“Από Λιοντάρι Έγινα Αρνάκι”
ΑΦΟΥ ληστέψαμε και τρομοκρατήσαμε έναν υπάλληλο καταστήματος, οι αδελφοί μου και εγώ το σκάσαμε με το αμάξι μας. Ελάχιστα συνειδητοποιούσα με ποιο τρόπο εκείνη η μέρα η 14 Απριλίου 1972—θα απέδειχνε τι κακό «θεριό» είχα γίνει.
Πλησιάζαμε κοντά σ’ ένα μπλόκο της αστυνομίας στο δρόμο, όταν ξαφνικά μια ριπή από σφαίρες έπληξε το αμάξι μας. Ο αδελφός μου Λάρρυ έπεσε νεκρός στην αγκαλιά μου—το πρόσωπό του διαμελισμένο. Καλύφθηκα με το αίμα του. Βιαστήκαμε, αλλά δεν φτάσαμε μακριά, γιατί μια από τις σφαίρες έκανε το αμάξι να πάρει φωτιά. Πηδήξαμε έξω ψάχνοντας για άλλο αμάξι.
Κοντά μας ένας γέρος κοιμόταν μέσα στο αμάξι του. Είχα γίνει έξαλλος που είδα τον Λάρρυ να πεθαίνει. Γι’ αυτό με οργή γράπωσα τον άνθρωπο και δεν μπορούσα να σταματήσω να τον χτυπάω. Το κρανίο του έσπασε και σχεδόν πέθανε. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό κυνήγι με πολύ μεγάλη ταχύτητα από την αστυνομία, στη διάρκεια του οποίου χτυπήθηκα δυο φορές από πυροβόλο, έπαθα σκοτοδίνη και το αμάξι τράκαρε.
«Βγες έξω απ’ αυτό τ’ αμάξι και σήκωσε τα χέρια σου ψηλά!» Ήταν οι επόμενες λέξεις που θυμάμαι. Γύρω μου ήταν αστυνομία, αλλά και αυτό πάλι δεν με σταμάτησε τελείως. Μια κοντινή ριπή μου άνοιξε μια τρύπα στο στομάχι μου. Ακόμη όμως πάλευα με τον αστυνομικό, που με τα 135 κιλά του (270 πάουντς) με έριξε με το πρόσωπο προς τα κάτω σε μια λιμνούλα από λασπωμένα βαλτόνερα, κάθισε πάνω στην πλάτη μου και κοροϊδευτικά μου είπε: «Αράπη, θα πεθάνεις!»
Όταν αργότερα με πήγαν στο νοσοκομείο, δεν είχα παρά μόνο μια επιθυμία: Να σκοτώσω καθετί κινούμενο! Βλέπετε, μετά το θάνατο του μικρότερου αδελφού μου, δεν είχα κανένα σκοπό στη ζωή μου. Δεν είχα ελπίδα ότι θα γίνω κάτι στη ζωή. Για μένα, το θέμα ήταν ή θα σκότωνα ή θα σκοτωνόμουν. Ώστε δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που δυο ένοπλοι φρουροί κάθονταν δίπλα στο κρεβάτι μου στο νοσοκομείο!
Τι μου είχε δημιουργήσει όμως τη λιονταρίσια αυτή προσωπικότητα;
Βίαια Παιδικά Χρόνια
Πάντοτε κάποιος καβγάδιζε στην οικογένειά μας. Ο πατέρας ήταν τυφλός από το ένα μάτι από ένα καβγά. Μερικές φορές στεκόταν στην είσοδο μιας γεμάτης αίθουσας χορού και απειλούσε όλο τον κόσμο φωνάζοντας, «Κανείς δεν θα μπει και κανείς δε θα βγει!» Κανείς δεν τολμούσε να τον προκαλέσει. Γνώριζαν πόσο κακός ήταν! Εμείς ακολουθούσαμε το βίαιο παράδειγμα του πατέρα. Ένας από τους αδελφούς μου παραλίγο να μου κόψει το πόδι με ένα μεγάλο μαχαίρι απλά και μόνο επειδή είπα, «Δεν σκοπεύω να το κουνήσω!» Αν και η μητέρα μου μού έδειχνε κάποια στοργή, σκεφτόμουν, «Με δεκάξι παιδιά θα ήταν απόλυτα δύσκολο να δείξει σε όλους μας αγάπη.»
