Επαγγελματίας Ζητιάνος Γίνεται ένας Ευτυχισμένος Δότης
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ με δυσκολία, πήγαινα να επισκεφθώ γείτονες όταν ένας κουρελής ζητιάνος φώναξε: «Γιόργκε, δεν ζητιανεύεις πια; Πλούτισες;»
Ναι, είμαι ο Γιόργκε. Ήμουν ένας επαγγελματίας ζητιάνος επί 15 χρόνια, αλλά δεν ζητιανεύω πια. Απάντησα: «Ναι· τώρα είμαι πιο πλούσιος και από τον ιδιοκτήτη του ζαχαρόμυλου.» Στη βορειοανατολική Βραζιλία, οι ιδιοκτήτες μύλων αλέσεως ζαχαροκαλάμων είναι από τους πιο πλούσιους ανθρώπους.
Εκείνος με κοίταξε με κατάπληξι. Εγώ, επωφελούμενος από τη σιωπή του, πρόσθεσα: «Να γιατί: ‘Η ευλογία του Κυρίου πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν.’» (Παρ. 10:22) Εξήγησα ότι, μολονότι, εξακολουθούσα να έχω λίγα από τα πράγματα αυτού του κόσμου, θεωρούσα τον εαυτό μου πλούσιο. Γιατί; Επειδή είχα γνωρίσει τον αληθινό Θεό, είχα νοιώσει τις ευλογίες του στη ζωή μου, είχα κάνει αληθινούς φίλους, και είχα μια εργασία και αρκετά για να τρώγω.
Ο πρώην σύντροφός μου ζητιάνος εξεπλάγη. «Πώς μπόρεσες να σταματήσης να ζητιανεύης;» απόρησε. Αλλά ίσως και σεις να διερωτάσθε γιατί έγινα πρώτα-πρώτα ζητιάνος. Να η ιστορία μου.
Τραγικά Παιδικά Χρόνια
Γεννήθηκα το 1930, παράλυτος και στα δυο μου πόδια. Εκείνο τον καιρό, η οικογένειά μου ζούσε σε μια μικρή πόλι στην πολιτεία Παράιμπα της Βραζιλίας. Η συντήρησίς μας στηριζόταν στην αγροτική εργασία. Για να βοηθήσωμε τους γονείς μας, οι 11 αδελφοί και αδελφές μου κι εγώ, έπρεπε να εργασθούμε στη γη επίσης. Έρποντας στο έδαφος, και στηρίζοντας το σώμα μου με τα χέρια μου, εργαζόμουν όσο καλύτερα μπορούσα. Ο πατέρας έπρεπε να εργάζεται από πολύ πρωί ως αργά το βράδυ, όλες τις μέρες της εβδομάδας. Δεν χαιρόταν καμμιά Κυριακή ούτε διακοπές. Και στο τέλος του θερισμού και αφού πλήρωνε το νοίκι, εκείνο που έμενε δεν ήταν αρκετό για ν’ αγοράσωμε ρούχα ή φάρμακα.
Από την καλή πλευρά, είχα κληρονομήσει από τον παππού μου αγάπη για τη μουσική. Έμαθα να παίζω βιολί και ακκορντεόν και επί αρκετά χρόνια παίζαμε σε εύθυμες τοπικές γιορτές. Αλλά όταν έγινα 14 ετών, ο πατέρας αρρώστησε. Για ν’ αγοράσωμε φάρμακα έπρεπε να πουλήσωμε όλα τα υπάρχοντά μας. Πόσο έκλαψα όταν πούλησα το βιολί μου. Μου είχε δώσει τόσες πολλές ώρες ευτυχίας. Δυστυχώς, ο Πατέρας πέθανε πολύ σύντομα μετά απ’ αυτό, και μέσα σε πέντε μέρες πέθανε και η Μητέρα. Δώδεκα ορφανά έμειναν πίσω—φτωχά, πεινασμένα και χωρίς να ξέρωμε τι να κάνωμε ή πού να πάμε.
Καλοπροαίρετα άτομα που δεν γνώριζαν πράγματι την Αγία Γραφή μάς είπαν: «Δεχθήτε τη μοίρα σας, παιδιά. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού.» Μ’ αυτή τη συντριπτική άποψι χωρισθήκαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.
