ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ
[εβρ., ζέμερ].
Μικρή αντιλόπη που μοιάζει με κατσίκα, ξεχωρίζει από τα αγκιστροειδή κέρατά της και φημίζεται για την ευκινησία και τη σταθερότητα με την οποία βαδίζει σε τρομακτικά ύψη. Το ύψος του ενήλικου αρσενικού μπορεί να φτάσει τα 80 εκ. στους ώμους, και το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει τα 30 κιλά. Το καλοκαιρινό τρίχωμα του αγριόγιδου είναι καστανόξανθο, αλλά σκουραίνει με την έλευση της χειμερινής περιόδου. Το αγριόγιδο συγκαταλέγεται στα ζώα που ήταν κατάλληλα για τροφή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Νόμου.—Δευ 14:5.
Επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το ζώο στο οποίο αναφέρεται η εβραϊκή λέξη ζέμερ, η οποία αποδίδεται με διάφορους τρόπους: «αγριόγιδο» (KJ, AS, ER, Yg, ΜΝΚ), «αίγα των βουνών» (La), «πρόβατο των βουνών» (AT, JB, Mo, Ro), «αγριοπρόβατο» (ΜΠΚ), «άγριος κριός» (ΛΧ) και «αντιλόπη» (Le). Αλλού χρησιμοποιείται απλώς η μεταγραφή «ζέμερ» (Kx). Η εβραϊκή ρίζα από την οποία παράγεται η λέξη ζέμερ πιστεύεται ότι συγγενεύει με την αραβική λέξη ζαμάρα (αναπηδώ· τρέπομαι σε φυγή), πράγμα που υποδηλώνει ένα ζώο το οποίο αναπηδάει ή κάνει άλματα, άρα παρόμοιο με τη γαζέλα. Μερικοί ζωολόγοι υποστηρίζουν ότι το αγριόγιδο (ρουπικάπρα η γνησία [Rupicapra rupicapra]) δεν υπήρξε ποτέ στην Παλαιστίνη. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι τοπικές ποικιλίες αυτού του ζώου βρίσκονται στα Καρπάθια και στα βουνά του Καυκάσου, και γι’ αυτό πιθανώς να υπήρξε κάποτε μια ποικιλία αγριόγιδου στις οροσειρές του Λιβάνου.