Μια Αφρικανή Σύζυγος Υπερνικά Ονειδισμόν
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Λιβερία
ΗΜΟΥΝ ένα από τα δεκατρία παιδιά που απέκτησε ο πατέρας μου με τις τρεις συζύγους του. Έχω ανεξάλειπτες αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας, που μου θυμίζουν το ψάρεμα, το κολύμπι και το κυνήγι σαλιγκαριών στο μεγάλο ρυάκι κοντά στο σπίτι μου—μια αχυρένια καλύβα σ’ ένα μεγάλο Αφρικανικό χωριό. Πόσο ωραία περνούσα με τις φιλενάδες μου πλένοντας ρούχα στο ρέμα! Πράγματι, δεν εγνώριζα ότι τα ρυάκια ήσαν γεμάτα από παράσιτα, τόσο μικροσκοπικά που μπορούσαν να διαπεράσουν το δέρμα και να επηρεάσουν την ικανότητα ενός κοριτσιού να τεκνοποιήση—που είναι ο κύριος ρόλος της στη ζωή στην Αφρική.
Η οικογένειά μου επίστευε ότι όλες οι δραστηριότητες της ζωής ηλέγχοντο από μυστηριώδη πνεύματα ή δαίμονες. Ένα απ’ αυτά, όπως μου είπαν, μου είχε παραχωρήσει αξιοσημείωτη επιτυχία στο ψάρεμα ψαριών. Η βοήθεια εκ μέρους αυτών των πνευμάτων εξηρτάτο από την τήρησι των νόμων των. Γι’ αυτό, όταν μια μέρα αρρώστησα, η ιθαγενής γυναίκα ζο, ένα είδος γιατρού, είπε στους γονείς μου ότι ο νόμος του πνεύματος είχε παραβιασθή από κάποιον που με κτυπούσε στο κεφάλι. Το πλύσιμο του σώματός μου με κάποιο είδος υγρού διαλύματος από χόρτα, υπετίθετο ότι θ’ αποκαθιστούσε τις καλές σχέσεις με το πνεύμα μου.
Κάπως αόριστα ήξερα ότι υπήρχε κάποιο μεγάλο Πνεύμα που είχε δημιουργήσει τα πάντα. Αλλά δεν ήξερα τίποτε για προσευχή σ’ αυτή την άγνωστη δύναμι. Ούτε ήξερα πώς ο θάνατος είχε εισχωρήσει για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκηνή. Η συμφορά απεδίδετο πάντοτε σ’ έναν μάγο, όπως εκείνον που εθεωρείτο υπεύθυνος για τον θάνατο του νεωτέρου μου αδελφού. Σ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, ο πατέρας ενήργησε αμέσως για να προστατεύση τους υπολοίπους της οικογενείας του. Έπρεπε να φέρη ρύζι, λευκή κόλα και άλλα είδη στον εντόπιο γιατρό, ο οποίος έπειτα εθυσίασε ένα κοτόπουλο κάτω από ένα μεγάλο δένδρο και παρεσκεύασε ένα ποτό για φάρμακο για να κρατήση μακρυά το κακό πνεύμα.
Τώρα, τι νομίζετε ότι ανέμεναν οι γονείς μου να γίνη; Επίστευαν ότι ο ένοχος μάγος θα υφίστατο μια συμφορά—θα ωνειρεύετο ότι τον κτυπούσε ένας ισχυρός μάγος. Θα επακολουθούσε ασθένεια και τελικά θα ωμολογούσε. Έτσι θα ικανοποιείτο η δικαιοσύνη, διότι τα ‘κτυπήματα’ του ονείρου και η ασθένεια εθεωρούντο ως τιμωρίες που επιβάλλονται λόγω του εγκλήματος. Αλλά για ν’ αποφύγη περισσότερα κτυπήματα, ο ένοχος μάγος θα ώφειλε να πληρώση μια αμοιβή στον εντόπιο γιατρό. Ο μόνος που πράγματι ωφελείτο ήταν ο γιατρός, διότι εδέχετο αμοιβές και από τα δύο μέρη. Εν τω μεταξύ, ο μικρός μου αδελφός είχε πεθάνει και κανένας δεν έδινε κάποια ελπίδα ότι κάποτε θα τον ξαναβλέπαμε.
