν ήδη «γιοι του Θεού», μπορούσε εντούτοις να προσθέσει ότι «εμείς που έχουμε τους πρώτους καρπούς, δηλαδή το πνεύμα, και εμείς οι ίδιοι στενάζουμε μέσα μας, ενώ περιμένουμε με λαχτάρα την υιοθεσία, την απελευθέρωση από τα σώματά μας με λύτρο». (Ρω 8:14, 23) Έτσι λοιπόν, αφού νικήσουν τον κόσμο εκδηλώνοντας πιστότητα μέχρι θανάτου, τους εκχωρείται πλήρως η ιδιότητα του γιου καθώς ανασταίνονται ως πνευματικοί γιοι του Θεού και “αδελφοί” του Πρώτιστου Γιου του Θεού, του Χριστού Ιησού.—Εβρ 2:10-17· Απ 21:7· παράβαλε Απ 2:7, 11, 26, 27· 3:12, 21.
Όσοι είναι πνευματικά παιδιά του Θεού και έχουν κληθεί σε αυτή την ουράνια κλήση ξέρουν ότι είναι παιδιά του, διότι “το ίδιο το πνεύμα του Θεού δίνει μαρτυρία μαζί με το πνεύμα τους ότι είναι παιδιά του Θεού”. (Ρω 8:16) Αυτό προφανώς σημαίνει ότι το πνεύμα τους ενεργεί ως υποκινούσα δύναμη στη ζωή τους και τους ωθεί να ανταποκριθούν θετικά στα όσα λέει το πνεύμα του Θεού μέσω του εμπνευσμένου Λόγου Του για αυτή την ουράνια ελπίδα, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται ο Θεός μαζί τους μέσω αυτού του πνεύματος. Έτσι λοιπόν, έχουν τη διαβεβαίωση ότι είναι πράγματι πνευματικά παιδιά και κληρονόμοι του Θεού.
Η Ένδοξη Ελευθερία των Παιδιών του Θεού. Ο απόστολος Παύλος μιλάει για τη «δόξα που πρόκειται να αποκαλυφτεί στην περίπτωσή μας» καθώς και για την «έντονη λαχτάρα» με την οποία «η δημιουργία περιμένει την αποκάλυψη των γιων του Θεού». (Ρω 8:18, 19) Εφόσον η δόξα αυτών των γιων είναι ουράνια, πριν από αυτή την «αποκάλυψη» της δόξας τους πρέπει σαφώς να προηγηθεί η ανάστασή τους σε ουράνια ζωή. (Παράβαλε Ρω 8:23.) Ωστόσο, τα εδάφια 2 Θεσσαλονικείς 1:6-10 δείχνουν ότι περιλαμβάνονται και άλλα πράγματα. Μιλούν για την «αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού» ο οποίος φέρνει δικαστική τιμωρία σε όσους κρίνει δυσμενώς ο Θεός, κάνοντάς το αυτό “τον καιρό που θα έρθει για να δοξαστεί σε σχέση με τους αγίους του”.—Βλέπε ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ.
Εφόσον ο Παύλος λέει ότι «η δημιουργία» περιμένει αυτή την αποκάλυψη και κατόπιν «θα ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά και θα έχει την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού», είναι φανερό ότι και άλλοι εκτός από αυτούς τους ουράνιους “γιους του Θεού” ωφελούνται από την ένδοξη αποκάλυψή τους. (Ρω 8:19-23) Η λέξη κτίσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «δημιουργία», μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε πλάσμα—άνθρωπο ή ζώο—ή στη δημιουργία γενικά. Ο Παύλος λέει εδώ ότι η δημιουργία έχει «έντονη λαχτάρα», ότι «περιμένει», ότι «υποτάχθηκε στη ματαιότητα, [αν και] όχι με τη θέλησή της», ότι θα «ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά [για να] έχει την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού» και ότι «όλη μαζί . . . στενάζει» όπως στενάζουν μέσα τους και οι Χριστιανοί «γιοι». Όλες αυτές οι εκφράσεις υποδεικνύουν σαφώς την ανθρώπινη δημιουργία, την ανθρώπινη οικογένεια, και επομένως όχι τη δημιουργία γενικά, στην οποία περιλαμβάνονται τα ζώα, τα φυτά και άλλα δημιουργήματα, έμψυχα και άψυχα. (Παράβαλε Κολ 1:23.) Αυτό πρέπει να σημαίνει, λοιπόν, ότι η ένδοξη αποκάλυψη των γιων του Θεού ανοίγει το δρόμο έτσι ώστε και άλλα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας να αποκτήσουν σχέση πραγματικών γιων ως προς τον Θεό και να απολαύσουν την ελευθερία που συνεπάγεται αυτή η σχέση.—Βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ (Άλλοι Δίκαιοι)· ΜΕΓΑΛΟ ΠΛΗΘΟΣ.
