Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στην Αργεντινή
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972)
(Συνέχεια εκ του προηγουμένου τεύχους)
Κάποτε το ερώτημα εγείρεται σχετικά με το πώς θα ήταν δυνατόν οι νεώτεροι και ανώριμοι να δεχθούν το άγγελμα και ν’ αρχίσουν να το κηρύττουν, γνωρίζοντας ότι υπέκειντο σε σύλληψι από την αστυνομία. Παρ’ όλον αυτό, όλοι σχεδόν που συνταυτίσθησαν μαζί μας ήσαν γενναίοι στην υπηρεσία και δεν φοβόνταν τι θα μπορούσε να συμβή σ’ αυτούς. Ένας νεαρός διαγγελεύς είπε ότι δέχθηκε το άγγελμα της βασιλείας γιατί εγνώριζε ότι έπρεπε να πολεμήση. Με τον καιρό, ο αδελφός αυτός, Αμάδο Σεϊράνο, έγινε σκαπανεύς, κατόπιν υπηρέτης περιοχής και περιφερείας. Ο Αδ. Φάνιν λέγει αφού πήρε μια νεοενδιαφερόμενη εις το από θύρα σε θύρα έργον για πρώτη φορά: «Επισκεφθήκαμε το σπίτι όπου διέμενε ένας βουλευτής. Άκουσε και μας προσκάλεσε μέσα. Χάρηκα γιατί ενόμισα ότι ίσως ενδιαφερόταν. Αλλ’ όταν μπήκαμε μέσα είπε ότι έπρεπε να ετοιμασθούμε να πάμε στη φυλακή γιατί είχε ετοιμάσει ένα νόμο να τον παρουσιάση στο κοινοβούλιο διά του οποίου θα εξολοθρεύοντο οι μάρτυρες του Ιεχωβά, και ότι ο νόμος αυτός γρήγορα θα επιδοκιμάζετο. Με τα λόγια αυτά προσπάθησε να τηλεφωνήση στην αστυνομία, καθ’ ον χρόνον εγώ έβγαλα τη Γραφή μου και του διάβασα Δανιήλ 2:44 και Ψαλμόν 2. Επειδή είχε ταραχθή δεν τηλεφώνησε το σωστό αριθμό και έτσι δεν μπόρεσε να επικοινωνήση με την αστυνομία. Αφού εδιάβασα τα εδάφια, είπα ‘ας βγούμε απ’ εδώ!’ Πώς θ’ αντιδρούσε η νεαρά μας συνακόλουθος σ’ όλο αυτό; Κατεπλάγην να δω όταν πήγαμε στην άλλη θύρα να προχωρή χωρίς ντροπή και να χτυπά το κουδούνι, χωρίς τον παραμικρό φόβο. Ύστερ’ απ’ αυτό η Μύριαμ Όσμαν αφιέρωσε τη ζωή της στον Ιεχωβά και εισήλθε στις γραμμές των ολοχρονίων διαγγελέων.»
Το έργον περιοχής συνέβαλε πολύ στην αύξησι της δραστηριότητος στις εκκλησίες και στους απομεμονωμένους ομίλους. Ο Αδ. Δελ Πίνο περιγράφει ζωηρά τα εμπόδια και τις χαρές της υπηρεσίας αυτής: «Το έργο μας με τους αδελφούς δεν ήταν πάντοτε να εξηγούμε τη σημασία μερικών προφητειών και των εκπληρώσεών των, κάποτε είχε να κάμη με πολλές απόψεις της καθημερινής ζωής—με την τάξι της οικογενείας στο σπίτι, με τα παιδιά, και με την ευπρέπεια του οίκου. Ήταν ένα ζήτημα τακτοποιήσεως των αρχείων, εξηγήσεως της χρήσεώς των—μόνο να επιστρέψωμε ύστερ’ από ένα έτος και να βρούμε ότι τίποτε δεν είχε γίνει. Έτσι ξαναρχίζαμε πάλι. Το ίδιο αλήθευε και με τις οδηγίες αναφορικώς με την υπηρεσία του αγρού και τις συναθροίσεις· το μεγάλο πράγμα ήταν να μη απογοητευθή κανείς, αλλά να μεταχειρισθή ό,τι ήταν διαθέσιμο, ό,τι ήταν πρόχειρο. Πόση χαρά απολαμβάνομε σήμερα όταν παρατηρούμε ότι οι ίδιοι αυτοί αδελφοί κατέχουν θέσεις υπηρετών και έχουν μεγάλην ευθύνην μέσα στην οργάνωσι του Θεού διεξάγοντάς την με ικανότητα και εκτίμησι!
