Από την Ειδωλολατρική Ρώμη στον Χριστιανικό Κόσμο
ΑΠΟ τις αρχαίες παγκόσμιες αυτοκρατορίες καμμιά δεν είχε περισσότερη δόξα και δύναμι από τη Ρώμη. Στο αποκορύφωμά της έφθασε από την Ισπανία στα δυτικά ως τον Περσικό κόλπο στα ανατολικά, και από την Αίγυπτο στο νότο ως τη Βρεττανία στο βορρά. Κι όμως με τον καιρό παρήκμασε και έπεσε. Από τα ερείπιά της ξεπήδησε ο Χριστιανικός κόσμος.
Η αρχαία Ρωμαϊκή ιστορία μπορεί κατάλληλα να διαιρεθή σε τρεις περιόδους: στη μοναρχία, από το 753 ως το 509 π.Χ.· στη λεγομένη δημοκρατία, από το 509 ως το 27 π.Χ., και στην αυτοκρατορία, από το 27 π.Χ. ως το 476 μ.Χ.
Από τον Ρωμύλο ως τον Ιούλιο Καίσαρα
Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή παράδοσι, ο πρώτος βασιλεύς της Ρώμης ήταν ο Ρωμύλος που άρχισε να κυβερνά το 753 π.Χ. Λέγεται ότι μετά τον Ρωμύλο εκυβέρνησαν άλλοι έξη βασιλείς. Κατόπιν, το 509 π.Χ. οι Ρωμαίοι ανέτρεψαν τον Ετρούσκο βασιλέα τους, ένα ξένο, και εγκατέστησαν μια λεγομένη δημοκρατία.
Όταν πλέον η Ρώμη έγινε αρκετά ισχυρή ν’ αποκρούη τις εχθρικές επιθέσεις, οι κυβερνήται της ενασχολήθηκαν σε επεκτατικούς πολέμους. Το 133 π.Χ. η Ρώμη είχε υποτάξει την Ελλάδα, τη Μακεδονία, την Καρχηδόνα (στη Βόρειο Αφρική) και την επαρχία της Ασίας.
Αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρ ανήλθε στην εξουσία με την άφθονη χρησιμοποίησι του πλούτου του, με τα μεγάλα του στρατιωτικά κατορθώματα στο εξωτερικό και με την κατανίκησι των αντιπάλων του στο εσωτερικό. Ήταν ο τελευταίος ισχυρός άνδρας στη δημοκρατία και άσκησε την εξουσία από το 49 ως το 44 π.Χ.
Από τον Αύγουστο ως τον Κλαύδιο
Ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονήθηκε από φιλύποπτους ευγενείς. Ο θάνατός του ωδήγησε σε περαιτέρω ανταγωνιστικούς πολέμους. Ο τελικός νικητής ήταν ο Οκταβιανός, ο ανεψιός και θετός γυιος του Ιουλίου. Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός υπέταξε την Αίγυπτο. Αυτό εσημείωσε την αρχή της Ρώμης ως έκτης παγκοσμίου δυνάμεως της Βιβλικής ιστορίας. Οι κοσμικοί ιστορικοί, όμως, υπολογίζουν γενικά την αρχή της Ρώμης ως αυτοκρατορίας από το έτος 27 π.Χ. Το έτος εκείνο ο Οκταβιανός έλαβε τον τίτλο «Καίσαρ Αύγουστος,» το δε όνομα Αύγουστος σημαίνει «εξυψωμένος, σεβαστός.» Ο Αύγουστος εκυβέρνησε για σαράντα περίπου χρόνια, από το 27 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. Βρισκόταν στην εξουσία όταν ο Βασιλεύς Ηρώδης κυβερνούσε την Παλαιστίνη ως αντιπρόσωπος της Ρώμης και όταν ο Ιησούς γεννήθηκε στην Ιουδαϊκή πόλι της Βηθλεέμ.—Ματθ. 2:1· Λουκάς 2:1.