Εφόσον ο Χριστός Ιησούς είναι εκείνος που προειπώθηκε ότι θα γινόταν ο «Αιώνιος Πατέρας» (Ησ 9:6) και εφόσον οι Χριστιανοί «γιοι του Θεού» γίνονται “αδελφοί” του (Ρω 8:29), έπεται ότι πρέπει να υπάρχουν και άλλα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας που αποκτούν ζωή μέσω του Χριστού Ιησού ενώ δεν είναι συγκληρονόμοι, συμβασιλείς και συνιερείς του, αλλά υπήκοοί του στους οποίους αυτός βασιλεύει.—Παράβαλε Ματ 25:34-40· Εβρ 2:10-12· Απ 5:9, 10· 7:9, 10, 14-17· 20:4-9· 21:1-4.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Ιάκωβο (1:18) αυτοί οι γεννημένοι από το πνεύμα «γιοι του Θεού» είναι «μερικοί πρώτοι καρποί» από τα πλάσματα του Θεού. Παρόμοια έκφραση με αυτήν χρησιμοποιείται για τους «εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες» οι οποίοι “αγοράζονται ανάμεσα από την ανθρωπότητα” όπως περιγράφεται στα εδάφια Αποκάλυψη 14:1-4. Ο όρος «πρώτοι καρποί» υπονοεί ότι ακολουθούν και άλλοι καρποί, άρα λοιπόν η λέξη «δημιουργία» των εδαφίων Ρωμαίους 8:19-22 εφαρμόζεται προφανώς σε τέτοιους “μεταγενέστερους” ή “δευτερεύοντες καρπούς” από την ανθρωπότητα οι οποίοι, μέσω πίστης στον Χριστό Ιησού, αποκτούν τελικά την ιδιότητα του γιου ως προς τον Θεό στην παγκόσμια οικογένειά Του.
Μιλώντας για το μελλοντικό “σύστημα πραγμάτων” και για την «ανάσταση από τους νεκρούς» σε ζωή σε εκείνο το σύστημα, ο Ιησούς είπε ότι αυτοί γίνονται «παιδιά του Θεού όντας παιδιά της ανάστασης».—Λου 20:34-36.
Από όλα τα προηγούμενα καταδεικνύεται ότι, όσον αφορά τους ανθρώπους, η “ιδιότητα του γιου” ως προς τον Θεό είναι κάτι πολύπλευρο. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφραζόμενα για να καθοριστεί τι περιλαμβάνει η ιδιότητα του γιου ως προς τον Θεό, καθώς και ποια είναι η ακριβής φύση αυτής της σχέσης.
Χριστός Ιησούς, ο Γιος του Θεού. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη τονίζει ιδιαίτερα ότι ο Ιησούς, προτού γεννηθεί ως άνθρωπος, υπήρχε ως «ο Λόγος» και εξηγεί ότι “ο Λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας, και πήραμε μια άποψη της δόξας του, δόξας σαν και αυτήν που έχει ένας μονογενής γιος από τον πατέρα του”. (Ιωα 1:1-3, 14) Το ότι ο Ιησούς δεν απέκτησε για πρώτη φορά την ιδιότητα του γιου όταν γεννήθηκε ως άνθρωπος καταδεικνύεται από τις δηλώσεις του, όπως όταν είπε: «Εγώ λέω αυτά που είδα ενώ ήμουν με τον Πατέρα μου» (Ιωα 8:38, 42· παράβαλε Ιωα 17:5, 24), καθώς και από σαφείς δηλώσεις των θεόπνευστων αποστόλων του.—Ρω 8:3· Γα 4:4· 1Ιω 4:9-11, 14.
