ΣΕΒΑΣΜΟΣ
Η απόδοση ιδιαίτερης προσοχής ή τιμής σε κάποιο άτομο που κρίνεται ότι την αξίζει· η αναγνώριση και η οφειλόμενη εκτίμηση για κάποιο πράγμα ή, κυρίως, για κάποιο πρόσωπο, για τις ιδιότητες, τα επιτεύγματα, το αξίωμα, τη θέση ή την εξουσία του. Εκδηλώνω σεβασμό σημαίνει «τιμώ». Διάφορες λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών μεταδίδουν την έννοια της απόδοσης τιμής, σεβασμού ή υγιούς φόβου.—Βλέπε ΤΙΜΗ· ΦΟΒΟΣ.
Προς τον Ιεχωβά και τους Εκπροσώπους Του. Επειδή ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Δημιουργός, αξίζει να λαβαίνει την ύψιστη τιμή από όλα τα νοήμονα πλάσματά του. (Απ 4:11) Τέτοιου είδους τιμή απαιτεί από τον καθένα πιστή υπακοή σε αυτόν, υπακοή που βασίζεται στην αγάπη για αυτόν και στην εκτίμηση για όσα έχει κάνει για λογαριασμό του. (Μαλ 1:6· 1Ιω 5:3) Μεταξύ άλλων προϋποθέτει επίσης να χρησιμοποιεί κάποιος τα πολύτιμα πράγματά του για την αληθινή λατρεία.—Παρ 3:9.
Όποιος οικειοποιείται ό,τι ανήκει στον Δημιουργό δείχνει έλλειψη σεβασμού για τα ιερά πράγματα. Αυτό έκαναν ο Οφνεί και ο Φινεές, οι γιοι του Αρχιερέα Ηλεί. Άρπαζαν το καλύτερο από κάθε προσφορά που γινόταν για τον Ιεχωβά. Όσο για τον Ηλεί, μη παίρνοντας αυστηρά μέτρα εναντίον των γιων του για αυτό το ζήτημα, τους τίμησε περισσότερο από ό,τι τον Ιεχωβά.—1Σα 2:12-17, 27-29.
Ενώ η τιμή που αποδίδουν οι άνθρωποι στον Ιεχωβά Θεό εκδηλώνεται μέσω πιστής υπακοής σε αυτόν και μέσω προώθησης των συμφερόντων της λατρείας του, ο Θεός τιμάει τους ανθρώπους ευλογώντας τους και ανταμείβοντάς τους. (1Σα 2:30) Παραδείγματος χάρη, ο Βασιλιάς Δαβίδ, ο οποίος υπηρετούσε τον Ιεχωβά πιστά και επιθυμούσε να χτίσει έναν ναό για να στεγάσει την ιερή κιβωτό της διαθήκης, τιμήθηκε, ή αλλιώς ανταμείφθηκε, με μια διαθήκη για βασιλεία.—2Σα 7:1-16· 1Χρ 17:1-14.
Ως εκπρόσωποι του Ιεχωβά, οι προφήτες—και ιδιαίτερα ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός—ήταν άξιοι σεβασμού. Αντί, όμως, να εισπράττουν σεβασμό από τους Ισραηλίτες, υφίσταντο φραστική και σωματική κακομεταχείριση, ακόμη και μέχρι θανάτου. Η ασέβεια του Ισραήλ προς τους εκπροσώπους του Ιεχωβά έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν σκότωσαν τον Γιο Του. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να εκτελέσει την εκδίκησή του εναντίον της άπιστης Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ.—Ματ 21:33-44· Μαρ 12:1-9· Λου 20:9-16· παράβαλε Ιωα 5:23.
Στη Χριστιανική εκκλησία. Εκείνοι στους οποίους ανατέθηκαν ειδικές ευθύνες διδασκαλίας στη Χριστιανική εκκλησία άξιζαν την υποστήριξη και τη συνεργασία των ομοπίστων τους. (Εβρ 13:7, 17) Ήταν «άξιοι διπλής τιμής», πράγμα που περιλάμβανε και προαιρετική υλική βοήθεια για τη σκληρή εργασία τους προς όφελος της εκκλησίας.—1Τι 5:17, 18· βλέπε ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ.
Εντούτοις, όλοι οι Χριστιανοί δικαιούνταν να λαβαίνουν τιμή από τους ομοπίστους τους. Ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε: «Στην απόδοση αμοιβαίας τιμής, να παίρνετε την πρωτοβουλία». (Ρω 12:10) Εφόσον κάθε Χριστιανός γνωρίζει τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του καλύτερα από ό,τι οι ομόπιστοί του, είναι απολύτως σωστό να βάζει τους άλλους πάνω από τον εαυτό του, τιμώντας τους, δηλαδή θεωρώντας τους εξαιρετικά πολύτιμους, για το πιστό τους έργο. (Φλπ 2:1-4) Οι άπορες χήρες που άξιζαν βοήθεια τιμούνταν λαβαίνοντας υλική υποστήριξη από την εκκλησία.—1Τι 5:3, 9, 10.
