Η Πιο Διαβόητη Δίκη της Ιστορίας
ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ δικαστικές υποθέσεις της αρχαιότητας είναι τόσο φημισμένες όσο αυτή. Τέσσερις διαφορετικές Βιβλικές αφηγήσεις—τα Ευαγγέλια—εξιστορούν λεπτομερώς τη σύλληψη, τη δίκη και την εκτέλεση του Ιησού Χριστού. Γιατί πρέπει να σας ενδιαφέρει αυτή η δίκη; Επειδή ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του να τηρούν την επέτειο του θανάτου του, πράγμα που προσδίδει μεγάλη βαρύτητα και στη δίκη η οποία οδήγησε σε αυτόν. Επιπλέον, επειδή οφείλουμε να ξέρουμε αν οι καταγγελίες εναντίον του Ιησού ήταν βάσιμες. Τέλος, επειδή η θυσία που έκανε ο Ιησούς καταθέτοντας οικειοθελώς τη ζωή του είναι υψίστης σπουδαιότητας για εμάς και το μέλλον μας.—Λουκάς 22:19· Ιωάννης 6:40.
Την εποχή της δίκης του Ιησού, η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία. Οι Ρωμαίοι επέτρεπαν στους τοπικούς Ιουδαίους θρησκευτικούς άρχοντες να απονέμουν δικαιοσύνη μεταξύ των Ιουδαίων σύμφωνα με το δικό τους νόμο, αλλά προφανώς δεν τους είχαν παραχωρήσει τη νομική εξουσία να εκτελούν εγκληματίες. Ως εκ τούτου, ο Ιησούς συνελήφθη μεν από Ιουδαίους θρησκευτικούς εχθρούς του, αλλά εκτελέστηκε από τους Ρωμαίους. Το κήρυγμά του εξέθετε τόσο πολύ το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής ώστε τα μέλη του αποφάσισαν ότι ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει. Ωστόσο, ήθελαν να γίνει η εκτέλεσή του με νομιμοφανή τρόπο. Αφού ανέλυσε τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν για να πετύχουν το σκοπό τους, ένας καθηγητής νομικής χαρακτήρισε την όλη υπόθεση «το πιο σκοτεινό έγκλημα στην ιστορία του δικαίου».a
Η Μια Παρατυπία Μετά την Άλλη
Ο Νόμος που έδωσε ο Μωυσής στον Ισραήλ έχει περιγραφτεί ως «το σπουδαιότερο και πλέον διαφωτισμένο σύστημα δικαίου που υπήρξε ποτέ». Στις μέρες του Ιησού, όμως, κάποιοι ραβίνοι με νομικίστικη νοοτροπία είχαν προσθέσει σε αυτόν σωρεία εξωβιβλικών κανόνων, πολλοί από τους οποίους καταγράφτηκαν μεταγενέστερα στο Ταλμούδ. (Βλέπε το πλαίσιο «Ιουδαϊκοί Νόμοι των Πρώτων Αιώνων», στη σελίδα 20.) Σε ποιο βαθμό τηρήθηκαν τόσο τα βιβλικά όσο και τα εξωβιβλικά κριτήρια στη δίκη του Ιησού;
Συνελήφθη ο Ιησούς ύστερα από τις σύμφωνες καταθέσεις δύο μαρτύρων ενώπιον δικαστηρίου σχετικά με ένα συγκεκριμένο αδίκημα; Για να είναι νόμιμη η σύλληψή του, έτσι έπρεπε να είχε γίνει. Στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα, όποιος Ιουδαίος πίστευε ότι είχε παραβιαστεί κάποιος νόμος έκανε καταγγελία στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας τακτής συνεδρίασης. Τα δικαστήρια δεν μπορούσαν να κινήσουν από μόνα τους διαδικασίες εναντίον κάποιου, αλλά απλώς να διερευνήσουν τις κατηγορίες που φέρονταν στην προσοχή τους. Οι μόνοι κατήγοροι ήταν οι μάρτυρες του υποτιθέμενου αδικήματος. Δίωξη ασκούνταν όταν συμφωνούσαν οι μαρτυρίες τουλάχιστον δύο ατόμων για την ίδια πράξη. Η κατάθεσή τους συνιστούσε την κατηγορία η οποία οδηγούσε στη σύλληψη. Η μαρτυρία ενός και μόνο ατόμου δεν είχε ισχύ. (Δευτερονόμιο 19:15) Στην περίπτωση του Ιησού, όμως, οι Ιουδαϊκές αρχές απλώς ζητούσαν κάποιον «αποτελεσματικό τρόπο» για να απαλλαχτούν από αυτόν. Τον έθεσαν υπό κράτηση μόλις παρουσιάστηκε «μια καλή ευκαιρία»—τη νύχτα και ενώ δεν «υπήρχε τριγύρω πλήθος».—Λουκάς 22:2, 5, 6, 53.
