ΙΕΡΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Διακονία ή εργασία η οποία είναι ιερή, καθώς σχετίζεται άμεσα με τη λατρεία που αποδίδει κάποιος στον Θεό.
Η εβραϊκή λέξη ‛αβάδ σημαίνει βασικά «υπηρετώ» (Γε 14:4· 15:13· 29:15) ή «κοπιάζω» (Εξ 34:21) και αποδίδεται επίσης «καλλιεργώ». (Γε 4:12· Δευ 28:39) Όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με υπηρεσία που αποδίδεται στον Ιεχωβά ή σε ψεύτικες θεότητες, η λέξη ‛αβάδ υποδηλώνει λατρεία, ή αλλιώς ιερή υπηρεσία. (Εξ 10:26· Δευ 11:16) Παρόμοια, το ρήμα λατρεύω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει απόδοση υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται σχετικά με την απόδοση υπηρεσίας στον Θεό (Ματ 4:10· Λου 1:74· 2:37· 4:8· Πρ 7:7· Ρω 1:9· Φλπ 3:3· 2Τι 1:3· Εβρ 9:14· 12:28· Απ 7:15· 22:3), όπως συνέβαινε στο αγιαστήριο ή στο ναό (Εβρ 8:5· 9:9· 10:2· 13:10), καθώς επίσης σε συνάρτηση με την ψεύτικη λατρεία, δηλαδή την απόδοση υπηρεσίας σε δημιουργήματα. (Πρ 7:42· Ρω 1:25) Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές το ουσιαστικό λατρεία εμφανίζεται αποκλειστικά σε σχέση με την υπηρεσία που αποδίδεται στον Θεό. (Ιωα 16:2· Ρω 9:4· 12:1· Εβρ 9:1, 6) Διαφέρει από τη λέξη διακονία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου η οποία επίσης σημαίνει «υπηρεσία», αλλά χρησιμοποιείται σε σχέση με κοινά, συνηθισμένα, εγκόσμια πράγματα—πράγματα που δεν είναι ιερά.
Ο μόνος στον οποίο είναι ορθό να αποδίδεται λατρεία, ή αλλιώς ιερή υπηρεσία, είναι ο Ιεχωβά Θεός. (Ματ 4:10· Λου 4:8) Επειδή οι Ιουδαίοι είχαν ειδική σχέση διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό, θα έπρεπε να δοθεί σε αυτούς το προνόμιο να αποδίδουν ιερή υπηρεσία ως γεννημένοι από το πνεύμα γιοι του Θεού και μέλη ενός “βασιλικού ιερατείου”. Οι περισσότεροι, όμως, έχασαν αυτό το προνόμιο επειδή δεν άσκησαν πίστη στον Χριστό Ιησού. (Ρω 9:3-5, 30-33· 1Πε 2:4-10) Πολλοί, όπως ο Φαρισαίος Σαύλος προτού γίνει Χριστιανός, νόμιζαν μάλιστα ότι πρόσφεραν ιερή υπηρεσία στον Θεό διώκοντας τους ακολούθους του Χριστού.—Ιωα 16:2· Πρ 26:9-11· Γα 1:13, 14.