Τον Αύγουστο τον διαδέχθηκε ο θετός γυιος του Τιβέριος Καίσαρ, που εκυβέρνησε από το 14 έως το 37 μ.Χ. Αυτή η περίοδος διακυβερνήσεως περιελάμβανε τα τρισήμισυ χρόνια της επιγείου διακονίας του Ιησού. (Λουκάς 3:1, 23) Τον καιρό εκείνον ο κυβερνήτης Πόντιος Πιλάτος αντιπροσώπευε τη Ρώμη στην Ιουδαία (και Σαμάρεια) και ο τετράρχης Ηρώδης Αντίπας εκπροσωπούσε τη Ρώμη στη Γαλιλαία και την Περαία. Στα τελευταία έτη της Βασιλείας του Τιβερίου η αληθινή Χριστιανοσύνη άρχισε να διαδίδεται σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από πιστεύσαντας Ιουδαίους και από Ιουδαίους προσηλύτους που επέστρεψαν στα σπίτια τους από την εορτή της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ το 33 μ.Χ.—Πράξ. 2:5-11, 41, 42.
Ο Τιβέριος υιοθέτησε τον Γάιο, τον επονομασθέντα Καλιγούλα. Αυτός ο θετός γυιος παρεφρόνησε και δολοφονήθηκε από την ανακτορική φρουρά αφού εβασίλευσε τέσσερα χρόνια. Τον διαδέχθηκε ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) Αναφέρεται στις Πράξεις 18:1, 2 ότι εξέδωκε ένα διάταγμα με το οποίο εξεδίωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη. Η τετάρτη γυναίκα του, η Αγριππίνα, που ήταν επίσης και ανεψιά του, κατάφερε τον Κλαύδιο να ονομάση ως κληρονόμον του τον γυιο της από ένα προγενέστερο γάμο της αντί του δικού του γυιου Βρεττανικού. Αργότερα αυτή εδηλητηρίασε τον Κλαύδιο και έτσι ανέβασε τον νεαρό γυιο της Νέρωνα στο θρόνο.
Από τον Νέρωνα ως τον Τραϊανό
Ο Νέρων εκυβέρνησε από το 54 έως το 68 μ.Χ. Αν και σήμερα υπάρχουν αμφιβολίες για το αν αυτός έβαλε φωτιά στη Ρώμη, εν τούτοις χρησιμοποίησε αυτή την πυρκαϊά ως δικαιολογία για να καταδιώξη τους Χριστιανούς. Μια από τις μεθόδους που αναφέρεται ότι χρησιμοποιούσε ο Νέρων ήταν να τυλίγη τους Χριστιανούς σε ενδύματα αλειμμένα με πίσσα, να τους δένη σε πασσάλους και να τους βάζη φωτιά για να φωτίζη τους κήπους του στη διάρκεια των βραδυνών διασκεδάσεων. Πολύ πιθανόν ο απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο στη διάρκεια της βασιλείας του Νέρωνος, γύρω στο 66 μ.Χ. Το έτος εκείνο, επίσης οι φανατικοί Σικάριοι εξωλόθρευσαν τη Ρωμαϊκή φρουρά στη Μασάδα. Αυτό εσήμαινε την έναρξι του πολέμου μεταξύ των Ιουδαίων και των Ρωμαίων, που επρόκειτο να λήξη επτά χρόνια αργότερα στο ίδιο μέρος.
Οι επόμενοι τρεις αυτοκράτορες (ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος) εκυβέρνησαν έξη μήνες, τρεις μήνες και εν περίπου έτος αντιστοίχως, και οι τρεις δε με τη σειρά τους υπέστησαν βίαιον θάνατο. Μετά απ’ αυτούς ήλθε ο Βεσπασιανός, που εκυβέρνησε δέκα έτη από το 69 έως το 79 μ.Χ. Αυτός αντικατέστησε τον Γάλλο ως αρχηγό των Ρωμαϊκών λεγεώνων που εμάχοντο εναντίον των Ιουδαίων. Όταν εξελέγη αυτοκράτωρ, άφησε τον φυσικό του γυιο Τίτο αρχηγό. Τον Βεσπασιανό τον διεδέχθη ως αυτοκράτωρ ο Τίτος. Στη διάρκεια της διετούς βασιλείας του (79-81 μ.Χ.) αποπερατώθηκε το φημισμένο Κολοσσαίον. Τον καιρό εκείνο επίσης εξερράγη ο Βεζούβιος και κατέστρεψε την Πομπηία και άλλες πόλεις.
