ΑΝΟΥΝ
(Ανούν) [Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος].
1. Γιος του Νάας, βασιλιά του Αμμών, και διάδοχός του στο θρόνο. Λόγω της στοργικής καλοσύνης που είχε εκδηλώσει ο Νάας απέναντι στον Δαβίδ, εκείνος έστειλε αγγελιοφόρους προκειμένου να παρηγορήσει τον Ανούν για την απώλεια του πατέρα του. Αλλά ο Ανούν, έχοντας πειστεί από τους άρχοντές του ότι αυτό ήταν απλώς ένα τέχνασμα του Δαβίδ για να κατασκοπεύσει την πόλη, ατίμασε τους υπηρέτες του Δαβίδ ξυρίζοντας τη μισή γενειάδα τους και κόβοντας το μισό από τα ενδύματά τους, μέχρι τους γλουτούς τους, και κατόπιν τους έδιωξε. Όταν οι γιοι του Αμμών είδαν ότι είχαν γίνει αηδιαστική μυρωδιά για τον Δαβίδ εξαιτίας της ταπείνωσης στην οποία είχαν υποβάλει τους αγγελιοφόρους του, ο Ανούν πήρε την πρωτοβουλία να ετοιμαστεί για πόλεμο και μίσθωσε τους Συρίους για να πολεμήσει εναντίον του Ισραήλ. Στις μάχες που ακολούθησαν, οι Αμμωνίτες και οι Σύριοι υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα από τον Ισραήλ, και ο Δαβίδ υπέβαλε τους επιζώντες Αμμωνίτες της Ραββά σε καταναγκαστική εργασία.—2Σα 10:1–11:1· 12:26-31· 1Χρ 19:1–20:3.
2. Κάποιος ο οποίος, μαζί με τους κατοίκους της Ζανωά, επισκεύασε την Πύλη της Κοιλάδας και μέρος του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:13.
3. «Ο έκτος γιος του Σαλάφ». Έκανε επισκευές στο τείχος της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:30.