Η οικογένειά μας ήταν φτωχή όμως είχαμε τα αναγκαία. Αλλά εγώ ήθελα περισσότερα. Σύντομα άνοιγα σπίτια. Αυτό με οδήγησε στο αναμορφωτήριο σε ηλικία δεκατριών ετών και σε ακόμη μεγαλύτερη βία. Σ’ ένα καβγά μ’ ένα αγόρι που προσπάθησε να μ’ εκμεταλλευτεί, τον χτύπησα μέχρι που έπεσε παραζαλισμένος και το πρόσωπό του καλύφτηκε με αίμα.
Μετά την απελευθέρωσή μου από το αναμορφωτήριο, όλη μου η ζωή στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο γύρω από τον εαυτό μου και από τίποτα άλλο. Δεν υπήρξε περίοδος που να ενδιαφερόμουν λιγότερο για το διπλανό μου. Οι βίαιες ενέργειές μου αύξαναν σε ένταση. Μέχρι τη μέρα εκείνη του Απριλίου του 1972. Όταν ο αδελφός μου Κυ κι εγώ τελικά καταλήξαμε στο δικαστήριο μας ‘κατακεραύνωσαν’—τριάντα χρόνια στην Ομοσπονδιακή Φυλακή της Πολιτείας της Λουιζιάνας στην Αγκόλα της Λουιζιάνας!
Φτάσαμε στη φυλακή σαν δυο ανόητοι μαχαιροβγάλτες.» Αν και ήμουν μικροσκοπικός, και ζύγιζα μονάχα 62 κιλά (135 πάουντς), είχα μελετήσει τις στρατιωτικές τέχνες κι έκανα άρση βαρών. Μπορούσα εύκολα να σηκώσω παραπάνω από το διπλάσιο βάρος μου πάνω από το κεφάλι μου! Κυκλοφορούσαν τότε για μένα τα λόγια: «Μη μπλέξεις με τον Αλ, θα το τραβήξει μέχρι τέρμα. Θα σε σκοτώσει.»
‘Με Συγκλόνισε’
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαναν εβδομαδιαίες συναθροίσεις στη φυλακή. Πήγα από περιέργεια. «Δεν ξέρεις τι λες!» προκάλεσα έναν από τους υπομονετικούς, καλομίλητους διακόνους. «Πώς το ξέρεις ότι έτσι είναι τα πράγματα;» Σαν βαρυποινίτης είχα μάθει να είμαι επιφυλακτικός. Ήμασταν άριστοι στη χρησιμοποίηση «γλυκού» λόγου για να χειραγωγούμε τους άλλους. Έτσι τα ελκυστικά λόγια των Μαρτύρων δεν με συγκίνησαν από την αρχή.
Μετά ένιωσα κάτι από τη μεριά τους που δεν τάχα γνωρίσει ποτέ σ’ ολόκληρη τη ζωή μου: Γνήσιο ανιδιοτελές ενδιαφέρον. Καταρχήν έπρεπε να ταξιδεύουν κοντά μια ώρα κάθε φορά για να φτάσουν στη φυλακή. Αυτό το έκαναν εβδομάδα παρά εβδομάδα χωρίς κανένα υλικό όφελος. Επίσης εξοικονομούσαν χρόνο, ακόμη κι όταν δεν βρίσκονταν στη φυλακή, για να συζητούν τα προβλήματά μας και τις ερωτήσεις μας με τους άλλους πρεσβυτέρους στην εκκλησία και την επόμενη εβδομάδα μάς έδιναν περισσότερες πληροφορίες. Αληθινά ήθελαν να μας βοηθήσουν. Το αισθανόμουν αυτό.
Η αλήθεια από την Αγία Γραφή που μάθαινα ήταν τόσο λογική όσο και πρακτική. Σιγά σιγά την εφάρμοζα. Προοδευτικά άρχισα να απαλλάσσομαι από τη λιονταρίσια παλιά προσωπικότητά μου και να ενδύομαι την καινούργια προσωπικότητα στην οποία υπήρχε συμπάθεια, ευγένεια και ταπεινοφροσύνη. Αισθανόμουν όμορφα μέσα μου. Η Αγία Γραφή είχε πραγματικά αντίκτυπο! Μετά ήρθε η πρώτη συνέλευση των Μαρτύρων που έγινε μέσα στην αυλή της φυλακής.a—Κολοσσαείς 3:9-12.