Ο Δομιτιανός, ο αδελφός του Τίτου συνωμότησε επανειλημμένως εναντίον του. Ίσως αυτός να προκάλεσε τον θάνατο του Τίτου. Κατόπιν ο Δομιτιανός εκυβέρνησε από το 81 ως το 96 μ.Χ. και αναζωπύρωσε τον επίσημο διωγμό των Χριστιανών. Λέγεται ότι υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτωρ που διέταξε να τον λατρεύουν ενώ ακόμη ζούσε ως Dominus et Deus (Κύριος και Θεός). Σύμφωνα με την παράδοσι, προς το τέλος της βασιλείας του Δομιτιανού ο απόστολος Ιωάννης εξωρίσθηκε στη νήσο Πάτμο και εκεί ο Ιωάννης έλαβε την Αποκάλυψι.
Τον Δομιτιανόν τον διεδέχθη ο Νέρβας, που εκυβέρνησε ενάμισυ περίπου έτος. Ήταν ένας από τους καλύτερους αυτοκράτορες της Ρώμης και εδέχθη την εχθρότητα πολλών λόγω της δικαίας του πολιτικής. Ανεκάλεσε το νόμο που είχε εκδώσει ο Δομιτιανός εναντίον των Χριστιανών. Αλλά, λόγω της εχθρότητος των ειδωλολατρών θρησκευομένων εναντίον του Χριστιανικού ευαγγελίου, αυτή η ανάκλησις δεν εσταμάτησε όλους τους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών. Και τότε, επίσης, οι Χριστιανοί δεν ήσαν δημοφιλείς, επειδή ήσαν πολύ διαφορετικοί. Ηρνούντο να λατρεύσουν τον αυτοκράτορα, να αναμιχθούν στην πολιτική και να συμμετάσχουν στον πόλεμο. Ο τρόπος της ζωής των και ο ευαγγελικός τους ζήλος τους έκαμαν να θεωρούνται αντίπαλοι του Ιουδαϊσμού και απειλή για όλους όσοι ωφελούνταν από την ειδωλολατρική θρησκεία.—Πράξ. 8:1· 9:1, 2· 12:1-5· 18:12-17· 19:23-41.
Ο Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) που διεδέχθη τον Νέρβα, συνέχισε τη συνετή και δίκαιη πολιτική του Νέρβα. Το ίδιο έκαμε και ο διάδοχός του Αδριανός (117-138 μ.Χ.). Λέγεται ότι ο Αδριανός υπήρξε ένας από τους πιο ικανούς αυτοκράτορες που είχε ποτέ η Ρώμη. Εφήρμοσε ένα δίκαιο προφανώς σύστημα φορολογίας και εβελτίωσε πολύ τη θέσι των δούλων. Εξέδωσε ένα διάταγμα που απηγόρευε στους Ρωμαίους αξιωματούχους να δίνουν προσοχή στις δημόσιες κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών. Το διάταγμα αυτό ώριζε ότι επιθυμούσε να μη θανατώνεται κανένας Χριστιανός, εκτός αν είχε κατηγορηθή και καταδικασθή νομίμως για κάποιο έγκλημα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που εκυβέρνησαν καλύτερα ήσαν γενικά οι πιο ανεκτικοί προς τους Χριστιανούς.
Οι Διώκται Μάρκος Αυρήλιος και Διοκλητιανός
Η επόμενη βασιλεία του Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.), του θετού γυιου του Αδριανού, ήταν η πιο ειρηνική απ’ όλες. Κατόπιν εβασίλευσε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.)a Σ’ αυτή την περίοδο, τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., η Ρώμη είδε τη μεγαλύτερη επέκτασί της—καλύπτοντας μια έκτασι τριάμισυ εκατομμυρίων τετραγωνικών μιλίων και καυχωμένη ότι είχε ένα πληθυσμό 55 εκατομμυρίων περίπου ανθρώπων. Η βασιλεία, όμως, του Αυρηλίου διαταράχθηκε από πλημμύρες, πυρκαϊές, σεισμούς, πληγές εντόμων, επαναστάσεις, κατακτητικούς πολέμους και διωγμό των Χριστιανών. Οι στρατιώτες που επέστρεψαν από τις εκστρατείες του έφεραν μαζί τους μια θανατηφόρο ασθένεια που εφόνευσε πολλούς σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν μανιώδης θρησκευόμενος. Όταν πέρασε από την Ελλάδα εμυήθη στα Ελευσίνια μυστήρια. Στην ηλικία των οκτώ ετών ήταν ένας Σαλικός ιερεύς. Στα τελευταία ανάγλυφα των θριάμβων του εμφανίζεται ακόμη ως ιερεύς κοντά στο θυσιαστήριο. Όταν συλλογισθή κανείς τον θρησκευτικό του ζήλο, μπορεί να εκτιμήση γιατί ήταν διώκτης των Χριστιανών στη διάρκεια ολόκληρης της βασιλείας του.
