ΙΑΔΙΗΛ
(Ιαδιήλ) [πιθανώς, Είθε να Ευφρανθεί ο Θεός].
Κεφαλή ενός οίκου από τη μισή φυλή του Μανασσή, η οποία κατοικούσε Α του Ιορδάνη. Ήταν γενναίος και κραταιός άντρας. Οι απόγονοι του Ιαδιήλ «άρχισαν να ενεργούν άπιστα» προς τον Ιεχωβά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν τελικά σε εξορία από τους Ασσυρίους.—1Χρ 5:23-26.