«Μονογενής». Σχετικά με τη λέξη μονογενής του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, μερικοί σχολιαστές επισημαίνουν ότι εφόσον το τελευταίο μέρος (-γενής) δεν προέρχεται από το ρήμα γεννάω αλλά από τη λέξη γένος, η λέξη μονογενής αναφέρεται σε κάποιον που είναι “μοναδικός στην κατηγορία ή στο είδος του”. Γι’ αυτό, πολλές μεταφράσεις χαρακτηρίζουν τον Ιησού ως τον “μόνο Γιο” (RS· AT· JB) και όχι ως τον “μονογενή γιο” του Θεού. (Ιωα 1:14· 3:16, 18· 1Ιω 4:9) Ωστόσο, ενώ τα μεμονωμένα συνθετικά της λέξης δεν περιλαμβάνουν το ρήμα που σημαίνει ότι κάποιος γεννιέται, η χρήση του εν λόγω όρου περικλείει αναμφίβολα την ιδέα της καταγωγής ή της γέννησης, διότι η λέξη γένος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «καταγωγή· οικογένεια· γόνος· φυλή». Η λατινική Βουλγάτα του Ιερώνυμου αποδίδει τη λέξη μονογενής ως unigenitus, λέξη η οποία επίσης σημαίνει «μονογενής» ή «μόνος». Η σχέση του όρου μονογενής με τη γέννηση ή την καταγωγή κάποιου αναγνωρίζεται από πολλούς λεξικογράφους.
Το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek and English Lexicon of the New Testament] 1885, σ. 471), του Έντουαρντ Ρόμπινσον, ορίζει τη λέξη μονογενής ως «ο μόνος γεννημένος, δηλ. μοναχοπαίδι». Το Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek-English Lexicon to the New Testament] 1956, σ. 123), του Γ. Χίκι, δίνει επίσης τον ορισμό «ο μόνος γεννημένος». Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament] Τόμ. 4, 1942, σ. 745, 746), το οποίο επιμελήθηκε ο Γκ. Κίτελ, δηλώνει: «Το συνθετικό μονο- δεν δείχνει την πηγή αλλά τη φύση της προέλευσης. Επομένως, η λέξη μονογενής σημαίνει “αποκλειστικής καταγωγής”, δηλ. χωρίς αδελφούς ή αδελφές. Αυτό μας δίνει την έννοια του μόνου γεννημένου. Η λέξη αναφέρεται στο μοναχοπαίδι των γονέων κάποιου, κυρίως σε σχέση με αυτούς. . . . Μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί και γενικότερα, χωρίς να αναφέρεται στην προέλευση, έχοντας την έννοια “μοναδικός”, “απαράμιλλος” και “ασύγκριτος”, μολονότι δεν πρέπει κάποιος να συγχέει τις αναφορές στην κατηγορία ή στο είδος με τις αναφορές στον τρόπο».
Όσον αφορά τη χρήση του συγκεκριμένου όρου στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ή αλλιώς στην «Καινή Διαθήκη», αυτό το τελευταίο σύγγραμμα (σ. 747-749) λέει: «Σημαίνει “ο μόνος γεννημένος”. . . . Στα εδάφια [Ιωάννης] 3:16, 18· 1 Ιωάννη 4:9· [Ιωάννης] 1:18 η σχέση του Ιησού δεν παραβάλλεται απλώς με τη σχέση που έχει ένα μοναχοπαίδι με τον πατέρα του. Είναι η σχέση του μονογενούς με τον Πατέρα. . . . Στα εδάφια Ιωάννης 1:14, 18· 3:16, 18· 1 Ιωάννη 4:9 η λέξη μονογενής δηλώνει περισσότερα από το ότι ο Ιησούς ήταν μοναδικός ή ασύγκριτος. Σε όλα αυτά τα εδάφια Εκείνος καλείται ρητά ο Γιος, και έτσι θεωρείται στο εδάφιο Ιωάννης 1:14. Στα εδάφια του Ιωάννη η λέξη μονογενής δηλώνει την προέλευση του Ιησού. Είναι μονογενής με την έννοια του μόνου που έχει γεννηθεί».
