Οι Αντιξοότητες του Πολέμου με Προετοίμασαν για τη Ζωή
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΕΡΝΣΤ ΚΡΟΜΕΡ
«Εδώ είναι το δωμάτιό σας». Με αυτά τα λόγια μάς καλωσόρισαν, το συνεργάτη μου και εμένα, στην Γκαμπόν της Δυτικής Αφρικής. Υπήρχε χώρος μόλις για ένα στρώμα. Μείναμε σε εκείνο το δωμάτιο έξι μήνες.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι έζησα σε ένα αγρόκτημα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με προετοίμασε για τις δύσκολες συνθήκες ζωής που αντιμετώπισα. Σύντομα μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το 1939, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Πολωνία. Τότε ήμουν τεσσάρων χρονών. Η οικογένειά μας αποτελούνταν από τους γονείς μου, το μικρότερο αδελφό και τη μικρότερη αδελφή μου και τις δύο μεγαλύτερες αδελφές μου. Ο πατέρας μας μάς είχε προειδοποιήσει να είμαστε προετοιμασμένοι για δύσκολους καιρούς αν η Γερμανία έχανε τον πόλεμο.
Ζούσαμε στο Λέβενσταϊν, ένα μικρό γερμανικό χωριό στην Κάτω Σιλεσία, η οποία τώρα αποτελεί μέρος της Πολωνίας. Στο αγρόκτημά μας, που είχε έκταση 250 στρεμμάτων, καλλιεργούσαμε σιτάρι και εκτρέφαμε ζώα. Ο πατέρας μου εργαζόταν επίσης ως υπεύθυνος των αγροτών της περιοχής. Όταν πήραν τον έλεγχο οι Ναζί, χρησιμοποίησαν τον πατέρα μου για να οργανώσει τους αγρότες ώστε να υποστηρίξουν τον πόλεμο.
Ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει στο ιππικό κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τώρα το γεγονός ότι εργαζόταν για την κυβέρνηση σε συνεργασία με τους Ναζί τον γλίτωσε από τη στρατολόγηση. Οι γονείς μου είχαν εγκαταλείψει από καιρό την εκκλησία επειδή ήταν απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο είχε ενεργήσει ο κλήρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, μεγάλωσα χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη θρησκεία.
Άρχισα να πηγαίνω σχολείο το 1941, αλλά το απεχθανόμουν και πίστευα ότι υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω από το να κοιτάζω έναν μαυροπίνακα. Στις αρχές του 1945, μόλις λίγους μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου, το Μπρεσλάου (σήμερα Βρότσλαφ), η πρωτεύουσα της Κάτω Σιλεσίας, πολιορκήθηκε από τους Ρώσους. Κάποιο σαββατόβραδο μπορούσαμε να δούμε την πόλη, σχεδόν 50 χιλιόμετρα μακριά, φωτισμένη από τα πυρά των όλμων και από τις εκρήξεις των βομβών που έριχναν τα αεροπλάνα. Σύντομα χρειάστηκε να διαφύγουμε στα βουνά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, επιστρέψαμε στο Λέβενσταϊν.
Μετά τον Πόλεμο
Μετά τον πόλεμο ακολούθησαν τρομεροί καιροί. Γυναίκες βιάζονταν και οι λεηλασίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Τα περισσότερα ζώα μας κλάπηκαν.
Ο πατέρας μου συνελήφθη τον Ιούλιο του 1945. Τον ανέκριναν βάναυσα επί εφτά νύχτες και μετά τον άφησαν ελεύθερο. Τρεις μήνες αργότερα τον συνέλαβαν και πάλι και τον πήραν μακριά. Δεν τον ξαναείδαμε από τότε. Δύο Πολωνοί κατέλαβαν το αγρόκτημά μας ισχυριζόμενοι ότι ήταν οι ιδιοκτήτες. Τον Απρίλιο του 1946, ειπώθηκε σε όλους τους Γερμανούς στο χωριό να φύγουν και να πάρουν μόνο ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν.
Η μητέρα μου ήταν προετοιμασμένη για αυτό και έτσι δεν πανικοβληθήκαμε. Είχε ένα μεγάλο καλάθι με ρόδες στο οποίο έβαλε σκεπάσματα και ο καθένας μας κρατούσε ένα σακίδιο γεμάτο με πράγματα που χρειαζόμασταν. Η πολωνική πολιτοφυλακή μάς έβαλε σε βαγόνια που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ζώων—30 άτομα σε κάθε βαγόνι. Έπειτα από περίπου δύο εβδομάδες, φτάσαμε στον προορισμό μας στη βορειοδυτική Γερμανία, κοντά στην Ολλανδία.