Ο Αυρήλιος ήταν επίσης ένας άνθρωπος με στρατιωτική ανδρεία. Ο ίδιος ωδηγούσε τους στρατιώτες του στη μάχη, πολλές φορές επί χρόνια.
Οι «Σκέψεις» του υποτίθεται ότι ήσαν οδηγίες για τον γυιο του Κόμμοδο. Αλλ’ ο Κόμμοδος, που εβασίλευσε από το 180 ως το 192 μ.Χ., απεδείχθη ότι ήταν ένας από τους πιο αξιοθρήνητους απ’ όλους τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ήταν περιφρονητικός, τυραννικός, αιμοχαρής, παράλογος και τόσο ματαιόδοξος για τη σωματική του ανδρεία ώστε διέταξε να τον λατρεύουν ως τον Ρωμαίο Ηρακλή. Αρκετά από τα πιθανά θύματά του, εν τούτοις, εφρόντισαν να πεθάνη πρώτος.
Με τον Κόμμοδο η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εισήλθε στην περίοδο της παρακμής της. Η δολοφονία του δεν ετερμάτισε την κακή διακυβέρνησι αλλ’ ακολουθήθηκε από ένα αιώνα αναρχίας και συγχύσεως. Στη διάρκεια μιας περιόδου εξήντα επτά ετών, από τους εικοσιεννέα αυτοκράτορας και διεκδικητάς του θρόνου, όλοι εκτός από τέσσερις πέθαναν βιαίως. Επίσης στη διάρκεια αυτών των ετών οι Χριστιανοί εδιώχθησαν σκληρά από τον Δέκιο (249-251 μ.Χ.) και τον Βαλεριανό (253-260 μ.Χ.). Οι διωγμοί αυτοί σταμάτησαν με τον θάνατο των αυτοκρατόρων που τους επέβαλαν.
Ο Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) έκαμε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκαταστήση την αυτοκρατορία στην πρώτη της δόξα και δύναμι με αυταρχικά μέσα. Φορούσε ένα βασιλικό διάδημα και δανείσθηκε από την Ανατολή περίπλοκες αυλικές τελετουργίες για να του δώσουν μια μυστηριώδη αγιότητα στα μάτια του λαού. Προς το τέλος της βασιλείας του άρχισε τους τρομερούς διωγμούς των Χριστιανών που διήρκεσαν γύρω στα δέκα χρόνια (303-313 μ.Χ.), και οι οποίοι συνεχίσθηκαν από τους διαδόχους του.
Ο Κωνσταντίνος Κάνει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «Χριστιανική»
Στα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια, οι αντίπαλοι του Διοκλητιανού βουτούσαν μέσα σε ποταμούς αίματος στον αγώνα τους για επικράτησι. Τελικά το 324 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος «ο Μέγας,» όταν έγινε ο αδιαφιλονίκητος άρχων, ανέλαβε να ενώση την αυτοκρατορία. (Ο Διοκλητιανός την είχε διαιρέσει με το να διοική αυτός την Ανατολική, και ο Μαξιμιανός τη Δυτική.) Για να το επιτύχη αυτό, ο Κωνσταντίνος παρέδωσε «τους ‘βαρβάρους’ βασιλείς μαζί με τους ακολούθους των κατά χιλιάδες στα θηρία,» και βρήκε κάποια δικαιολογία για να φονεύση μια από τις συζύγους του και έναν από τους γυιους του.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ενώ ο Κωνσταντίνος ήταν απασχολημένος σ’ έναν από τους πολέμους του για επικράτησι, είδε ένα όραμα ή όνειρο όπου είδε το σημείο ενός σταυρού με τους λόγους, «εν τούτω νίκα.» Λέγεται ότι αυτό τον ωδήγησε στην επιτυχία. Μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και το ωνόμασε Κωνσταντινούπολι. Ισχυρίσθηκε ότι μετεστράφη στη Χριστιανοσύνη, αλλά βαπτίσθηκε μόνο όταν βρέθηκε στο νεκρικό κρεββάτι.