«Όταν θα Παντρευτής»
Ενόσω ήμουν ακόμα μικρή, η μητέρα μού έδωσε μια συμβουλή μέσω της οποίας θα μπορούσα ν’ αποφύγω τη θλίψι που υπέφερε αυτή στο περισσότερο διάστημα της ζωής της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε προικίσει ο πατέρας, γι’ αυτό δικαίως ήταν η κατ’ εξοχήν σύζυγος και εξετιμάτο ως μια γόνιμη μητέρα παιδιών. Ατυχώς, όμως, ο πατέρας αργότερα απέκτησε κι’ άλλες γυναίκες σύμφωνα με το έθιμο που επικρατούσε.
Μολονότι ο πατέρας αγάπησε τη δεύτερη σύζυγό του περισσότερο από τις άλλες, αυτή είχε σχέσεις και με άλλους άνδρες, και ο πατέρας ποτέ δεν μπορούσε να την διώξη λόγω απιστίας. Η κατάστασις αυτή έκαμε την μητέρα να κάμη ευχή, ότι ποτέ πάλιν δεν θα εμοιράζετο την κλίνη της με τον πατέρα· θα παρέμενε στο σπίτι σαν να ήταν χήρα. Κατόπιν έφθασε η κρίσις, όταν η τρίτη σύζυγος, εκείνη που ώφειλε να κάνη όλες τις σκληρές δουλειές, απεφάσισε να φύγη.
Με δάκρυα στα μάτια η μητέρα απεκάλυψε πώς τα ‘γλυκόλογα’ του πατέρα είχαν προξενήσει αυτή τη στενοχώρια. Όταν η μητέρα ήταν η μοναδική σύζυγος, ο πατέρας την είχε πείσει να πάρη ένα βάζο και να το προσφέρη ως προικώο δώρο σε μια νεαρή κόρη, ώστε αυτή να γίνη η δευτερεύουσα σύζυγός του. Ο πατέρας ισχυρίζετο ότι αυτό θα ήταν πλεονέκτημα για τη μητέρα, εφόσον η αγγαρεία τής αντλήσεως νερού και των άλλων βαρειών εργασιών θα μετεβιβάζετο στη δεύτερη γυναίκα. Αλλά τώρα, με πίκρα, με συνεβούλευσε: «Κόρη μου, μην πάρης ποτέ σου κορίτσια για τον σύζυγό σου και φθάσης σ’ αυτή την κατάστασι. Όταν παντρευτής, ο σύζυγός σου θα πρέπει ν’ αγαπά μόνον εσένα κι’ όχι άλλες!»
Εκπαίδευσις σε Σχολείο Βοτανικής
Όταν ήμουν δώδεκα ετών άφησα το σπίτι για να λάβω εκπαίδευσι επί ένα έτος σ’ ένα σχολείο της ζούγκλας—εκπαίδευσι που θα με προετοίμαζε για γάμο και μητρότητα. Ήμουν ανήσυχη να διαπρέψω, ν’ αποκτήσω γνώσεις για να μπορέσω να ευχαριστήσω τον μέλλοντα σύζυγό μου με κάθε τρόπο.
Η γυναικεία εταιρία Σάντε κάνει προμήθεια γι’ αυτή τη διδασκαλία που παρέχεται σε πολλά νεαρά κορίτσια σε μια απομονωμένη περιοχή του δάσους. Όλο αυτό το διάστημα είχαμε δικόψει κάθε επαφή με τις οικογένειές μας. Μας θεωρούσαν ως νεκρούς, ως να είχαμε καταποθή από τον θηλυκό «διάβολο» ή το πνεύμα του δάσους. Η επιστροφή μας στο σπίτι θα εθεωρείτο σαν να είχαμε βγη από τον θάνατο ως νέα πλάσματα.