Όταν ο Ιησούς συνελήφθη, δεν εκκρεμούσε καμιά κατηγορία σε βάρος του. Οι ιερείς και το Σάνχεδριν, το Ιουδαϊκό ανώτατο δικαστήριο, άρχισαν να ψάχνουν για μάρτυρες μόνο αφού εκείνος ήταν πλέον υπό κράτηση. (Ματθαίος 26:59) Δεν μπορούσαν να βρουν δύο των οποίων οι καταθέσεις να συμφωνούν. Εντούτοις, το δικαστήριο δεν είχε καμιά δουλειά να ψάχνει για μάρτυρες. Επιπλέον, «είναι σκανδαλώδες το να δικάζει κάποιος έναν άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν το διακύβευμα είναι η ζωή του, χωρίς να έχει ορίσει εκ των προτέρων το αδίκημα για το οποίο πρόκειται να δικαστεί», λέει ο νομικός και συγγραφέας Α. Τέιλορ Ίνις.
Ο όχλος που συνέλαβε τον Ιησού τον πήγε στο σπίτι του πρώην Αρχιερέα Άννα, ο οποίος άρχισε να τον ανακρίνει. (Λουκάς 22:54· Ιωάννης 18:12, 13) Οι πράξεις του Άννα αψηφούσαν τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι κατηγορίες που επέσυραν τη θανατική ποινή έπρεπε να εξετάζονται την ημέρα, όχι τη νύχτα. Επίσης, οποιαδήποτε ακροαματική διαδικασία έπρεπε να διεξάγεται δημοσίως, όχι κεκλεισμένων των θυρών. Ο Ιησούς, γνωρίζοντας ότι η ανάκριση από τον Άννα ήταν παράνομη, απάντησε: «Γιατί ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους είπα. Δες! Αυτοί γνωρίζουν τι είπα». (Ιωάννης 18:21) Ο Άννας έπρεπε να εξετάζει τους μάρτυρες, όχι τον κατηγορούμενο. Η παρατήρηση του Ιησού ίσως θα είχε κάνει έναν έντιμο δικαστή να τηρήσει τη σύννομη διαδικασία, αλλά ο Άννας δεν ενδιαφερόταν για τη δικαιοσύνη.
Για την απάντησή του, ο Ιησούς εισέπραξε ένα χαστούκι από κάποιον υπηρέτη—και αυτή δεν ήταν η μόνη βιαιοπραγία σε βάρος του εκείνη τη νύχτα. (Λουκάς 22:63· Ιωάννης 18:22) Ο νόμος που είναι καταγραμμένος στο Γραφικό βιβλίο Αριθμοί, κεφάλαιο 35, σχετικά με τις πόλεις του καταφυγίου, προέβλεπε ότι κανείς δεν έπρεπε να κακομεταχειριστεί τον κατηγορούμενο ωσότου αυτός αποδειχτεί ένοχος. Ανάλογη προστασία όφειλαν να παράσχουν και στον Ιησού.