Το ούτω καλούμενο «Διάταγμα του Μεδιολάνου» με το οποίον ο Κωνσταντίνος και ο συνάρχων του Λικίνιος υπετίθετο ότι χορηγούσαν στους Χριστιανούς ελευθερία θρησκείας, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιστολή που είχε απευθύνει ο Λικίνιος «σε κάποιον κυβερνητικό αξιωματούχο στην Ανατολή, διατάσσοντάς τον να φροντίση ώστε το διάταγμα του Γαλερίου να εκτελεσθή με απόλυτη ακρίβεια.» Ο Γαλέριος ήταν εκείνος που επηρέασε τον Διοκλητιανό να διώξη τους Χριστιανούς. Λίγο πριν από τον θάνατό του, όμως, ο Γαλέριος είδε την αδικία ή τη ματαιότητα όλων αυτών και (ο Γαλέριος) εξέδωσε το διάταγμα που χορηγούσε ελευθερία θρησκείας.
Απογοητευμένος που οι καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί ήσαν διηρημένοι δογματικώς, ο Κωνσταντίνος συνεκάλεσε τη Σύνοδο της Νικαίας με την ελπίδα να τους ενοποιήση. Προήδρευσε ο ίδιος. Παρατηρώντας ότι η πλειονότης ευνοούσε τη διδασκαλία της Τριάδος, όπως την εξέθετε ο Αθανάσιος, απεφάσισε όπως αυτή αποτελέση νόμο της Αυτοκρατορίας. Κατόπιν ο Κωνσταντίνος εξώρισε τον Άρειο και εκείνους που πίστευαν όπως αυτός. (Ο Άρειος ισχυριζόταν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν μέρος μιας ισοδυνάμου τριάδος αλλά είχε δημιουργηθή από τον Θεό και ήταν υποκείμενος σ’ Αυτόν.)
Ο Κωνσταντίνος έκαμε τον Ρωμαιοκαθολικισμό θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εδίωξε εκείνους που διαφωνούσαν μ’ αυτόν. Ο Ιησουίτης θεολόγος Μακ Κένζυ στο βιβλίο του Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (1969,) γράφει, «Πιστεύω ότι ο Ρωμαιο-Καθολικισμός άρχισε με τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου.» Η Εκκλησία αντί να διώκεται, έγινε ο διώκτης. Σχετικά μ’ αυτό ένας σύγχρονος ιστορικός γράφει:
«Ο τέταρτος αιών υπήρξε μια περίοδος καταπληκτικής αναπτύξεως της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο αιών άρχισε με τον διωγμό των Χριστιανών, που ήσαν ακόμη μια μικρή μειονότης του πληθυσμού, από έναν ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Στο τέλος του αιώνος, η Χριστιανοσύνη ήταν η μοναδική επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, . . . που την προστάτευε ένας Χριστιανός αυτοκράτωρ ο οποίος εξέδωσε νόμους διώξεως εναντίον . . . όλων όσων παρεξέκλιναν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τις παραδεδεγμένες δοξασίες της κρατικής εκκλησίας.
»Αλλ’ αυτή η ταχεία ανάπτυξις δεν ήταν εξ ολοκλήρου καθαρό κέρδος για την εκκλησία. Η εισροή μεγάλων αριθμών αδιαφόρων ή ιδιοτελών ανθρώπων κατέβασε αναπόφευκτα τον γενικό μέσο όρο της ηθικής και του θρησκευτικού ζήλου στην εκκλησία, ενώ συγχρόνως εισήγαγε μη Χριστιανικά στοιχεία στις δοξασίες της και τις συνήθειές της.»—Μια Επισκόπησις του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Φέργκουσον και Μπρουν.
Μετά τον Κωνσταντίνο ως το Τέλος της Αυτοκρατορίας
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ. ακολούθησε μια περίοδος μεγάλης εσωτερικής διαμάχης καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να παρακμάζη. Ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) εστράφη εναντίον της θρησκείας που του είχαν επιβάλει διά της βίας και επεδίωξε να επαναφέρη την ειδωλολατρία ως κρατική θρησκεία. Πριν από τον θάνατό του αναγκάσθηκε να παραδεχθή την αποτυχία του. Αλλ’ όσον αφορά τις αρχές του, φαίνεται ότι ήσαν ανώτερες από τις αρχές πολλών από εκείνους που ωμολογούσαν ότι ήσαν Χριστιανοί αυτοκράτορες. Στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.) ο Ρωμαιοκαθολικισμός έγινε η κρατική θρησκεία και όλες οι άλλες ετέθησαν εκτός νόμου.