Στο σχολείο η θεία μου, που ήταν μία ζο, άρχισε να μ’ εκπαιδεύη για να γίνω κι’ εγώ μία ζο. Αυτό θα με προετοίμαζε να γίνω μια μεγάλη βασίλισσα στην κοινωνία της γυναίκας και μια αυθεντία στα βοτανοφάρμακα. Έτσι απέκτησα πολλές γνώσεις για τα διάφορα φύλλα και τα χόρτα. Τα άλλα κορίτσια εδιδάχθησαν χρήσιμες τέχνες, όπως η βαμβακοκλωστική, η καλαθοποιία και η υφαντουργική.
Έμφασις είχε δοθή στο ν’ αναπτύξωμε σεβασμό και ταπεινοφροσύνη στους μεγαλυτέρους μας καθώς και στον μέλλοντα σύζυγό μας. Ένα πεισματάρικο, ανυπάκουο κορίτσι μπορεί να το υπεχρέωναν να καθήση επάνω σ’ ένα σωρό από σπασμένα τσόφλια από τα κουκούτσια των χουρμάδων. Ή μπορεί να έρριχναν επάνω της νερό επί ώρες συνεχώς. Ακόμη και μετά την αποφοίτησι από το σχολείο, σε σοβαρές περιπτώσεις ανυποταγής, η ζο είχε εξουσία να δώση μια συνταγή ενός ειδικού τύπου δηλητηρίου προωρισμένου να διπλασιάση τη δυστυχία ενός θύματος, για να βγάλη μ’ αυτόν τον τρόπο το υπεροπτικό πνεύμα.
‘Αυτό δεν θα συμβή σε μένα,’ είπα με αποφασιστικότητα. ‘Δεν θα υποστώ ονειδισμό γι’ αυτόν τον λόγο.’ Είχα ακόμη να μάθω πολλά για τη γνήσια αγάπη, την βαθύτατη αυτή αφοσίωσι που δεν προσθέτει ονειδισμό.
Ο Ονειδισμός της Στειρότητος
Όταν έφθασα σε ηλικία τεκνοποιήσεως ανταποκρίθηκα στο «σ’ αγαπώ» ενός νεαρού ανδρός και εισήλθα σε μια δοκιμαστική γαμήλια διευθέτησι. Οι γονείς μου ήθελαν να είναι βέβαιοι ότι ο εραστής μου «μπορούσε να κρατήση μια γυναίκα σε καλό επίπεδο.» Επέβλεπα στην ημέρα που θα γεννούσα το πρώτο μου παιδί. Φαντασθήτε την απογοήτευσί μου όταν έκαμα αποβολή. Έπειτα απ’ αυτό, δεν έμεινα πάλιν έγκυος. Κάτι ζωτικό είχε βγει έξω από τη ζωή μου. Ήμουν σαν ένα δένδρο χωρίς καρπό, σαν ένα σύννεφο χωρίς βροχή.
Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με ύποπτη όψι άφησε στον αγαπημένο μου ένα μικρό βιβλίο που έγραφε για τον Θεό. Υπεσχέθη ότι θα επέστρεφε. Αμέσως μόλις έφθασε στ’ αυτιά μου ο ήχος του μοτοποδηλάτου του έφυγα γρήγορα στον θάμνο της κασσάβα. Γιατί να έρχεται ένας ξένος άνθρωπος και να επισκέπτεται ανθρώπους σαν εμάς, παρά για να μας αρπάξη για θυσία; Μια μέρα, όταν έφθασε με τα πόδια, μας πρόφθασε πράγματι, αλλ’ ο φιλικός του χαιρετισμός με σταμάτησε στο δρόμο μου.