Πώς θα επιζούσα; Πήγα στη Σάντα Ρίτα και άρχισα να παίζω μουσική πάλι σε τοπικές γιορτές. Αλλά έπρεπε να νοικιάζω τα όργανα και πολλές φορές δεν μου έμεναν αρκετά για να πληρώσω το ενοίκιο της καλύβας όπου ζούσα, ανάπηρος και απελπισμένος.
Μια μέρα με προσκάλεσαν να παίξω σε μια λαϊκή γιορτή. Η σωματική μου εμφάνισι πρέπει να προκάλεσε μερικά σχόλια, και αφηγήθηκα τη θλιβερή μου κατάστασι. Ο ένας μετά τον άλλο έδειξαν συμπόνια και μου είπαν: «Έλα στο σπίτι μου. Θα σε βοηθήσω.» Και αυτό έκανα. Άρχισα να παίρνω δώρα και σκέφθηκα ότι η ζωή ενός ζητιάνου δεν ήταν στο κάτω-κάτω και τόσο άσχημη. Πριν περάση πολύς καιρός μου είχε γίνει τακτική ρουτίνα. Αργότερα βρήκα μια σύντροφο. Τα ρούχα, τα παπούτσια, η τροφή και άλλα πράγματα που μου έδιναν στην «περιοδεία» μου ήσαν αρκετά για να μας συντηρούν.
Η σωματική αναπηρία μου ήταν πραγματική, και αυτό συμβαίνει και σε πολλούς άλλους ζητιάνους επίσης. Αλλά, όπως έμαθα σύντομα, πολλοί που ζουν από ελεημοσύνες είναι δυνατοί και υγιείς.
Απάτες
Μερικοί ζητιάνοι γνωρίζουν την τέχνη να προσποιούνται θλίψι και ευσέβεια, εκλιπαρώντας τον οίκτο. Παραδείγματος χάρι, ένας από τους πρώην «συναδέλφους» μου ανέθρεψε τη μεγάλη του οικογένεια αποκλειστικά από ελεημοσύνες. Σε πολλές περιπτώσεις ταξίδευε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, σε απόστασι σχεδόν 3.000 χιλιομέτρων (1.860 μίλια), για να «εργασθή» εκεί όπου το εισόδημα ήταν μεγαλύτερο. Κάποτε περπάτησε όλο το δρόμο, οδηγούμενος από ένα από τα παιδιά του, ζητιανεύοντας από πόλι σε πόλι, προσποιούμενος τον τυφλό. Όταν συμπτωματικά τον συνάντησα, μου είπε: «Γιόργκε δεν έχω τίποτε. Αισθάνομαι θαυμάσια, πραγματικά θαυμάσια.»
Μία γυναίκα που ζούσε κοντά μου προσποιείτο ότι ήταν χήρα, και ντυνόταν πάντοτε στα μαύρα. Στην πραγματικότητα είχε ένα σύζυγο, δυο παιδιά και ένα σπίτι. Εκτός από τα χρήματα και τα τρόφιμα που έπαιρνε, έπαιρνε επίσης και καινούργια ενδύματα, τα οποία πουλούσε αμέσως. Ενόσω αυτή «εργαζόταν,» η οικογένειά της αναπαυόταν στο σπίτι.
Μια άλλη ζητιάνα εφάρμοζε ένα διαφορετικό τέχνασμα. Σήκωνε στην αγκαλιά της ένα βρώμικο παιδί από τη γειτονιά που έκλαιγε και το έπαιρνε μαζί της στους δρόμους, θρηνώντας: «Λυπηθήτε, για όνομα του Θεού. Βοηθήστε με ν’ αγοράσω γάλα για το μωρό μου.» Φυσικά, το παιδί που έκλαιγε ενέπνεε οίκτο και πολλοί περαστικοί ήσαν πρόθυμοι να της δώσουν μερικά χρήματα. Ύστερα επέστρεφε σπίτι παρέδιδε το παιδί στους πραγματικούς του γονείς, πληρώνοντάς τους μια μικρή αμοιβή για το «ενοίκιο.»