Η κυβέρνηση παραχώρησε στην οικογένειά μας, που περιλάμβανε και τους συγγενείς μας—19 άτομα συνολικά—δύο δωμάτια σε ένα αγρόκτημα περίπου οχτώ χιλιόμετρα από το Κβάκενμπρουκ. Με τον καιρό, δόθηκαν σε μερικά μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μας κάποιοι χώροι για να μένουν μαζί με άλλους αγρότες, και έτσι δεν ήμασταν τόσο στριμωγμένοι.
Η μητέρα μου έκανε πολλές θυσίες για εμάς τα παιδιά, και πολλές φορές δεν έτρωγε εκείνη για να μπορούμε να τρώμε εμείς. Τον πρώτο χειμώνα δεν είχαμε καυσόξυλα. Οι τοίχοι και τα ταβάνια μας καλύπτονταν από ένα παχύ στρώμα πάγου και τα δωμάτιά μας έμοιαζαν με σπηλιά από πάγο. Ευτυχώς, είχαμε ζεστά σκεπάσματα και έτσι επιβιώσαμε.
Επαφή με Μάρτυρες
Το 1949 περίπου, κάποια θεία μου έδωσε στη μητέρα μου το περιοδικό Η Σκοπιά. Ένα άρθρο αυτού του περιοδικού τής θύμισε ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε ακούσει τον Χίτλερ στο ραδιόφωνο να κατηγορεί “κάποιο γένος ανθρώπων” οι οποίοι προέβλεπαν την πτώση της Γερμανίας. Η μητέρα μου αναρωτιόταν τότε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Όταν διάβασε στη Σκοπιά ότι ήταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, κεντρίστηκε το ενδιαφέρον της και αποφάσισε να μελετήσει τη Γραφή μαζί τους.
Κάποια μέρα τον Απρίλιο του 1954, συνάντησα το αντρόγυνο των Μαρτύρων που μελετούσαν με τη μητέρα μου. Μετά τη μελέτη δέχτηκα το βιβλιάριο Μπορείτε να Ζήσετε για Πάντα με Ευτυχία Επάνω στη Γη;, καθώς και μια συνδρομή στη Σκοπιά. Όταν διάβασα το βιβλιάριο, ήμουν πεπεισμένος ότι είχα βρει την αλήθεια. Το έδωσα, λοιπόν, στην εργοδότριά μου για να το διαβάσει. Όταν τη ρώτησα πώς της φάνηκε, εκείνη απάντησε: «Οι σκέψεις είναι πολύ ωραίες αλλά κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί. Δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Πάντως, εγώ είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η αλήθεια», της είπα, «και θα την ακολουθήσω». Εκείνη είπε κουνώντας το κεφάλι της: «Αυτό το άγγελμα είναι για πράους ανθρώπους. Εσύ είσαι τόσο απείθαρχος ώστε δεν είναι δυνατόν να γίνεις Μάρτυρας». Αλλά εγώ άρχισα να κάνω αλλαγές στη ζωή μου.
Αν και δεν υπήρχαν Μάρτυρες στην περιοχή, μελετούσα μόνος μου και διένυα περίπου 10 χιλιόμετρα κάθε εβδομάδα με το ποδήλατο για να παρακολουθώ τις συναθροίσεις τους. Αργότερα πήγα σε μια συνέλευση περιοχής, όπου συναθροίστηκαν αρκετές εκκλησίες των Μαρτύρων για να αποδώσουν λατρεία. Εκεί συμμετείχα για πρώτη φορά μαζί με άλλους στο δημόσιο κήρυγμα. Σύντομα το έκανα αυτό σε τακτική βάση. Στις 14 Ιουλίου 1954 η μητέρα μου και εγώ βαφτιστήκαμε. Αργότερα, η μητέρα της μητέρας μου έγινε επίσης Μάρτυρας του Ιεχωβά σε ηλικία 80 χρονών.
Εργαζόμουν σε κάποιο αγρόκτημα αλλά μου έπαιρνε πολύ χρόνο, γι’ αυτό έφυγα από εκεί και βρήκα δουλειά σε ένα δασικό καταφύγιο. Έπειτα η οικογένειά μας μετακόμισε στο Ρόιτλινγκεν, μια μικρή πόλη κοντά στη Στουτγάρδη. Τότε ήταν που έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά και η Ίνγκριτ, η μικρότερη αδελφή μου—η μόνη από τα αδέλφια μου.