Μέσω ενός διερμηνέως μίλησε για έναν μεγάλο αρχηγό που παρεχώρησε μεγάλη έκτασι καλής αγροτικής γης σε ανθρώπους που αγαπούσε. Μπορούσαν να κρατήσουν τη γη εφόσον εσέβοντο τον αρχηγό και τους νόμους του. Σημειώνοντας αθλία αποτυχία, αψήφησαν τον αρχηγό κι’ εγέμισαν τον τόπο με ταραχή. Τώρα ο φιλάγαθος αρχηγός ήρχετο γρήγορα για να εκβάλη τους ταραχοποιούς και να δώση την περιουσία του σ’ εκείνους που τον εκτιμούσαν.
Με την παραβολή αυτή έφθασα για πρώτη φορά στο σημείο να κατανοήσω τον σκοπό του Δημιουργού. Έμαθα επίσης ότι το όνομά του είναι Ιεχωβά. Τι σπουδαίο μέλλον προσεφέρετο σ’ εκείνους που θα ευαρεστούσαν αυτόν τον μεγάλο Ουράνιο Αρχηγό.
Μέσα στα ενδόμυχά μου κάτι ζωντάνεψε, κάτι που είχε πεθάνει από πολύν καιρό. Όλες οι θυσίες που είχα προσφέρει, είχαν αποδειχθή ανίκανες να μου δώσουν ελπίδα. Τώρα, επί τέλους, υπήρχε κάτι για το οποίο άξιζε να ζω. Ήταν σαν να ανυψωνόμουν βαθμιαίως από τον πυθμένα μιας σκοτεινής τρύπας προς το φως και τη θερμότητα. Συγκατένευσα χαρούμενα να έρχεται αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος και να μας διδάσκη τακτικά τη Γραφή.
Η πίστις ανοικοδομήθηκε όταν έμαθα όλα τα σχετικά μ’ εκείνον που έχει «τα κλειδιά του άδου και του θανάτου,» τον Ιησού Χριστό. (Αποκάλ. 1:18) Υπήρχε ελπίδα ότι ο μικρός αδελφός μου θα ξαναζούσε! Τι λαμπρά προοπτική! Ο Διάβολος ήταν εκείνος που είχε γεμίσει τη γη με ψευδή λατρεία, μάταιες θυσίες και μαγικά φάρμακα που υπεδούλωσαν τους δεισιδαίμονες.
Ο αγαπημένος μου κι’ εγώ κατενοήσαμε επίσης, ότι ο έντιμος γάμος δεν ήταν μια μισοδιευθέτησις. Η προίκα είχε πληρωθή σε λίγο εντελώς. Και οι δύο, εγώ κι’ αυτός, είχαμε υποστή αλλαγή προς το καλύτερο μέσω Γραφικής γνώσεως. Ένοιωσα τώρα ότι θα έπρεπε να έχη την ικανότητα να «με κρατήση σε καλό επίπεδο.» Και τι ευχαρίστησις ήταν να παρακολουθούμε μαζί τις Χριστιανικές συναθροίσεις!
«Δεν Μπορώ να Κλάψω»
Δεν απολαύσαμε για πολύν καιρό αυτή την ευτυχία. «Ας πάμε κάπου να βγάλωμε χρήματα,» ανήγγειλε μια μέρα ο σύζυγός μου. Δεν συμμερίσθηκα τον ενθουσιασμό του. Αυτό θα εσήμαινε να εγκαταλείψωμε τους Χριστιανούς φίλους, ν’ απασχοληθούμε στην επιδίωξι του μαμμωνά. Σύντομα οι καλές συνήθειες και οι καρποί της αγάπης, της χαράς και της ειρήνης εξαφανίσθηκαν. Όταν επιστρέψαμε στο χωριό μας ο σύζυγός μου με κακομεταχειριζόταν, και με παρηγκώνιζε. Ενδιαφερόταν για μια άλλη γυναίκα. Πόσο ποθούσα τις συναθροίσεις της εκκλησίας! Αλλά τώρα ο σύζυγός μου δεν μου επέτρεπε να έχω καμμιά σχέσι με τους μάρτυρας του Ιεχωβά.
