ΒΔΕΛΛΑ
[εβρ., ‛αλουκάχ].
Αιμομυζητικό σκουλήκι με πλατύ σώμα το οποίο αποτελείται από δακτυλίους και είναι οξύληκτο και στα δύο του άκρα, αλλά πλατύτερο προς το πίσω άκρο. Οι μικρότερες βδέλλες μπορεί να είναι λίγο μεγαλύτερες από 1 εκ., και οι μεγαλύτερες, 10 εκ. και πλέον. Αυτά τα σκουλήκια έχουν σε κάθε άκρο του σώματός τους έναν δίσκο, ή αλλιώς μυζητήρα, ο δε δίσκος που βρίσκεται στο κεφάλι διαθέτει κοφτερά σαγόνια.
Οι βδέλλες αφθονούν σε πολλά ρυάκια και ποτάμια της Μέσης Ανατολής. Οι νεαρές βδέλλες μιας συγκεκριμένης ποικιλίας (Limnatis nilotica), όταν καταποθούν μαζί με το πόσιμο νερό, προσκολλώνται στις ρινικές κοιλότητες, στο λάρυγγα ή στην επιγλωττίδα του ξενιστή τους. Αναπτύσσονται ταχύτατα και δεν αφαιρούνται εύκολα. Η παρουσία τους μπορεί να κάνει την αναπνοή δύσκολη και αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια αίματος, αποβαίνει μερικές φορές μοιραίο για το θύμα.
Η μοναδική αναφορά στη βδέλλα (εβρ., ‛αλουκάχ) γίνεται στο εδάφιο Παροιμίες 30:15, όπου υπονοείται η ακόρεστη απληστία, με τη δήλωση «οι βδέλλες έχουν δύο κόρες που φωνάζουν: “Δώσε! Δώσε!”» Το Σχολιολόγιο (Commentary) του Φ. Τσ. Κουκ υποστηρίζει ότι η απληστία της βδέλλας χαρακτηρίζεται εδώ ως «κόρη της», ο δε πληθυντικός αριθμός χρησιμοποιείται για έμφαση. Άλλοι θεωρούν ότι οι «δύο κόρες» αναφέρονται στα δύο χείλη του αιμομυζητικού δίσκου της. Η βδέλλα μπορεί να καταναλώσει αίμα τριπλάσιο του βάρους της, ενώ μια ισχυρή αντιπηκτική ουσία στο σάλιο της εξασφαλίζει τη συνεχή αιμορραγία του θύματος.