Κήρυγμα σε Ολοχρόνια Βάση
Το 1957, η μητέρα μου κατάφερε τελικά να πάρει πιστοποιητικό θανάτου για τον πατέρα μου. Ως αποτέλεσμα, άρχισε να λαβαίνει μια σύνταξη, πράγμα που της έδωσε τη δυνατότητα να ζει χωρίς την οικονομική μου βοήθεια. Εφόσον δεν είχα πια αυτές τις οικογενειακές υποχρεώσεις, βρήκα εργασία μερικής απασχόλησης και τον Απρίλιο του 1957 ξεκίνησα το κήρυγμα σε ολοχρόνια βάση ως σκαπανέας. Κατόπιν, έλαβα την πρόσκληση να υπηρετήσω ως ειδικός σκαπανέας. Ένας αδελφός όταν το άκουσε αυτό με κάλεσε στο γραφείο του και είπε: «Είμαι βέβαιος ότι χρειάζεσαι κάποια βοήθεια». Τότε μου έδωσε 500 γερμανικά μάρκα. Με αυτά τα χρήματα αγόρασα όλα τα ρούχα που χρειαζόμουν και μου έμειναν και 200 μάρκα.
Το 1960, προσφέρθηκα να υπηρετήσω στην Αυστρία, όπου απόλαυσα το κήρυγμα στο μικρό χωριό Σέιπς και για ένα σύντομο διάστημα στην πόλη Λιντς, αλλά αργότερα εκείνον το χρόνο είχα ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα στο οποίο έσπασα το δεξί μου πόδι. Έπειτα από αρκετές εγχειρήσεις μπόρεσα να συνεχίσω στο διορισμό μου. Αλλά το 1962 έπρεπε να επιστρέψω στο Ρόιτλινγκεν προκειμένου να τακτοποιήσω κάποια μεταναστευτικά ζητήματα. Ενώ βρισκόμουν εκεί, έκανα μία ακόμη εγχείρηση για να αφαιρέσω τη μεταλλική ράβδο που μου είχαν τοποθετήσει στο πόδι. Διέκοψα το σκαπανικό για έξι μήνες προκειμένου να βγάλω χρήματα για τα ιατρικά έξοδα.
Όταν ένας περιοδεύων επίσκοπος επισκέφτηκε την εκκλησία στην οποία υπηρετούσα, μου πρότεινε να κάνω αίτηση για να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων, που βρισκόταν τότε στο Βισμπάντεν της Γερμανίας. Υπέβαλα την αίτηση και έπειτα από δύο εβδομάδες έλαβα ένα τηλεγράφημα που μου έλεγε να πάω εκεί όσο το δυνατόν συντομότερα. Σε μία εβδομάδα, το Μάιο του 1963, βρισκόμουν στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας, το οποίο αποκαλείται Μπέθελ, και εργαζόμουν σε ένα περιστροφικό πιεστήριο που τύπωνε περιοδικά.
Προσπαθώ Επιμελώς να Μάθω
Το Μπέθελ ήταν ο καλύτερος τόπος όπου είχα ζήσει ποτέ, και προσαρμόστηκα γρήγορα στη σκληρή εργασία. Το 1965, επισκέφτηκα την Ισπανία, μεταφέροντας μυστικά διάφορα Γραφικά έντυπα, εφόσον το έργο κηρύγματος εκεί ήταν τότε υπό απαγόρευση. Η επίσκεψη αυτή μου δημιούργησε την επιθυμία να μάθω μια άλλη γλώσσα και επέλεξα την αγγλική. Αξιοποιούσα κάθε ευκαιρία που μου δινόταν για να μελετάω. Εκείνον τον καιρό σχηματίστηκε ο πρώτος αγγλόφωνος όμιλος στη Γερμανία και συνταυτίστηκα με αυτόν. Την πρώτη φορά που προετοιμάστηκα για ένα άρθρο μελέτης της Σκοπιάς στην αγγλική χρειάστηκα εφτά ώρες. Τη δεύτερη φορά χρειάστηκα μόνο πέντε ώρες, και έτσι κατάλαβα ότι έκανα πρόοδο.