Στη συνέχεια, αυτοί που συνέλαβαν τον Ιησού τον οδήγησαν στο σπίτι του Αρχιερέα Καϊάφα, όπου συνεχίστηκε η παράνομη νυχτερινή δίκη. (Λουκάς 22:54· Ιωάννης 18:24) Εκεί, περιφρονώντας κάθε αρχή δικαιοσύνης, οι ιερείς έψαχναν για «ψευδομαρτυρία εναντίον του Ιησού ώστε να τον θανατώσουν», αλλά ούτε δύο καταθέσεις δεν συμφωνούσαν ως προς το τι είχε πει. (Ματθαίος 26:59· Μάρκος 14:56-59) Έτσι λοιπόν, ο αρχιερέας προσπάθησε να κάνει τον Ιησού να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. «Δεν απαντάς τίποτα;» ρώτησε. «Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» (Μάρκος 14:60) Αυτή η τακτική ήταν εντελώς ανάρμοστη. «Η υποβολή ερώτησης στον κατηγορούμενο και η θεμελίωση καταδίκης με βάση την απάντησή του αποτελούσε παραβίαση της νομότυπης διαδικασίας», παρατηρεί ο Ίνις, που αναφέρθηκε πρωτύτερα.
Η ομήγυρη πιάστηκε τελικά από μια δήλωση του Ιησού. Στην ερώτηση: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του Ευλογητού;» ο Ιησούς απάντησε: «Εγώ είμαι· και θα δείτε τον Γιο του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δύναμης και να έρχεται με τα σύννεφα του ουρανού». Οι ιερείς το ερμήνευσαν αυτό ως βλασφημία, και «όλοι τον καταδίκασαν ως άξιο θανάτου».—Μάρκος 14:61-64.b
Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, οι δίκες έπρεπε να διεξάγονται δημοσίως. (Δευτερονόμιο 16:18· Ρουθ 4:1) Αυτή η δίκη, όμως, κρατήθηκε μυστική. Κανένας δεν επιχείρησε να μιλήσει υπέρ του Ιησού ούτε επιτράπηκε σε κανέναν κάτι τέτοιο. Δεν συζητήθηκε επί της ουσίας ο ισχυρισμός του Ιησού ότι ήταν ο Μεσσίας. Ο Ιησούς δεν είχε την ευκαιρία να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης. Οι δικαστές δεν ψήφισαν με τη σειρά που έπρεπε για την ενοχή ή την αθωότητά του.
Ενώπιον του Πιλάτου
Εφόσον οι Ιουδαίοι προφανώς δεν είχαν την εξουσία να εκτελέσουν τον Ιησού, τον πήγαν στον Πόντιο Πιλάτο, το Ρωμαίο κυβερνήτη. Η πρώτη ερώτηση του Πιλάτου ήταν: «Ποια κατηγορία διατυπώνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;» Οι Ιουδαίοι, γνωρίζοντας ότι η χαλκευμένη κατηγορία τους περί βλασφημίας δεν σήμαινε τίποτα για τον Πιλάτο, προσπάθησαν να τον κάνουν να καταδικάσει τον Ιησού χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, λέγοντας: «Αν αυτός δεν είχε αδικοπραγήσει, δεν θα σου τον παραδίδαμε». (Ιωάννης 18:29, 30) Ο Πιλάτος απέρριψε το συλλογισμό τους, αναγκάζοντάς τους να διατυπώσουν νέα κατηγορία: «Βρήκαμε αυτόν τον άνθρωπο να υπονομεύει το έθνος μας και να απαγορεύει την πληρωμή φόρων στον Καίσαρα και να λέει ότι αυτός είναι Χριστός βασιλιάς». (Λουκάς 23:2) Έτσι μετέτρεψαν με πανουργία την κατηγορία για βλασφημία σε κατηγορία για εσχάτη προδοσία.