Μερικοί ζητιάνοι χρησιμοποιούν τυπωμένες κάρτες που μπορεί να λένε, «Ο τάδε, που μένει στον τάδε δρόμο [που δεν υπάρχει], είναι τυφλός και χρειάζεται τη βοήθεια σας για να φροντίση τα παιδιά του.» Ο ζητιάνος μπαίνει σ’ ένα λεωφορείο, δίνει από μια κάρτα σε κάθε επιβάτη, κι ύστερα επιστρέφει και παίρνει τις κάρτες και ό,τι προσφέρει ο καθένας. Άλλοι επιδεικνύουν πληγές και μωλωπίσματα και ζητούν χρήματα για να πληρώσουν για εγχείρησι. Λένε την ίδια ιστορία κάθε χρόνο, αλλά ποτέ δεν κάνουν την εγχείρησι.
Επίσης, η ιδιωτική ζωή ενός ζητιάνου είναι γενικά πολύ χαλαρή. Εγώ δεν αποτελούσα εξαίρεσι. Όταν κουραζόμουν από τη μια σύντροφο ή όταν με ενοχλούσε, απλώς της έδινα τα παπούτσια της στο χέρι και έπαιρνα άλλη.
Μπορεί μια τέτοια έκλυτη ζωή να φέρη πραγματική ευτυχία; Ασφαλώς αυτή η ζωή δεν μου έφερε καμμιά ευτυχία.
Επιθυμούσα μια Διέξοδο
Πολλές φορές αισθανόμουν ντροπή για τον εαυτό μου και ξέσπαγα σε δάκρυα. Έλεγα στον εαυτό μου: «Κάποια μέρα θα βρω τον τρόπο να εγκαταλείψω αυτή τη ζωή του ζητιάνου, με τη βοήθεια του Θεού. Αλλά δεν γνώριζα τον αληθινό Θεό τότε.
Μερικά περιστατικά μ’ έκαναν να σκεφθώ σοβαρά. Στην Καμπίνα Γκράντε, η ζητιάνα συνοδός μου είχε μεθύσει και σ’ ένα μπαρ οι άνδρες φώναξαν: «Άντε να εργασθής, αλήτη, τεμπέλη, μεθύστακα, ακαμάτη.» Αυτό σπάραξε την καρδιά μου, επειδή θεωρούσα τη ζητιανιά ως το μόνο μέσον για να ζήση κάποιος που βρισκόταν στη δική μου σωματική κατάστασι.
Όταν αισθανόμουν μελαγχολικός, μερικοί που με βοηθούσαν τακτικά μου έλεγαν: «Δεν είσαι ζητιάνος για μας. Μας αρέσει να σε βοηθούμε, Γιόργκε.» Παρ’ όλα αυτά, όλο και πιο συχνά η υποδοχή έδειχνε το αντίθετο. Κάποιος μου φώναξε, «Άντε στο διάβολο να ζήτησης ελεημοσύνες.» Αυτό με λύπησε. Θάπρεπε να εξακολουθήσω να ζω σ’ όλη μου τη ζωή μ’ αυτό τον τρόπο;
Μια μέρα πήρα το λεωφορείο επιστρέφοντας σπίτι από μια εκστρατεία επαιτείας στην πρωτεύουσα. Ένας νεαρός που καθόταν δίπλα μου άρχισε μια συζήτησι. Έβγαλε μια Αγία Γραφή και μου έδειξε ότι ο Θεός σκοπεύει να θέση τέρμα σ’ όλες τις ασθένειες, στις αδυναμίες, στην πείνα ακόμη και στο θάνατο. (Ησ. 33:24· 35:6· Ψαλμ. 72:16· Ησ. 25:8) Ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι τέτοιο. «Σκοπός του Θεού είναι να μεταμορφώση ολόκληρη τη γη σε παράδεισο,» είπε. Παράδεισο; Αυτό μ’ έκανε ν’ ακούσω! Σκέφθηκα μέσα μου: «Να η ευκαιρία σου να εγκαταλείψης αυτή τη δυστυχισμένη ζωή εκλιπαρώντας ελεημοσύνες.» Διευθετήσαμε να μ’ επισκεφθή. Ακριβώς τη συμφωνημένη ώρα, ο νεαρός ήλθε στο ταπεινό μου σπίτι να συνεχίσωμε τη συζήτησί μας.