»Όταν επισκεπτώμεθα μικρούς απομεμονωμένους ομίλους και εκκλησίες με λίγους διαγγελείς και σε μέρη όπου το έργον ήταν πολύ γνωστόν, εκάναμε διευθετήσεις να επισκεφθούμε άλλους πλησιέστερους συνοικισμούς. Αυτό εσήμαινε να σηκωθούμε ενωρίς κάποτε στις 3 π.μ. για να περιμένωμε ένα μικρό λεωφορείο που έφευγε την ώρα αυτή και επέστρεφε κατά το ηλιοβασίλεμα. Τη ψυχρά εποχή όλοι μας ετρέμαμε από το κρύο. Φθάνοντας στον προορισμό μας περίπου στις 5 π.μ., εβγαίναμε από το λεωφορείο προτού να φθάσωμε στο χωριό, γιατί η αστυνομία θα εξήταζε τους επιβάτες στη στάσι και θα υπέβαλλε ερωτήσεις σ’ εκείνους που δεν ήσαν γνωστοί στην κοινότητα. Είχαμε κατά νουν ότι το έργον ήταν προγεγραμμένο. Ευθύς ως οι πετεινοί άρχιζαν να φωνάζουν και μπορούσαμε να δούμε κάποια κίνησι των ανθρώπων, ή τα φώτα ν’ ανάβουν, αρχίζαμε να επισκεπτώμεθα τα σπίτια με τα αγαθά και πρωινά νέα της Βασιλείας. Πάντοτε εργαζόμεθα πρώτα το αγροτικό μέρος μέχρι το μεσημέρι, φθάνοντας εις το κέντρον γύρω στον αστυνομικό σταθμό καθ’ ον χρόνον αυτοί έτρωγαν. Σταματούσαμε για λίγο καιρό να φάμε τα σάντουιτς που είχαμε φέρει μαζί μας, κατόπιν συνεχίζαμε μέχρις ότου ερχόταν το λεωφορείο για την επιστροφή μας στο σπίτι.
»Η δραστηριότης περιοχής στην Επαρχία Τσάκο θα σας ενημερώση επίσης σχετικά με το τι περιελαμβάνετο στο έργο μας της μαθητεύσεως. Η αφόρητος ζέστη, η έλλειψις συγκοινωνίας τα έτη εκείνα, η έλλειψις νερού πολλές φορές, και τα βουνά της σκόνης στους δρόμους έκαμναν τις επισκέψεις δύσκολες και κουραστικές. Πολλές φορές ήμαστε αναγκασμένοι να μεταχειριζώμεθα ποδήλατα για να μπορούμε να καλύπτωμε μακρές και κουραστικές αποστάσεις, και επειδή οι περισσότεροι των αδελφών ήσαν νεώτεροι και περισσότερο εξησκημένοι στην ποδηλατοδρομία ήταν δύσκολο για μας να τους παρακολουθούμε επάνω στους ελικοειδείς εκείνους δρόμους και μονοπάτια. Πολλές φορές επιστρέφαμε τη νύχτα μέσα από στενά μονοπάτια γεμάτα αγριόχορτα και αγκάθια, και αν κάποιος απεμακρύνετο λιγάκι από τον στενό δρόμο θα είχε ως αποτέλεσμα ξεσχισμένα φορέματα και σχισμένο δέρμα. Όταν φθάναμε στο σπίτι, βρίσκαμε τις τσουγκρανιές στα σώματά μας. Σήμερα θυμούμεθα τις ημέρες εκείνες και πώς ο Ιεχωβά ευλόγησε τους ζηλωτάς του δούλους. Σήμερα στην Επαρχία Τσάκο, κατά μήκος των δρόμων αυτών και στενωπών, υπάρχουν όμιλοι και εκκλησίες που αινούν τον Ιεχωβά.
