ΜΙΣΘΟΣ
Γενικά, το τίμημα που καταβάλλεται σε εργαζομένους για την εργασία ή τις υπηρεσίες τους. (Λευ 19:13) Το ρήμα «μισθώνω» σημαίνει προσλαμβάνω κάποιον (Ματ 20:1) ή νοικιάζω κάτι. (Εξ 22:14, 15· Πρ 28:30, Κείμενο) Η λέξη «μισθός» μπορεί να είναι συνώνυμη της λέξης «αμοιβή». Παραδείγματος χάρη, ο μισθός ή η αμοιβή του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορα για την υπηρεσία που πρόσφερε ως εκτελεστής εντεταλμένος από τον Ιεχωβά καταστρέφοντας την Τύρο ήταν η κατάκτηση της Αιγύπτου και η λαφυραγώγηση όλου του πλούτου της. (Ιεζ 29:18, 19· βλέπε επίσης Ρθ 2:12· Ησ 61:8· 62:11.) Σε εκπλήρωση του εδαφίου Ζαχαρίας 11:12, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πήρε 30 ασημένια νομίσματα από τους ιερείς (αν ήταν σίκλοι, περ. $66) ως «μισθό» για να προδώσει τον Ιησού Χριστό. (Ματ 26:14-16· 27:3-10· Πρ 1:18· βλέπε ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ.) Επίσης, η λέξη «μισθός» σημαίνει ενίοτε «ανταπόδοση». «Ο μισθός που πληρώνει η αμαρτία είναι θάνατος».—Ρω 6:23· βλέπε επίσης Ψλ 109:20· Ησ 65:6, 7.
Ο μισθός δεν συνίστατο μόνο σε χρήματα ή ασήμι (2Χρ 24:11, 12· 25:6) αλλά επίσης σε κατοικίδια ζώα, αγροτικά προϊόντα, και ούτω καθεξής. Ο μισθός του Ιακώβ για 14 χρόνια εργασίας ήταν οι δύο σύζυγοί του, η Λεία και η Ραχήλ. Επιπρόσθετα, υπηρέτησε έξι χρόνια για να λάβει ένα τμήμα του ποιμνίου του Λάβαν όπως είχε συμφωνηθεί. (Γε 29:15, 18, 27· 31:41) Η Λεία, δίνοντας τους μανδραγόρες του γιου της στη Ραχήλ, “μίσθωσε” τον Ιακώβ για να έχει σχέσεις μαζί της, και γι’ αυτό χαρακτήρισε το γιο που γέννησε ως «μισθό». (Γε 30:14-18) Τον καιρό της επίγειας διακονίας του Ιησού, το συνηθισμένο ημερομίσθιο για τους αγροτοεργάτες ήταν προφανώς ένα δηνάριο (74 σεντς).—Ματ 20:2.
Ο νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ απαιτούσε να πληρώνονται οι μισθωτοί στο τέλος της εργάσιμης ημέρας. (Λευ 19:13· Δευ 24:14, 15) Οι Γραφές επικρίνουν έντονα όσους διαχειρίζονται ανέντιμα το μισθό των μισθωτών εργατών.—Ιερ 22:13· Μαλ 3:5· Ιακ 5:4.
Η μίσθωση απαιτεί προσοχή ώστε να διασφαλιστεί ότι εκείνοι που μισθώνονται είναι ικανοί. Γι’ αυτό, η παροιμία λέει: «Σαν τον τοξότη που τρυπάει τα πάντα, έτσι είναι αυτός που μισθώνει έναν άφρονα ή αυτός που μισθώνει κάποιον περαστικό».—Παρ 26:10.