Λαβαίνοντας υπόψη αυτές τις δηλώσεις και τις σαφείς αποδείξεις από τις ίδιες τις Γραφές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιτίθεται κάποιος σε μεταφράσεις που δείχνουν ότι ο Ιησούς δεν είναι μόνο ο μοναδικός ή ασύγκριτος Γιος του Θεού, αλλά και ο “μόνος Γιος που έχει γεννηθεί” από αυτόν, επομένως αυτός που κατάγεται από τον Θεό με την έννοια ότι ο Θεός τον έφερε σε ύπαρξη. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις αναφορές των αποστόλων σε αυτόν τον Γιο ως “τον πρωτότοκο όλης της δημιουργίας” και ως τον “Γεννημένο από τον Θεό” (Κολ 1:15· 1Ιω 5:18), ενώ ο ίδιος ο Ιησούς δηλώνει ότι είναι «η αρχή της δημιουργίας του Θεού».—Απ 3:14.
Ο Ιησούς είναι ο «πρωτότοκος» του Θεού (Κολ 1:15) ως το πρώτο δημιούργημα του Θεού και ονομαζόταν «ο Λόγος» στην προανθρώπινη ύπαρξή του. (Ιωα 1:1) Η λέξη «αρχή» στο εδάφιο Ιωάννης 1:1 δεν μπορεί να αναφέρεται στην «αρχή» του Θεού του Δημιουργού, διότι αυτός είναι αιώνιος και άναρχος. (Ψλ 90:2) Πρέπει, λοιπόν, να αναφέρεται στην αρχή της δημιουργίας, όταν ο Θεός έφερε σε ύπαρξη τον Λόγο ως τον πρωτότοκο Γιο του. Η λέξη «αρχή» χρησιμοποιείται παρόμοια σε διάφορες άλλες περικοπές για να περιγράψει την έναρξη κάποιας περιόδου ή σταδιοδρομίας ή πορείας, όπως ήταν η «αρχή» της Χριστιανικής σταδιοδρομίας εκείνων στους οποίους ο Ιωάννης έγραψε την πρώτη επιστολή του (1Ιω 2:7· 3:11), η «αρχή» της στασιαστικής πορείας του Σατανά (1Ιω 3:8) ή η «αρχή» της παρέκκλισης του Ιούδα από τη δικαιοσύνη. (Ιωα 6:64· βλέπε ΙΟΥΔΑΣ Αρ. 13 [Έγινε Διεφθαρμένος].) Ο Ιησούς είναι ο “μονογενής Γιος” (Ιωα 3:16) με την έννοια ότι είναι ο μόνος από τους γιους του Θεού—πνευματικούς ή ανθρώπινους—ο οποίος δημιουργήθηκε αποκλειστικά από τον Θεό, εφόσον όλοι οι άλλοι δημιουργήθηκαν «μέσω» εκείνου του πρωτότοκου Γιου.—Κολ 1:16, 17· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (Προανθρώπινη Ύπαρξη)· ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ.
Πνευματική γέννηση, επιστροφή στην ιδιότητα του ουράνιου γιου. Ο Ιησούς, φυσικά, συνέχισε να είναι Γιος του Θεού όταν γεννήθηκε ως άνθρωπος, όπως ήταν και στην προανθρώπινη ύπαρξή του. Η γέννησή του δεν ήταν αποτέλεσμα σύλληψης μέσω του σπέρματος κάποιου άντρα καταγόμενου από τον Αδάμ, αλλά έγινε μέσω της επενέργειας του αγίου πνεύματος του Θεού. (Ματ 1:20, 25· Λου 1:30-35· παράβαλε Ματ 22:42-45.) Ο Ιησούς αναγνώριζε ότι κατείχε την ιδιότητα του γιου ως προς τον Θεό, καθώς στην ηλικία των 12 ετών είπε στους επίγειους γονείς του: «Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στον οίκο του Πατέρα μου;» Εκείνοι δεν κατάλαβαν τι εννοούσε, σκεπτόμενοι ίσως ότι αναφερόταν στον Θεό ως «Πατέρα» μόνο με την έννοια με την οποία χρησιμοποιούσαν γενικά τον όρο οι Ισραηλίτες, όπως εξετάστηκε πιο πάνω.—Λου 2:48-50.