Καθώς η κοσμική διοίκησις γινόταν πιο ασθενής λόγω της ηθικής διαφθοράς και των «βαρβαρικών» εισβολών, οι Ρωμαίοι επίσκοποι εξακολουθούσαν να ασκούν περισσότερη εξουσία. Έτσι μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τον Γότθο βασιλέα Αλάριχο το 410 μ.Χ., ο Ιννοκέντιος Α΄, επίσκοπος Ρώμης, ανέλαβε την ηγεσία στην ανοικοδόμησι της πόλεως. Συγχρόνως απήτησε όπως όλοι οι Δυτικοί επίσκοποι τον αναγνωρίζουν ως κεφαλή σε ζητήματα λατρείας.
Ο Λέων Α’ προχώρησε ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την κατεύθυνσι. Μπορεί να λεχθή ότι αυτός υπήρξε ο πρώτος πραγματικός πάπας, διότι ο αυτοκράτωρ Βαλεντιανός Γ΄ παρέσχε σ’ αυτόν δικαιοδοσία επάνω σ’ όλους τους επισκόπους της Δυτικής αυτοκρατορίας.
Το 476 μ.Χ. ο βασιλεύς Οδόακρος, ένας στρατηγός Γερμανικής καταγωγής, εξεθρόνισε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο και άφησε τον θρόνο κενό. Έτσι ύστερα από πεντακόσια χρόνια η αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφθασε στο τέλος της· δηλαδή η δυτική της πτέρυγα ή τμήμα.
Η Ρώμη υπήρξε η πιο ισχυρή από τις αρχαίες παγκόσμιες αυτοκρατορίες. Ήταν επίσης η πιο εκτεταμένη. Στη Γραφή εξεικονίζεται ως «θηρίον . . . τρομερόν και καταπληκτικόν, και ισχυρόν σφόδρα· και είχε μεγάλους σιδηρούς οδόντας.» (Δαν. 7:4-14· 2:36-44) Γιατί, λοιπόν, εξασθένησε και έπεσε; Ένας ιστορικός περιγράφει την παρακμή της ως «το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ιστορία.»
Η παρακμή και η πτώσις της Ρώμης, εν τούτοις, δεν παρουσιάζει πρόβλημα σε άτομα εξοικειωμένα με τις Γραφικές αρχές. Ο Ιησούς είπε ότι «οικία διαιρεθείσα καθ’ εαυτής δεν θέλει σταθή.» (Ματθ. 12:25) Ασφαλώς η διαίρεσις και οι εσωτερικές διαμάχες επετάχυναν την παρακμή και την πτώσι εκείνης της αυτοκρατορίας. Η Γραφή λέγει επίσης ότι «ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει.»—Γαλ. 6:7.
Για να παραθέσωμε από τη Μεσαιωνική Ιστορία του Ν. Φ. Κάντορ: «Υπήρχαν μερικές άσχημες πλευρές στη ζωή του Ρωμαϊκού κόσμου, που οι κλασικισταί προτιμούν να τις αγνοούν: ένας τεράστιος πληθυσμός δούλων, απέραντες αστικές τρώγλες και τρομακτική φτώχεια, εκτεταμένη άσκησις ομοφυλοφιλίας.» Σ’ αυτά πρέπει επίσης να προστεθούν η χονδροειδής ακολασία και φιλαργυρία· οι φιλήδονες ευωχίες, η αχαλίνωτη σκληρότης, οι ανυπόφορες θρησκευτικές συνήθειες και η χτυπητή πολιτική διαφθορά. Είναι, λοιπόν, περίεργο που η Ρώμη έφθασε στο τέλος της;
[Υποσημειώσεις]
a Στη διάρκεια των ετών 161 έως 169 ο Μάρκος Αυρήλιος μοιράστηκε τις «αυτοκρατορικές εξουσίες με πλήρη ισότητα» με τον Λούκιο Αυρήλιο Βέρο.