Καθώς έφευγε κλείσαμε άλλη ημερομηνία. Αλλά όταν έφυγε θυμήθηκα ότι την ίδια ημερομηνία έπρεπε να παρακολουθήσω ένα πρόγραμμα στο βουντουιστικό κέντρο που σύχναζα. Όλη την εβδομάδα σκεπτόμουν: «Τι πρέπει να κάνω—να μελετήσω την Αγία Γραφή ή να πάω στο βουντουιστικό μάθημα;» Πήρα την απόφασί μου: θα μελετούσα το Λόγο του Θεού. Ποτέ δεν μετάνοιωσα γι’ αυτή την απόφασι. Μάλιστα, μετά από μερικές εβδομάδες μελέτης έμαθα ότι ο Δημιουργός καταδικάζει όλες τις μορφές πνευματισμού. (Δευτ. 18:9-13· Αποκ. 21:8) Θέλοντας να ευαρεστήσω το Θεό, γρήγορα διέκοψα τις σχέσεις μου με τους βουντουιστές και άρχισα να συνταυτίζομαι με την εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά την οποία παρακολουθούσε ο νεαρός.
Εγκαταλείποντας τη Ζωή του Ζητιάνου
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να είμαι και Χριστιανός και ζητιάνος ταυτόχρονα. Διότι ο Βιβλικός κανόνας είναι: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη» (2 Θεσ. 3:10) Αλλά πώς θα μπορούσα να εργασθώ; Σ’ αυτό το μέρος της χώρας είναι δύσκολο να βρη κανείς εργασία και αν ακόμη είναι υγιής. Πόσο πιο δύσκολο είναι για κάποιον που δεν μπορεί να χρησιμοποιήση τα πόδια του! Τι θα έκανα; Στοργικά, ένας από τους Μάρτυρες με έμαθε πώς να φτιάχνω ζαχαρωτά από καρύδα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές μου, ό,τι πουλούσα δεν ήταν αρκετό για να ζήσω. Έτσι εξακολουθούσα να ζητιανεύω. Ένοιωσα αποθαρρυμένος. Όλα είχαν χαθή;
Μια μέρα μου έδειξαν τι λέει η Αγία Γραφή στο εδάφιο Ψαλμός 37:25: «Νέος ήμην και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον.» Αυτό με εντυπωσίασε. Είχε δίκιο ο ψαλμωδός; Έπρεπε να το αποδείξω στον εαυτό μου. Έπρεπε ν’ αλλάξω την άποψί μου για αυτοσυμπόνια. Έτσι είπα στη συνοδό μου: «Από την επόμενη εβδομάδα δεν θα ζητιανεύω πια για ελεημοσύνη.» Εκείνη ζαλίσθηκε. «Πώς θα ζήσωμε; Θα πεθάνωμε από την πείνα!»
«Πιστεύω ότι ο Ιεχωβά θα προμηθεύση με κάποιον τρόπο τα αναγκαία μας» απάντησα. «Εκείνος γνωρίζει τι χρειαζόμαστε πριν ακόμη του το ζητήσωμε.» Σκέφθηκα τα εδάφια Ματθαίος 6:31-34—την υπόσχεσι ότι ο Θεός θα ευλογήση τις προσπάθειές μας να αποκτήσωμε τις υλικές μας ανάγκες αν ζητούμε πρώτα τη βασιλεία του και τη δικαιοσύνη του.
Ο Ιεχωβά υπήρξε πολύ καλός σ’ εμάς από τότε. Ποτέ πια δεν άπλωσα το χέρι μου για να ζητήσω ψωμί! Κατορθώνω να βγάζω τα απαραίτητα για τη ζωή μας με την εργασία. Ο ψαλμωδός είχε δίκιο. Τι συνέβη; Οι Μάρτυρες στην τοπική εκκλησία μού έδωσαν περισσότερες συμβουλές και με βοήθησαν ν’ αγοράσω πρώτες ύλες για προϊόντα ζαχαροπλαστικής, τα οποία εξακολουθώ να πουλώ. Επίσης, μερικές φορές την εβδομάδα μάζευα παλιόχαρτα στην πόλι και τα πουλούσα. Λίγο αργότερα, οι Μάρτυρες με βοήθησαν να υποβάλω αίτησι ζητώντας μια μικρή μηνιαία σύνταξι αναπηρίας. Πράγματι, ο Ιεχωβά αποδείχτηκε ένας στοργικός προμηθευτής, μέσω της βοήθειας της Χριστιανικής εκκλησίας.
