ΙΕΡΕΜΩΘ
(Ιερεμώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι υψηλός (εξυψωμένος)»].
1. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του γιου του τού Βεχέρ.—1Χρ 7:6, 8.
2. Κεφαλή μιας οικογένειας Βενιαμιτών που ζούσε στην Ιερουσαλήμ, ένας από τους “γιους” του Βεριά.—1Χρ 8:14-16, 28.
3. Γιος του Μουσί και εγγονός του Μεραρί από τη φυλή του Λευί. Ο πατρικός οίκος που ιδρύθηκε από αυτό το άτομο, του οποίου το όνομα εμφανίζεται και με τη μορφή «Ιεριμώθ», συμπεριλήφθηκε στην αναδιάρθρωση των Λευιτικών υπηρεσιών την οποία έκανε ο Δαβίδ.—1Χρ 23:21, 23· 24:30, 31.
4. Γιος του Αιμάν από το Λευιτικό κλάδο των Κααθιτών. Την περίοδο της βασιλείας του Δαβίδ, ο Ιερεμώθ (Ιεριμώθ) κληρώθηκε επικεφαλής της 15ης από τις 24 υποδιαιρέσεις των μουσικών που υπηρετούσαν στο αγιαστήριο.—1Χρ 6:33· 25:1, 4, 8, 9, 22.
5, 6, 7. Τρεις Ισραηλίτες, από τους γιους του Ελάμ, του Ζατθού και του Βανί αντίστοιχα, οι οποίοι εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25-27, 29, 44.