Ιώβ
7 »Μήπως δεν μοιάζει με καταναγκαστικά έργα η ζωή του θνητού ανθρώπου στη γη,
και δεν είναι οι ημέρες του σαν του μισθωτού εργάτη;+
4 Όταν πλαγιάζω, ρωτώ: “Πότε θα σηκωθώ;”+
Αλλά η νύχτα δεν λέει να τελειώσει, και εγώ στριφογυρίζω ανήσυχος ως το χάραμα.
5 Σκουλήκια και χωματένιοι σβόλοι έχουν σκεπάσει τη σάρκα μου·+
το δέρμα μου είναι γεμάτο ξερές πληγές και πύον.+
7 Θυμήσου ότι η ζωή μου είναι σαν φύσημα του ανέμου,*+
ότι τα μάτια μου δεν θα δουν ποτέ ξανά ευτυχία.*
8 Τα μάτια που με βλέπουν τώρα δεν θα με βλέπουν πια·
τα μάτια σου θα με αναζητούν, αλλά δεν θα υπάρχω.+
11 Γι’ αυτό λοιπόν, δεν θα συγκρατήσω το στόμα μου.
12 Θάλασσα είμαι ή μήπως θαλάσσιο τέρας
και μου έβαλες φύλακα;
13 Όταν λέω: “Θα με παρηγορήσει το ντιβάνι μου·
το κρεβάτι μου θα απαλύνει τη δυστυχία μου”,
14 τότε με τρομοκρατείς με όνειρα
και με φοβίζεις με οράματα,
16 Σιχάθηκα τη ζωή μου·+ δεν θέλω να ζήσω άλλο.
Άφησέ με, γιατί οι ημέρες μου είναι σαν μια ανάσα.+
17 Τι είναι ο θνητός άνθρωπος για να ασχολείσαι μαζί του
20 Αν αμάρτησα, τι κακό μπορώ να σου κάνω, Παρατηρητή των ανθρώπων;+
Γιατί με έβαλες στόχο;
Μήπως σου έγινα βάρος;
21 Γιατί δεν συγχωρείς την παράβασή μου
και δεν παραβλέπεις το σφάλμα μου;
Διότι σε λίγο θα πλαγιάσω στο χώμα,+
και θα με αναζητάς, αλλά δεν θα υπάρχω».