Ζαχαρίας
11 «Άνοιξε τις πόρτες σου, Λίβανε,
για να καταφάει η φωτιά τους κέδρους σου.
2 Θρήνησε γοερά, εσύ η άρκευθος, γιατί ο κέδρος έπεσε·
τα μεγαλοπρεπή δέντρα καταστράφηκαν!
Θρηνήστε γοερά, βελανιδιές της Βασάν,
γιατί το πυκνό δάσος ισοπεδώθηκε!
3 Ακούστε! Γοερός θρήνος ποιμένων,
γιατί η μεγαλειότητά τους ερημώθηκε.
Ακούστε! Βρυχηθμός νεαρών λιονταριών,*
γιατί οι πυκνές συστάδες κατά μήκος του Ιορδάνη καταστράφηκαν.
4 »Αυτό λέει ο Ιεχωβά ο Θεός μου: “Ποίμαινε το ποίμνιο που προορίζεται για σφαγή,+ 5 οι αγοραστές του οποίου το σφάζουν+ και δεν θεωρούνται ένοχοι. Εκείνοι που το πουλούν+ λένε: «Ας είναι δοξασμένος ο Ιεχωβά, θα πλουτίσω». Οι δε ποιμένες του δεν το συμπονούν καθόλου”.+
6 »“Διότι δεν θα δείξω πια συμπόνια στους κατοίκους του τόπου”, δηλώνει ο Ιεχωβά. “Εγώ λοιπόν θα κάνω κάθε άνθρωπο να πέσει στο χέρι του συνανθρώπου του και του βασιλιά του· θα καταστρέψουν τον τόπο και δεν θα τους σώσω από το χέρι τους”».
7 Και άρχισα να ποιμαίνω το ποίμνιο που προοριζόταν για σφαγή,+ για λογαριασμό σας, ταλαιπωρημένοι του ποιμνίου. Πήρα λοιπόν δύο ραβδιά και ονόμασα το ένα Τερπνότητα και το άλλο Ένωση,+ και άρχισα να ποιμαίνω το ποίμνιο. 8 Σε έναν μήνα έδιωξα τρεις ποιμένες, γιατί έχασα* την υπομονή μου μαζί τους, και με σιχάθηκαν και εκείνοι.* 9 Και είπα: «Θα πάψω να σας ποιμαίνω. Αυτό που πεθαίνει ας πεθάνει, και αυτό που χάνεται ας χαθεί. Όσο για εκείνα που απομένουν, ας καταβροχθίσει το ένα τη σάρκα του άλλου». 10 Πήρα λοιπόν το ραβδί μου, την Τερπνότητα,+ και το έσπασα, διαλύοντας τη διαθήκη που είχα κάνει με όλους τους λαούς. 11 Αυτή λοιπόν διαλύθηκε εκείνη την ημέρα, και οι ταλαιπωρημένοι του ποιμνίου που με παρατηρούσαν έμαθαν ότι αυτός ήταν ο λόγος του Ιεχωβά.
12 Ύστερα τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου τον μισθό μου· αν όμως όχι, μη μου τον δίνετε». Και πλήρωσαν* τον μισθό μου, 30 ασημένια νομίσματα.+
13 Κατόπιν ο Ιεχωβά μού είπε: «Ρίξε τα στο θησαυροφυλάκιο—το εκπληκτικό αντίτιμο με το οποίο με αποτίμησαν».+ Πήρα λοιπόν τα 30 ασημένια νομίσματα και τα έριξα στο θησαυροφυλάκιο στον οίκο του Ιεχωβά.+
14 Ύστερα έσπασα το δεύτερο ραβδί μου, την Ένωση,+ διαλύοντας την αδελφοσύνη ανάμεσα στον Ιούδα και στον Ισραήλ.+
15 Και ο Ιεχωβά μού είπε: «Τώρα πάρε τα σύνεργα ενός άχρηστου ποιμένα.+ 16 Διότι εγώ θα επιτρέψω να εμφανιστεί ένας ποιμένας στον τόπο. Αυτός δεν θα φροντίσει τα πρόβατα που χάνονται·+ δεν θα αναζητήσει τα μικρά ούτε θα γιατρέψει τα τραυματισμένα+ ούτε θα ταΐσει εκείνα που μπορούν να στέκονται. Αντίθετα, θα καταβροχθίσει τη σάρκα αυτού που είναι παχύ+ και θα κόψει τις οπλές των προβάτων.+
17 Αλίμονο στον άχρηστο ποιμένα μου,+ ο οποίος εγκαταλείπει το ποίμνιο!+
Σπαθί θα χτυπήσει τον βραχίονά του και το δεξί του μάτι.
Ο βραχίονάς του θα ξεραθεί εντελώς,
και το δεξί του μάτι θα τυφλωθεί* εντελώς».