Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στη Δομινικανή Δημοκρατία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972—συνέχεια)
Εν τω μεταξύ ο Αδ. Μοντάς μιλούσε τόσο πολύ για τα πράγματα που μάθαινε ώστε στην περιφέρεια Σαν Κριστομπάλ η αλήθεια έγινε γνωστή ως η θρησκεία του Λούη Εδουάρδου, και πολύ γρήγορα αυτός διηύθυνε συναθροίσεις δίπλα στο φαρμακείο του, μιμούμενος ό,τι είδε και άκουσε στις συναθροίσεις στην πρωτεύουσα. Το 1948 προσεκλήθη να παρουσιασθή στον πρόεδρο του πολιτικού κόμματος να εξηγήση τη νέα του θρησκεία. Εκεί του ελέχθη ότι «δεν θ’ αρέση αυτή στον Τροχίλιο.» Όταν τα δημόσια κηρύγματα προσείλκυαν περισσότερους από εκατό ακροατάς, και διετίθετο πολλή έντυπος ύλη, πάλι ο πρόεδρος τον καλούσε και του έλεγε, «Δωρ Μοντάς, περισσότεροι άνθρωποι παρευρίσκονται στις συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά που διοργανώνεις απ’ όσοι παρευρίσκονται στις συναθροίσεις του Κόμματος.» Ο Αδ. Μοντάς εξηγούσε ότι αυτό δεν ήταν δικό του λάθος αφού αυτός δεν ήταν επί κεφαλής της προωθήσεως των συναθροίσεων του κόμματος. Αν τα μέλη του κόμματος είχαν τα ίδια ελατήρια, θα είχαν τα ίδια αποτελέσματα. Του είπαν ότι δεν άρεζε στον Τρουχίλιο η θρησκεία αυτή, ότι έπρεπε να σταματήση τις συναθροίσεις και να μαζέψη όλη την έντυπο ύλη που είχε διανείμει. Ο Αδ. Μοντάς απήντησε ότι αυτή είναι η αληθινή θρησκεία και δεν μπορούσε να την αφήση και ότι δεν ήταν εχθρική στην κυβέρνησι ή στον λαό. Όσον αφορά την έντυπο ύλη ήταν αδύνατο να την συλλέξη.
Ύστερ’ από λίγες μέρες έγινε μια συνάθροισις στο Επαρχιακό Ανάκτορο. Παρευρέθησαν ο κυβερνήτης, Δωρ Χοσέ Β. Ουρίμπε, ο γερουσιαστής, βουλευταί, ο πρόεδρος του επιτοπίου κόμματος και άλλοι. Εξετάσθησαν άτομα που μελετούσαν την Γραφή στα σπίτια των και εκείνοι που παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Ο Αδ. Μοντάς αναφέρει: «Κατηγορήθηκα ότι διευθύνω ένα στασιαστικό κίνημα. Τελικά μίλησα για να εξηγήσω το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά. Είχαν ακούσει ότι δεν υπήρχε κανείς μάρτυς του Ιεχωβά στην Σαν Κριστομπάλ, αφού όλοι το αρνήθηκαν. Υπήρχε όμως ένας, και δεν επρόκειτο να σταματήσω να είμαι ένας. Τώρα άρχιζε να σκοτεινιάζη, και επειδή είδαν ότι δεν επρόκειτο να σταματήσω ομιλώντας έσβησαν τα φώτα. Επρότεινα να συμμελετήσω τη Γραφή στα σπίτια τους ή στο δικό μου οποτεδήποτε ήθελαν.»
Ο Καθολικός ιερεύς Μάρκος, που είχε πολύ ταραχθή από τις δημόσιες συναθροίσεις, προειδοποίησε από τον άμβωνα ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πηγαίνουν στο φαρμακείο, γιατί η μυστική αστυνομία κατέγραφε τα ονόματα εκείνων που επήγαιναν. Οι άνθρωποι άρχισαν ν’ αποφεύγουν τόσο το φαρμακείο όσο και την οδοντοϊατρική κλινική.
Ο Αδ. Μοντάς συνεχίζει: «Στην κρίσιμο αυτή στιγμή της ζωής μου, ο Λ. Τζώνσον, που μελετούσε μαζί μου στην πρωτεύουσα, ήλθε στο σπίτι μας. Ήλθε με τη Γραφή του και το βιβλίο για να μου κάμη μάθημα ως συνήθως. Αυτό ήταν σωτήριο σχοινί που ρίχθηκε σ’ ένα πνιγόμενο άνθρωπο, ένα ισχυρό τονωτικό σε μια λιγοθυμούσα καρδιά. Με ανεστήλωσε στα πόδια μου.»