Εντούτοις, περίπου 30 χρόνια από τότε που ο Ιησούς γεννήθηκε ως άνθρωπος, όταν βυθίστηκε στο νερό από τον Ιωάννη τον Βαφτιστή, το πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω του και ο Θεός μίλησε, λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω επιδοκιμάσει». (Λου 3:21-23· Ματ 3:16, 17) Προφανώς, ο άνθρωπος Ιησούς “αναγεννήθηκε” τότε ώστε να είναι πνευματικός Γιος με την ελπίδα της επιστροφής σε ζωή στον ουρανό, και χρίστηκε με το πνεύμα ώστε να είναι ο διορισμένος βασιλιάς και αρχιερέας του Θεού. (Ιωα 3:3-6· παράβαλε 17:4, 5· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ [Το Βάφτισμά Του].) Παρόμοια δήλωση έκανε ο Θεός κατά τη μεταμόρφωση στο βουνό, όραμα στο οποίο ο Ιησούς εμφανίστηκε με τη δόξα της Βασιλείας. (Παράβαλε Ματ 16:28 και 17:1-5.) Όσον αφορά την ανάσταση του Ιησού από τους νεκρούς, ο Παύλος εφάρμοσε μέρος του 2ου Ψαλμού σε αυτή την περίσταση, παραθέτοντας τα λόγια του Θεού: «Γιος μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα έγινα Πατέρας σου», και επίσης εφάρμοσε κάποια λόγια από τη διαθήκη του Θεού με τον Δαβίδ, συγκεκριμένα: «Εγώ θα γίνω πατέρας του και αυτός θα γίνει γιος μου». (Ψλ 2:7· 2Σα 7:14· Πρ 13:33· Εβρ 1:5· παράβαλε Εβρ 5:5.) Με την ανάστασή του από τους νεκρούς σε πνευματική ζωή, ο Ιησούς “ανακηρύχτηκε Γιος του Θεού” (Ρω 1:4), «ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα».—1Τι 3:16.
Καταδεικνύεται, λοιπόν, ότι όπως ο Δαβίδ, ενώ ήταν ήδη αναπτυγμένος άντρας, μπόρεσε να “γίνει γιος του Θεού” με ειδική έννοια, έτσι και ο Χριστός Ιησούς “έγινε Γιος του Θεού” με ειδικό τρόπο, όταν βαφτίστηκε και όταν αναστήθηκε, καθώς επίσης, όπως είναι προφανές, όταν εισήλθε στην πλήρη δόξα της Βασιλείας.
Ψευδής κατηγορία περί βλασφημίας. Επειδή ο Ιησούς αναφερόταν στον Θεό ως τον Πατέρα του, ορισμένοι εναντιούμενοι Ιουδαίοι τον κατηγόρησαν για βλασφημία, λέγοντας: «Εσύ, αν και είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου θεό». (Ιωα 10:33) Οι περισσότερες μεταφράσεις λένε εδώ «Θεό», αλλά η μετάφραση του Τόρι παρουσιάζει τη λέξη με μικρό το αρχικό γράμμα. Τη γραφή «θεό» υποστηρίζει κυρίως η απάντηση του ίδιου του Ιησού, στην οποία παρέθεσε από τα εδάφια Ψαλμός 82:1-7. Όπως μπορεί να δει κανείς, σε αυτή την περικοπή δεν προσέλαβαν κάποια άτομα τον τίτλο «Θεός», αλλά αποκλήθηκαν «θεοί» και «γιοι του Υψίστου».
Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, εκείνοι τους οποίους ο Ιεχωβά αποκάλεσε “θεούς” και “γιους του Υψίστου” σε αυτόν τον ψαλμό ήταν Ισραηλίτες κριτές που έπρατταν την αδικία, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαίο να κρίνει πλέον ο ίδιος ο Ιεχωβά “στο μέσο τέτοιων θεών”. (Ψλ 82:1-6, 8) Εφόσον ο Ιεχωβά εφάρμοσε αυτούς τους όρους σε εκείνους τους ανθρώπους, ασφαλώς ο Ιησούς δεν ήταν ένοχος βλασφημίας όταν είπε: «Είμαι Γιος του Θεού». Ενώ τα έργα εκείνων των κριτών, οι οποίοι αποκλήθηκαν «θεοί», διέψευδαν το χαρακτηρισμό «γιοι του Υψίστου», τα έργα του Ιησού αποδείκνυαν με συνέπεια ότι αυτός ήταν σε ενότητα, σε αρμονική συμφωνία και σχέση, με τον Πατέρα του.—Ιωα 10:34-38.