Η κατηγορία ότι ο Ιησούς “απαγόρευε την πληρωμή φόρων” ήταν ψευδής, και οι κατήγοροι το ήξεραν. Εκείνος δίδασκε το ακριβώς αντίθετο. (Ματθαίος 22:15-22) Όσον αφορά την κατηγορία ότι ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του βασιλιά, ο Πιλάτος κατάλαβε γρήγορα ότι ο άνθρωπος που είχε μπροστά του δεν αποτελούσε απειλή για τη Ρώμη. «Εγώ δεν βρίσκω κανένα σφάλμα σε αυτόν», δήλωσε. (Ιωάννης 18:38) Ο Πιλάτος εξακολούθησε να το πιστεύει αυτό μέχρι το τέλος της δίκης.
Αρχικά, ο Πιλάτος προσπάθησε να ελευθερώσει τον Ιησού δίνοντάς του την ευκαιρία να επωφεληθεί από το έθιμο της αποφυλάκισης ενός κρατουμένου το Πάσχα. Στο τέλος, όμως, ελευθέρωσε τον Βαραββά, που ήταν ένοχος στασιασμού και φόνου.—Λουκάς 23:18, 19· Ιωάννης 18:39, 40.
Η επόμενη απόπειρα που έκανε ο Ρωμαίος κυβερνήτης για να ελευθερώσει τον Ιησού ήταν ένας συμβιβασμός. Έβαλε να τον μαστιγώσουν, να τον ντύσουν με πορφύρα, να τον στεφανώσουν με αγκάθια, να τον χτυπήσουν και να τον περιγελάσουν. Και πάλι αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Ήταν σαν να έλεγε στους ιερείς: “Δεν σας φτάνει αυτό;” Ίσως έλπιζε ότι το θέαμα αυτού του ανθρώπινου ράκους ύστερα από το ρωμαϊκό μαστίγωμα θα έσβηνε τη δίψα τους για εκδίκηση ή ότι θα ξυπνούσε μέσα τους τον οίκτο. (Λουκάς 23:22) Αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
«Ο Πιλάτος εξακολούθησε να ζητάει κάποιον τρόπο να . . . απελευθερώσει [τον Ιησού]. Αλλά οι Ιουδαίοι φώναξαν λέγοντας: “Αν τον απελευθερώσεις αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά μιλάει ενάντια στον Καίσαρα”». (Ιωάννης 19:12) Καίσαρας τότε ήταν ο Τιβέριος, ένας αυτοκράτορας γνωστός για το ότι εκτελούσε όποιον θεωρούσε πως δεν ήταν πιστός σε αυτόν—ακόμη και υψηλά ισταμένους. Ο Πιλάτος είχε ήδη δυσαρεστήσει τους Ιουδαίους, γι’ αυτό δεν είχε το περιθώριο να προκαλέσει περαιτέρω τριβές, πόσο μάλλον να βρεθεί αντιμέτωπος με μια τέτοια καταγγελία. Τα λόγια του πλήθους ισοδυναμούσαν με συγκαλυμμένη απειλή—με εκβιασμό—και ο Πιλάτος φοβήθηκε. Λύγισε υπό το βάρος της πίεσης και διέταξε να κρεμαστεί στο ξύλο ο Ιησούς, ένας αθώος άνθρωπος.—Ιωάννης 19:16.
Ανασκόπηση των Πειστηρίων
Πολλοί νομικοί αναλυτές έχουν εξετάσει τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων σχετικά με τη δίκη του Ιησού. Το συμπέρασμά τους είναι ότι επρόκειτο για κακοδικία, για παρωδία δίκης. «Το γεγονός ότι μια τέτοια δίκη άρχισε τα μεσάνυχτα και τελείωσε το πρωί—ενώ στο μεταξύ είχε ανακοινωθεί επίσημα η καταδίκη—αποτέλεσε παραβίαση των τύπων και των κανόνων του εβραϊκού δικαίου, καθώς και των αρχών της δικαιοσύνης», γράφει κάποιος νομικός. Ένας καθηγητής νομικής λέει: «Η όλη διαδικασία έβριθε από τόσο κραυγαλέες παρανομίες και τόσο απροκάλυπτες παρατυπίες ώστε το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί δικαστικός φόνος και τίποτα λιγότερο».