Η ανυπόκριτη αγάπη των παραπάνω από 300 Μαρτύρων απλά ‘με συγκλόνισε!’ Δεν υπήρχε ίχνος προκαταλήψεως εξαιτίας της φυλής μας ή του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στη φυλακή. Είναι ακριβώς όπως είπε ο Ιησούς, από την αυτοθυσιαστική αυτή αγάπη «όλοι θα γνωρίσουν» τους αληθινούς του μαθητές. Προηγουμένως, πίστευα στη θρησκεία—αλλά με το δικό μου τρόπο. Το σύνθημά μου ήταν πάντα, «Κάντο στους άλλους πριν το κάνουν εκείνοι σε σένα.» Η ανιδιοτελής αγάπη των Μαρτύρων με συγκίνησε βαθύτατα. Πράγματι στη συνέλευση αυτή—5 Οκτωβρίου 1974—βαπτίστηκα.—Ιωάννης 13:34, 35.
Βαθαίνοντας τις Σχέσεις Μου με τον Θεό
Οι Μάρτυρες με δίδαξαν να μελετάω σε βάθος την Αγία Γραφή. Έφτασα να αισθάνομαι το τρυφερό ενδιαφέρον του Ιεχωβά στη ζωή μου. Το έλεός του απλώς με κατασύντριψε. Όταν θυμόμουνα το παρελθόν μου, σχεδόν πάθαινα νευρική κατάρρευση. «Έβλεπα» συνεχώς τα τρομοκρατημένα πρόσωπα εκείνων που είχα ληστέψει ή που είχα χτυπήσει. Αλλά μετά, για να αισθανθώ πλήρη τη συγνώμη του Ιεχωβά, αισθανόμουν ότι ήθελα να κάνω καθετί που θα τον ευχαριστούσε. Επίσης εφάρμοζα το Ρωμαίους 13:1, για πρώτη φορά στη ζωή μου υποτασσόμουν στις «ανώτερες εξουσίες» με τον τρόπο που αυτές αντιπροσωπεύονταν από τους αξιωματούχους της φυλακής.—Ησαΐας 1:18, 19.
Για να αποφύγω την οπισθοχώρηση στην προηγούμενη προσωπικότητά μου, έπρεπε να διαφυλάξω τις σκέψεις και την καρδιά μου. Εξανάγκαζα τη διάνοιά μου να ενδιατρίβει στις Γραφές και στα Βιβλικά παραδείγματα μάλλον παρά στις βίαιες πράξεις όπως πριν. Αγωνιζόμουν διαρκώς—κάθε μέρα—για ν’ ανταποκριθώ στους κανόνες του Ιεχωβά όσο πληρέστερα γινόταν. Αυτή η στάση είναι κρίσιμη όταν είσαι κλειδωμένος μαζί με χιλιάδες εντελώς διεφθαρμένους ανθρώπους. Λυπηρό για να το πει κανείς, ορισμένοι που έγιναν Μάρτυρες όταν βρίσκονταν στην Αγκόλα, επέτρεψαν στις ανησυχίες και στις απολαύσεις της ζωής να καταπνίξουν το μήνυμα της αλήθειας που είχε σπαρθεί μέσα στην καρδιά τους. Η επιθυμία ορισμένων να βγουν από τη φυλακή ή να παντρευτούν επισκίασε τα πνευματικά πράγματα και αυτοί έγιναν λυπηρά παραδείγματα. Έφτασαν μέχρι να καταστρέψουν τη ζωή Μαρτύρων που τους παντρεύτηκαν χωρίς να γνωρίζουν την αληθινή τους πνευματική κατάσταση.—Λουκάς 8:11-15.
Για ν’ αποφύγω οποιαδήποτε τέτοια προβλήματα, κρατούσα απασχολημένο τον εαυτό μου στη βοήθεια των άλλων φυλακισμένων που είχαν την ίδια ελπίδα και το σκοπό που είχα εγώ τώρα. Για αρκετά χρόνια αφιέρωνα παραπάνω από εκατό ώρες το μήνα στο έργο αυτό. Κάποια φορά έκανα είκοσι εβδομαδιαίες Γραφικές μελέτες! Οκτώ από αυτούς τους τροφίμους των φυλακών έγιναν αφιερωμένοι Μάρτυρες. «Ένας από αυτούς, με βίαιο χαρακτήρα, είχε φυλακιστεί γιατί σκότωσε τη σύζυγό του. Πόσο ικανοποιητικό ήταν να βλέπει κανείς ένα άλλο «λιοντάρι» να γίνεται ένα από τα «πρόβατα» του Θεού!