Έως τότε είχα μάθει ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Ύψιστος Νομοθέτης, και ότι κανένας άλλος, ούτε και ο σύζυγος, δεν μπορούσε ν’ ακύρωση κατάλληλα την υποχρέωσι ενός ανθρώπου στον Δημιουργό. Ο σύζυγός μου με απείλησε με διωγμό και συνεκάλεσε τους γονείς μου και τους πρεσβυτέρους του χωριού. Με όλη τη δύναμι που μπορούσα να χρησιμοποιήσω, διεκήρυξα ενώπιον όλων αυτών: «Το πράγμα που μ’ έχει διδάξει ο Ιεχωβά, κανείς από σας δεν μ’ έχει διδάξει στη ζωή μου. Δεν μπορώ, λοιπόν, να το αφήσω. Έχω μια καινούργια ελπίδα τώρα!»
Κατόπιν, ο σύζυγός μου προχώρησε να συντρίψη την καρδιά μου. Χωρίς χρονοτριβή νυμφεύθηκε τη νεώτερη αδελφή μου. Έπειτα ήλθε και δικαιώνοντας τον εαυτό του είπε: «Αφότου ήσουν μαζί μου ποτέ δεν γέννησες παιδί. Δεν έχω παιδιά με σένα. Ξέρω ότι αυτό που θα σου κάνω, θα σε κάμη να κλάψης!» «Εφόσον το όνομα του Ιεχωβά είναι επάνω μου,» απήντησα, «δεν μπορώ να κλάψω. Αφού θέλεις το χρήμα σου κι’ έχεις πάρει την αδελφή μου και όλες τις άλλες φίλες σου που έχεις, και μου λέγεις τώρα ότι είμαι μόνο μια στείρα γυναίκα, θα σου δώσω τα χρήματά σου!»
Όταν οι γονείς μου επέστρεψαν τα προικώα χρήματα, αυτός ο ίδιος, κατά το έθιμό μας, έγραψε την απόδειξι και το χαρτί της απολύσεως: «Αυτή η γυναίκα είναι ελεύθερη να παντρευτή οποιονδήποτε. Το όνομά μου δεν είναι επάνω της πλέον.»
Ο Ονειδισμός Αφαιρείται
Έτσι, ήμουν παραπεταμένη σαν κάτι χωρίς αξία. Ήμουν σαν την ανθρακιά μιας φωτιάς που τρεμοσβύνει. Χρειαζόμουν να αναζωογονηθώ μέσω στενής συναναστροφής με τον λαόν του Θεού. Ο Ιεχωβά—όχι ένα πονηρό πνεύμα—έγινε τώρα ο πραγματικός βοηθός μου, και κάτω από τη φροντίδα του έκαμα καλή πνευματική πρόοδο. Ήταν αλησμόνητη η ημέρα εκείνη όταν συνώδευσα στη διακονία του κηρύγματος τον ηλικιωμένον εκείνο Μάρτυρα—από τον οποίον έφευγα μακρυά. Οι άνθρωποι έμεναν έκπληκτοι βλέποντας ότι ήμουν σε θέσι να τους λέγω πράγματα για τον Θεό, μολονότι ποτέ δεν είχα φοιτήσει σε κανονικό σχολείο. Αργότερα μάλιστα έμαθα να τους διαβάζω μέσα από τη Γραφή τις μεγαλειώδεις υποσχέσεις του Θεού.