Ο Ιησούς ήταν αθώος. Εντούτοις, ήξερε ότι ήταν αναγκαίο να πεθάνει για τη σωτηρία της υπάκουης ανθρωπότητας. (Ματθαίος 20:28) Η αγάπη του για τη δικαιοσύνη ήταν τόσο μεγάλη ώστε δέχτηκε να υποστεί την πιο κατάφωρη αδικία που διαπράχθηκε ποτέ—και μάλιστα για χάρη αμαρτωλών όπως εμείς. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ.
[Υποσημειώσεις]
a Είναι κατακριτέο το ότι οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου έχουν χρησιμοποιήσει τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων σχετικά με το θάνατο του Ιησού για να υποδαυλίσουν το μίσος για τους Εβραίους, ενώ οι Ευαγγελιστές, που ήταν και οι ίδιοι Εβραίοι, δεν είχαν ούτε κατά διάνοια αυτή την πρόθεση.
b Η βλασφημία συνίστατο στην ανευλαβή χρήση του θεϊκού ονόματος ή στο σφετερισμό εξουσίας που ανήκε αποκλειστικά στον Θεό. Οι κατήγοροι του Ιησού δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι εκείνος είχε κάνει κάτι από τα δύο.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 20]
Ιουδαϊκοί Νόμοι των Πρώτων Αιώνων
Η Ιουδαϊκή προφορική παράδοση, η οποία πήρε γραπτή μορφή τους πρώτους αιώνες Κ.Χ. αλλά θεωρείται πολύ παλιότερη, περιλάμβανε τους εξής κανόνες:
▪ Στις υποθέσεις που επέσυραν τη θανατική ποινή, τα επιχειρήματα προς υπεράσπιση ακούγονταν πρώτα
▪ Οι δικαστές έπρεπε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να σώσουν τον κατηγορούμενο
▪ Δικαιούνταν να αγορεύσουν υπέρ του, αλλά όχι εναντίον του
▪ Οι μάρτυρες προειδοποιούνταν για τη σοβαρότητα του ρόλου τους
▪ Εξετάζονταν χωριστά, όχι κατ’ αντιπαράσταση
▪ Οι καταθέσεις έπρεπε να συμφωνούν σε όλα τα βασικά σημεία—ημερομηνία, τοποθεσία, ώρα τέλεσης της πράξης, και τα λοιπά
▪ Η εξέταση των κατηγοριών που επέσυραν τη θανατική ποινή έπρεπε να γίνεται την ημέρα και να ολοκληρώνεται την ημέρα
▪ Οι υποθέσεις που επέσυραν τη θανατική ποινή απαγορευόταν να εκδικάζονται παραμονή Σαββάτου ή γιορτής
▪ Η εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων τελείωνε αυθημερόν μόνο αν η ετυμηγορία ήταν αθωωτική. Ειδάλλως, ολοκληρωνόταν την επομένη με την ανακοίνωση της ετυμηγορίας και την εκτέλεση της ποινής
▪ Τέτοιες υποθέσεις εκδικάζονταν από τουλάχιστον 23 δικαστές
▪ Οι δικαστές ψήφιζαν με τη σειρά υπέρ ή κατά, αρχίζοντας από τον νεότερο. Οι γραμματείς κρατούσαν πρακτικά με τις δηλώσεις όσων ήταν υπέρ της αθώωσης καθώς και όσων ήταν υπέρ της καταδίκης