Η Ζωή Έξω από τη Φυλακή
Αφού υπηρέτησα εννιά χρόνια, απελευθερώθηκα το 1981. Τι χαρά που μπορούσα να συναναστρέφομαι ελεύθερα με την εκκλησία! Ωστόσο, ήταν ορισμένοι που μου έδωσαν την εντύπωση ότι, εξαιτίας του παρελθόντος μου, έπρεπε να «αποδείξω» ποιος ήμουν πρώτα. «Ήξερα ότι το να ευχαριστεί κανείς τον Ιεχωβά είναι το πρωταρχικό και ότι με τον καιρό οι άλλοι θα έβλεπαν την πνευματική μου πρόοδο. Τώρα η ζωή μου αντιμετώπιζε μια άλλη πρόκληση—τη φροντίδα για μια σύζυγο μαζί με τα πέντε της παιδιά.—Πράξεις 9:26.
Ήμουν ευτυχισμένος που βρήκα μια σύζυγο όπως η Βαρβάρα, που ήταν πλήρως αφιερωμένη στον Ιεχωβά. Η πειθαρχική της υποστήριξη ήταν ζωτική. Για να κρατάμε τον Ιεχωβά πάνω από καθετί άλλο. στην οικογένειά μας, μελετάμε μαζί κάθε εβδομάδα—ό,τι κι αν συμβεί—και διδάσκουμε στους άλλους τη Γραφή σαν οικογένεια. Φυσικά, όπως και κάθε ζευγάρι, έχουμε τις μικρές μας διαφορές. Αλλά όταν—θυμώνω, πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο, παίρνω τη Βίβλο ή το Βοήθημα Γραφικής Μελέτης και αρχίζω το διάβασμα. Σε μια ώρα ή τόσο περίπου είμαστε το ίδιο όπως πριν.
Διαβάζοντας πόσοι πολλοί εγκληματίες ξαναγυρνάνε στους προηγούμενους τρόπους των, ίσως αναρωτιέστε κατά πόσο ένα «λιοντάρι» μπορεί να γίνει αληθινά «αρνάκι». Μπορεί η ελκυστική εικόνα που περιγράφεται στο Ησαΐας 11:6-9 του αρνιού και του λιονταριού που συγκατοικούν σε ειρήνη για να γίνει πραγματικότητα ανάμεσα στο λαό του Θεού σήμερα; Κάτι συνέβη που νομίζω ότι παρέχει την απάντηση εν μέρει. Θα αφήσω τη Βαρβάρα να σας το πει.
«Ο Αλ κι εγώ γυρνούσαμε από το έργο κηρύγματος. «Ένας άνδρας βγήκε από το μπαρ, μας κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και φώναξε, ‘Για δες μια όμορφη γυναίκα! Πρέπει οπωσδήποτε να τη φιλήσω!’ Μετά ήρθε προς εμένα και άρχισε να βάζει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου,» εξηγεί η Βαρβάρα. «Κοίταξα τον Αλ και είδα το στόμα του να σφίγγεται. Αλλά ο Αλ δεν έκανε τίποτα. Έκανα πίσω και τότε ο άνθρωπος εκείνος γύρισε και έσφιξε το χέρι του Αλ. Είπε στο σύζυγό μου, ‘Συγνώμη, κύριε, αλλά με τέτοια ομορφιά έχασα τα μυαλά μου.’ Έφυγε. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τι είπε τότε ο Αλ. ‘Μωρό μου, ας ήξερε μονάχα τι μπορούσα να τον είχα κάνει.’ Είπα στον Αλ, ‘Το πνεύμα του Ιεχωβά ήταν ασφαλώς μαζί σου.’»
Ναι, πραγματικά, όταν αναπολώ τις αλλαγές που έκανα, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν απλά και μόνο ο Αλ που τις έκανε. Ήταν το πνεύμα του Ιεχωβά, η καθοδήγησή του και η ακριβής γνώση από το Λόγο του που άλλαξε το «λιοντάρι» αυτό σε «αρνάκι» του ποιμνίου του καλού ποιμένα.—Από συνεργάτη μας
[Υποσημειώσεις]
a Για λεπτομέρειες βλέπε το Ξύπνα! 8 Οκτωβρίου 1977.