ΒΔΕΛΛΙΟ
[εβρ., μπεδόλαχ].
Αρωματικό ρητινοειδές κόμμι, όμοιο στην όψη με τη σμύρνα, το οποίο χρησιμοποιείται ενίοτε για να τη νοθεύσει. (Βλέπε επίσης ΣΜΥΡΝΑ.) Λαμβάνεται από ένα δέντρο (κομμιφόρος η αφρικανική [Commiphora africana]) της βορειοδυτικής Αφρικής και της Αραβίας, καθώς και από ένα συγγενικό είδος της βορειοδυτικής Ινδίας. Πρόκειται για ένα γένος μικρών δέντρων ή θάμνων με καχεκτική και ακανθώδη εμφάνιση και με αραιό φύλλωμα, που φύονται σε ζεστά μέρη με μεγάλη ηλιοφάνεια. Με τη χάραξη του φλοιού εκκρίνεται ένας αρωματικός, ρητινοειδής χυμός, το κόμμι. Μετά την αφαίρεσή του από το δέντρο, το κόμμι γρήγορα σκληραίνει, γίνεται κηρώδες και διαφανές, και μοιάζει στην όψη με μαργαριτάρι.
Στην περιγραφή της γης Αβιλά η οποία περιβαλλόταν από τον ποταμό Φισών (τον έναν από τους τέσσερις ποταμούς στους οποίους διακλαδιζόταν ο ποταμός που έβγαινε από την Εδέμ) γίνεται λόγος για τα πολύτιμα πράγματά της: το χρυσάφι, το βδέλλιο και την πέτρα του όνυχα. (Γε 2:11, 12) Στο εδάφιο Αριθμοί 11:7, το μάννα που μάζευαν οι Ισραηλίτες κατά την οδοιπορία στην έρημο λέγεται ότι είχε «την όψη του βδέλλιου». Πρωτύτερα, το μάννα είχε παρομοιαστεί με «πάχνη πάνω στη γη». (Εξ 16:14) Αυτό ταιριάζει με το υπόλευκο χρώμα του βδέλλιου. Μιλώντας για την προμήθεια του μάννα, ο Ιώσηπος λέει ότι το βδέλλιο είναι ένα «αρωματικό φυτό».—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Γ, 28 (i, 6).