ΑΖΙΖΑ
(Αζιζά) [Ισχυρός].
Ένας από εκείνους οι οποίοι, ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα, απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:27, 44.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
ΑΖΙΖΑ
(Αζιζά) [Ισχυρός].
Ένας από εκείνους οι οποίοι, ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα, απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:27, 44.