Το 1966, έλαβα την πρόσκληση να παρακολουθήσω την 43η τάξη της Γαλαάδ, μιας σχολής στις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία εκπαιδεύει διακόνους των Μαρτύρων του Ιεχωβά για ιεραποστολικό έργο. Έπειτα, μετά την αποφοίτηση, ο Γκούντερ Ρέσκε και εγώ πήραμε διορισμό για την Γκαμπόν της Δυτικής Αφρικής, τον Απρίλιο του 1967. Όταν φτάσαμε στη Λιμπρεβίλ, την πρωτεύουσα της Γκαμπόν, μείναμε στο μικροσκοπικό δωμάτιο που περιγράφεται στην αρχή και κρεμούσαμε τα ρούχα μας στην τραπεζαρία. Έξι μήνες αργότερα, μετακομίσαμε σε έναν άλλον ιεραποστολικό οίκο.
Στην Γκαμπόν, ο μεγαλύτερος αγώνας μου ήταν να μάθω τη γαλλική. Τελικά, έπειτα από έντονη προσπάθεια τα κατάφερα αρκετά καλά. Έπειτα, το 1970, το έργο μας κηρύγματος στην Γκαμπόν τέθηκε ξαφνικά υπό απαγόρευση και δόθηκε σε εμάς τους ιεραποστόλους προθεσμία δύο εβδομάδων για να φύγουμε από τη χώρα.
Στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία
Μαζί με άλλους ιεραποστόλους, διορίστηκα στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία. Η γαλλική ήταν η επίσημη γλώσσα της χώρας, αλλά για να μπορούμε να κηρύξουμε στους περισσότερους ανθρώπους, έπρεπε να μάθουμε τη γλώσσα σάνγκο. Είχαμε σταλθεί για να ιδρύσουμε έναν ιεραποστολικό οίκο στην πόλη Μπαμπάρι, περίπου 300 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, την Μπάνγκι. Η Μπαμπάρι δεν είχε ούτε ηλεκτρισμό ούτε τρεχούμενο νερό, αλλά οι δύο εκκλησίες χρειάζονταν τη βοήθειά μας. Οι εμπειρίες που είχα στη διάρκεια του πολέμου στην Ευρώπη με διευκόλυναν πολύ στο να αντιμετωπίσω τις συνθήκες διαβίωσης στην Μπαμπάρι, καθώς και σε άλλα μέρη στη συνέχεια.
Αφού υπηρέτησα δύο χρόνια στην Μπαμπάρι, διορίστηκα να επισκέπτομαι εκκλησίες ως περιοδεύων επίσκοπος. Υπήρχαν περίπου 40 εκκλησίες στη χώρα, και εγώ δαπανούσα μία εβδομάδα σε κάθε εκκλησία του διορισμού μου. Είχα ένα μικρό αυτοκίνητο, αλλά όταν οι χωματόδρομοι γίνονταν πολύ δύσβατοι, χρησιμοποιούσα τα δημόσια μέσα μεταφοράς.
Η Μπάνγκι ήταν το μόνο μέρος σε ολόκληρη τη χώρα όπου μπορούσαν να επισκευαστούν οχήματα. Εφόσον η διακονία μου απαιτούσε πολλά ταξίδια, αγόρασα μερικά βιβλία για επισκευές οχημάτων, πήρα μερικά εργαλεία και έκανα τις περισσότερες επισκευές στο αυτοκίνητο μόνος μου. Κάποια φορά έσπασε το κιβώτιο του διαφορικού και το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να κινηθεί. Βρισκόμουν 60 περίπου χιλιόμετρα μακριά από το κοντινότερο σπίτι, και έτσι έκοψα ένα κομμάτι σκληρό ξύλο από το δάσος και το διαμόρφωσα στο σχήμα του κιβωτίου. Χρησιμοποιώντας άφθονο γράσο, το στερέωσα με σύρμα στο διαφορικό και κατάφερα να συνεχίσω το ταξίδι μου.
Η υπηρεσία στην ύπαιθρο ή σε αγροτικές περιοχές αποτελούσε ιδιαίτερη πρόκληση επειδή συνήθως λίγοι άνθρωποι εκεί ήξεραν να διαβάζουν ή να γράφουν. Σε κάποια εκκλησία, μόνο ένα άτομο μπορούσε να διαβάζει, και είχε και κάποιο πρόβλημα στην ομιλία του. Το μάθημα της Σκοπιάς ήταν ασυνήθιστα δύσκολο, αλλά εγώ ένιωθα την πίστη μου να ενισχύεται καθώς έβλεπα την εκκλησία να κάνει ειλικρινή προσπάθεια για να κατανοήσει τα σημεία που εξετάζονταν.