Με τον καιρό έμαθα τις αρχές του Θεού για το γάμο και νομιμοποίησα τις σχέσεις μου με τη συνοδό μου με την οποία συζούσα αρκετά χρόνια. Αργότερα, στις 13 Απριλίου 1975, βαπτίσθηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά Θεό μέσω του Ιησού Χριστού. Όλο και περισσότερο επιδιδόμουν στις εκκλησιαστικές δραστηριότητες, διεξάγοντας μάλιστα μια από τις Γραφικές μελέτες της εκκλησίας κάθε εβδομάδα. Αυτή η ευκαιρία να κάνω πράγματα για τους άλλους μου έφερε μεγάλη ευτυχία.—Πράξ. 20:35.
Στην αρχή, η σύζυγός μου φοβόταν λίγο για όλες αυτές τις δραστηριότητες. Αλλά προς μεγάλη μου χαρά, και εκείνη άρχισε να παίρνη τη μελέτη της Αγίας Γραφής στα σοβαρά, και τώρα εκείνη κι εγώ μαζί λέμε στους άλλους τα ωραία πράγματα που μαθαίνομε. Η 10χρονη υιοθετημένη κόρη μας μετέχει κι εκείνη μαζί μας επίσης.
Μερικές φορές συναντώ πρώην συνάδελφους των δρόμων. Όταν με ρωτούν γιατί σταμάτησα να ζητιανεύω, δεν διστάζω να τους πω. Επί πλέον, έχω εξηγήσει επίσης σε όλους εκείνους τους καλούς ανθρώπους που με βοηθούσαν όταν είχα ανάγκη, ότι ελευθερώθηκα από την άχρηστη ζωή του ζητιάνου. Πράγματι, από ζητιάνος έγινα δότης, ενθαρρύνοντας και άλλους να ‘λάβουν δωρεάν το ύδωρ της ζωής.’—Αποκ. 22:17.
Γνωρίζοντας ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ειλικρινείς ζητιάνοι που βρίσκονται σε θλιβερές συνθήκες είναι άλυτα σ’ αυτό το παρόν σύστημα πραγμάτων, προσπαθώ να τους βοηθήσω να δουν τι επιφυλάσσει ο Θεός για το εγγύς μέλλον. Μερικοί ακούνε προσεκτικά. Άλλοι κοροϊδεύουν. Αλλά εγώ είμαι πεπεισμένος ότι οι υποσχέσεις της Αγίας Γραφής είναι αξιόπιστες.
Η συγκινητική πιθανότητα ν’ αποκτήσω ένα υγιές σώμα στη νέα τάξι του Θεού με γεμίζει με απερίγραπτη χαρά. Μ’ ένα τέτοιο σώμα επιθυμώ—όχι να ζητιανεύω—αλλά να προσφέρω βοήθεια με χέρια και με πόδια στην πραγματοποίησι της ελπίδας που ήταν η αφετηρία για να εγκαταλείψω τη ζωή του ζητιάνου: Της προσδοκίας να βοηθήσω να γίνη η γη παράδεισος, όπου «θέλει υπάρχει αφθονία σίτου εν τη γη» για όλους. (Ψαλμ. 72:16, ΜΝΚ) Τότε δεν θα υπάρχη καμμιά αιτία για να ζητιανεύη κανείς.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Όταν ο Πατέρας και η Μητέρα πέθαναν, 12 ορφανά έμειναν—φτωχά, πεινασμένα και χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
‘Τι πρέπει να κάνω—να μελετήσω την Αγία Γραφή ή να πάω στο βουντουιστικό μάθημα; Πήρα την απόφασί μου.’
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 23]
«Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να είμαι και Χριστιανός και ζητιάνος ταυτόχρονα.»