Η φιλοξενία και η υλική βοήθεια προς όσους αφοσιώνονται αποκλειστικά στα συμφέροντα της αγνής λατρείας μπορούν να χαρακτηριστούν μισθός που τους οφείλεται, σύμφωνα με την αρχή: «Ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του». (Λου 10:7· 1Τι 5:17, 18) Τα δέκατα των Ισραηλιτών αποτελούσαν το μισθό των Λευιτών για την υπηρεσία τους στο αγιαστήριο. (Αρ 18:26, 30, 31) Από την άλλη πλευρά, η δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού και η αιώνια ζωή δεν δίνονται ως μισθός σε όσους υπηρετούν τον Θεό, διότι είναι δώρα που απορρέουν από την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού επειδή οι υπηρέτες Του ασκούν πίστη στη λυτρωτική θυσία του Χριστού.—Ρω 4:2-8· 6:23.
Η παραμέληση του αγιαστηρίου στις ημέρες του προφήτη Αγγαίου είχε ως αποτέλεσμα να κατακρατεί ο Ιεχωβά την ευλογία του, και όσοι γίνονταν μισθωτοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους για «ένα τρύπιο σακούλι», δηλαδή ο μισθός που έπαιρναν ήταν πενιχρός και ξοδευόταν γρήγορα. (Αγγ 1:3-6) Επίσης, σχετικά με τις ημέρες πριν από την αποκατάσταση του ναού, ο Ιεχωβά είπε μέσω του Ζαχαρία: «Διότι πριν από εκείνες τις ημέρες, δεν υπήρχε μισθός για τους ανθρώπους· και όσο για το μισθό των κατοικίδιων ζώων, δεν υπήρχε κάτι τέτοιο».—Ζαχ 8:9, 10· βλέπε ΔΩΡΑ· ΔΩΡΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ· ΜΙΣΘΩΤΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ.
Σε αντίθεση με την εβραϊκή λέξη σαχάρ (που δηλώνει συνήθως το μισθό έναντι εργασίας ή υπηρεσιών), η εβραϊκή λέξη ’εθνάν, από τη ρίζα ναθάν (δίνω), χρησιμοποιείται στις Γραφές αποκλειστικά σε σχέση με το μίσθωμα που εισπράττεται από πορνεία, κυριολεκτική ή μεταφορική. Ως εκ τούτου, αυτή η αμοιβή θεωρείται δώρο παρά μισθός που αποκτάται με εργασία, και η συγκεκριμένη λέξη χρησιμοποιείται γενικά με κακή έννοια. Ο Νόμος απαγόρευε να φέρνουν στο αγιαστήριο για κάποια ευχή είτε «το μίσθωμα πόρνης» είτε «την τιμή σκύλου»—η τελευταία αυτή φράση πιθανόν να αναφέρεται σε μίσθωμα άρρενα ομοφυλόφιλου. (Δευ 23:18) Έχοντας αυτό υπόψη, η δήλωση σύμφωνα με την οποία το μίσθωμα της Τύρου για την πορνεία της με τα έθνη θα γινόταν κάτι άγιο για τον Ιεχωβά σημαίνει προφανώς ότι ο Ύψιστος θα αγίαζε το υλικό κέρδος που αποκόμιζε η Τύρος από αυτή την πηγή με την έννοια ότι θα φρόντιζε να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το θέλημά του, κάνοντάς το να αποβεί προς όφελος των υπηρετών του. (Ησ 23:17, 18· παράβαλε Νε 13:16.) Τόσο ο Ιούδας όσο και ο Ισραήλ ήταν ένοχοι εκπόρνευσης σε άλλα έθνη. (Ιεζ 23:1-16· Ωσ 9:1· Μιχ 1:6, 7) Ωστόσο, ο Θεός κατέκρινε ειδικά την Ιερουσαλήμ για κάτι πρωτόγνωρο σε αυτόν τον τομέα. Ανόμοια με τις πόρνες που λαβαίνουν μίσθωμα, η Ιερουσαλήμ, όχι απλώς δεν λάβαινε, αλλά έδινε μίσθωμα στα έθνη που πόρνευαν μαζί της.—Ιεζ 16:26-34, 41.