Αργότερα, ρώτησα τους αδελφούς του ομίλου πώς μπορούσαν να ωφελούνται από μαθήματα τα οποία δεν καταλάβαιναν πλήρως. Η απάντησή τους ήταν θαυμάσια: «Λαβαίνουμε ενθάρρυνση ο ένας από τον άλλον».—Εβραίους 10:23-25.
Αν και πολλοί από τους Χριστιανούς αδελφούς μου ήταν αγράμματοι, με δίδαξαν πολλά σχετικά με τη ζωή και τον τρόπο διαβίωσης. Εκτίμησα την αξία της Γραφικής συμβουλής που λέει να “θεωρούμε τους άλλους ανώτερους”. (Φιλιππησίους 2:3) Οι Αφρικανοί αδελφοί μου με δίδαξαν πολλά σχετικά με την αγάπη, την καλοσύνη και τη φιλοξενία καθώς και πώς να επιβιώνω στην ύπαιθρο. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια του αδελφού Νάθαν Νορ, τότε προέδρου της Σχολής Γαλαάδ, τη μέρα της αποφοίτησής μου σήμαιναν τώρα πολύ περισσότερα για εμένα. Είχε πει: «Να είμαστε ταπεινοί, ποτέ να μη νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα. Δεν τα ξέρουμε. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να μάθουμε».
Η Ζωή στην Αφρικανική Ύπαιθρο
Έμενα με τους ντόπιους αδελφούς καθώς πήγαινα από εκκλησία σε εκκλησία. Συνήθως η εβδομάδα της επίσκεψής μου ήταν κατά κάποιον τρόπο γιορτή, ιδιαίτερα για τα παιδιά. Αυτό συνέβαινε επειδή η φιλοξενούσα εκκλησία πήγαινε για κυνήγι ή για ψάρεμα και έκαναν ειδική προσπάθεια ώστε να υπάρχει αρκετή τροφή για όλους.
Όταν έμενα στις καλύβες με τους αδελφούς, έτρωγα τα πάντα, από τερμίτες μέχρι κρέας ελέφαντα. Ο πίθηκος περιλαμβανόταν τακτικά στο μενού. Το αγριογούρουνο και ο σκαντζόχοιρος ήταν πεντανόστιμα. Βέβαια, δεν είχαμε κάθε μέρα συμπόσιο. Αρχικά, το σώμα μου χρειάστηκε λίγο χρόνο για να προσαρμοστεί στο διαιτολόγιο, αλλά όταν συνέβη αυτό, το στομάχι μου δεχόταν σχεδόν οτιδήποτε μου σέρβιραν. Έμαθα ότι το να τρώω παπάγια μαζί με τους σπόρους της έκανε καλό στο στομάχι.
Στην ύπαιθρο μπορεί να συμβεί το πιο απρόσμενο πράγμα. Σε κάποια περίπτωση με πέρασαν για το λευκό πνεύμα κάποιου νεκρού το οποίο ζει στο νερό, όπως λένε. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό το πνεύμα μπορεί να τραβήξει κάποιον και να τον πνίξει. Έτσι λοιπόν, μια φορά ενώ έβγαινα από το ποτάμι μετά το μπάνιο μου, ένα κορίτσι που είχε έρθει να πάρει νερό με είδε και άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας. Όταν κάποιος αδελφός προσπάθησε να εξηγήσει ότι ήμουν ένας επισκέπτης κήρυκας, όχι κάποιο πνεύμα, οι άνθρωποι δεν το πίστευαν. Ισχυρίζονταν ότι «ένας λευκός δεν θα έφτανε ποτέ ως εδώ».
Συχνά, κοιμόμουν στο ύπαιθρο επειδή είχε δροσιά. Πάντα είχα μαζί μου κουνουπιέρα, η οποία με προστάτευε επίσης από φίδια, σκορπιούς, αρουραίους και άλλα ζώα. Αρκετές φορές δέχτηκα επίθεση από μυρμήγκια λεγεωνάριους και η κουνουπιέρα με προστάτεψε. Κάποια νύχτα έστρεψα το φακό μου στην κουνουπιέρα και είδα ότι ήταν γεμάτη μυρμήγκια. Το έβαλα αμέσως στα πόδια επειδή, αν και μικρά, αυτά τα μυρμήγκια μπορούν να σκοτώσουν ακόμη και λιοντάρια.