Ο Συνταγματάρχης Α. Μότα προειδοποίησε τον Αδ. Μοντάς να μη μεταβή στο Σαντιάγκο να δώση την ομιλία της Αναμνήσεως. Ο Αδ. Μοντάς εξήγησε ότι ήταν υποχρεωμένος να μεταβή. Μετέβη, και έμεινε επί έξη μήνες—στη φυλακή. Όταν αφέθηκε ελεύθερος συνεχώς κατεσκοπεύετο και έγιναν διάφοροι απόπειρες εναντίον της ζωής του. Εν τούτοις, μπόρεσε να διοργάνωση τις συναθροίσεις, μολονότι κρυφά. Ο «πατήρ» Μάρκος συνέχισε τις επιθέσεις του. Ο Αδ. Μοντάς ξαναπήγε στη φυλακή επί τρεις ακόμη μήνες, την φορά αυτή κατηγορηθείς ότι εκήρυττε στους δρόμους της Σαν Κριστομπάλ. Μας λέγει: «Επολέμησα σαν ένας λέων υπερασπιζόμενος την πίστι μου και ακόμη το ενθυμούμαι με χαρά. Στο Εφετείον, μερικοί είπαν κατόπιν ότι εγώ φαινόμουνα ότι ήμουν ο δικαστής και οι πέντε δικασταί οι κατηγορούμενοι. Προειδοποίησα τους δικαστάς να είναι προσεκτικοί γιατί κρινόμουνα επειδή ήμουν ένας μάρτυς του Ιεχωβά, και ότι ο Ιεχωβά είχε πη ότι όστις εγγίζει ένα από τους μάρτυράς του ήταν το ίδιο σαν να εγγίζη την κόρην του οφθαλμού του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο πρόεδρος του δικαστηρίου πέθανε από καρκίνον.
Πάλι καταδιωκόμενος, ο Αδ. Μοντάς κρυμμένος επί εννέα ημέρες μεταξύ της οροφής και της στέγης του σπιτιού του. Η γυναίκα του έφθασε στο σημείο να πάθη νευρική κατάπτωσι. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από φρουρούς. Προσευχόταν αδιάκοπα στον Ιεχωβά. Άρχισε μια καταρρακτώδης βροχή. Εξακολουθούσε να προσεύχεται. Όλοι οι φρουροί μπήκαν στο φαρμακείο για προστασία από τη βροχή. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Αδ. Μοντάς. Βγήκε και έκαμε σημείο σ’ ένα δημόσιο αυτοκίνητο που περνούσε. Εμφανίσθηκαν δυο φρουροί. Η μεγαλυτέρα θυγατέρα του Μοντάς μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και εκάθισε δίπλα του. Οι φρουροί προσέβλεπαν ατενώς, μαγευμένοι απ’ αυτήν, χωρίς να ρίξουν βλέμμα επάνω στον Αδ. Μοντάς, ο οποίος εξακολουθούσε να προσεύχεται στον Ιεχωβά Θεό. Σε σημεία που γινόταν εξέτασις, οι φρουροί εσημείωσαν τον αριθμό της αδείας και το όνομα οδηγού. Κανείς δεν παρετήρησε τον Μοντάς. Έφθασε ασφαλής στο σπίτι του Ρ. Τζώνσον στην πρωτεύουσα, όπου έμεινε για μερικούς μήνες. Επιστρέφοντας σπίτι του, έπεσε στα χέρια δύο επισήμων και εδαπάνησε δυο χρόνια και εννέα μήνες στη Φυλακή Βικτώρια.
Ο Λ. Γκλας και ο Φρ. Μαδέρα ενασχολούνταν σε έργο που διευθυνόταν από τον κουνιάδο του Τρουχίλιο, Ρ. Σ. Λιουμπέρες. Ως μάρτυρες του Ιεχωβά, άρχισαν να διαπράττουν τη «σοβαρή αμαρτία» του να μη παρευρίσκωνται στις πολιτικές συναθροίσεις. Μετά την αποτυχίαν της εισβολής της Λουπερόν, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι ήσαν υποχρεωμένοι να στείλουν τηλεγραφήματα διακηρύττοντας την πιστότητά των στον Τρουχίλιο. Ο Σ. Λιουμπέρες διέταξε όλους τους υπ’ αυτόν εργάτας να πράξουν παρομοίως. Οι αδελφοί αρνήθησαν να υπογράψουν. Ο ελεγκτής Ρ. Τσάβες είπε, Εδώ εκείνος που διατάσσει είναι ο Τρουχίλιο, και ακόμη και ο Ιεχωβά αν κατεβή από τον ουρανό πρέπει και αυτός να υποταχθή. Ο Αδ. Γκλας απήντησε, «Εάν υπογράψω, θα ήταν το ίδιο σαν να έλεγα ότι η βλασφημία αυτή που μόλις εξέφρασες είναι αληθινή.»