ΑΓΓΑΙΟΣ
(Αγγαίος) [[Γεννημένος σε] Γιορτή].
Εβραίος προφήτης στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο που ήταν κυβερνήτης ο Ζοροβάβελ και βασιλιάς της Περσίας ο Δαρείος Υστάσπης.—Αγγ 1:1· 2:1, 10, 20· Εσδ 5:1, 2.
Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Αγγαίος ήταν μέλος της Μεγάλης Συναγωγής. Με αφορμή τα εδάφια Αγγαίος 2:10-19, πιθανολογείται ότι ήταν ιερέας. Το όνομά του εμφανίζεται μαζί με το όνομα του προφήτη Ζαχαρία στην επιγραφή του 111ου (112ου) Ψαλμού στη λατινική Βουλγάτα, στην επιγραφή του 125ου και του 126ου Ψαλμού στη συριακή Πεσίτα, στην επιγραφή του 145ου Ψαλμού στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, στην Πεσίτα και στη Βουλγάτα, καθώς και στην επιγραφή του 146ου, του 147ου και του 148ου Ψαλμού στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Πεσίτα. Ο Αγγαίος πιθανότατα γεννήθηκε στη Βαβυλώνα και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ με τον Ζοροβάβελ και το Ιουδαϊκό υπόλοιπο το 537 Π.Κ.Χ. Ουσιαστικά, όμως, λίγα πράγματα είναι γνωστά για αυτόν, διότι οι Γραφές δεν αναφέρουν καμιά πληροφορία για την οικογενειακή καταγωγή του, τη φυλή του, και ούτω καθεξής.
Ο Αγγαίος υπήρξε ο πρώτος μεταιχμαλωσιακός προφήτης. Δύο περίπου μήνες έπειτα από αυτόν, άρχισε να προφητεύει και ο Ζαχαρίας. (Αγγ 1:1· Ζαχ 1:1) Η εναντίωση των εχθρών επέφερε μια απότομη διακοπή στην οικοδόμηση του ναού, η οποία όμως παρατεινόταν επί χρόνια επειδή οι Ιουδαίοι αδιαφορούσαν και επιδίωκαν με ιδιοτέλεια τα προσωπικά τους συμφέροντα. Ο Αγγαίος αναζωπύρωσε το ζήλο των επαναπατρισμένων Ιουδαίων εξορίστων ώστε να ξαναρχίσουν την οικοδόμηση του ναού. (Εσδ 3:10-13· 4:1-24· Αγγ 1:4) Τα τέσσερα θεόδοτα αγγέλματα, τα οποία ο προφήτης Αγγαίος μετέδωσε στο δεύτερο έτος του Δαρείου Υστάσπη (520 Π.Κ.Χ.) μέσα σε τέσσερις περίπου μήνες και τα οποία κατέγραψε στο ομώνυμο βιβλίο της Αγίας Γραφής, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά, καθώς υποκίνησαν τους Ιουδαίους να ξαναρχίσουν το έργο οικοδόμησης του ναού. (Αγγ 1:1· 2:1, 10, 20· βλέπε ΑΓΓΑΙΟΣ [ΒΙΒΛΙΟ].) Ο Αγγαίος και ο Ζαχαρίας συνέχισαν να τους παρακινούν να εργάζονται, ώσπου ο ναός αποπερατώθηκε προς το τέλος του έκτου έτους του Δαρείου, το 515 Π.Κ.Χ.—Εσδ 5:1, 2· 6:14, 15.