Κατόπιν, στον κατάλληλο καιρό, ήλθε το βάπτισμα. Η ζωή μου τώρα είχε μια συγκεκριμένη σημασία, διότι τώρα ανήκα στον Θεό. Τι ευλογία μπορούσα να είμαι σε άλλους! Πόσο καλά κατενόησα τους φόβους και την απελπισία των δεισιδαιμόνων θηλέων αδελφών μου του χωριού! Ιδιαιτέρως, σ’ εκείνους που δεν μπορούσαν ν’ αποκτούσαν παιδιά, έδωκα την καρδιά μου. Αντί να είναι έργο της μαγείας, όπως υπέθεταν, ήταν πιθανώς έργο των παρασίτων που μπορούν να προσβάλουν τα εσωτερικά όργανα σε σημείο ώστε να «καταστρέψουν την νεαρή κοιλιά.» Οι γιατροί αργότερα εξέφρασαν τη γνώμη ότι αυτό υπήρξε η αιτία της αποβολής. Αλλ’ ο μεγάλος Θεραπευτής σύντομα θα διώρθωνε τα ατελή σώματά μας. Αποβολές, νεκρογέννητα, δύσμορφα και καχεκτικά παιδιά δεν θα αμαυρώνουν τη χαρά εκείνων που θα κατοικήσουν και πάλι στη γη. Οι μητέρες δεν «θέλουσι τεκνοποιεί δια καταστροφήν» πλέον—Ησ. 65:23.
Πόσο ικανοποιητικό είναι να βλέπη κανείς τους σπόρους της Γραφικής αληθείας να ριζώνουν σε καλές καρδιές! Μια ηλικιωμένη γυναίκα Κπέλλε επίστευε σ’ όλη τη ζωή της ότι οι νεκροί είναι πνεύματα που ποτέ δεν θα ξαναζήσουν πάνω στη γη. Η αλήθεια ότι οι άνθρωποι θ’ αναστηθούν με σάρκινα σώματα για να ζήσουν πάνω στη γη την συνεκίνησε. Με τον καιρό εδέχθη την αληθινήν Χριστιανοσύνη και βαπτίσθηκε. Σαν πνευματική «θυγατέρα» μου, αυτή η ηλικιωμένη «μα» με συνοδεύει τώρα στο έργο του κηρύγματος. Η πραγματική μου μητέρα, επίσης, ακούει με σεβασμό το άγγελμα της Γραφής. Εύχομαι να ενεργήση προτού να είναι πολύ αργά.
Προ πολλού η Άννα έψαλε με μεγάλη χαρά ευγνωμονώντας τον Ιεχωβά: «Έως και η στείρα εγέννησεν επτά, η δε πολύτεκνος εξησθένησεν.» Συχνά κοιτάζω τα πολυάριθμα παιδιά ενός χωριού, ευτυχισμένα και αμέριμνα. Αλλ’ οι γονείς των είναι συχνά ασθενείς, προβάλλοντας αντίστασι στον λόγο του Ιεχωβά. Πώς θα μπορέσουν να επιβιώσουν όταν ο Θεός θα σαρώση αυτή τη διεστραμμένη γενεά; Ο ονειδισμός των θα είναι ασυγκρίτως χειρότερος από τον ονειδισμό μιας στείρας γυναίκας. Γεννούν παιδιά απλώς για καταστροφή. Πόσο ευχαριστώ τον Ιεχωβά, που με τον Λόγο και το πνεύμα του μπορώ να υπηρετώ σαν ένα ταπεινό όργανο στο να γεννώ «επτά» για επιβίωσι και ζωή!—1 Σαμ. 2:5.
Η διανοητική μου διάθεσις δεν άλλαξε. «Εφόσον το όνομα του Ιεχωβά είναι πάνω μου, δεν μπορώ να κλάψω.» Μπορώ μόνο να χαίρω σαν ένας πνευματικώς καρποφόρος κλάδος, που αγαπώμαι τώρα και είμαι επιθυμητή από έναν σύζυγο, στο πλευρό του οποίου υπηρετώ τον Θεό. Προετοιμαζόμεθα μαζί για την επιβίωσι και τις χαρές του να ζούμε κάτω από τη φιλάγαθη διακυβέρνησι Εκείνου που υπόσχεται αιώνια ζωή. Αλλ’ ακόμη και σ’ αυτόν τον παρόντα καιρό μπορώ με χαρά κι’ εκτίμησι να επαναλαμβάνω τα λόγια της Ραχήλ: «Ο Κύριος αφήρεσε το όνειδός μου!»—Γέν. 30:23