▪ Για την αθώωση απαιτούνταν διαφορά μόλις μιας ψήφου, ενώ για την καταδίκη, διαφορά δύο ψήφων. Αν η ψηφοφορία ήταν καταδικαστική με διαφορά μόνο μιας ψήφου, πρόσθεταν άλλους δύο δικαστές όσες φορές χρειαζόταν μέχρι να καταλήξουν σε έγκυρη απόφαση
▪ Η ετυμηγορία που έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο ήταν άκυρη αν δεν τον είχε υπερασπιστεί τουλάχιστον ένας δικαστής. Ομόφωνη ετυμηγορία υπέρ της ενοχής του θεωρούνταν «ένδειξη συνωμοσίας»
Παραβάσεις στη Δίκη του Ιησού
▪ Το δικαστήριο δεν άκουσε επιχειρήματα ή μάρτυρες υπεράσπισης
▪ Κανένας δικαστής δεν επιδίωξε να υπερασπιστεί τον Ιησού. Ήταν εχθροί του
▪ Οι ιερείς έψαχναν για ψευδομάρτυρες ώστε να καταδικάσουν τον Ιησού σε θάνατο
▪ Η υπόθεση εκδικάστηκε νύχτα, κεκλεισμένων των θυρών
▪ Η δίκη ολοκληρώθηκε αυθημερόν, παραμονή γιορτής
▪ Δεν ασκήθηκε δίωξη ούτε υπήρξε καταγγελία πριν από τη σύλληψη του Ιησού
▪ Δεν συζητήθηκε καν ο θεωρούμενος ως «βλασφημία» ισχυρισμός του Ιησού ότι ήταν ο Μεσσίας
▪ Το κατηγορητήριο άλλαξε όταν η υπόθεση φέρθηκε ενώπιον του Πιλάτου
▪ Οι κατηγορίες ήταν ψευδείς
▪ Ο Πιλάτος αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος, και όμως διέταξε την εκτέλεσή του
[Πλαίσιο στη σελίδα 22]
Μάρτυρες Υπόλογοι Αίματος
Προτού καταθέσουν οι μάρτυρες σε υποθέσεις που επέσυραν τη θανατική ποινή, τα Ιουδαϊκά δικαστήρια τους απηύθυναν την εξής προειδοποίηση σχετικά με την αξία της ζωής:
«Ίσως σκοπεύετε να στηρίξετε την κατάθεσή σας σε εικασίες, σε φήμες ή στο τι είπε ένας μάρτυρας σε άλλον. Ή μπορεί να σκέφτεστε: “Το ακούσαμε από αξιόπιστο πρόσωπο”. Ή ακόμη μπορεί να μην ξέρετε ότι στο τέλος θα σας ανακρίνουμε με ενδεδειγμένες μεθόδους ανάκρισης και εξέτασης. Λάβετε υπόψη σας ότι οι νόμοι που διέπουν τις δίκες για περιουσιακά ζητήματα διαφέρουν από όσους διέπουν τις δίκες για υποθέσεις που επισύρουν τη θανατική ποινή. Όταν εκδικάζονται υποθέσεις για περιουσιακά ζητήματα, κάποιος μπορεί να πληρώσει χρήματα και να πετύχει εξιλέωση για τον εαυτό του. Όταν εκδικάζονται υποθέσεις που επισύρουν τη θανατική ποινή, το αίμα [του κατηγορουμένου] καθώς και το αίμα όλων όσων έμελλε να γεννηθούν από αυτόν [που καταδικάστηκε άδικα] βαραίνουν στην αιωνιότητα εκείνον [που ψευδομαρτυρεί]».—Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, Σάνχεδριν, 37α.
Αν ο κατηγορούμενος καταδικαζόταν, οι μάρτυρες έπρεπε να παίξουν το ρόλο των εκτελεστών.—Λευιτικό 24:14· Δευτερονόμιο 17:6, 7.