ΔΙΒΡΕΙ
(Διβρεί) [πιθανότατα, Πολύλογος].
Ισραηλίτης από τη φυλή του Δαν του οποίου η κόρη, η Σελομίθ, παντρεύτηκε Αιγύπτιο. Λίγο μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο, ο γιος που προήλθε από αυτή την ένωση λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου επειδή εξύβρισε το όνομα του Ιεχωβά.—Λευ 24:10-16, 23.