»Μια άλλη ενδιαφέρουσα άποψις στην Τσάκο ήταν οι δημόσιες διαλέξεις στα στρατόπεδα των ξυλοκόπων. Τα στρατόπεδα αυτά είναι στην καρδιά της ζούγκλας και αποτελούνται από ακροσφαλείς καλύβες κολλημένες η μια με την άλλη. Εκεί ζουν οι ξυλοκόποι. Μερικοί κάμνουν ταπεινές τέντες ή κρεμνούν μια κούνια, και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον ζουν. Επισκεπτόμεθα τα στρατόπεδα αυτά προσκαλώντας τους σε μια δωρεάν διάλεξι επί της Γραφής σε μια ωρισμένη ημέρα και ώρα, και βέβαια μετά την εργασία τους, τη νύχτα. Αυτό τους έδινε καιρό να πλυθούν και να πιουν το εθνικό τους ποτό. Το ταξίδι από το σπίτι του αδελφού όπου διεμέναμε ήταν μια άλλη πείρα: ένα φανάρι με πετρέλαιο για τη συνάθροισι της νύχτας και, κατά καιρούς ο ένας ακολουθώντας τον άλλον σε μια γραμμή, περνούσαμε ανάμεσα από φραγμούς με αγκυλωτά σύρματα που χωρίζουν τα χωράφια. Σπάνια επιστρέφαμε χωρίς τσουγκρανίσματα και ξεσχισμένα πουκάμισα από την περιπέτεια αυτή. Αλλά δεν ήταν αυτό το μόνο εμπόδιο. Την ώρα αυτή του απογεύματος τα φίδια έβγαιναν έξω και οκνηρά ξαπλώνονταν κατά μήκος του δρόμου· αν κανείς κατά λάθος πατούσε σ’ ένα απ’ αυτά θ’ απέβαινε θανατηφόρο. Η άφιξίς μας στο μέρος της συναθροίσεως ήταν μοναδική—λίγες χειραψίες με τους σκληροδουλευτάς εκείνους ανθρώπους, και κατόπιν κυττάζαμε να βρούμε ένα δένδρο για να κρεμάσωμε τη λυχνία. Δεν υπήρχε εξέδρα για τον ομιλητή ή ηλεκτρικός ανεμιστήρας. Ο καθένας εκάθιζε όπου του άρεσκε, στο έδαφος ή σταυροπόδαρα, ή πάνω σ’ ένα κιβώτιο ή ακουμπούσε πάνω σ’ ένα δένδρο. Το σφάλμα που διέπραξα κάποτε ήταν να σταθώ κάτω από τη λιχνία του πετρελαίου για να έχω καλύτερο φως: Μ’ επεσκέφθησαν εκατοντάδες έντομα τα οποία ενδιαφέρονταν, όχι για μένα, αλλά για το φως. Ήταν θαυμάσιο να παρατηρή κανείς, καθ’ ον χρόνον μιλούσαμε, τα πρόσωπα εκείνα μαυρισμένα από τον ήλιο και ρυτιδωμένα από τα στοιχεία που αντανακλούσαν εξαιρετική κόπωσι, να μειδιούν από ευτυχία καθώς εμάθαιναν για την υποσχεμένη Νέα Τάξι πραγμάτων. Όταν η ομιλία ετελείωνε χαιρετούσαμε πάλι ένα ένα χωριστά και περπατούσαμε πηγαίνοντας σπίτι κάτω από ένα αστροφεγγή ουρανό, χαρούμενοι για το ότι είχαμε μέρος στην εκπλήρωσι της εντολής του Ιησού: ‘Υπάγετε μαθητεύσατε.’