ΓΕΣΙΜΩΝ
(Γεσιμών) [Έρημος].
1. Άγονη έρημος στο βορειοανατολικό, όπως φαίνεται, άκρο της Νεκράς Θαλάσσης, όπου πιθανώς βρισκόταν η Βαιθ-ιεσιμώθ. Προφανώς, το Φασγά και το Φεγώρ δέσποζαν στη Γεσιμών.—Αρ 21:20· 23:28· Ιη 12:1-3.
2. Περιοχή κοντά στη Ζιφ, η οποία βρισκόταν Β της ερήμου της Μαών. Φαίνεται ότι η Γεσιμών περιλάμβανε μέρος της ερήμου του Ιούδα και βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα ΝΑ της Χεβρών. Σε αυτή την περιοχή με τους γυμνούς, ασβεστολιθικούς λόφους κρύβονταν ο Δαβίδ και οι άντρες του από τον Βασιλιά Σαούλ.—1Σα 23:19, 24· 26:1, 3· βλέπε ΙΟΥΔΑ, ΕΡΗΜΟΣ.