Μεταξύ των μελών της οικογένειας. Η σύζυγος οφείλει δικαίως να εκδηλώνει υγιή φόβο, ή αλλιώς βαθύ σεβασμό, για το σύζυγό της εφόσον αυτός είναι η κεφαλή της οικογένειας. (Εφ 5:33) Κάτι τέτοιο εναρμονίζεται με τη θέση ηγεσίας που έλαβε ο άντρας στη διευθέτηση του Θεού. Δεν δημιουργήθηκε πρώτα η γυναίκα, αλλά ο άντρας, και αυτός είναι «εικόνα και δόξα του Θεού». (1Κο 11:7-9· 1Τι 2:11-13) Η Σάρρα αποτέλεσε σπουδαίο παράδειγμα γυναίκας που έτρεφε βαθύ σεβασμό για το σύζυγό της. Ο σεβασμός της ήταν εγκάρδιος, διότι αποκαλούσε το σύζυγό της «κύριο», όχι απλώς εις επήκοον άλλων, αλλά και «μέσα της».—1Πε 3:1, 2, 5, 6· παράβαλε Γε 18:12.
Από την άλλη πλευρά, στους συζύγους δίνεται η νουθεσία: «Με όμοιο τρόπο να κατοικείτε μαζί [με τις συζύγους σας] σύμφωνα με τη γνώση, αποδίδοντας τιμή σε αυτές ως πιο αδύναμο σκεύος, το γυναικείο, εφόσον και εσείς είστε κληρονόμοι της παρ’ αξία εύνοιας της ζωής μαζί τους». (1Πε 3:7) Επομένως, οι χρισμένοι με το πνεύμα Χριστιανοί σύζυγοι έπρεπε να έχουν υπόψη ότι οι γυναίκες τους είχαν ίση υπόσταση με αυτούς ως συγκληρονόμοι με τον Χριστό (παράβαλε Ρω 8:17· Γα 3:28) και ότι όφειλαν να τις μεταχειρίζονται με αξιότιμο τρόπο αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι έχουν λιγότερη δύναμη από τους άντρες.
Αναφορικά με τα παιδιά τους, οι γονείς ενεργούν ως εκπρόσωποι του Θεού και είναι εξουσιοδοτημένοι να τα εκπαιδεύουν, να τα διαπαιδαγωγούν και να τα καθοδηγούν. Επομένως, δικαιούνται να εισπράττουν τιμή, δηλαδή σεβασμό. (Εξ 20:12· Εφ 6:1-3· Εβρ 12:9) Αυτό δεν περιορίζεται στην υπακοή ενός παιδιού και στην εκδήλωση μεγάλης εκτίμησης για τους γονείς του. Σημαίνει επίσης πως, αν παραστεί ανάγκη, το παιδί θα τους φροντίσει στοργικά στα γηρατειά τους. (Παράβαλε Ματ 15:4-6.) Στη Χριστιανική εκκλησία, όποιος δεν προμήθευε για έναν ηλικιωμένο και άπορο γονέα θεωρούνταν χειρότερος από έναν άπιστο. (1Τι 5:8) Όπως επισήμανε ο απόστολος Παύλος στον Τιμόθεο, η εκκλησία δεν έπρεπε να επωμίζεται τη φροντίδα των χηρών που είχαν παιδιά ή εγγόνια τα οποία μπορούσαν να παράσχουν υλική βοήθεια.—1Τι 5:4.
Προς Άρχοντες και Άλλους. Τιμή, ή σεβασμός, πρέπει να εκδηλώνεται επίσης προς τους ανθρώπους που κατέχουν υψηλές κυβερνητικές θέσεις. Ο Χριστιανός δείχνει τέτοιον σεβασμό, όχι για να κερδίσει ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά επειδή αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Σε προσωπικό επίπεδο, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είναι διεφθαρμένοι. (Παράβαλε Λου 18:2-6· Πρ 24:24-27.) Ωστόσο, τους αποδίδεται σεβασμός από εκτίμηση για τη θέση ευθύνης που αντιπροσωπεύει το αξίωμά τους. (Ρω 13:1, 2, 7· 1Πε 2:13, 14) Παρόμοια, οι δούλοι έπρεπε να θεωρούν τους ιδιοκτήτες τους άξιους για πλήρη τιμή, κάνοντας την εργασία που τους είχε ανατεθεί και μη δίνοντας αφορμή να ονειδίζεται το όνομα του Θεού.—1Τι 6:1.
Όταν οι άλλοι ζητούσαν από τον Χριστιανό να δώσει λόγο για την ελπίδα του, εκείνος έπρεπε να το κάνει αυτό «με πραότητα και βαθύ σεβασμό [μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου, Κείμενο]». Μολονότι οι ερωτήσεις μπορεί να διατυπώνονταν με προσβλητικό τρόπο, ο Χριστιανός έπρεπε να εκθέτει τους λόγους του με ηρεμία και ευγένεια και να μην απαντάει εξοργισμένος, θυμωμένος ή αγανακτισμένος. Παρότι δεν θα πτοούνταν από το φόβο του ανθρώπου, έπρεπε να εκδηλώνει βαθύ σεβασμό, ή αλλιώς υγιή φόβο, σαν να βρισκόταν ενώπιον του Ιεχωβά Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού. (1Πε 3:14, 15) Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να έχει ως παράδειγμα τους αγγέλους, οι οποίοι, αν και μεγαλύτεροι σε ισχύ και δύναμη, δεν εκφέρουν κατηγορίες με υβριστικά λόγια.—2Πε 2:11.