Όταν ήμουν στο νότιο μέρος της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας, κοντά στον ποταμό Κόνγκο, κήρυττα στους Πυγμαίους, οι οποίοι ζουν πραγματικά από τη γη. Είναι δεινοί κυνηγοί και ξέρουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να φάει κάποιος. Μερικοί μιλούν τη γλώσσα σάνγκο, και τους άρεσε να ακούν. Δέχονταν να τους επανεπισκεφτούμε, αλλά όταν ξαναπηγαίναμε, διαπιστώναμε ότι είχαν μετακινηθεί σε άλλο μέρος. Τότε κανείς δεν έγινε Μάρτυρας, αλλά αργότερα έμαθα ότι μερικοί Πυγμαίοι έγιναν Μάρτυρες στη Δημοκρατία του Κονγκό.
Επί πέντε χρόνια, υπηρέτησα ως επίσκοπος περιοχής στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία. Ταξίδεψα σε όλη τη χώρα, επισκεπτόμενος κυρίως εκκλησίες στην ύπαιθρο.
Υπηρεσία στο Γραφείο Τμήματος της Νιγηρίας
Το Μάιο του 1977, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Λάγος της Νιγηρίας. Αυτή η χώρα με τους περισσότερους κατοίκους στην Αφρική είχε τότε γύρω στους 100.000 Μάρτυρες και 80 περίπου άτομα υπηρετούσαν στο γραφείο τμήματος. Ο διορισμός μου ήταν στο συνεργείο και περιλάμβανε επισκευές οχημάτων.
Το 1979, επέστρεψα στις καλλιέργειες, στην εργασία που έκανα ως νεαρός στην Ευρώπη. Το αγρόκτημα, το οποίο παρήγε τρόφιμα για το προσωπικό του γραφείου τμήματος, ήταν στο Ιλάρο, περίπου 80 χιλιόμετρα από το Λάγος. Εκεί έμαθα ότι η γεωργία σε ένα τροπικό βροχερό δάσος είναι εντελώς διαφορετική από τη γεωργία στην Ευρώπη. Αφού εργάστηκα τριάμισι χρόνια εκεί, επέστρεψα στο Λάγος και εργάστηκα και πάλι στο συνεργείο.
Το 1986 μεταφέρθηκα στην Ιγκιεντούμα, περίπου 360 χιλιόμετρα από το Λάγος, όπου κατασκευαζόταν ένα μεγάλο νέο συγκρότημα για το γραφείο τμήματος. Η αφιέρωση αυτών των εγκαταστάσεων έγινε τον Ιανουάριο του 1990. Περιλαμβάνουν ένα τυπογραφείο, ένα μικρό αγρόκτημα και κτίρια κατοικιών που φιλοξενούν 500 και πλέον άτομα. Αυτά βρίσκονται σε μια έκταση 600 στρεμμάτων γης που περικλείεται από έναν τοίχο ύψους σχεδόν 2 μέτρων. Τώρα, έχω την ευθύνη του αγροκτήματος και της συντήρησης του εξωτερικού χώρου, για τα οποία φροντίζουν γύρω στα 35 άτομα.
Εδώ και 27 περίπου χρόνια, ζω στη Νιγηρία και πραγματικά απολαμβάνω τους διάφορους διορισμούς μου στο γραφείο τμήματος. Είμαι ευτυχισμένος για το γεγονός ότι η μητέρα μου παρέμεινε πιστή στον Ιεχωβά και για το ότι η νεότερη αδελφή μου, η Ίνγκριτ, η οποία υπηρέτησε ως ειδική σκαπάνισσα επί 14 χρόνια, συνεχίζει να υπηρετεί τον Ιεχωβά με το σύζυγό της.
Παρά τις προκλήσεις που έχω αντιμετωπίσει, στ’ αλήθεια χαίρομαι για το ότι υπηρετώ τον Ιεχωβά και τους πνευματικούς μου αδελφούς στη Δυτική Αφρική. Είμαι ευγνώμων για την καλή υγεία που απολαμβάνω μέχρι τώρα και προσεύχομαι ώστε να μπορώ να τη διατηρώ για να συνεχίσω να υπηρετώ δραστήρια τον μεγάλο Θεό μας, τον Ιεχωβά.
[Χάρτης στη σελίδα 21]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Νιγηρία
Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία
Γκαμπόν
[Ευχαριστίες]
Mountain High Maps® Copyright © 1997 Digital Wisdom, Inc.
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Με τη μητέρα μου, την Γκέρτρουτ, και την αδελφή μου Ίνγκριτ το 1939
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Ως ιεραπόστολος στην Γκαμπόν
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία έμενα σε χωριά όπως αυτό